Πόσες σκιές, πόσες σκιές σκοτεινές, απαλές όπως οι παραπλανητικές φωνές της νύχτας ή βαριές σαν κουρασμένα πέλματα ταξιδιωτών φορτωμένων δρόμους και μονοπάτια ατελείωτα, δε μέτρησε εκείνο το ταλαιπωρημένο δέντρο ανάμεσα στα δάκτυλά του; Με έναν κορμό βαρύ, γεμάτο ρόζους, σκασμένο και φαγωμένο από ζώα κι έντομα που φιλοξενούνταν κατά καιρό χωρίς την άδειά του, χέρια μακριά, γεμάτα παραφυάδες, φορτωμένο ρυτίδες και τα τυφλά παράπονα των πλασμάτων που δεν μπορούσαν να αλλάξουν τη μοίρα τους, στεκόταν εκεί γυρτό από το βάρος τόσων ζωών που δεν τις είχε ζητήσει, με το δειλό του βλέμμα να αγγίζει το χώμα, υποτακτικό.
Σχεδόν γυμνό από τις δροσερές φυλλωσιές και τους καρπούς που στόλιζαν τα υπόλοιπα δέντρα ολόγυρα, με το χώμα στα γέρικα πόδια του να ξεδιπλώνει το δέρμα του γυμνό χωρίς γρασίδι και τα τρυφερά λουλούδια που δανείζονταν κάτι από το μικρό άλλοθι της ζωής να αποφεύγουν τη σκιά του, αυτό το πανάρχαιο πλάσμα της καρδιάς του ξεχασμένου μας δάσους ήταν ο σκοτεινός φρουρός της ίδιας του της θλίψης.
Πάνω στον κορμό του, το βλέμμα κάποιου από τους ελάχιστους μυημένους στις απόκρυφες τέχνες του κόσμου αυτού, θα μπορούσε με λίγη προσοχή να διακρίνει τα αίτια αυτής του της δυστυχίας. Γιατί πάνω στη γέρικη σάρκα με γραφή αόρατη στα κοινά μάτια υπήρχε σκαλισμένη από χέρι γεννημένο από τις ρίζες του κόσμου αυτού, χέρι καμωμένο από το πρώτο χώμα και νερό, απ΄την ανάσα της φωτιάς του πρώτου εκείνου Αποστάτη, η βλάσφημη ακολουθία μιας αρχαίας επίκλησης που μόλυνε την τρυφερή ψυχή του δέντρου καταδικάζοντάς το στη μοναξιά μιας ανακόλουθης λειτουργικότητας.
Πάνω στον κορμό του, το βλέμμα κάποιου από τους ελάχιστους μυημένους στις απόκρυφες τέχνες του κόσμου αυτού, θα μπορούσε με λίγη προσοχή να διακρίνει τα αίτια αυτής του της δυστυχίας. Γιατί πάνω στη γέρικη σάρκα με γραφή αόρατη στα κοινά μάτια υπήρχε σκαλισμένη από χέρι γεννημένο από τις ρίζες του κόσμου αυτού, χέρι καμωμένο από το πρώτο χώμα και νερό, απ΄την ανάσα της φωτιάς του πρώτου εκείνου Αποστάτη, η βλάσφημη ακολουθία μιας αρχαίας επίκλησης που μόλυνε την τρυφερή ψυχή του δέντρου καταδικάζοντάς το στη μοναξιά μιας ανακόλουθης λειτουργικότητας.
Κρατώντας στο χέρι το μικρό μου φανάρι, σιγοτρέμοντας από την ψύχρα του καλοκαιριού στην καρδιά του δάσους, σταμάτησα λίγα μέτρα προτού οι σκιές των αποτρόπαιων κλαδιών, που λικνίζονταν γύρω μου σε έναν χορό δανεισμένο από το φως που ξεπηδούσε από το γυάλινο κλουβί μου, σκύψουν πάνω μου και με τυλίξουν σε μια σκοτεινή χορεία, παραμυθεία στον πόθο μου για το σκοτάδι. Ήξερα όμως πως δεν έπρεπε να προχωρήσω πιο μπροστά.
Αλλοίμονο σε σκοτεινές ψυχές σαν τη δική μου που αποζητούν με δίψα τη γεύση των βλάσφημων απολαύσεων. Αλλοίμονο σε μας που μας έλκουν τόποι και γραφές δεμένες τον πόνο της αλήθειας που δε φέρνει γαλήνη. Πόσες φορές αλλοίμονο για εμάς που, ενώ θα δούμε τους αληθινούς τρόμους του κόσμου αυτού, θα πρέπει να σφαλλίσουμε το πνεύμα μας για τον υπόλοιπο κόσμο, που ενώ απ΄την αρχή γνωρίζουμε τη θλίψη του να δεις την άλλη πλευρά, αποζητούμε αυτή της τη γνώση. Μακάριοι οι άνθρωποι που στις μικρές ζωές τους δεν επιθυμούν τίποτα πιο απλό απ΄τις μικρές και τακτικές χαρές των φυσιολογικών ανθρώπων και περνούν τη ζωή τους ήρεμα ανάμεσα στις καθημερινές τους μέριμνες κι ασχολίες.
Έχοντας διασχίσει το δάσος μέσα στην πνιγηρή μέγγενη των νυχτερινών αναπνοών του, μέσα σε ένα γύψινο σκοτάδι χωρίς υποψία ουρανού, μισοσκοντάφτοντας σε γλιστερές ρίζες και λασπωμένα φυλλώματα, το να βλέπω τώρα στο ανοιχτό ξέφωτο έναν ουρανό γεμάτο αστέρια με γέμιζε με μια παράταιρη ελπίδα.
Στο κέντρο του ξέφωτου η φιγούρα του νεκροζώντανου δέντρου. Ένας θλιβερός αναμαλλιασμένος σκελετός, γιγάντιο σκέβρωμα αλλοτινών καιρών παντοδυναμίας. Τώρα που η πανσέληνος κατακόκκινη έλαμνε σε μια ανατριχιαστική ραψωδία ανάμεσα στα αποστεωμένα κλαδιά με τα λιγοστά φύλλα όλα τα υπόλοιπα αστέρια έμοιαζαν να σβήνονται ένα ένα και να χάνονται, εκμηδενισμένα λείψανα από καιρούς περασμενους που έπρεπε να χαθούν. Μόνο η σελήνη, ένα μισοπεθαμένο δέντρο κι ένα άγονο ξέφωτο με δόντια από πέτρα να δαγκώνουν τα σπαράγματα μιας δαντελωτής σερνάμενης ομίχλης. Αυτά κι ολόγυρα ένα αρχαίο, σκοτεινό, γεμάτο ζωή και μυστικά δάσος.
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα που τον ξεχώρισα κουλουριασμένο στη ρίζα του δέντρου του. Πάνω απ’ το κεφάλι του σκαλισμένη στον κορμό έφεγγε στο ίδιο κόκκινο με της σελήνης η ακατανόμαστη γραφή, τρεμόπαιξε δυνατά φλογερή κι έπειτα έσβησε για να χαθεί στη λήθη του σκοταδιού που τη γέννησε. Όλα τα πράγματα γεννιούνται στο σκοτάδι. Θνητά κι αθάνατα. Μόνο που κάποια θα πεθάνουν στο φως. Μα όλα ξεκινούν από μια σκοτεινή και υγρή μήτρα. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. Κι όταν πεθάνουν θα γυρίσουν ξανά στο σκοτάδι.
Κι εκείνη η σελήνη τεράστια. Γεμάτη το ναρκωτικό άλικο των απογορευμένων απολαύσεων να παρακολουθεί από απόσταση κάθε δράμα που συντηρούσε. Κι εκείνος ήταν εκεί, μια μικροσκοπική φιγούρα μοναξιάς μακριά από την ανάπαυση των ευλογημένων ψυχών. Κουβαριασμένος στη ρίζα της κατοικίας του έχοντας μόλις ξυπνήσει από το χώμα κι από τον ύπνο της μέρας με μια ανάσα που μύριζε αποσύνθεση σε κάθε της ρόγχο, αποσύνθεση, ρίζες και λάσπη.
Γύρισε και με κοίταξε. Δυο στρογγυλά κόκκινα μάτια, τα μάτια εκείνου του δαιμονικού κόκκινου φεγγαριού, δύο πληγές από δίψα που έβραζε, τυφλή στην επιθυμία της για αίμα καρφωμένα προσεκτικά σε εκείνο το ακατανόμαστο πρόσωπο, το ελάχιστα ανθρώπινο στα χαρακτηριστικά του. Αυτά τα μάτια ήταν η ίδια η μυρωδιά τής αποσύνθεσης. Και κάτω από αυτά στη σκιά μιας ανύπαρκτης μύτης ένα αδηφάγο στόμα που ανάσαινε στους συριστικούς ρόγχους αυτής της ίδιας του της δίψας.
Μια απελπισμένη υλακή βγήκε από το στόμα του. Σηκώθηκε όρθιος κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Παραπατώντας αδέξια, μια ασταθής αδύνατη φιγούρα, ένα σώμα ανθρώπινο σχεδόν, ανασαίνοντας βαριά και με δυσκολία ανάμεσα από μακριούς κυνόδοντες, αυτό το υβρίδιο της ανθρώπινης βλασφημίας προχωρούσε υποχωρώντας από την παντοδυναμία του τρόμου που κάποτε ενέπνεε στη θλιβερή παραδοχή της αδυναμίας του να διεκδικήσει κάτι από την αλλοτινή του κυριαρχία.
Σταμάτησε λίγα βήματα μπροστά μου. Με κοίταξε γρυλίζοντας κι άπλωσε τα κοκκαλιάρικα χέρια του όπως ένα σκυλί απλώνει το παρακλητικό του βλέμμα στο αφεντικό του για ένα κόκκαλο ή λίγο κρέας.
Έκανα ένα βήμα πίσω κι αφήνοντας κάτω το γυάλινο φανάρι μου άνοιξα το δερμάτινο σάκο που είχα φορτωθεί στην πλάτη. Του πέταξα τα δυο φρεσκοσκοτωμένα κουνέλια που είχα κυνηγήσει το πρωί. Δεν πρόλαβα να δω παρά μια φευγαλέα λάμψη που φώτισε το βλέμμα του προτού ριχτεί στο χώμα να τα κατασπαράξει.
Δεν ήταν αρκετά γι΄αυτόν και το ήξερα. Μα δε μπορούσα να του φέρω την τροφή που ήθελε. Αυτό ποτέ δε θα μπορούσα να το κάνω. Κι όταν έφαγε και γύρισε να με κοιτάξει γεμάτος ευγνωμοσύνη μα με την πείνα του άγριου ζώου να τρεμοπαίζει ακόμα μέσα στα μάτια του σκέφτηκα πως καλύτερα θα ήταν να μην τον τάιζα ξανά, να τον άφηνα ν’ αργοπεθάνει εσώκλειστος στο μαγεμένο κύκλο που τον έκλεισαν εκείνοι που έπρεπε, τότε που ήταν δυνατός και δεν μπορούσαν να τον εξοντώσουν.
Έστρεψα την πλάτη μου μες στο σκοτάδι για να φύγω γνωρίζοντας καλά πως με κοιτούσε, πως μου ζητούσε να του φέρω εκείνο που δεν έπρεπε, πως υποσχόταν πολλά, πολλά που δεν μπορούσαν άλλοι να μου δώσουν, εκείνος όμως μπορούσε, αν θα τον βοηθούσα να σπάσει τα μάγια της φυλακής του και να βγει έξω ξανά.
Τα λόγια του έκαιγαν το μυαλό μου, καθώς έφευγα με την έλξη του κοφτερού κόκκινου της γεμάτης σελήνης. Δελεαστικά και σκοτεινά βυθίζονταν μέσα μου με την ανήσυχη θαλπωρή της επικείμενης προσδοκίας.
Και βάδιζα μισοζαλισμένος ξανά ανάμεσα στις βαριές σκιές και τα κορμιά των δέντρων που ένιωθα να μου χαμογελούν ειρωνικά μες στο σκοτάδι κοροιδεύοντάς με για τη δειλία μου. Κι ένιωθα τη μέγγενη απ’ τις νυχτερινές τους ανάσες να σφίγγει την ψυχή μου σαν θηλιά μα, όχι, πίσω δε θα γυρνούσα, δε θα γυρνούσα να ελευθερώσω ξανά στον κόσμο έναν από τους αρχαίους τρόμους... Και τα δέντρα, τα ζωντανά και περήφανα γελούσαν και τώρα άκουγα γέλια δυνατά και ψιθύρους και κάποια έλεγαν το όνομά μου, καθώς είχα αρχίσει να τρέχω. Λέξεις απροσδιόριστες, σκόρπιες, δηλητηριασμένες τρύπωναν στο μυαλό μου... Είχα αρχίσει να τρέχω χτυπώντας ξανά και ξανά στο γύψινο σκοτάδι του δάσους και τις φωνές, τα γέλια και τους ψιθύρους, σκοντάφτοντας στις γλιστερές ρίζες και τα λασπωμένα φυλλώματα...
Και κατρακυλούσα απελπισμένος μες στο σκοτάδι να βγω απ’ τον καταραμένο τόπο κι ας το γνώριζα καλά πως όσο μακριά κι αν ξεγλιστρούσα πάντα, κάθε που το φεγγάρι θα γέμιζε με αρρωστημένο άλικο, θα ξαναγυρνούσα σε ετούτο τον βλάσφημο τόπο.
Δέσποινα Μανωλακάκη
Αλλοίμονο σε σκοτεινές ψυχές σαν τη δική μου που αποζητούν με δίψα τη γεύση των βλάσφημων απολαύσεων. Αλλοίμονο σε μας που μας έλκουν τόποι και γραφές δεμένες τον πόνο της αλήθειας που δε φέρνει γαλήνη. Πόσες φορές αλλοίμονο για εμάς που, ενώ θα δούμε τους αληθινούς τρόμους του κόσμου αυτού, θα πρέπει να σφαλλίσουμε το πνεύμα μας για τον υπόλοιπο κόσμο, που ενώ απ΄την αρχή γνωρίζουμε τη θλίψη του να δεις την άλλη πλευρά, αποζητούμε αυτή της τη γνώση. Μακάριοι οι άνθρωποι που στις μικρές ζωές τους δεν επιθυμούν τίποτα πιο απλό απ΄τις μικρές και τακτικές χαρές των φυσιολογικών ανθρώπων και περνούν τη ζωή τους ήρεμα ανάμεσα στις καθημερινές τους μέριμνες κι ασχολίες.
Έχοντας διασχίσει το δάσος μέσα στην πνιγηρή μέγγενη των νυχτερινών αναπνοών του, μέσα σε ένα γύψινο σκοτάδι χωρίς υποψία ουρανού, μισοσκοντάφτοντας σε γλιστερές ρίζες και λασπωμένα φυλλώματα, το να βλέπω τώρα στο ανοιχτό ξέφωτο έναν ουρανό γεμάτο αστέρια με γέμιζε με μια παράταιρη ελπίδα.
Στο κέντρο του ξέφωτου η φιγούρα του νεκροζώντανου δέντρου. Ένας θλιβερός αναμαλλιασμένος σκελετός, γιγάντιο σκέβρωμα αλλοτινών καιρών παντοδυναμίας. Τώρα που η πανσέληνος κατακόκκινη έλαμνε σε μια ανατριχιαστική ραψωδία ανάμεσα στα αποστεωμένα κλαδιά με τα λιγοστά φύλλα όλα τα υπόλοιπα αστέρια έμοιαζαν να σβήνονται ένα ένα και να χάνονται, εκμηδενισμένα λείψανα από καιρούς περασμενους που έπρεπε να χαθούν. Μόνο η σελήνη, ένα μισοπεθαμένο δέντρο κι ένα άγονο ξέφωτο με δόντια από πέτρα να δαγκώνουν τα σπαράγματα μιας δαντελωτής σερνάμενης ομίχλης. Αυτά κι ολόγυρα ένα αρχαίο, σκοτεινό, γεμάτο ζωή και μυστικά δάσος.
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα που τον ξεχώρισα κουλουριασμένο στη ρίζα του δέντρου του. Πάνω απ’ το κεφάλι του σκαλισμένη στον κορμό έφεγγε στο ίδιο κόκκινο με της σελήνης η ακατανόμαστη γραφή, τρεμόπαιξε δυνατά φλογερή κι έπειτα έσβησε για να χαθεί στη λήθη του σκοταδιού που τη γέννησε. Όλα τα πράγματα γεννιούνται στο σκοτάδι. Θνητά κι αθάνατα. Μόνο που κάποια θα πεθάνουν στο φως. Μα όλα ξεκινούν από μια σκοτεινή και υγρή μήτρα. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. Κι όταν πεθάνουν θα γυρίσουν ξανά στο σκοτάδι.
Κι εκείνη η σελήνη τεράστια. Γεμάτη το ναρκωτικό άλικο των απογορευμένων απολαύσεων να παρακολουθεί από απόσταση κάθε δράμα που συντηρούσε. Κι εκείνος ήταν εκεί, μια μικροσκοπική φιγούρα μοναξιάς μακριά από την ανάπαυση των ευλογημένων ψυχών. Κουβαριασμένος στη ρίζα της κατοικίας του έχοντας μόλις ξυπνήσει από το χώμα κι από τον ύπνο της μέρας με μια ανάσα που μύριζε αποσύνθεση σε κάθε της ρόγχο, αποσύνθεση, ρίζες και λάσπη.
Γύρισε και με κοίταξε. Δυο στρογγυλά κόκκινα μάτια, τα μάτια εκείνου του δαιμονικού κόκκινου φεγγαριού, δύο πληγές από δίψα που έβραζε, τυφλή στην επιθυμία της για αίμα καρφωμένα προσεκτικά σε εκείνο το ακατανόμαστο πρόσωπο, το ελάχιστα ανθρώπινο στα χαρακτηριστικά του. Αυτά τα μάτια ήταν η ίδια η μυρωδιά τής αποσύνθεσης. Και κάτω από αυτά στη σκιά μιας ανύπαρκτης μύτης ένα αδηφάγο στόμα που ανάσαινε στους συριστικούς ρόγχους αυτής της ίδιας του της δίψας.
Μια απελπισμένη υλακή βγήκε από το στόμα του. Σηκώθηκε όρθιος κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Παραπατώντας αδέξια, μια ασταθής αδύνατη φιγούρα, ένα σώμα ανθρώπινο σχεδόν, ανασαίνοντας βαριά και με δυσκολία ανάμεσα από μακριούς κυνόδοντες, αυτό το υβρίδιο της ανθρώπινης βλασφημίας προχωρούσε υποχωρώντας από την παντοδυναμία του τρόμου που κάποτε ενέπνεε στη θλιβερή παραδοχή της αδυναμίας του να διεκδικήσει κάτι από την αλλοτινή του κυριαρχία.
Σταμάτησε λίγα βήματα μπροστά μου. Με κοίταξε γρυλίζοντας κι άπλωσε τα κοκκαλιάρικα χέρια του όπως ένα σκυλί απλώνει το παρακλητικό του βλέμμα στο αφεντικό του για ένα κόκκαλο ή λίγο κρέας.
Έκανα ένα βήμα πίσω κι αφήνοντας κάτω το γυάλινο φανάρι μου άνοιξα το δερμάτινο σάκο που είχα φορτωθεί στην πλάτη. Του πέταξα τα δυο φρεσκοσκοτωμένα κουνέλια που είχα κυνηγήσει το πρωί. Δεν πρόλαβα να δω παρά μια φευγαλέα λάμψη που φώτισε το βλέμμα του προτού ριχτεί στο χώμα να τα κατασπαράξει.
Δεν ήταν αρκετά γι΄αυτόν και το ήξερα. Μα δε μπορούσα να του φέρω την τροφή που ήθελε. Αυτό ποτέ δε θα μπορούσα να το κάνω. Κι όταν έφαγε και γύρισε να με κοιτάξει γεμάτος ευγνωμοσύνη μα με την πείνα του άγριου ζώου να τρεμοπαίζει ακόμα μέσα στα μάτια του σκέφτηκα πως καλύτερα θα ήταν να μην τον τάιζα ξανά, να τον άφηνα ν’ αργοπεθάνει εσώκλειστος στο μαγεμένο κύκλο που τον έκλεισαν εκείνοι που έπρεπε, τότε που ήταν δυνατός και δεν μπορούσαν να τον εξοντώσουν.
Έστρεψα την πλάτη μου μες στο σκοτάδι για να φύγω γνωρίζοντας καλά πως με κοιτούσε, πως μου ζητούσε να του φέρω εκείνο που δεν έπρεπε, πως υποσχόταν πολλά, πολλά που δεν μπορούσαν άλλοι να μου δώσουν, εκείνος όμως μπορούσε, αν θα τον βοηθούσα να σπάσει τα μάγια της φυλακής του και να βγει έξω ξανά.
Τα λόγια του έκαιγαν το μυαλό μου, καθώς έφευγα με την έλξη του κοφτερού κόκκινου της γεμάτης σελήνης. Δελεαστικά και σκοτεινά βυθίζονταν μέσα μου με την ανήσυχη θαλπωρή της επικείμενης προσδοκίας.
Και βάδιζα μισοζαλισμένος ξανά ανάμεσα στις βαριές σκιές και τα κορμιά των δέντρων που ένιωθα να μου χαμογελούν ειρωνικά μες στο σκοτάδι κοροιδεύοντάς με για τη δειλία μου. Κι ένιωθα τη μέγγενη απ’ τις νυχτερινές τους ανάσες να σφίγγει την ψυχή μου σαν θηλιά μα, όχι, πίσω δε θα γυρνούσα, δε θα γυρνούσα να ελευθερώσω ξανά στον κόσμο έναν από τους αρχαίους τρόμους... Και τα δέντρα, τα ζωντανά και περήφανα γελούσαν και τώρα άκουγα γέλια δυνατά και ψιθύρους και κάποια έλεγαν το όνομά μου, καθώς είχα αρχίσει να τρέχω. Λέξεις απροσδιόριστες, σκόρπιες, δηλητηριασμένες τρύπωναν στο μυαλό μου... Είχα αρχίσει να τρέχω χτυπώντας ξανά και ξανά στο γύψινο σκοτάδι του δάσους και τις φωνές, τα γέλια και τους ψιθύρους, σκοντάφτοντας στις γλιστερές ρίζες και τα λασπωμένα φυλλώματα...
Και κατρακυλούσα απελπισμένος μες στο σκοτάδι να βγω απ’ τον καταραμένο τόπο κι ας το γνώριζα καλά πως όσο μακριά κι αν ξεγλιστρούσα πάντα, κάθε που το φεγγάρι θα γέμιζε με αρρωστημένο άλικο, θα ξαναγυρνούσα σε ετούτο τον βλάσφημο τόπο.
Δέσποινα Μανωλακάκη