Faded Memories - "Έκλυτη πολιτεία" (Διήγημα 13ο - Μερος Β)

Η Αννέττα είχε βρεθεί στο λεπτό δίπλα μου αγκαλιάζοντάς με τόσο δυνατά που παραλίγο να με ρίξει κάτω. Αρχίσαμε να γελάμε και οι δύο μέχρι που μας πλησίασε η μητέρα της για να με χαιρετήσει. Είχαν περάσει τόσα χρόνια που είχαν να με δουν και οι δύο, γι’ αυτό και, παρά την ταλαιπωρία και την κούραση μου, τις άφησα να με βομβαρδίσουν με ερωτήσεις για τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, μέχρι να μας διακόψει ο βασιλιάς με την ευγενική του παρουσία. Μου εξήγησε ότι ήδη μου ετοίμαζαν ένα από τα βασιλικά διαμερίσματα κι ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά θα με συνόδευαν σε όλες μου τις εξόδους δύο φρουροί του παλατιού.
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι και με έναν θα ήμουν ευχαριστημένη, αλλά με αγνόησε ευγενικά και με συνόδευσε μέχρι το διαμέρισμά μου, υπενθυμίζοντάς μου ότι εκτός απ’ τους φρουρούς μου θα είχα και την προσωπική μου καμαριέρα απ’ την οποία μπορούσα να ζητήσω ό,τι ήθελα. Τον ευχαρίστησα θερμά και όταν έβαλε τα χέρια του γύρω από το πρόσωπό μου και με φίλησε στο μέτωπο ένιωσα σαν να είχα και πάλι κοντά τον πατέρα μου. Του είχα χαμογέλασα ευχαριστώντας τον και πάλι και μπήκα στο δωμάτιό μου αντικρίζοντας μια καλοσυνάτη κοκκινομάλλα κοπέλα γύρω στην ηλικία μου να με περιμένει με ανυπομονησία.
«Το μπάνιο σας είναι έτοιμο» μου είπε και πριν προλάβω να καταλάβω τι γινόταν βρισκόμουν μέσα σε μια τεράστια μπανιέρα με αφρό και αρώματα. Όλα αυτά τα χρόνια τέτοιου είδους πολυτέλειες ήταν μακράν ξεχασμένες, αφού δε θα βοηθούσαν καθόλου στο κρυφτό που είχαμε υποβληθεί εγώ κι ο Σεθ.
Ο Σεθ… Αν είχε φτάσει στα σύνορα της πόλης θα έπρεπε να είχε ήδη έρθει στο βασιλικό παλάτι, ωστόσο αρνούμουν να πιστέψω ότι του είχε συμβεί κάτι κακό παρά το βάρος που ένιωθα μέσα μου. Τα κακά προαισθήματα δε θα βοηθούσαν καθόλου εκείνη τη στιγμή, οπότε προσπάθησα να τα απωθήσω και απλώς να περιμένω νέα του. Δεν είχα ιδέα πόση ώρα ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, μέχρι που άκουσα το χτύπημα στην πόρτα του μπάνιου.
«Υψηλοτάτη, το δείπνο θα σερβιριστεί στις οχτώ. Είστε έτοιμη;» ρώτησε η καμαριέρα μου και με ντροπή συνειδητοποίησα ότι δεν την είχα ρωτήσει καν το όνομά της, οπότε της απάντησα απλώς θετικά και βιάστηκα να σκουπιστώ. Πού είχαν πάει οι τρόποι μου; Βγαίνοντας από το μπάνιο βρέθηκα μπροστά σε μια ορθάνοιχτη ντουλάπα γεμάτη μακριά, κομψά φορέματα.
«Συγγνώμη που άργησα» είπα στην κοπέλα ευγενικά κι εκείνη ένευσε χαμογελώντας.
«Δεν πειράζει, Υψηλοτάτη, προλαβαίνουμε ακόμα για να είστε πανέτοιμη μέχρι τις οχτώ» απάντησε και κατσούφιασα.
«Ωχ, σε παρακαλώ μη με λες Υψηλοτάτη, ακούγεται φρικιαστικό» γέλασα κι εκείνη έδειξε μπερδεμένη.
«Και πώς να σας αποκαλώ;» ρώτησε σαστισμένη.
«Άρια, φυσικά. Παρεμπιπτόντως δε μου είπες το δικό σου όνομα» άρχισα να κοιτάζω τα φορέματα μπας και βρω κάτι νορμάλ να φορέσω, αλλά ήταν όλα υπερβολικά προσεγμένα.
«Με συγχωρείτε. Το όνομά μου είναι Νόρα» είπε ντροπαλά κι ένευσα.
«Πόσο χρονών είσαι, Νόρα;» τη ρώτησα αδιάφορα κι εκείνη έβγαλε ένα φόρεμα, το οποίο απέρριψα αμέσως. Χρυσό κέντημα; Λίγο υπερβολικό…
«Είμαι είκοσι χρονών» είπε και έβγαλε ένα ακόμα φόρεμα.
«Τέλεια, έχουμε τα ίδια χρόνια. Οπότε μπορείς να σταματήσεις και με τον πληθυντικό» γέλασα και πήρα στα χέρια μου ένα λιλά φόρεμα με δαντέλα στο τελείωμα.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Υψηλοτάτη. Είστε η Βασίλισσα της Πόλης του Φωτός, οπότε είναι θέμα σεβασμού. Παρεμπιπτόντως πολύ ωραίο το φόρεμα που επιλέξατε, αλλά είναι πρωινό. Στο δείπνο όλοι φοράνε πιο… επίσημες ενδυμασίες» είπε προσπαθώντας να μη γελάσει. Μόνο και μόνο βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό της γέλασα με την καρδιά μου και με συνόδευσε με ένα απαλό χαχανητό.
«Λοιπόν, Νόρα, φαίνεται ότι τα δέκα χρόνια στον δρόμο με έκαναν να χάσω το γούστο μου» είπα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Το γούστο όχι, ίσως λίγο τους κανόνες του παλατιού» εξήγησε βγάζοντας ένα ακόμα φόρεμα.
«Τι να πω, δεν υπήρχαν τουαλέτες με δαντέλα και στρας στην Πόλη του Θάρρους» σήκωσα τους ώμους μου απολογητικά, όμως εκείνη με κοίταξε έντρομη.
«Τι έκανε μια Βασίλισσα σαν κι εσάς στην Πόλη του Θάρρους;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια κάνοντάς με πάλι να γελάσω.
«Κρυβόμουν φυσικά. Γιατί συνεχίζεις να με αποκαλείς Βασίλισσα; Δεν είμαι τίποτα τέτοιο» πήρα το φόρεμα από τα χέρια της και άρχισα να το φοράω. Την είδα να σκύβει για να μου φτιάξει το φινίρισμα του φορέματος και ένιωσα το μετάξι να ακουμπάει ευχάριστα στο δέρμα μου.
«Είστε το τελευταίο καθαρόαιμο μέλος της βασιλικής οικογένειας της Πόλης του Φωτός, οπότε αυτό σας κάνει Βασίλισσα. Ο γιος του εξαδέλφου του πατέρα σας και η αδελφή του, χάνουν την εξουσία μπροστά στο δικό σας πρόσωπο» είπε ανάλαφρα και την κοίταξα έκπληκτη.
«Ζουν ο Άνσελ και η Άβα; Νόμιζα ότι τους είχαν πιάσει την ίδια νύχτα με εμένα» είπα σκεπτική και την είδα να κουνάει το κεφάλι της.
«Όχι, το ίδιο βράδυ ζήτησαν άσυλο στην πόλη μας. Έκτοτε ζουν εδώ» χαμογέλασε με το ύφος μου. «Θα τους συναντήσετε κι εκείνους κάτω» μου επιβεβαίωσε κι ένευσα.
Μετά από αυτό μου ανακοίνωσε ότι ήταν ώρα να φτιάξουμε τα μαλλιά και το μακιγιάζ μου και υπάκουσα χωρίς αντιρρήσεις. Η κοπέλα έπρεπε να κάνει τη δουλειά της… Μισή ώρα αργότερα τα μαλλιά μου έπεφταν μέχρι τη μέση μου σε χαλαρές αέρινες μπούκλες και τα μάτια μου ήταν διακριτικά αλλά ιδιαίτερα φωτισμένα. Διώχνοντας τη σκέψη του πώς θα φαίνονταν τα ασημί μου μάτια με αυτό το μακιγιάζ από το μυαλό μου, έβαλα τα ασημί μου ψηλοτάκουνα παπούτσια και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Το σκούρο γαλάζιο χρώμα του φορέματος φώτιζε τη φιγούρα μου και τα καστανόξανθα μαλλιά μου γυάλιζαν όσο ποτέ άλλοτε.
«Μήπως δε σας αρέσει;» ρώτησε η Νόρα και γύρισα να την κοιτάξω.
«Είναι πολύ ωραίο. Σε ευχαριστώ, απλώς πρέπει λίγο να το συνηθίσω» απολογήθηκα και μου εξήγησε ότι ήταν λογικό να αισθάνομαι άβολα μετά από τόσο καιρό. Στη συνέχεια μου εξήγησε πώς να βρεθώ στην τραπεζαρία, αν και ήμουν σίγουρη ότι οι δύο φύλακες βρίσκονταν ήδη απ’ έξω έτοιμοι να με συνοδεύσουν. Η Νόρα με συνόδευσε μέχρι την πόρτα, όπου και με περίμεναν, όπως το φαντάστηκα, δύο ψηλοί, γεροδεμένοι άντρες με πανοπλίες. Πριν φύγουμε, της έκανα ένα νεύμα κι εκείνη μου έκανε μια μικρή υπόκλιση. Φρόντισα να με δει να γυρίζω τα μάτια μου περιπαιχτικά προς τα πάνω, πριν στρίψω μαζί με τους συνοδούς μου στη γωνία και με την άκρη του ματιού μου πρόλαβα να τη δω να χαχανίζει σιωπηλά.
«Λοιπόν, Άρια, ελπίζω να βολεύτηκες στο διαμέρισμά σου» είπε ο βασιλιάς απευθύνοντάς μου τον λόγο αι ένευσα προλαβαίνοντας να καταπιώ την μπουκιά που είχα βάλει πριν λίγο στο στόμα μου. Είχα να φάω δύο μέρες, οπότε προσπάθησα να μην πέσω με τα μούτρα στο πλούσιο δείπνο του παλατιού που βρισκόταν μπροστά μου.
«Απλώς βολεύτηκα; Είναι χίλιες φορές καλύτερο απ’ ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Σας ευχαριστώ και πάλι για την υπέροχη φιλοξενία σας» του χαμογέλασα κι ένευσε ικανοποιημένος.
«Δε μας είπες τελικά πώς βρήκαν την κρυψώνα σου οι ακόλαστοι» πετάχτηκε η Αννέττα και άφησα κάτω το πιρούνι μου διστακτικά. Όσο κι αν ήθελα να καταβροχθίσω τα πάντα από αυτό το τραπέζι προσπάθησα να μην επιβαρύνω τον εαυτό μου. Λίγο ακόμα από εκείνο το λαχταριστό κρέας και το βράδυ θα είχα θέμα με το στομάχι μου.
«Βασικά φταίει η γενική επίθεση στην Πόλη του Θάρρους που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες, όπως έχετε προφανώς ακούσει» εξήγησα και τους είδα να νεύουν «Με το που ξεκίνησε η επίθεση, οι κρυψώνες άλλαζαν ανά ώρες. Μετακινούμασταν διαρκώς για να μη μας πάρει κάποιος χαμπάρι, ωστόσο στο τέλος κατάφεραν και μας ακολούθησαν. Είχαμε σκοπό να έρθουμε εδώ από την αρχή της παραβίασης της Πόλης του Θάρρους αλλά τα πράγματα δυσκόλεψαν ήδη από τις πρώτες ώρες πολιορκίας» σήκωσα τους ώμους μου και ήπια μια γουλιά από το κόκκινο κρασί που περιείχε το ποτήρι μου. Η ζεστασιά του γαργάλησε τον ουρανίσκο μου κι έστειλε ένα κύμα απόλαυσης στο υπόλοιπο κορμί μου.
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τι γύρευες στην Πόλη του Θάρρους» ρώτησε ξαφνικά η βασίλισσα και παρατήρησα ότι πολλοί φάνηκαν να έχουν αυτήν την απορία, όπως και η καμαριέρα μου πριν λίγες ώρες.
«Εκεί μέναμε τα τελευταία πέντε χρόνια» είπα απλά προσπαθώντας να παραμείνω ευγενική. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο σημαντικό που έμενα στην Πόλη του Θάρρους.
«Η Πόλη του Θάρρους έχει φτιαχτεί αποκλειστικά για την απόλυτη επιστράτευση των πιο γενναίων ανδρών προς αντιμετώπιση των ακόλαστων. Αυτός δεν είναι τόπος για ένα βασιλικό μέλος σαν κι εσένα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή εκεί. Έχω ακούσει ότι συχνά ξεκινούν καυγάδες από το πουθενά μόνο και μόνο για τον τίτλο του ‘πιο δυνατού’ ή δεν ξέρω κι εγώ τι τίτλους βάζουν…» συνέχισε η βασίλισσα κάνοντάς με να γελάσω.
«Και να ήταν μόνο αυτό» είπα ακόμα γελώντας. «Δεν έχει να κάνει μόνο με την πάλη και τη διεκδίκηση εξουσίας του ανώτερου. Τσακώνονταν για τα πιο ανούσια πράγματα. Πού να δείτε εκείνη τη φορά που είχαν ξεκινήσει καυγά για το ποιος ήταν αρκετά άντρας για να φάει ένα τεράστιο καζάνι καυτής σάλτσας. Σας πληροφορώ ότι δεν έμεινε ούτε ένας όρθιος και τους τρέχανε επί μέρες στους γιατρούς, γιατί δεν μπορούσαν καν στα πόδια τους να σταθούν» προσπάθησα να διώξω τα δάκρυα από τα μάτια μου, αλλά παρατήρησα ότι όλοι είχαν μια σχετικά σοβαρή έκφραση στα πρόσωπά τους εκτός από την Αννέττα που προσπαθούσε να παραμείνει κι εκείνη σοβαρή χωρίς να το καταφέρνει εντελώς.
«Πραγματικά δεν ξέρω πώς επιβίωσες εκεί» είπε με συμπόνια ο βασιλιάς και σούφρωσα τα φρύδια μου με απορία.
«Μα γιατί, κατά τα άλλα ήταν πολύ ευγενικοί και πάντα όταν τους ζητούσαμε κάτι ήταν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Δεν είναι τόσο περίεργοι όσο ακούγονται. Στην πραγματικότητα είναι από τους πιο εχέμυθους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Μας προσέφεραν άσυλο χωρίς να ζητήσουν περαιτέρω εξηγήσεις και μας έδωσαν ένα σπίτι να μείνουμε παρά τις δυσκολίες που περνάνε κι εκείνοι κατά καιρούς. Όταν είδα τους ακόλαστους να καταστρέφουν την Πόλη του Θάρρους, όπως έκαναν τότε με την Πόλη του Φωτός, ένιωσα σαν να μου καταστρέφουν δεύτερη φορά το σπίτι» είπα με ειλικρίνεια και τα βλέμματα από έκπληκτα έγιναν συμπονετικά. Το ήξερα πως κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθα πραγματικά μέσα μου, γιατί κανένας δεν υπήρξε τόσο κυνηγημένος όσο εγώ, όμως δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω. Μπορεί κι εκείνοι να ήταν βασιλικά μέλη αλλά δε διέθεταν την δύναμη της Πόλης του Φωτός για να τους κυνηγήσουν σε θανάσιμο βαθμό. Δε χρειαζόταν το χρυσό μαχαίρι για να τους σκοτώσουν.
«Συνέχεια σε ακούω να λες εμείς. Προς τι ο πληθυντικός; Απ’ όσο ξέρω οι μόνοι επιζώντες είναι τα ξαδέρφια σου που ζουν ήδη εδώ και τώρα εσύ. Ποιος άλλος ήταν μαζί σου;» συνέχισε ο βασιλιάς κι ένευσα θετικά.
«Ο προστάτης μου. Φύγαμε μαζί τη νύχτα της επίθεσης – βασικά εκείνος με έσωσε πριν καταφέρει να με σκοτώσει ο αδελφός μου» είπα και η γλώσσα μου μυρμήγκιασε στη θύμησή του. «Από εκείνη τη μέρα και μετά με έχει βοηθήσει σε όλο αυτό το κρυφτό. Περάσαμε από αρκετές πόλεις, μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε στην Πόλη του Θάρρους, όπου και μπορέσαμε να εγκατασταθούμε για τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο Σεθ τάχτηκε υπέρ των πολεμιστών του Θάρρους, έγινε μάλιστα ένας από τους καλύτερους ανάμεσά τους παρά τα μικρά του χρόνια. Ως επίτιμο Θαρραλέο του προσφέρανε μια κανονική οικία. Με σύστηνε πάντα ως τη μικρή του αδελφή κι έτσι δεν χρειάστηκε ποτέ να αποκαλυφθεί η ταυτότητά μου. Όχι ότι έβγαινα και πάρα πολύ από το σπίτι, ωστόσο όταν τελικά βρισκόμουν στον δρόμο ήμουν πάντα προσεχτική για παν ενδεχόμενο» προσπάθησα να τους εξηγήσω όσο καλύτερα μπορούσα χωρίς να μπω σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες – όπως για παράδειγμα ότι μια φορά παραλίγο να αποκαλυφθώ γιατί είχα εκνευριστεί τόσο πολύ που τα μάτια μου είχαν φωτίσει ασημί.
«Όταν λες Σεθ… Εννοείς τον γνωστό Σεθ;» ρώτησε η Αννέττα και της ένευσα γελώντας. Πίσω στις παιδικές μου αναμνήσεις θυμήθηκα που ερχόταν παλιά με τον πατέρα της για να παίξουμε στη βασιλική μας αυλή, όμως μια μέρα η Αννέττα είχε ένα μικρό ατύχημα. Ή μάλλον πιο πολύ μια εκδίκηση σχεδιασμένη σε βάρος της. Ο Σεθ ήταν παιδικός μου φίλος από όταν θυμόμουν τον εαυτό μου, όμως κάθε φορά που ερχόταν η Αννέττα τον παραμελούσα γιατί ήθελα να παίξω μαζί της. Προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι ήθελα να παίξω και μαζί της επειδή ήταν κορίτσι, όμως εκείνος πείσμωνε όλο και περισσότερο κάθε φορά, μέχρι που μια μέρα αποφάσισε να πάρει εκδίκηση. Ας πούμε απλώς πως εκείνη την ημέρα το φόρεμα της Αννέττας είχε γεμίσει λάσπη, αφού είχε πέσει ‘κατά λάθος’ στο βρεγμένο μετά τη βροχή έδαφος. Τότε είχε αρχίσει να φωνάζει πανικόβλητη, όμως τώρα την έβλεπα να χαχανίζει στη θύμηση του γεγονότος σαν εμένα.
«Α, εκείνο το παιδί που ζούσε στις μονοκατοικίες των εργατών του παλατιού;» θυμήθηκε κι ο βασιλιάς και του επιβεβαίωσα τη σκέψη του. «Μισό λεπτό… Αφού έγινε προστάτης σου, πού βρίσκεται τώρα;» ρώτησε απορημένος κι ένιωσα το γνωστό κενό στην καρδιά μου να μεγαλώνει. Χαμήλωσα το κεφάλι μου αντανακλαστικά και προσπάθησα να απαντήσω, όμως δεν ήξερα την απάντηση. Αλήθεια, πού βρισκόταν; Έπρεπε ήδη να ήταν εδώ… Αποφάσισα να τους εξηγήσω την ιστορία της τελευταίας μου περιπέτειας, δίνοντας τις λεπτομέρειες του κυνηγητού μας και πως ο Σεθ έμεινε πίσω για να αντιμετωπίσει έναν από τους διώκτες μας, ενώ εγώ έτρεχα για τη ζωή μου.
«Και σε άφησε μόνη;» ρώτησε η βασίλισσα και την κοίταξα έντονα.
«Όχι, μαχόταν για τη ζωή του και το να τρέξω ήταν η μόνη λύση. Αν καθόμουν στη θέση μου, ο δεύτερος θα με είχε ήδη σκοτώσει» προσπάθησα να παραμείνω ήρεμη και να μην υψώσω τον τόνο της φωνής μου.
«Κι εσύ πώς κατάφερες να ξεφύγεις από τον δεύτερο;» ρώτησε με αγωνία η Αννέττα.
«Κατά κύριο λόγο έτρεξα. Σε κάποια στιγμή όμως χρειάστηκε να πάρω λίγο πιο… δραστικά μέτρα» είπα με νόημα και ο βασιλιάς έγειρε προς τα μπρος με ενδιαφέρον.
«Ξέρεις να το ελέγχεις;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
«Όχι, έφυγα όπως γνωρίζετε πολύ νωρίς, πριν καν αρχίσει η εκπαίδευσή μου και έκτοτε κάθε φορά που απειλούσε να έρθει στην επιφάνεια προσπαθούσα να το καταπνίξω. Δε βοηθούσε από την άποψη του κρυφτού» είπα κοροϊδευτικά κι εκείνος χαμογέλασε «Όμως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να κάνω κάτι κι έπρεπε να το κάνω γρήγορα. Με κυνηγούσε ένα χρυσό μαχαίρι» τόνισα και έλαβα βλέμματα κατανόησης.
«Οπότε πιστεύεις πως ο Σεθ…» συνέχισε η Αννέττα, αλλά τη διέκοψα απότομα.
«Όχι πραγματικά δε θέλω να σκέφτομαι κάτι τέτοιο, θέλω να πιστεύω ότι απλώς κρύβεται κάπου εκεί έξω και δεν έχει καταφέρει ακόμα να έρθει προς τα σύνορα. Είναι πολλοί εκεί έξω, οπότε πρέπει να τους ξεφύγει. Άλλωστε είναι ένας Θαρραλέος, οπότε είναι κινητός στόχος γι’ αυτούς» εξήγησα όμως τα λόγια μου προκάλεσαν ακόμα περισσότερη αγωνία με αποτέλεσμα να αρχίσω να ανασαίνω λίγο πιο βαριά και γρήγορα. Κρατώντας μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό μου για όλο το υπόλοιπο δείπνο, φαντάστηκα τον προστάτη μου να πολεμάει την ημέρα και να κρύβεται τη νύχτα κι όλα αυτά για να μπορέσει να κρατήσει εμένα ζωντανή. Οι σκέψεις συνέχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου σαν χείμαρρος έτοιμος να με πνίξει και να με σύρει στο πάτο, μέχρι που ο βασιλιάς κήρυξε το δείπνο λήξαν και όλοι παραπεμφθήκαμε στα δωμάτιά μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ήδη αρχίσει να με πονάει το στομάχι μου, όχι όμως για τον πρωταρχικό λόγο που είχα προσπαθήσει να προβλέψω.
Πίσω στο δωμάτιό μου η Νόρα με άφησε στην ησυχία μου χωρίς να σχολιάσει τη χαμένη στο άπειρο έκφρασή μου. Είχα καθίσει δίπλα στο παράθυρο κοιτώντας απ’ έξω τους υπηκόους του μαγαζιού να περιφέρονται πέρα δώθε εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους. Η νύχτα είχε ποτίσει  τον ουρανό με ένα πένθιμο μαύρο χρώμα και ούτε καν τα αστέρια δεν μου έκαναν τη χάρη να βρουν να τον φωτίσουν. Καθώς η κίνηση άρχισε να κόβει στο παλάτι και όλοι αποσύρονταν στα σπίτια τους, αναρωτήθηκα αν είχε καταφέρει καθόλου να κοιμηθεί ο Σεθ τις τελευταίες ώρες. Τον φαντάστηκα να κρύβεται κάτω από τα συντρίμμια κάποιου κτιρίου μόνο και μόνο για να πάρει μερικές ανάσες, με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του και να αναμειγνύεται με τη σκόνη του αέρα. Αναρωτιόμουν, αν κρύωνε κι αν πείναγε. Τα πρώτα χρόνια του κυνηγητού μας υπήρχαν άπειρες φορές που κάναμε μέρες να φάμε κανονικό φαγητό ή που βρίσκαμε κάποιο καταφύγιο με ζέστη που μας απέτρεπε να πάθουμε κρυοπαγήματα. Πόσες φορές έτρεμα ολόκληρη από το ψύχος κι εκείνος με έπαιρνε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να με ζεστάνει. Τα χέρια του τυλίγονταν γύρω μου κι έχωνα το πρόσωπό μου στο στήθος του παίρνοντας αργά ανάσες. Τώρα θα ήταν μόνος προσπαθώντας να ζεστάνει τον εαυτό του και παράλληλα να είναι σε επιφυλακή σε περίπτωση που πλησίαζε κάποιος ακόλαστος. Έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να τον έπαιρνε ο ύπνος και να τον έπιαναν σκοτώνοντάς τον εν ψυχρώ.
Άνοιξα το παράθυρο για να νιώσω τον κρύο αέρα στο πρόσωπό μου. Ήξερα ότι αυτό δε θα έβγαζε σε τίποτα, δε θα τον έφερνε σώο και ζωντανό μπροστά μου, αλλά τουλάχιστον έτσι μπορούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε κι εκείνος. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόση ώρα καθόμουν εκεί περιμένοντας, μέχρι που άρχισα να φτερνίζομαι και παρατήρησα τα χέρια μου κατακόκκινα από το κρύο. Έκλεισα το παράθυρο αργά και έριξα μια τελευταία ματιά έξω, πριν τραβήξω την κουρτίνα.

Δεν είχε προλάβει να με πάρει ο ύπνος, όταν άκουσα απ’ έξω από την πόρτα μου φασαρία. Βουβές φωνές, πνιχτές προσπαθούσαν να ψιθυρίσουν αποτυγχάνοντας παταγωδώς. Η ανησυχία που τις περιέβαλε γέμιζε το δωμάτιο με ένταση, κάνοντας με να πετάξω τα σεντόνια στην άκρη του κρεβατιού με ένα τίναγμα του ποδιού μου. Πλησίασα πιο κοντά νωχελικά προσπαθώντας να ακούσω τι γινόταν, όμως αντιλαμβανόμουν μόνο ακατάληπτες ομιλίες. Άνοιξα με μιας την πόρτα όμως κάποιος με έσπρωξε πάλι μέσα γρήγορα.
«Δεν μπορείτε να βγαίνετε έτσι έξω, Υψηλοτάτη» αναγνώρισα τη φωνή της Νόρα και σταμάτησα να αντιστέκομαι. Πριν κλείσει την πόρτα, κατάφερα να δω ότι στο διάδρομο είχαν μαζευτεί ένα σωρό στρατιώτες, ενώ η βαβούρα τρυπούσε τα αυτιά μου.
«Νόρα, τι συμβαίνει; Γιατί τόσος χαμός;» ρώτησα, ενώ με οδηγούσε γρήγορα προς την ντουλάπα μου.
«Κάποιος σκαρφάλωσε τα τείχη της πόλης, τα παραβίασε στην ουσία και στη συνέχεια ακολούθησε ένα τεράστιο ανθρωποκυνηγητό μέχρι το παλάτι. Εκεί τον έπιασαν οι φρουροί, αλλά είναι βίαιος και ξέρει να αντιστέκεται» εξήγησε μιλώντας πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να καταλάβει, ωστόσο κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Ακόλαστος;» ψιθύρισα αλλά εκείνη το αρνήθηκε.
«Όχι, αλλά φαίνεται εξαιρετικά επικίνδυνος. Κατάφερε και μπήκε στο παλάτι, Υψηλοτάτη. Είναι πολύ σοβαρό αυτό. Θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον Βασιλιά. Θα μπορούσε να είχε σκοτώσει εσάς» είπε με τρόμο στα μάτια, πριν καταφέρει να δέσει από πίσω το φόρεμα που τόση ώρα προσπαθούσε να μου φορέσει κι έπειτα μου έδωσε τα παπούτσια μου. «Μη φοβάστε, η φρουρά είναι σε επιφυλακή. Δεν πρόκειται να πάθει κανείς το οτιδήποτε».
«Κι αν δραπετεύσει;» αναρωτήθηκα κι εκείνη έτρεξε προς την πόρτα.
«Τον έχουν αλυσοδέσει» ήταν το μόνο που είπ,ε πριν χαθεί ξανά μέσα στο πλήθος.
Δεν ήξερα τι περίμενα να δω και γιατί είχε γίνει τόσος χαμός αντί να τον βάλουν κατευθείαν στη φυλακή, όμως φαινόταν πως η πολιτική του παλατιού προέβλεπε να περνάνε όλοι από κάποιου τύπου ανάκριση ενώπιον του Βασιλιά και των βασιλικών μελών. Έτσι είχε γίνει και με εμένα. Θα μπορούσα κάλλιστα κι εγώ να ήμουν μια επιτήδεια, εκπαιδευμένη δολοφόνος. Το όνομα και η καταγωγή μου ήταν η μόνη εγγύηση της επιβίωσης μου σε αυτά τα μέρη. Απ’ την άλλη δεν είχα προσπαθήσει να παραβιάσω τα σύνορα, οπότε ήταν η σχετικά καλή μου διαγωγή που προφανώς είχε αποκλείσει μια επίσκεψη μου στα κρατητήρια. Ακολούθησα τους φρουρούς όσο πιο γρήγορα μπορούσα δεδομένου ότι ακόμα και σε μια τέτοια κρίσιμη περίπτωση η Νόρα είχε επιμείνει να φοράω ψηλά παπούτσια. Ο μόνος λόγος που δεν της είχα αντισταθεί ήταν το επίμονο και ανυπόμονο βλέμμα των επαγγελματιών συνοδών μου που δεν είχαν χρόνο για τέτοιου τύπου καθυστερήσεις.
«Πρέπει να πάτε να σταθείτε με τα βασιλικά μέλη, Υψηλοτάτη» είπε ένας από τους φρουρούς μου κι ένευσα γρήγορα. Μάλλον ήμουν η τελευταία που κατέφθασε γιατί όλοι γύρισαν και με κοίταξαν με ανυπομονησία. Στην άλλη άκρη του όχλου συνάντησα με το βλέμμα μου τα ξαδέλφια μου – τους τελευταίους εκτός εμού- βασιλικούς απογόνους της Πόλης του Φωτός. Δεν τους είχα δει στο δείπνο καθώς για κάποιο λόγο είχαν προφασιστεί και οι δύο ασθένεια. Τα βλέμματά τους στράφηκαν απότομα προς το μέρος μου και έκανα να ανοίξω το στόμα μου να τους χαιρετήσω, όμως η προσοχή όλων αποσπάστηκε από ένα άγριο μουγκρητό που αντήχησε στην αίθουσα του παλατιού.
Πρώτα εμφανίστηκαν δύο σοβαροί φρουροί από την τεράστια πόρτα και στη συνέχεια ακολούθησαν άλλοι πέντε που κρατούσαν μια φιγούρα ανθρώπου που κουνιόταν με μανία. Το σώμα του άντρα, έτοιμο να ξεφύγει ανά πάσα στιγμή από τον ασφυκτικό κλοιό των φρουρών συνέχισε να παλεύει. Το δέρμα του ήταν σκούρο, βρώμικο. Οι μυς του πετάγονταν αδίστακτα, τα χέρια του έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Το βλέμμα μου μεταφέρθηκε στα μαλλιά του που ήταν μαύρα, σαν το σκοτάδι που ήταν τώρα απλωμένο πάνω από την Πόλη της Ειρήνης. Τα μάτια του ήταν δεμένα με ένα μαντήλι που κόντευε να πέσει από τον ιδρώτα και τις απότομες κινήσεις του άντρα. Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνάει το σώμα μου παρατηρώντας τα ρούχα του, που ήταν κουρελιασμένα και σχισμένα. Ακριβώς όπως και τα δικά μου, όταν είχα πρωτοφτάσει εδώ. Γεμάτα αίμα. Ζάρωσα στην όψη τού θηρίου μπροστά μου, όχι επειδή το φοβόμουν, αλλά επειδή αυτή η θανάσιμη φιγούρα μου φαινόταν τρομακτικά γνώριμη. Η επιβεβαίωση ήρθε τη στιγμή που τελικά αποκαλύφθηκαν τα μάτια του. Σκούρα πράσινα μάτια καρφωμένα έντονα πάνω στα δικά μου. Η καρδιά μου κόντεψε να βγει από το στήθος μου και μια φωνή που έμοιαζε παράξενα με τη δική μου αντήχησε δυνατά στην αίθουσα.
«Σεθ;»

(...)

Θεοδώρα Σέρβου