Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 5/Μέρος Α) - "Η Ζωή"

Ο ήλιος έδυε στη νότια πλευρά της Ουράνιας πόλης δίνοντας στον ουρανό και στη θάλασσα ένα υπέροχο πορτοκαλί χρώμα. Η σκοπιά τής Ζωής είχε φτάσει στο τέλος της.
Η Ζωή ήταν μια νεαρή άγγελος με δυναμικό χαραχτήρα και η δύναμή της ήταν ο Κεραυνός. Η εμφάνισή της είχε μια άγρια ομορφιά. Ήταν ψηλή με μαύρα μακριά μαλλιά, τα οποία έπεφταν πάνω στους ώμους της. Τα μάτια της ήταν καστανά κι ανέδυαν μια δυναμική λάμψη. Στο δεξί της μάγουλο είχε ένα υπέροχο σημάδι σε σχήμα κρίνου. Φορούσε σχεδόν πάντα ρούχα των ανθρώπων, κάτι που δεν άρεσε στους Γηραιούς Αγγέλους κι αυτό δεν ήταν το μόνο που τους δυσανασχετούσε. Όποτε ήθελε έφευγε από την Ουράνια πόλη κι επισκεπτόταν τα διάφορα χωριά και τις πόλεις της Λέινορ, παρόλο που αυτό απαγορευόταν από τότε που ο Βάλντορ είχε προδώσει όλα τα γένη.
Τις τελευταίες ημέρες οι Γηραιοί είχαν βάλει έναν νέο κανονισμό, λόγω μιας μεγάλης δύναμης που είχε εμφανιστεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ήταν αρκετό για να γίνει αντιληπτή η ενέργειά της. Επειδή κανείς δεν ήξερε, αν η δύναμη είχε προέλθει από πλάσμα της φωτεινής ή της σκοτεινής πλευράς. Μετά από το τέλος κάθε σκοπιάς οι φύλακες θα έπρεπε να επιστρέφουν στο παλάτι και να δίνουν αναφορά για οτιδήποτε συμβάν είχε γίνει και μη.
Αυτό κανονικά θα περιόριζε τις κινήσεις της. Με το που είχε κάνει την εμφάνιση η Δύναμή της, είχε χάσει την επικοινωνία με τον Κάσιο. Έναν μεγάλο μαχητή που είχε αναγνωρίσει ότι ήταν Άγγελος. Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Ήταν σπάνιος χαραχτήρας κι ένιωθε πολύ οικεία μαζί του. Ήταν κάτι στα μάτια του, είχε μια γοητεία, που οι περισσότεροι άνθρωποι δε διέθεταν. Επίσης του άρεσε και η προσπάθεια να προστατεύει το χωριό του από τον Αρίων. Τον τύραννο άρχοντα τού Λαγανά. Επικοινωνούσαν συνέχεια, γιατί με τα χρόνια τον ένιωθε σαν πατέρα της, μιας και δεν είχε γνωρίσει πότε τον δικό της.

Από τότε που είχε γίνει η εμφάνιση της Δύναμης, είχε χάσει κάθε επικοινωνία μαζί του και φοβόταν μήπως είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Δεν μπορούσε να τον εντοπίσει για αρκετό καιρό, αλλά την προηγούμενη νύχτα την ώρα που κοιμόταν είχε δει ένα όνειρο, ένα παράξενο όνειρο. Είχε δει τον Αρίωνα να τραυματίζει τον Κάσιο με βέλος, ύστερα έναν νεαρό άντρα να μονομαχεί με τον Αρίων, να χάνει τη μάχη στην αρχή, διότι ο Αρίων είχε χρησιμοποιήσει τη Δύναμη, αλλά στο τέλος ο νεαρός άντρας είχε βγάλει ένα παράξενο όπλο από το πουθενά και με αυτό είχε νικήσει τη μάχη. Και το κυριότερο, με το όπλο χρησιμοποιούσε τη Δύναμη, ένα είδος της Δύναμης που εκείνη δεν είχε ξαναδεί. Μετά τη μάχη είχε δει τους συγχωριανούς να τους σηκώνουν και να τους μεταφέρουν σε ένα παλιό αρχοντικό, επενδυμένο με πέτρα και ξύλινη σκεπή. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στον Λαγανά και έτσι αποφάσισε να πάει και να βοηθήσει τον Κάσιο και να δει τον νεαρό άντρα που χρησιμοποίησε τη Δύναμη. Γιατί μάλλον ήταν αυτός που οι Γηραιοί έψαχναν.

Τώρα που ήξερε πού βρισκόταν ο Κάσιος, δε χρειαζόταν να κάνει απερίσκεπτες κινήσεις. Πήγε στο Παλάτι και έδωσε αναφορά, μα την αναφορά δεν την έκανε ως συνήθως γραπτώς, αλλά την έδωσε προφορικά στον Τιμεών. Στον πιο δυνατό άγγελο και σοφότερο από όλους τους Γηραιούς. Δεν τη ρώτησε μόνο για τη σκοπιά, αλλά και για το όνειρο που είχε δει τη χθεσινή βραδιά. Αυτό βέβαια δεν το περίμενε και αναγκάστηκε να απαντήσει με το πρώτο πράγμα που της είχε έρθει στο μυαλό, γιατί κάτι της έλεγε ότι δεν έπρεπε να πει την αλήθεια.

«Άρχοντά μου, το χθεσινό όνειρο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν εφιάλτη».

«Τότε γιατί φώναζες συνέχεια τον φίλο σου τον Κάσιο;» τη ρώτησε και τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της προσπαθώντας να καταλάβει, αν του έλεγε την αλήθεια. Η Ζωή ήξερε ότι οι Γηραιοί είχαν ικανότητες μεγαλύτερες από τους κανονικούς αγγέλους και φοβόταν τη ματιά αυτή.

«Όπως ξέρετε, ο Κάσιος είναι στενός φίλος μου και τον αγαπώ αρκετά και στον εφιάλτη είδα ότι πέθαινε κι εγώ ήμουν δίπλα, αλλά δεν μπορούσα να τον βοηθήσω». Κατά κάποιο τρόπο αυτό που έλεγε δεν ήταν ψέμα αλλά ούτε αλήθεια, οπότε ο Τιμεών δεν μπορούσε να καταλάβει τι ίσχυε, ήλπιζε.

«Πολύ καλά» της είπε και συνέχισε με ερωτήσεις σχετικά με τη σκοπιά της. Την κράτησε αρκετές ώρες εκεί και μόνο όταν ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα, την άφησε να πάει να ξεκουραστεί, μα εκείνη δεν είχε τέτοιο σκοπό. Θα πήγαινε να βρει και να βοηθήσει τον Κάσιο.

Αν το όνειρό της έβγαινε αληθινό, ο Κάσιος κινδύνευε σοβαρά, γιατί το τραύμα είχε γίνει από βέλος ποτισμένο με μαύρη Δύναμη. Δεν ήξερε αρκετά ακόμα σχετικά με τη θεραπεία τέτοιων τραυμάτων. Αλλά αν κατάφερνε να επαναφέρει τον Κάσιο, θα της έλεγε τον τρόπο και τι χρειαζόταν για να τον θεραπεύσει.

Βγήκε από την Ουράνια πόλη χωρίς κανένας να την ενοχλήσει, ήταν φύλακας άγγελος και κανένας δεν είχε δικαίωμα να τη σταματήσει εκτός από τους Γηραιούς.

Ο ουρανός ήταν υπέροχος την ώρα του ξημερώματος. Η υγρασία έκανε τα πάντα να γυαλίζουν και καθώς έκανε την εμφάνισή του ο ήλιος, η υγρασία άρχισε να εξατμίζεται και ο αέρας γέμισε από το άρωμα των λουλουδιών και του γρασιδιού. Πάντα όταν πετούσε της άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στα σύννεφα. Απολάμβανε να παρακολουθεί τα σχέδια που έπαιρναν ανάλογα με τον αέρα και αυτό που της άρεσε ακόμα πιο πολύ ήταν να περνάει μέσα από αυτά με ταχύτητα και να χαλάει τα σχήματά τους. Αυτό που λάτρευε όμως ήταν να βρίσκεται ανάμεσα στα σύννεφα την ώρα που μαινόταν καταιγίδα και δημιουργούνταν κεραυνοί, τους όποιους αν αυτοσυγκεντρωνόταν αρκετά μπορούσε να τους ελέγξει.

Πλησιάζοντας το χωριό πέταξε κατευθείαν στο σπίτι του Κάσιου για να μπορέσει να προσγειωθεί χωρίς να τη δει κανένας και να πάρει μερικά πράγματα που ίσως χρειαζόταν. Το σπίτι του Κάσιου βρισκόταν στην κορυφή ενός μικρού λόφου, όπου μπορούσες άνετα να παρακολουθείς το μικρό χωριό. Αυτή τη στιγμή οι κάτοικοι του Λαγανά ξυπνούσαν κι άναβαν τα τζάκια τους για να ζεσταθούν, να φτιάξουν πρωινό και αυτό φαινόταν από τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών.

Έκρυψε τα φτερά και κίνησε για το σπίτι. Τα ζώα μουγκρίζανε κλαψιάρικα, διότι θα έπρεπε να είχαν να φάνε καιρό και μην μπορώντας να τα ακούει, τα ταΐσε και τα πότισε, ύστερα πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού και ψιθύρισε μια λέξη για να ανοίξει η μυστική αποθήκη, όπου ο Κάσιος έκρυβε ό,τι δεν ήταν για τα μάτια των χωρικών.

Η κρυφή αποθήκη του Κάσιου ήταν ένα τεράστιο υπόγειο δωμάτιο που αποτελούταν από τεράστια ράφια και συρτάρια. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες καθώς έμπαινες, ήταν μια τεράστια τοιχογραφία ενός σκούρου μπλε δράκου να κάθεται πάνω σε έναν λόφο. Η τοιχογραφία αυτή ήταν τόσο τέλεια που νόμιζες ότι ήταν ζωντανός. Η αποθήκη ήταν γεμάτη με όπλα, πανοπλίες, έργα τέχνης, τρόφιμα και βότανα. Αυτός είναι θησαυρός, σκέφτηκε η Ζωή. Το να βρει τα βότανα που ίσως χρειαζόταν ήταν εύκολο, γιατί ο Κάσιος είχε ταξινομήσει τα πάντα σε ράφια και συρτάρια. Πήρε το πράσινο τσάι και μια κατακόκκινη αλοιφή που κάποτε ο Κάσιος της είχε πει ότι μπορούσε να κλείσει κάθε πληγή.

Βγήκε από την αποθήκη, την έκλεισε και ξεκίνησε για το σπίτι που είχε δει στο όνειρο ελπίζοντας να βγει αληθινό για να μπορέσει να τον βοηθήσει, πριν να είναι πολύ αργά.

Η διαδρομή από το σπίτι του φίλου της μέχρι το χωριό ήταν αρκετή ώρα για έναν άνθρωπο, μα η αγγελική της φύση έκανε το περπάτημά της να είναι ανάλαφρο και γρήγορο και τα πόδια της να μην κουράζονται εύκολα. Η διαδρομή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, γιατί μπορούσες να απολαύσεις το τοπίο. Τα δέντρα και τα λουλούδια ανέδυαν ένα εξαίσιο άρωμα.

Μπαίνοντας στο χωριό είδε διάφορους ανθρώπους να ξεκινούν την ημέρα τους. Οι περισσότεροι οδηγούσαν κάρα φορτωμένα με αγροτικά εργαλεία όπως τσάπες και δρεπάνια για να πάνε να οργώσουν ή να θερίσουν αυτά που είχαν σπείρει. Δεν ήταν μόνο οι αγρότες πρωινοί, αλλά και ιδιοκτήτες των διάφορων καταστημάτων που υπήρχαν στο χωριό. Ο χασάπης είχε πιάσει ένα κατσίκι και το πήγαινε μάλλον για σφαγή κι ο φούρναρης έβγαζε το ζεστό και μυρωδάτο ψωμί από τον φούρνο.

Καθώς κατέβαινε τον κεντρικό δρόμο με προορισμό την πλατεία είδε την ταβέρνα του χωριού, όπου έφερε σημάδια μιας πρόσφατης πυρκαγιάς. Μαζί με τη μυρωδιά από το καμένο ξύλο, στον αέρα υπήρχε και η οσμή αίματος κι αυτό της έφερε ναυτία, διότι σαν άγγελος οι αισθήσεις της ήταν πιο οξυμμένες. Παρ’ όλη τη ναυτία που ένιωθε όμως, αισθανόταν και μια απέραντη χαρά. Ένιωσε την αύρα τού Κάσιου κάπου τριγύρω, μα δεν αισθάνθηκε μόνο τη δική του, αλλά και τη δύναμη που είχαν αισθανθεί και τις προάλλες. Δεν ήταν σίγουρη, αν βρισκόταν κάπου κοντά στον τόπο της μάχης, γιατί τη μια στιγμή γινόταν πιο δυνατή η αύρα του Κάσιου και μια χανόταν για λίγη ώρα ή και περισσότερη. Έψαχνε για αρκετή ώρα κάνοντας ερωτήσεις για τον Κάσιο, μα όλοι απαντούσαν ότι δεν είχαν ξανακούσει αυτό το όνομα και ότι δεν είχαν δει κάποιον με την περιγραφή του ή και απέφευγαν να απαντήσουν.

Όταν ένιωσε ξανά την αύρα τού Κάσιου είχε φτάσει σχεδόν στα όρια του χωριού. Από το σημείο που βρισκόταν φαινόταν μόνο η παλιά ξύλινη σκεπή που ήταν στολισμένη με πέτρες σκαλισμένες σε μορφή περιστεριού και πιο πίσω υψωνόταν η πέτρινη καμινάδα που εκείνη τη στιγμή κάπνιζε. Πέρα από τη σκεπή δεν μπορούσε να δει, γιατί την εμπόδιζε η ασπρισμένη μάντρα με τα τεράστια αμυντικά κάγκελα. Έκανε τον γύρο του αρχοντικού και βρέθηκε μπροστά σε μια επιβλητική σιδερένια εξώπορτα. Τα σίδερα που την αποτελούσαν ήταν φτιαγμένα με τόση δεξιοτεχνία που το μάτι χανόταν, όταν προσπαθούσες να ακολουθήσεις τις καμπύλες και τα σχέδιά τους.

Καθώς παρατηρούσε την πόρτα είδε σε μια γωνία της μια ασημένια αλυσίδα να κρέμεται μέσα από μια πτυχή της μάντρας. Μην έχοντας να χάσει τίποτα, την τράβηξε και αμέσως ακούστηκε ένα σύνολο από ευχάριστους κουδουνιστούς ήχους. Ωραίος τρόπος ειδοποίησης, σκέφτηκε η Ζωή. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε ένας φρουρός ακολουθούμενος από μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο φρουρός ήταν ψηλός και γεροδεμένος, στο κεφάλι φορούσε ένα ραγισμένο κράνος και στο χέρι κρατούσε ένα μακρύ σπαθί. Η ηλικιωμένη γυναικά ήταν πολύ κοντή και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, σημάδι ότι ήταν πάρα πολύ μεγάλη και αδύναμη, μα τα μάτια της άλλο έδειχναν παρά την εξωτερική εμφάνισή της. Τα μάτια της φανέρωναν μια μεγάλη έγνοια και αυτό που την εξέπληξε, αλλά δεν το παρατήρησε από την αρχή, ήταν ότι η αύρα της γυναίκας ήταν πιο δυνατή από τον φρουρό. Ο φρουρός προχώρησε μπροστά και η γυναικά περίμενε πιο πίσω.

«Ποια είσαι και τι θέλεις στο σπίτι του Ορέστη του Σιδηρουργού;» ρώτησε με επιτακτική φωνή ο φρουρός, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον θαυμασμό του στα μάτια του για αυτό που έβλεπε να βρίσκεται πίσω από τη σιδερένια πόρτα, μια νεαρή και πανέμορφη γυναικά. Πάντα τα ίδια, λες και δεν έχουν ξαναδεί γυναίκα μπροστά τους, αναλογίστηκε η Ζωή.

«Το όνομά μου είναι Ζωή και γυρεύω έναν συγγενή μου» είπε ψέματα κάνοντας τα γλυκά μάτια στον φρουρό κι έχοντας σκοπό να τον ξεγελάσει για να του αποσπάσει πληροφορίες και να μπει στο αρχοντικό.

«Πώς τον λένε τον συγγενή σου, ωραία μου κυρία;» ρώτησε ο φρουρός. Τσίμπησε το δόλωμα.

«Το όνομα του συγγενή μου είναι Κάσιος και…»

Μόλις ξεστόμισε το όνομα ο φρουρός σοβάρεψε απότομα και ύψωσε το ξίφος. Ετοιμαζόταν να επιτεθεί, μα πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση η ηλικιωμένη γυναίκα μίλησε.

«Σταμάτα» διέταξε τον φρουρό. Η φωνή της δεν ήταν ανάλογη της ηλικίας της. Ήταν γεμάτη δύναμη και ενέργεια. «Ποια είσαι, τι θες και πρωτίστως πως ξέρεις το όνομα Κάσιος; Εσύ» στράφηκε στον φρουρό. «Πήγαινε και φώναξε την υπόλοιπη φρουρά και οι σκοποί να είναι σε επαγρύπνηση. Και τώρα λέγε» στράφηκε ξανά στη Ζωή πλησιάζοντας τη σιδερένια πόρτα. Όταν πλησίασε αρκετά κοντά και την κοίταξε στα μάτια τής ήρθε ίλιγγος, έφερε το ένα χέρι της στην καρδιά της και με το άλλο πιάστηκε από τη σιδερένια πόρτα.

«Φρουρέ, έλα πίσω και άνοιξε την πόρτα γρήγορα» φώναξε η γυναίκα και απορημένος ο φρουρός γύρισε πίσω τρέχοντας για να εκτελέσει την εντολή της γυναίκας. Έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά και διάλεξε το πιο μεγάλο και σκουριασμένο κλειδί. Ο θόρυβος που έκανε η κλειδαριά καθώς άνοιγε, έσπασε τη σιωπή που είχε δημιουργηθεί μετά την απότομη αλλαγή της ηλικιωμένης γυναίκας.

«Πέρνα γρήγορα μέσα».




Νίκος Καρδαμπίκης