Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 7)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    Η ΆΙΣΛΙΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟΝ ΚΙΛΙΑΝ και κινήθηκε προς την ανοιχτή πόρτα του δωματίου. Όσο προχωρούσε, προσπαθούσε να διώξει από τα μυαλό της την εικόνα του άντρα. Το μαύρο πουκάμισο που είχε αφήσει λίγο ξεκούμπωτο, είχε αποτυπωθεί στο μυαλό της. Πάνω από αυτό, φορούσε δερμάτινο πανωφόρι με τον γιακά ανεβασμένο. Έδιωξε το σώμα του άντρα μακριά από τις σκέψεις της, μόνο για να καταλήξει να σκέφτεται το πρόσωπό του. Μόλις έφτασε στην πόρτα του δωματίου όμως, κάθε σκέψη στράγγιξε από το μυαλό της. Τα πέλματά της αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Αντίκριζε την ελευθερία της και δείλιαζε. Κοίταξε με μισάνοιχτο στόμα την ανοιχτή πόρτα. Το δωμάτιό της έδινε την θέση του σε ένα ακόμη μεγαλύτερο δωμάτιο. Μέσα σε αυτό έμπαινε άπλετο φως, προερχόμενο από ένα γυάλινο παράθυρο. Το γυαλί ήταν ψηφιδωτό και κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο που βρισκόταν απέναντι από την πόρτα της Άισλιν. Η κοπέλα δεν μπορούσε να διακρίνει τι βρισκόταν πίσω από το γυαλί γιατί τα μικρά θραύσματά του, έδιναν στο τζάμι μία λευκή και ασημένια απόχρωση. Μεγάλοι ασημένιοι πολυέλαιοι κρέμονταν από το ταβάνι το οποίο ήταν σκαλισμένο με πολύ λεπτομέρεια. Το πάτωμα ήταν μαύρο και έμοιαζε γυάλινο αν και αυτό δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση.

    Η Άισλιν ένιωθε δέος κοιτάζοντας ένα δωμάτιο τόσο εμπλουτισμένο με τέχνη. Ακόμη περισσότερο ένιωθε τρομαγμένη όμως. Την τρόμαζε ο κόσμος που ανοιγόταν μπροστά της. Όσο προχωρούσαν οι ώρες, τόσο πιο πολύ απομακρυνόταν από το κελί της. Ο Κίλιαν της έδωσε λίγο χρόνο να επεξεργαστεί τον χώρο και ύστερα προχώρησε μπροστά. Η Άισλιν συνέχισε να κοιτάζει απορροφημένη το ψηφιδωτό παράθυρο για μερικές στιγμές. Όταν συνειδητοποίησε πως ο Κίλιαν είχε προχωρήσει, τον ακολούθησε διστακτικά, αφήνοντας την απόσταση ανάμεσά τους να μεγαλώσει. Ο άντρας το αντιλήφθηκε σύντομα και έπαψε να κινείται. Στράφηκε προς το μέρος της και της έτεινε το χέρι του, περιμένοντας την κοπέλα να τον προφτάσει. Εκείνη δάγκωσε τα χείλη της αμήχανα και τον πλησίασε.
«Έχεις καμιά ανάμνηση εκτός από την φυλάκισή σου Άισλιν;» Τη ρώτησε με βελούδινη φωνή και εκείνη ένευσε αρνητικά. Τα μάτια του σκλήρυναν όμως τα χείλη του κύρτωσαν σε ένα σκληρό χαμόγελο. «Σίγουρα θέλεις να έρθεις; Αν δεν νιώθεις έτοιμη».
«Είμαι καλά, ευχαριστώ». Είπε πεισματικά η κοπέλα καλύπτοντας τη φωνή του. Αυτή τη φορά εκείνος χαμογέλασε πραγματικά και την προσπέρασε προσφέροντάς της λίγο χώρο.
    Έφτασαν στην πιο μεγάλη πόρτα του δωματίου, της οποίας τα φύλλα ήταν ανοιχτά. Φως διασκορπιζόταν στο δωμάτιο με πηγή την ανοιχτή πόρτα. Η Άισλιν μπορούσε να διακρίνει ένα κομμάτι ουρανού και κάποια δέντρα όσο πλησίαζε την πόρτα. Ήταν ενθουσιασμένη που θα έβλεπε το φως του ήλιου, μα ταυτόχρονα απορούσε αν θα την ενοχλούσε. Μπορεί να πονούσαν τα μάτια της αφού τόσο καιρό ζούσε μέσα στο μισοσκόταδο. Το σώμα της για μερικές στιγμές αρνούταν να την υπακούσει και στεκόταν εκεί ακίνητο. Ύστερα η κοπέλα πήρε μια βαθειά ανάσα και βγήκε έξω από το μεγάλο πολυτελές δωμάτιο.
    Ο Ήλιος ήταν τόσο φωτεινός, που την ανάγκασε να μισοκλείσει τα μάτια της για να τον κοιτάξει. Όμως ακόμη κι αν ένιωθε πόνο στα μάτια, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Ήθελε να δει τον ήλιο, την πραγματική πηγή του φωτός. Κάτω από το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα του ουρανού φυλλωσιές διακοσμούσαν έναν κήπο. Κάλυπταν τον χώρο μπροστά από το κτήριο στο οποίο βρισκόταν μερικές στιγμές πριν το κορίτσι. Ανάμεσα στις πράσινες αποχρώσεις, εμφανίζονταν μωβ και λευκά άνθη. Ένα πλινθόκτιστο δρομάκι έμοιαζε να οδηγεί στην καρδιά του κήπου. Εκεί, ένα σιντριβάνι ξεπρόβαλλε δειλά, αγκαλιασμένο και από τα φυλλώματα των δέντρων. Τώρα μπορούσε να εμπλουτίσει μέσα της την εικόνα του πραγματικού κόσμου: όμορφος, αρμονικός, μαγικός. Χαμογέλασε κοιτάζοντας την παλέτα των χρωμάτων που αντίκριζε. Ύστερα έκλεισε τα μάτια της και έκπληκτη πρόσεξε τους ήχους από τα κελαιδίσματα των πουλιών και τα θροίσματα των φύλλων. Μελωδικός, σκέφτηκε με ευχαρίστηση. Για μερικές στιγμές εξαϋλώθηκε το βάρος που ένιωθε μέσα στην καρδιά της, μετά από τον καιρό που είχε ξοδέψει στο σκοτάδι. Βέβαια δεν άργησε να επιστρέψει, μαζί με τις αναμνήσεις των σκισμένων της πελμάτων και της σάπιας δυσωδίας του κελιού. Ένα ρίγος αηδίας διαπέρασε το κορμί της. Άνοιξε τα μάτια της και πρόσεξε πως ο Κίλιαν την κοίταζε επίμονα και εξεταστικά. Ένιωσε πως το πρόσωπό της ζεστάθηκε απότομα και απόρησε αν αυτό υποδήλωνε κάποιο συναίσθημα. Ίσως ήταν ντροπή.
«Από τη στιγμή που βρισκόμαστε έξω, μπορεί να γνωρίσεις καινούρια άτομα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα ξέρουν τίποτα για σένα». Η Άισλιν γέλασε από μέσα της με τα λόγια του άντρα. Ούτε κι εγώ ξέρω κάτι για μένα. «Πιστεύω πως θα ήταν καλύτερο να μην τους πεις κάτι σχετικά με τη φυλάκιση σου πάντως, εσύ τι νομίζεις;» Είχε ξεκινήσει να ακολουθεί το δρομάκι, όμως όταν μίλησε σταμάτησε να περπατάει και στράφηκε προς εκείνη. Η κοπέλα ένευσε αδιάφορα και άφησε τα μάτια της να περιπλανηθούν στο σκεπτικό πρόσωπό του. Ο Κίλιαν δεν έστρεψε τη ματιά του μακριά από τη δική της. Η Άισλιν χαμογέλασε ελαφρά και απόρησε αν κι εκείνος όταν κοίταζε γύρω του σκεφτόταν πολλά, όπως κι εκείνη. Μόλις το σκέφτηκε αυτό, συνειδητοποίησε πως ότι κι αν σκεφτόταν ο άντρας, την αφορούσε. Ανατρίχιασε και παρά τη θέλησή της έστρεψε γρήγορα τη ματιά της στο πλινθόκτιστο δρόμο κάτω από τα πόδια της. Γιατί νιώθω πως η οπτική επαφή είναι πιο βαθειά από ότι η ομιλία; Αναρωτήθηκε. Ο Κίλιαν έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό της. Με μία απαλή και ευγενική κίνηση έσπρωξε το σαγόνι της προς τα πάνω, μέχρι να ενωθούν οι ματιές τους.
«Θέλεις απαντήσεις;» Την ρώτησε απαλά. Εκείνη γέλασε θλιμμένα αφού αυτό ήταν το ερώτημα που την είχε οδηγήσει σε λιποθυμία νωρίτερα.
«Όχι αυτές που νομίζεις». Είπε σκεπτόμενη πως ο άντρας εννοούσε απαντήσεις σχετικά με τις αναμνήσεις ή το παρελθόν της. Τα φωτεινά πράσινα μάτια του έλαμψαν έκπληκτα. Ένευσε και ύστερα γύρισε και συνέχισε να προχωρά.
    Ύστερα από μερικά λεπτά η Άισλιν ήταν καθισμένη στο σιντριβάνι. Ήταν χτισμένο έτσι ώστε περιμετρικά να είναι αρκετά πλατύ για να αφήνει χώρο για όποιον θέλει να καθίσει. Γύρω από το σιντριβάνι, υψώνονταν ψηλά δέντρα με χοντρούς κορμούς. Χαμηλό χορτάρι κάλυπτε το έδαφος γύρω από τα δέντρα. Δεν υπήρχαν καθόλου άνθη ανάμεσα στα χορτάρια. Η Άισλιν είχε καταλάβει πως ήταν ένα μέρος φτιαγμένο ώστε να έχει την δυνατότητα κάποιος να καθίσει στο σκιερό χορτάρι ή στο μεγάλο σιντριβάνι του οποίου το νερό δεν σταματούσε ποτέ να κατρακυλά. Τον ήχο των σταγόνων που προσκρούονταν με το ακίνητο νερό του σιντριβανιού έσπαγαν οι ομιλίες των ατόμων που βρίσκονταν γύρω από αυτό. Ο Κίλιαν βρισκόταν όρθιος μπροστά της και κινούταν πέρα δώθε.
«Πως νιώθεις;» Μόλις μίλησε, στάθηκε και την κοίταξε βαθειά στα μάτια.
«Καλά». Η Άισλιν δεν σκόπευε να του αποκαλύψει το περιστατικό που είχε λάβει μέρος μπροστά από τον καθρέπτη. Εκείνος την πλησίασε και κάθισε δίπλα της.
«Άισλιν, σε βρήκα λιπόθυμη στο πάτωμα του μπάνιου». Στο βλέμμα του κρυβόταν μια νότα ανησυχίας.
«Νύσταζα». Είπε και κοίταξε μακριά. Ώστε τα ψέματα βάραιναν το βλέμμα της και το ανάγκαζαν να στραφεί μακριά.  Στα μάτια του άντρα έλαμψε εκνευρισμός. Με μια απότομη κίνηση έπιασε τον καρπό της και την τράβηξε λίγο πιο κοντά του.
«Καταλαβαίνω πως δεν έχεις κάποιον λόγο να μου πεις τι σου συμβαίνει. Αλλά αν δεν μάθω, δεν θα καταφέρω να σε βοηθήσω». Της εξήγησε. Προσπαθούσε να την πλησιάσει όμως εκείνη αδιαφορούσε. Περισσότερο πρόσεχε το άγγιγμά του και την αίσθηση που της άφηνε, παρά τα λόγια του. Εκείνη βρισκόταν εκεί για να ανακαλύψει πράγματα, όχι για να μιλήσει για τον εαυτό της.
«Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι μόνη. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως σε χρειάζομαι;» Οι λέξεις της βγήκαν σκληρότερες από όσο νόμιζε. Δάγκωσε τη γλώσσα της αγχωμένα. Έπρεπε να το διορθώσει όλο αυτό. «Βασικά είναι κάτι». Του είπε πριν προλάβει να της απαντήσει. «Θέλω να καταλάβω τον κόσμο γύρω μου. Νιώθω τόσο χαμένη από την στιγμή που βγήκα από το κελί». Σιγά σιγά η φωνή της είχε μαλακώσει και τώρα ήταν αρμονικότερη και λεπτότερη. Τα λόγια έβγαιναν εύκολα από τα χείλη της. Ενώ μιλούσε για συναισθήματα δεν αισθανόταν τίποτα απολύτως. Ανατρίχιασε τρομαγμένη από την ψυχρότητα που φώλιαζε μέσα της. Ο άντρας της χάρισε ένα γοητευτικό χαμόγελο και υποκλίθηκε ελαφρά.
«Όπως ζητήσατε. Το πρώτο βήμα νομίζω θα είναι ένα σπίτι». Της είπε παιχνιδιάρικα.
«Σπίτι;» Απόρησε εκείνη. «Σαν δωμάτιο;» Ο Κίλιαν γέλασε και ξεκίνησε να σηκώνεται.
«Είναι κάτι παραπάνω, θα δεις». Είπε ο Κίλιαν και δίχως προειδοποίηση τοποθέτησε δύο από τα δάχτυλά του στο μέτωπο του κοριτσιού. Όταν τα δάχτυλά του ήρθαν σε επαφή με το δέρμα της, το σώμα της κατέρρευσε στα χέρια του. Εκείνος την κράτησε, σηκώθηκε όρθιος και ξεκίνησε να ακολουθεί το δρομάκι που οδηγούσε μακριά απ’ το σιντριβάνι μαζί με τη λιπόθυμη κοπέλα.
    Το σπίτι του Κίλιαν βρισκόταν σε έναν απομονωμένο δρόμο, ανάμεσα σε πολλά παλιά εγκαταλελειμμένα κτήρια. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία και φαινόταν να καταλαμβάνει αρκετά μεγάλο χώρο. Ανάμεσα στα ερείπια του δρόμου, το σπίτι αυτό φαινόταν αλλόκοσμο. Ήταν πολύ καλά διατηρημένο, και η κεραμοσκεπή του εξέπεμπε κάτι αρχοντικό και φαινόταν ανακαινισμένη. Όποιος βρισκόταν σε αυτό το έρημο δρομάκι, θα πρόσεχε την αντίθεση που δημιουργούσε το σπίτι στον άδειο σκοτεινό δρόμο. Στην πρόσοψή του, είχε ένα μεγάλο παράθυρο. Μέσα από τα πολυάριθμα τετράγωνα τζάμια του παραθύρου, που περιτριγυρίζονταν από ξύλο, φαινόταν μία κουρτίνα με ασημένια και λευκή απόχρωση.
    Ο άντρας έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού του. Ακόμη κρατούσε στα χέρια του την λιπόθυμη κοπέλα. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και την έσπρωξε με το πόδι του για να ανοίξει αρκετά. Η απότομη αυτή κίνηση, φάνηκε αταίριαστη με τον αρμονικό τρόπο με τον οποίο περπατούσε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με μία ώθηση του πέλματός του. Το πρώτο δωμάτιο που συνάντησε ήταν ένα μεγάλο καθιστικό. Στον απέναντι τοίχο από εκείνον της εξώπορτας υπήρχε μία ανοιχτή πόρτα. Στον διπλανό τοίχο δύο ακόμη, με μικρή απόσταση η μία από την άλλη, κλειστές. Εκείνος προχώρησε προς την ανοιχτή. Την διέσχισε εύκολα, και μπήκε σε έναν πιο άδειο χώρο του ίδιου μεγέθους, που έμοιαζε με Χωλ.
    Το δωμάτιο, στην πίσω πλευρά, δεν διέθετε τοίχο. Ήταν ολοκληρωτικά επενδυμένο με γυαλί. Από τους υπόλοιπους τρεις τοίχους που απέμεναν, στον έναν υπήρχε η ανοιχτή πόρτα από την οποία είχε μπει ο Κίλιαν, στον αριστερό του φαινόταν μία διπλή συρτή πόρτα, και στα δεξιά μία ξύλινη σκάλα. Ο Κίλιαν κατευθύνθηκε προς την σκάλα. Η σκάλα ήταν απλή, αποτελούμενη από δύο κάθετα ξύλα, ενωμένα με το δάπεδο, και πολυάριθμα παράλληλα κυλινδρικά ξύλα που ένωναν τα δύο βασικά μεταξύ τους. Στην γωνία που σχηματιζόταν με τον τοίχο μπροστά από τον οποίο βρισκόταν η σκάλα και τον τοίχο έναντι της τζαμαρίας, το ταβάνι ήταν κοντύτερο. Γενικά το δωμάτιο ήταν ιδιαίτερα ψηλοτάβανο, όμως σε εκείνο το σημείο, μία παραλληλόγραμμη ξύλινη κατασκευή που θύμιζε κουτί, έκλεβε λίγο από το ύψος του. Η σκάλα λοιπόν οδηγούσε μέσα σε εκείνο το κουτί.
    Ο άντρας ξεκίνησε να σκαρφαλώνει στη σκάλα προσεκτικά, με την Άισλιν ακόμη στην αγκαλιά του. Παρόλο που την κουβαλούσε τόση ώρα, η έκφραση του προσώπου του δεν εκδήλωνε την παραμικρή κούραση. Είχε σχεδόν φτάσει στο ύψος του ξύλινου κουτιού. Τότε φάνηκε πως στην πραγματικότητα ήταν ένα μικροσκοπικό δωμάτιο, αποτελούμενο μόνο από όσο χώρο καταλάμβανε ένα μεγάλο στρώμα κρεβατιού. Ο παραλληλόγραμμος χώρος ήταν προσανατολισμένος ώστε η πλευρά που κοιτούσε προς την μεγάλη τζαμαρία του δωματίου να μην είναι σφραγισμένη όπως η υπόλοιπες. Ο Κίλιαν μπήκε στο δωμάτιο από εκείνη τη πλευρά και τοποθέτησε την κοπέλα στο στρώμα. Την σκέπασε με ένα λευκό πάπλωμα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Πριν όμως το κάνει αυτό, έμεινε δίπλα στο στρώμα και κοίταξε για λίγη ώρα τον ουρανό. Σε λιγότερο από μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι της Άισλιν υπήρχε μια γυάλινη οροφή που άφηνε όποιον βρισκόταν στο δωμάτιο να διακρίνει ανεμπόδιστα τον ουρανό.
    Ο Κίλιαν διέσχισε το ψηλοτάβανο δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την διπλή συρτή πόρτα. Αφού έσυρε τα φύλλα της για να τα ανοίξει, μπήκε μέσα στο δωμάτιό. Μπροστά από το ξύλινο γραφείο του, βρισκόταν κάποιος, καθισμένος στην πολυθρόνα. Τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν διακριτά γιατί τα ρολά στο παράθυρο του δωματίου ήταν ερμητικά κλειστά, εμποδίζοντας το παραμικρό φως να εισχωρήσει. Η μοναδική πηγή φωτός που υπήρχε, ήταν εκείνη που έμπαινε από το ψηλοτάβανο δωμάτιο, πίσω από τη πλάτη του Κίλιαν. Δεν ήταν αρκετό όμως για να γίνουν διακριτά τα χαρακτηριστικά του προσώπου εκείνου που καθόταν στο γραφείο. Μόλις ο Κίλιαν διέκρινε την ανθρώπινη, ασάλευτη φιγούρα που καλυπτόταν από σκιές, σταμάτησε να κινείται.
«Κέζελθ, ήρθες να δεις πώς είναι η επερχόμενη θυσία σου;» Είπε ψυχρά ο Κίλιαν.
    Η φωνή του ακουγόταν πιο σκοτεινή και άδεια από ποτέ. Έμοιαζε σαν να είχε αφήσει το σκοτάδι του δωματίου να κατακλύσει την καρδιά του. Πριν λάβει απαντήσει, ένα μαύρο υγρό ξεχύθηκε από τον σκιασμένο άντρα προς τον Κίλιαν. Τυλίχθηκε στον λαιμό του σαν δαχτυλίδι και ξεκίνησε να τον σφίγγει. Ο Κίλιαν δεν αντέδρασε, έμεινε αδρανής, κρατώντας την ανάσα του. Οι φλέβες του λαιμού του διογκώθηκαν και ξεκίνησε να ιδρώνει. Ακόμη όμως, το πρόσωπό του που φωτιζόταν από το διπλανό δωμάτιο παρέμενε απαθές.
«Τόσα χρόνια είσαι δίπλα μου, και δεν έμαθες τρόπους. Στους ανώτερούς σου πρέπει να μιλάς με σεβασμό!» Είπε με άγρια φωνή ο άντρας που ήταν βυθισμένος στη σκοτεινιά του δωματίου.
    Από την φωνή του επισκέπτη, ήταν προφανές πως είχε ξεπεράσει τα σαράντα χρόνια του. Ήταν λίγο βραχνή και αρκετά βαριά. Η φιγούρα του σηκώθηκε όρθια και χτύπησε το τραπέζι. Την ίδια στιγμή το μαύρο υγρό που πίεζε τον λαιμό του Κίλιαν εκτινάχθηκε μακριά του και απλώθηκε στο πάτωμα γύρω του. Το βλέμμα του αγοριού στάθηκε για λίγο στο ξύλινο δάπεδο που ήταν ποτισμένο με το μαύρο παχύρευστο υγρό.
«Τόσα χρόνια εκτελώ τα θελήματά σου. Είμαι ο μοναδικός που εμπιστεύεσαι, κι εσύ ακόμη δεν δέχεσαι να σε αποκαλώ με το όνομά σου». Παρατήρησε ο Κίλιαν και τα χείλη του κύρτωσαν σε ένα χαμόγελο που δεν άγγιξε τα μάτια του.
«Πες μου για το κορίτσι». Είπε προστακτικά ο άντρας με τη βαριά φωνή.
«Δεν μου επιτρέπει να την πλησιάσω ακόμη. Αν με εμπιστευτεί θα μπορούσε να είναι χρήσιμο πιόνι στη σκακιέρα σου. Αλλά είσαι σίγουρος πως έχει αυτήν την ικανότητα;» Είπε ο Κίλιαν προβληματισμένος, αλλά ακόμη απόμακρος.

«Κίλιαν, όλα εξαρτώνται από εσένα, έμπνευσέ την, δώσε της το σπίτι σου και την καλοσύνη σου, και όταν είναι έτοιμη φέρε την σε μένα». Είπε ο μεγαλύτερος άντρας και η σιλουέτα του εξαφανίστηκε, αφήνοντας άδεια την πολυθρόνα.

Ράνια Ταλαδιανού