Τον ξύπνησε, κοντά στο πρώτο χάραμα, η αμυδρή αίσθηση απαλής γούνας που γλιστρούσε μαλακά από τον αριστερό του ώμο, στο κάτω μέρος του σαγονιού του κι από εκεί πάλι πίσω στον ώμο για να χαθεί στο κέντρο του στέρνου του, ρίχνοντας εκεί το βάρος μιας μικρής απροσδιόριστης μάζας, που κούρνιασε μαζεύοντας πόδια και χέρια, γουργουρίζοντας ανυπόμονη στο λακκάκι του λαιμού του, αφήνοντας ανάμεσα από την ανάσα της εκείνη τη γνώριμη μυρωδιά των υπόγειων νεκροπόλεων που αναμασούσαν τη στατική τους αθανασία στα αφανή έγκατα των ερήμων που σάρωναν οι άνεμοι της Ανατολής τριγύρω από τα πλευρά του Νείλου.
Δεν άνοιξε αμέσως τα μάτια. Μπορούσε όμως ξεκάθαρα να νιώσει και να δει την άχρονη μυρωδιά του αίματος καθισμένη εκεί στο κέντρο του στήθους του, να ξετυλίγεται από τα κίτρινα μάτια, την ακούραστη αναπνοή, τα γαμψά νύχια που ακουμπούσαν ασφαλισμένα στις μαλακές πατούσες τους πάνω στο στήθος του. Ένιωθε τη μισόσβηστη φωτιά που τρεμοπέθαινε στο τζάκι και δεν μπορούσε κανείς να τη γλυτώσει, τις παγωμένες πλάκες στο βρώμικο πάτωμα, την πρωινή υγρασία στα σκεπάσματά του, τα μελλοντικά τριξίματα στο ξύλινο κρεβάτι, μόλις θα έκανε να σηκωθεί, την ερημιά του δωματίου του, τις σκιές της νύχτας μοιρασμένες στις γωνίες και κάτω από τα έπιπλα να σπαρταρούν στον πρωινό καθημερινό τους θάνατο. Ένιωσε στο αριστερό του χέρι κάτω από το δερμάτινο γάντι του, στο κέντρο της παλάμης, μια μαρμαρυγή.
Και τότε άνοιξε τα μάτια.
Ήταν μόνος στο δωμάτιο. Πάνω στο πλάτωμα του στέρνου του ακινητούσε μονάχα η γνώριμη εκείνη μυρωδιά μιας σοφής αποσύνθεσης. Η φωτιά στο τζάκι είχε πράγματι πεθάνει από ώρα κι έκανε κρύο.
Ήταν ένα λιτό δωμάτιο. Έτσι όπως ήταν πάντα. Από πέτρα και ξύλο. Εναρμονισμένα από τη διορατικότητα του πρακτικού νου και συντεριασμένα χωρίς την αψεγάδιαστη επαγγελματικότητα του έμπειρου τεχνίτη. Κι όμως η μικρή κατοικία στεκόταν αλώβητη από τα στοιχεία της φύσης, το μοναδικό ψυχοπαίδι της μελαγχολικής εκκλησίας στα δεξιά της, η ταπεινή κατοικία του φύλακα του νεκροταφείου.
Απέναντι από την πόρτα ένα πλατύ τζάκι που έκαιγε ακούραστο χειμώνα καλοκαίρι, ξορκίζοντας την υγρασία που ανέβαινε σιωπηλή από τη θάλασσα με αόρατους κυμματισμούς κι άλλοτε επίμονη και πνιγηρή κάτω από τη λευκή ανάσα της ομίχλης. Τα έπιπλα, μονάχα ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες και τρία κρεβάτια μαζί με ένα τραπεζάκι που έμοιαζε με χαμηλό βοηθητικό γραφείο πλάι στην πόρτα, φορτωμένο σκεύη οικιακής χρήσης και μπουκάλια διαφόρων ειδών. Εδώ κι εκεί μικροπράγματα: μια σκούπα, ένας κουβάς, ένα δοχείο για τη νύχτα, ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. Η καθαριότητα δεν ήταν κάτι που ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον ένοικο της κατοικίας, αλλά και κανέναν από τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Σπάνια έρχονταν εδώ επισκέπτες κι αυτοί όχι για να διανυκτερεύσουν ή να φάνε.
Σηκώθηκε κι ανακάθισε στο κρεβάτι του που παραπονέθηκε με ένα στριγκό μουγκρητό. Ακούμπησε την αριστερή του παλάμη ανάσκελα πάνω στο σκληρό στρώμα δίπλα στο πόδι του και την έσφιξε μαλακά για να διώξει τη φαγούρα. Η γύμνια του δωματίου έτσι όπως την οριοθετούσαν δέσμες χλωμού φωτός που τρύπωναν από τα παράθυρα, ένα σε κάθε τοίχο του δωματίου, γέμιζε την καρδιά του θλίψη. Παντού γύμνια, χρώματα ψυχρά και σκόνη που κατέβαινε συνοδεύοντας το φως στους χορευτικούς ρυθμούς μιας ακούσιας μελωδίας. Έφερε το δεξί χέρι στο πρόσωπό του σκεπάζοντας τα μάτια του. Κάποτε όλα αυτά έπρεπε να τελειώσουν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να τελειώσουν.
Έξω, κάτω από το δειλό φως μιας ήπιας συννεφιάς, η ζωή κατρακυλούσε με μισοναρκωμένους ρυθμούς ανάμεσα στα δέντρα, τις πέτρες, τα μνήματα και το γείσο της κλειδωμένης ακόμα εκκλησίας με το νωχελικό μουρμούρισμα κάποιου που μόλις έχει ανοίξει τα βλέφαρα, ύστερα από έναν ανήσυχο ύπνο στο όνειρο του πραγματικού κόσμου. Άφησε πίσω του την καλύβα και πήρε το μονοπάτι ανάμεσα στους τάφους, τυλιγμένος στη δερμάτινη κάπα με την κουκούλα γερτή στην πλάτη και το κεφάλι ψηλά, ανασαίνοντας βαθιά τις καθαρές αναπνοές της μέρας, προσπαθώντας να ξεπλύνει από μέσα τους τις οσμές της παρακμής και της αποσύνθεσης που είχαν ποτίσει τη ζωή του.
Εδώ κι εκεί ανάμεσα σε αγριόχορτα και φροντισμένα μνήματα, ανάμεσα σε μισοχαμένα δρομάκια και παραμελημένους τάφους, πίσω από τις μορφές θλιμμένων αγαλμάτων, ανάμεσα στα κρωξίματα των κορακιών και τα συρσίματα από τις σαύρες, αναγνώριζε πάνω στις πλάκες άλλοτε ξεκάθαρα κι άλλοτε όχι, ονόματα αγαπημένα και γνώριμα ή άλλα που είκαζε πώς ανήκαν στους απογόνους εκείνων που είχε κάποτε γνωρίσει στα πρώτα εκείνα χρόνια της περασμένης εποχής. Σώματα σβησμένα τώρα πια, φωνές ξεφτισμένες στη μνήμη, ενδύματα από καιρό λιωμένα πίσω από τους σκιερούς καθρέπτες της σήψης. Μορφές που ξαναπερνούσαν τώρα μπροστά από τα μάτια του ντυμένες τους εξαϋλωμένους χιτώνες της εγκατάλειψης μέσα στον αβαθή πυθμένα της αιώνιας συγκατάβασης στην κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Η συζήτηση δυο κορακιών, που διακόπηκε απότομα μόλις πλησίασε, τον έκανε να γυρίσει το βλέμμα. Πάνω από το δεξιό του ώμο, ανάμεσα στα φτερουγίσματα των πουλιών που ενοχλημένα πήραν τον δρόμο για τα ψηλότερα κλαδιά του δέντρου μπόρεσε να διακρίνει στο ψήλωμα του τεχνητού λόφου τη μεταθανάτια κατοικία της οικογένειας των Χέιζενμπεργκ. Σταμάτησε, γιατί ήρθε στο μυαλό του, όχι χωρίς θλίψη, η μορφή της μοναχοκόρης του δικαστή και η παλιά εκείνη ιστορία για τη τρέλα που την καταδίκασε σε έναν αργό και πρόωρο θάνατο κι οδήγησε τελικά την οικογένειά της στην καταστροφή.
Η μορφή της όμορφης Ρεβέκας, αναδύθηκε κι αυτή μπροστά του, καπνός από πηγή αόρατη ανάμεσα από τα κόκκαλα του μνημείου που την κρατούσε ασφαλισμένη στα σωθικά του, αιωρήθηκε για λίγο με εκείνο το τρυφερό χαμόγελο τής νεανικής της αφέλειας πάνω από το άρρωστο γρασίδι και διαλύθηκε ανάμεσα στα δόντια του κιτρινισμένου αέρα του πρωινού πάνω απ’ τα χαμηλωμένα σύννεφα.
«Αφέντη Μελκόρ» η δειλή φωνή του φύλακα ακούστηκε αδύναμη πίσω από την πλάτη του, σχεδόν την ίδια ώρα που μια χοντρή σταγόνα βροχής έπεσε με δύναμη πάνω στον δεξιό του ώμο.
«Έρχομαι, Χιλς» απάντησε στον ανθρωπάκο με ένα ανύπαρκτο σχεδόν χαμόγελο να σαρώνει τις σκέψεις από τα μάτια του. «Έρχομαι».
Έστριψε κι ακολούθησε τον φύλακα που βάδιζε μπροστά του σκυφτός, με τα μικρά και στρεβλωμένα πόδια του σε παραδόξως γρήγορα μολονότι κωμικά βηματάκια. Κι όπως ο μικρόσωμος ανθρωπάκος διένυε τα λιγοστά μέτρα που τους χώριζαν από τη βαριά ξύλινη είσοδο της εκκλησίας δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με τρυφερότητα για το αδέξιο αυτό πλάσμα που με τόση επιμονή έμοιαζε να αντιπαλεύει στην ίδια την τραγικότητα της ζωής την κωμική του ύπαρξη.
Ο Χιλς σταμάτησε μπροστά στην κλειστή πόρτα και έστρεψε το σκυθρωπό πρόσωπό του στον Μελκόρ. Η βροχή είχε δυναμώσει και κυλούσε γλιστερή στα λιγοστά μαλλιά και το ασύμετρο πρόσωπό του.
«Οι βροχές του καλοκαιριού δεν κρατούν πολύ» είπε κατεβάζοντας στα πόδια του το βλέμμα. Ο Μέλκορ χαμογέλασε με συμπάθεια. «Ο αφέντης μπορεί να κατέβει» πρόσθεσε. «Εκείνος περιμένει».
Και σηκώνοντας ξανά το βλέμμα στον Μελκόρ με τη βροχή να κατρακυλά θλιβερά σε βαριά δάκρυα στα μάγουλά του, έτρεξε προς την καλύβα του να ζεσταθεί κοντά στο τζάκι που θα άναβε ξανά με βιασύνη, για να στεγνώσει τα βρεγμένα ρούχα και τα παπούτσια του, προστατευμένος μέσα στην ασήμαντη ζωή του από τις έγνοιες εκείνων που είχαν φορτωθεί με τις μεγάλες έγνοιες του κόσμου αυτού.
Ο Μελκόρ ακούμπησε τη δεξιά γυμνή του παλάμη στο ξύλο της πόρτας. Μπορούσε να ακούσει ακόμα στις ανάσες της γερασμένης εκείνης βελανιδιάς, να νιώσει τα σκιρτήματα από τα χάδια των ανέμων στο γέρικο κορμί της, τα γλυκόλογα των πουλιών που κούρνιαζαν στα κλαδιά της, τα ψιθυρίσματα από τα έντομα που φώλιαζαν κάποτε στις κόχες της. Τα δέντρα αργούσαν τόσο να πεθάνουν...
Ξεκλείδωσε την πόρτα και πέρασε μέσα. Την άφησε να κλείσει μόνη της με ένα πνιγηρό τρίξιμο κι έπειτα προτού επιτρέψει στο βλέμμα του να αφεθεί σε οτιδήποτε ολόγυρα, γύρισε να την κλειδώσει. Κι όταν το παλιό μεταλλικό κλειδί τον ασφάλισε από τον έξω κόσμο μέσα στην ατελείωτη ησυχία της παλιάς εκκλησίας, στην προστατευτική άπνοια της απουσίας του φόβου, άκουσε πρώτα το μαλακό τραγούδι της βροχής που είχε δυναμώσει τώρα, για να απομακρύνει από τον κήπο της θλίψης κάθε απρόσκλητο επισκέπτη κι έπειτα σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά το είδε να χρωματίζεται κελαριστό στα πολύχρωμα βιτρώ των παραθύρων παρήγορο και ζωντανό.
Ο χρόνος περνούσε αλήθεια γρήγορα τελικά.
Ο χρόνος μας φέρνει πάντοτε εκεί που πρόκειται να μας φέρει. Ακόμα κι εδώ στην εξουθενωτική σιωπή της γαλήνης νιώθει κανείς πως η ζωή κινείται, τρέχει, υπερασπίζεται τις αποφάσεις της. Κι εμείς ακολουθούμε.
Τα βήματά του, μικρά και σίγουρα, αντηχούσαν όμορφα κάτω από το δυνατό παραμύθι της βροχής, όπως μερικές ταιριαστές λέξεις, σκαλισμένες επιδέξια στα σκαλοπάτια μιας απαλής μελωδίας. Κι όπως άφησε τον κεντρικό διάδρομο για να περάσει κάτω από μια μικρή αψίδα στα αριστερά, που οδηγούσε στο υπόγειο, του φάνηκε πως από την άκρη του ματιού του ξεγλύστρισε μια ασταθής σκιά κάτω από τα στασίδια, μια σκιά που έσερνε πίσω της εκείνη τη γνώριμη μυρωδιά από την άλλη πλευρά του κόσμου.
Δέσποινα Μανωλακάκη
Και τότε άνοιξε τα μάτια.
Ήταν μόνος στο δωμάτιο. Πάνω στο πλάτωμα του στέρνου του ακινητούσε μονάχα η γνώριμη εκείνη μυρωδιά μιας σοφής αποσύνθεσης. Η φωτιά στο τζάκι είχε πράγματι πεθάνει από ώρα κι έκανε κρύο.
Ήταν ένα λιτό δωμάτιο. Έτσι όπως ήταν πάντα. Από πέτρα και ξύλο. Εναρμονισμένα από τη διορατικότητα του πρακτικού νου και συντεριασμένα χωρίς την αψεγάδιαστη επαγγελματικότητα του έμπειρου τεχνίτη. Κι όμως η μικρή κατοικία στεκόταν αλώβητη από τα στοιχεία της φύσης, το μοναδικό ψυχοπαίδι της μελαγχολικής εκκλησίας στα δεξιά της, η ταπεινή κατοικία του φύλακα του νεκροταφείου.
Απέναντι από την πόρτα ένα πλατύ τζάκι που έκαιγε ακούραστο χειμώνα καλοκαίρι, ξορκίζοντας την υγρασία που ανέβαινε σιωπηλή από τη θάλασσα με αόρατους κυμματισμούς κι άλλοτε επίμονη και πνιγηρή κάτω από τη λευκή ανάσα της ομίχλης. Τα έπιπλα, μονάχα ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες και τρία κρεβάτια μαζί με ένα τραπεζάκι που έμοιαζε με χαμηλό βοηθητικό γραφείο πλάι στην πόρτα, φορτωμένο σκεύη οικιακής χρήσης και μπουκάλια διαφόρων ειδών. Εδώ κι εκεί μικροπράγματα: μια σκούπα, ένας κουβάς, ένα δοχείο για τη νύχτα, ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. Η καθαριότητα δεν ήταν κάτι που ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον ένοικο της κατοικίας, αλλά και κανέναν από τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Σπάνια έρχονταν εδώ επισκέπτες κι αυτοί όχι για να διανυκτερεύσουν ή να φάνε.
Σηκώθηκε κι ανακάθισε στο κρεβάτι του που παραπονέθηκε με ένα στριγκό μουγκρητό. Ακούμπησε την αριστερή του παλάμη ανάσκελα πάνω στο σκληρό στρώμα δίπλα στο πόδι του και την έσφιξε μαλακά για να διώξει τη φαγούρα. Η γύμνια του δωματίου έτσι όπως την οριοθετούσαν δέσμες χλωμού φωτός που τρύπωναν από τα παράθυρα, ένα σε κάθε τοίχο του δωματίου, γέμιζε την καρδιά του θλίψη. Παντού γύμνια, χρώματα ψυχρά και σκόνη που κατέβαινε συνοδεύοντας το φως στους χορευτικούς ρυθμούς μιας ακούσιας μελωδίας. Έφερε το δεξί χέρι στο πρόσωπό του σκεπάζοντας τα μάτια του. Κάποτε όλα αυτά έπρεπε να τελειώσουν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να τελειώσουν.
Έξω, κάτω από το δειλό φως μιας ήπιας συννεφιάς, η ζωή κατρακυλούσε με μισοναρκωμένους ρυθμούς ανάμεσα στα δέντρα, τις πέτρες, τα μνήματα και το γείσο της κλειδωμένης ακόμα εκκλησίας με το νωχελικό μουρμούρισμα κάποιου που μόλις έχει ανοίξει τα βλέφαρα, ύστερα από έναν ανήσυχο ύπνο στο όνειρο του πραγματικού κόσμου. Άφησε πίσω του την καλύβα και πήρε το μονοπάτι ανάμεσα στους τάφους, τυλιγμένος στη δερμάτινη κάπα με την κουκούλα γερτή στην πλάτη και το κεφάλι ψηλά, ανασαίνοντας βαθιά τις καθαρές αναπνοές της μέρας, προσπαθώντας να ξεπλύνει από μέσα τους τις οσμές της παρακμής και της αποσύνθεσης που είχαν ποτίσει τη ζωή του.
Εδώ κι εκεί ανάμεσα σε αγριόχορτα και φροντισμένα μνήματα, ανάμεσα σε μισοχαμένα δρομάκια και παραμελημένους τάφους, πίσω από τις μορφές θλιμμένων αγαλμάτων, ανάμεσα στα κρωξίματα των κορακιών και τα συρσίματα από τις σαύρες, αναγνώριζε πάνω στις πλάκες άλλοτε ξεκάθαρα κι άλλοτε όχι, ονόματα αγαπημένα και γνώριμα ή άλλα που είκαζε πώς ανήκαν στους απογόνους εκείνων που είχε κάποτε γνωρίσει στα πρώτα εκείνα χρόνια της περασμένης εποχής. Σώματα σβησμένα τώρα πια, φωνές ξεφτισμένες στη μνήμη, ενδύματα από καιρό λιωμένα πίσω από τους σκιερούς καθρέπτες της σήψης. Μορφές που ξαναπερνούσαν τώρα μπροστά από τα μάτια του ντυμένες τους εξαϋλωμένους χιτώνες της εγκατάλειψης μέσα στον αβαθή πυθμένα της αιώνιας συγκατάβασης στην κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Η συζήτηση δυο κορακιών, που διακόπηκε απότομα μόλις πλησίασε, τον έκανε να γυρίσει το βλέμμα. Πάνω από το δεξιό του ώμο, ανάμεσα στα φτερουγίσματα των πουλιών που ενοχλημένα πήραν τον δρόμο για τα ψηλότερα κλαδιά του δέντρου μπόρεσε να διακρίνει στο ψήλωμα του τεχνητού λόφου τη μεταθανάτια κατοικία της οικογένειας των Χέιζενμπεργκ. Σταμάτησε, γιατί ήρθε στο μυαλό του, όχι χωρίς θλίψη, η μορφή της μοναχοκόρης του δικαστή και η παλιά εκείνη ιστορία για τη τρέλα που την καταδίκασε σε έναν αργό και πρόωρο θάνατο κι οδήγησε τελικά την οικογένειά της στην καταστροφή.
Η μορφή της όμορφης Ρεβέκας, αναδύθηκε κι αυτή μπροστά του, καπνός από πηγή αόρατη ανάμεσα από τα κόκκαλα του μνημείου που την κρατούσε ασφαλισμένη στα σωθικά του, αιωρήθηκε για λίγο με εκείνο το τρυφερό χαμόγελο τής νεανικής της αφέλειας πάνω από το άρρωστο γρασίδι και διαλύθηκε ανάμεσα στα δόντια του κιτρινισμένου αέρα του πρωινού πάνω απ’ τα χαμηλωμένα σύννεφα.
«Αφέντη Μελκόρ» η δειλή φωνή του φύλακα ακούστηκε αδύναμη πίσω από την πλάτη του, σχεδόν την ίδια ώρα που μια χοντρή σταγόνα βροχής έπεσε με δύναμη πάνω στον δεξιό του ώμο.
«Έρχομαι, Χιλς» απάντησε στον ανθρωπάκο με ένα ανύπαρκτο σχεδόν χαμόγελο να σαρώνει τις σκέψεις από τα μάτια του. «Έρχομαι».
Έστριψε κι ακολούθησε τον φύλακα που βάδιζε μπροστά του σκυφτός, με τα μικρά και στρεβλωμένα πόδια του σε παραδόξως γρήγορα μολονότι κωμικά βηματάκια. Κι όπως ο μικρόσωμος ανθρωπάκος διένυε τα λιγοστά μέτρα που τους χώριζαν από τη βαριά ξύλινη είσοδο της εκκλησίας δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με τρυφερότητα για το αδέξιο αυτό πλάσμα που με τόση επιμονή έμοιαζε να αντιπαλεύει στην ίδια την τραγικότητα της ζωής την κωμική του ύπαρξη.
Ο Χιλς σταμάτησε μπροστά στην κλειστή πόρτα και έστρεψε το σκυθρωπό πρόσωπό του στον Μελκόρ. Η βροχή είχε δυναμώσει και κυλούσε γλιστερή στα λιγοστά μαλλιά και το ασύμετρο πρόσωπό του.
«Οι βροχές του καλοκαιριού δεν κρατούν πολύ» είπε κατεβάζοντας στα πόδια του το βλέμμα. Ο Μέλκορ χαμογέλασε με συμπάθεια. «Ο αφέντης μπορεί να κατέβει» πρόσθεσε. «Εκείνος περιμένει».
Και σηκώνοντας ξανά το βλέμμα στον Μελκόρ με τη βροχή να κατρακυλά θλιβερά σε βαριά δάκρυα στα μάγουλά του, έτρεξε προς την καλύβα του να ζεσταθεί κοντά στο τζάκι που θα άναβε ξανά με βιασύνη, για να στεγνώσει τα βρεγμένα ρούχα και τα παπούτσια του, προστατευμένος μέσα στην ασήμαντη ζωή του από τις έγνοιες εκείνων που είχαν φορτωθεί με τις μεγάλες έγνοιες του κόσμου αυτού.
Ο Μελκόρ ακούμπησε τη δεξιά γυμνή του παλάμη στο ξύλο της πόρτας. Μπορούσε να ακούσει ακόμα στις ανάσες της γερασμένης εκείνης βελανιδιάς, να νιώσει τα σκιρτήματα από τα χάδια των ανέμων στο γέρικο κορμί της, τα γλυκόλογα των πουλιών που κούρνιαζαν στα κλαδιά της, τα ψιθυρίσματα από τα έντομα που φώλιαζαν κάποτε στις κόχες της. Τα δέντρα αργούσαν τόσο να πεθάνουν...
Ξεκλείδωσε την πόρτα και πέρασε μέσα. Την άφησε να κλείσει μόνη της με ένα πνιγηρό τρίξιμο κι έπειτα προτού επιτρέψει στο βλέμμα του να αφεθεί σε οτιδήποτε ολόγυρα, γύρισε να την κλειδώσει. Κι όταν το παλιό μεταλλικό κλειδί τον ασφάλισε από τον έξω κόσμο μέσα στην ατελείωτη ησυχία της παλιάς εκκλησίας, στην προστατευτική άπνοια της απουσίας του φόβου, άκουσε πρώτα το μαλακό τραγούδι της βροχής που είχε δυναμώσει τώρα, για να απομακρύνει από τον κήπο της θλίψης κάθε απρόσκλητο επισκέπτη κι έπειτα σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά το είδε να χρωματίζεται κελαριστό στα πολύχρωμα βιτρώ των παραθύρων παρήγορο και ζωντανό.
Ο χρόνος περνούσε αλήθεια γρήγορα τελικά.
Ο χρόνος μας φέρνει πάντοτε εκεί που πρόκειται να μας φέρει. Ακόμα κι εδώ στην εξουθενωτική σιωπή της γαλήνης νιώθει κανείς πως η ζωή κινείται, τρέχει, υπερασπίζεται τις αποφάσεις της. Κι εμείς ακολουθούμε.
Τα βήματά του, μικρά και σίγουρα, αντηχούσαν όμορφα κάτω από το δυνατό παραμύθι της βροχής, όπως μερικές ταιριαστές λέξεις, σκαλισμένες επιδέξια στα σκαλοπάτια μιας απαλής μελωδίας. Κι όπως άφησε τον κεντρικό διάδρομο για να περάσει κάτω από μια μικρή αψίδα στα αριστερά, που οδηγούσε στο υπόγειο, του φάνηκε πως από την άκρη του ματιού του ξεγλύστρισε μια ασταθής σκιά κάτω από τα στασίδια, μια σκιά που έσερνε πίσω της εκείνη τη γνώριμη μυρωδιά από την άλλη πλευρά του κόσμου.
Δέσποινα Μανωλακάκη