Δεν ένιωθα καν τα πόδια μου να
κουνιούνται, όμως κατά κάποιο τρόπο είχα καταφέρει να φτάσω πιο κοντά στον
παιδικό μου φίλο και προστάτη σε δευτερόλεπτα. Είχα ήδη κατέβει τα σκαλιά που
μας χώριζαν, όταν ένιωσα δύο χέρια να με τραβάνε πίσω βίαια. Γύρισα απότομα για
να αντικρίσω τον φρουρό που μου είχε μιλήσει πριν λίγο να με κοιτάει με έντονο
βλέμμα.
«Άφησέ με» του είπα κοιτάζοντας
και πάλι τον Σεθ που προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τη λαβή των φρουρών.
«Είναι ο Σεθ» άρχισα να φωνάζω μια στον άντρα που με κρατούσε και μια στον
Ειρηνικό Βασιλιά που με κοιτούσε χαμένος και μπερδεμένος με την όλη κατάσταση.
«Είναι ο Σεθ» ψιθύρισα με δάκρυα στα μάτια και γύρισα πάλι προς το μέρος του
προστάτη μου. Τα χέρια που πριν λίγο με εμπόδιζαν εξαφανίστηκαν και αμέσως
βρέθηκα μέσα μια δυνατή, γνώριμη αγκαλιά. Τα δάκρυά μου συνέχισαν να θολώνουν
την όρασή μου ακόμα κι όταν τα χέρια του Σεθ βρέθηκαν να κρατάνε το πρόσωπό
μου.
«Νόμιζα ότι σε είχαν πιάσει» μου
είπε σιγανά και με ξαναπήρε στην αγκαλιά του, αφού δεν ήμουν σε θέση ακόμα να
αρθρώσω λέξη. Χρειάστηκα αρκετές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω και να καταφέρω
να μιλήσω. Τότε ήταν που με έπιασε ένα υστερικό γέλιο. Ο Σεθ με κοίταξε λες και
είχα πάθει νευρικό κλονισμό. Ίσως και να είχε δίκιο.
«Παραβίασες τα τείχη, αθεόφοβε.
Ξέρεις πόσο μας τρόμαξες όλους;» του χτύπησα το μπράτσο κι ένα αχνό χαμόγελο
εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
«Δεν είχα χρόνο να χτυπήσω την
πόρτα» αστειεύτηκε κι έπειτα κοίταξε τον βασιλιά μπροστά του. «Συγγνώμη γι’
αυτό. Αλλά… Το κατά δύναμιν» είπε σηκώνοντας τους ώμους του κάνοντάς με πάλι να
γελάσω. Ο Σεθ μπορεί να ήταν από τους καλύτερους Θαρραλέους που υπήρχαν,
σίγουρα όμως δεν ήξερε από βασιλικούς τρόπους. Παρόλο που μεγαλώσαμε μαζί, δεν
κατάφερε να πάρει ούτε μυρωδιά από τη βασιλική πεπατημένη.
«Αυτό που θέλει να πει, Βασιλιά
μου» τόνισα τον τίτλο ρίχνοντας ένα επικριτικό βλέμμα προς το μέρος του φίλου
μου «είναι πως ήταν κάπως βιαστικός, δεδομένου ότι τον κυνηγούσαν. Σωστά;»
Ο Σεθ καθάρισε τον λαιμό του
θεατρινίστικα κι έκανε μια μικρή υπόκλιση. Ας πούμε ότι ήταν υπόκλιση…
«Σωστά. Επιτρέψτε μου να σας
συστηθώ ευπρεπώς. Ονομάζομαι Σεθ και είμαι ο επίσημος προστάτης της Υψηλοτάτης
Άρια Έβανς, κόρης του αποθανόντα Φωτεινού Βασιλιά, τελευταίας Φωτεινής
κληρονόμου του θρόνου. Έχω αναλάβει τα καθήκοντά μου με βάσει τους νόμους και
τις επιταγές της Πόλης του Θάρρους, στην οποία τάχθηκα ως στρατιώτης και την
υπηρέτησα έως και την απόλυτη καταστροφή της. Λυπάμαι για την απρεπή εισβολή
μου, όμως φοβόμουν για τη μοίρα της προστατευόμενής μου, την οποία αναγκάστηκα
να αποχωριστώ πριν μερικές ώρες, λόγω επίθεσης των Ακόλαστων». Είχα μείνει να
τον κοιτάω. Τον ήξερα χρόνια κι όμως ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να βγάζει
έναν τόσο μεγάλο λόγο. Συνήθως οι συζητήσεις μας αποτελούνταν από δικούς μου
μονόλογους και δικές του μονολεκτικές απαντήσεις.
«Αφού το επιβεβαιώνει και η ίδια
η Άρια, υποθέτω πρέπει να βγουν αυτές οι αλυσίδες» είπε χαμογελώντας ο Βασιλιάς
και του έγνεψα με ευγνωμοσύνη. Έπειτα πήρα τον Σεθ από το χέρι κι άρχισα να τον
κατευθύνω προς τα εσωτερικά του παλατιού.
Η Νόρα μας συνάντησε στα μισά του δρόμου.
«Θα αναλάβω εγώ από εδώ,
Υψηλοτάτη. Επιτρέψτε μου να σας συνοδέψω στο δωμάτιό σας, Θαρραλέε Σεθ».
«Έχω δικό μου δωμάτιο;» εξεπλάγη
ο Σεθ και η Νόρα ένευσε υπομονετικά.
«Είστε ο προσωπικός προστάτης της
Υψηλοτάτης. Σας παραχωρείται δικό σας δωμάτιο, καθώς και πρόσβαση στη
στρατιωτική βάση, στην οποία μπορείτε να ενταχθείτε, αν το θελήσετε. Αλλά πρώτα
καλό θα ήταν να αλλάξετε ρούχα και να…»
«Κάνω ένα μπάνιο;» χαμογέλασε ο
Σεθ και την είδα να προσπαθεί να συγκρατήσει κι εκείνη ένα χαμόγελο.
«Θα έλεγα: “Να ξεκουραστείτε”»
απάντησε έξυπνα και την κοίταξα με νόημα για την κατανόησή της.
«Θα σε δω αύριο» του είπα, πριν
περάσω τα χέρια μου γύρω του για μια τελευταία φορά. Δε με ένοιαζε που μου
λέρωνε το φόρεμα. Ήταν ζωντανός κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία.
Η Νόρα δεν άργησε να γυρίσει στο
δωμάτιό μου για να πάρει το λερωμένο μου φόρεμα. Της έριξα ένα απολογητικό
βλέμμα, πριν της το δώσω.
«Συγγνώμη γι’ αυτό. Δεν είχα
σκοπό να το λερώσω, όταν σου πήρε τόσα δευτερόλεπτα να το διαλέξεις» την
πείραξα και για πρώτη φορά από τη στιγμή που τη γνώρισα την άκουσα να γελάει
κανονικά.
«Μην ανησυχείτε. Θα είναι έτοιμο
σε χρόνο μηδέν».
«Σε παίδεψε πολύ;» τη ρώτησα,
πριν προλάβει να ανοίξει την πόρτα και γύρισε να με κοιτάξει.
«Όχι πολύ. Απλώς ήθελε να ξέρει,
αν θα ήσασταν ασφαλής. Υποστήριξε ότι το δωμάτιό του είναι πολύ μακριά από το
δικό σας κι ότι τον ανησυχούσε αυτή η απόσταση. Δεν τον καθησύχασα ούτε όταν
του είπα ότι σας φυλάνε δύο φρουροί απ’ έξω» με κοίταξε απορημένη.
«Είναι το πρώτο διάστημα μετά από
πολλά χρόνια που δε θα κοιμηθούμε ο ένας στο πλευρό του άλλου» ψιθύρισα πιο
πολύ στον εαυτό μου παρά στη Νόρα, όμως εκείνη ένευσε σαν να είχε καταλάβει
απόλυτα τι είχα πει. Βγήκε άηχα από το δωμάτιο κι έκλεισε σιγά την πόρτα πίσω
της.
Έμεινα ξύπνια σχεδόν όλη τη
νύχτα.
Δεν
ήμουν η μόνη. Όταν συνάντησα τον Σεθ την επόμενη μέρα, είχε μαύρους κύκλους. Ήταν
βέβαια άλλος άνθρωπος. Ήταν καθαρός και φορούσε μια όμορφη στολή, χορηγία του
βασιλιά, υπέθεσα. Ακούμπησα τα ακροδάχτυλά μου κάτω από τα μάτια του κι έπειτα πήρα το πρόσωπό του στα χέρια μου.
«Ούτε εσύ;» τον ρώτησα κι εκείνος
με κοίταξε με ένα πονεμένο ύφος.
«Δεν μπορούσα. Κι ας ήξερα ότι
ήσουν λίγο πιο πέρα». Τον αγκάλιασα σφιχτά.
«Πρέπει να πάω για το πρωινό.
Δυστυχώς δε νομίζω να επιτραπεί και σε εσένα η είσοδος».
«Φυσικά και δε θα επιτραπεί,
Υψηλοτάτη» με πείραξε και του έριξα ένα αγανακτισμένο βλέμμα. «Είσαι πολύ
όμορφη με αυτά τα φορέματα» άλλαξε θέμα και χαμογέλασα ντροπαλά. «Όχι ότι δεν
ήσουν και με τα κουρέλια που φορούσαμε πριν λίγες μέρες» με κορόιδεψε και
άρχισα να του πειράζω τα μαλλιά που τόσο ήξερα ότι τον ενοχλούσε. Δεν άργησα να
ανακαλύψω ότι πολλοί μας κοιτούσαν με περίεργα βλέμματα κι αποφάσισα να
συμμορφωθώ.
«Πρέπει να φύγω, αλήθεια τώρα.
Έχω ήδη αργήσει» έκανα να φύγω, αλλά πρόλαβε και με έπιασε από το χέρι. Έπειτα
έκανε μια μικρή υπόκλιση και μου φίλησε το χέρι.
«Αντίο, Υψηλοτάτη».
«Μα τις ανώτερες δυνάμεις του
Σύμπαντος, θα σε σκοτώσω την επόμενη φορά που θα το κάνεις αυτό» του είπα δίχως
να μπορώ να βγάλω αυτό το σιχαμερό χαμόγελο από το πρόσωπό μου. Τον άκουσα να
γελάει δυνατά, καθώς απομακρυνόμουν. Συνέχισα να τον ακούω ακόμα κι αφού είχα
στρίψει για να βρεθώ στην αίθουσα που θα παίρναμε το πρωινό.
Η Αννέττα δε σταμάτησε λεπτό να
μιλάει. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μας είχε ξαναβρεί, ναι ακόμα και τον Σεθ,
καθώς δεν είχε καμιά παρέα στο παλάτι τόσα χρόνια. Τώρα της είχαμε έρθει
ουρανόσταλτοι και οι δύο και δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Απ’ ότι
φαίνεται τα ξαδέρφια μου δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικά. Ήταν πάντα σε έναν δικό
τους κόσμο, αδιαφορώντας για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Είχα προσπαθήσει να τους
πιάσω την κουβέντα στο πρωινό χωρίς κάποια φοβερή επιτυχία.
«Πάντα ψηλομύτηδες ήταν, δεν
καταλαβαίνω γιατί εκπλήσσεσαι τόσο» μου απάντησε ο Σεθ ανέμελα. Είχαμε πάει οι
τρεις μας στους βασιλικούς κήπους για να μιλήσουμε ελεύθερα. Ο Σεθ κι εγώ
καθόμασταν στο γρασίδι, ενώ η Αννέττα καθόταν προσεχτικά σε ένα από τα
παγκάκια.
«Λέει το άτομο που ποτέ δε
συμπάθησε κανέναν από την οικογένειά μου. Αναρωτιέμαι πώς συμπάθησες κι εμένα
στην τελική» τον αποπήρα κάνοντάς τον να κατσουφιάσει.
«Δεν έχεις δίκιο. Τον πατέρα σου
και τη μητέρα σου τους σεβόμουν πολύ. Μου φέρθηκαν πολύ καλά παρά την κατώτερη
κοινωνική μου θέση. Ήταν σχεδόν σαν να μην τους ένοιαζε. Κι αυτήν εδώ τη
συμπαθώ» έδειξε την Αννέττα, η οποία γέλασε διστακτικά.
«Χρειάστηκε ένα λασπωμένο φόρεμα
και αρκετό κλάμα, αλλά ναι…»
«Ω, μα αυτά είναι παρελθόν. Τώρα
είναι δεσποινίδα με τα όλα της. Δεν τη βλέπεις τι ωραία που κάθεται στο παγκάκι
της; Όχι σαν κάτι άλλους αγροίκους…» με κοίταξε λοξά κι άρχισα να του πετάω
χώμα. «Απολίτιστη» άρχισε να φωνάζει.
«Με όποιον δάσκαλο καθίσεις…»
αντιγύρισα κι αρχίσαμε να γελάμε, μέχρι που μια αντρική φωνή μας διέκοψε.
«Υψηλοτάτη, Πριγκίπισσα Αννέττα,
Στρατιώτη, δυστυχώς πρέπει να διακόψω τη… συζήτησή σας. Ο Βασιλιάς απαιτεί την
παρουσία σας αμέσως. Προτείνω να αλλάξετε ενδυμασία, πριν παρουσιαστείτε»
κοίταξε εμένα και τον Σεθ κι αποχώρησε αμέσως.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Σεθ
και η Αννέττα σηκώθηκε αμέσως.
«Ένας από τους υπηρέτες. Δεν
είναι από τους ευχάριστους, αλλά κάνει καλά τη δουλειά του. Πάμε. Δεν πρέπει να
αργήσουμε» εξήγησε η Αννέττα κι αμέσως αναχωρήσαμε για τα δωμάτιά μας.
«Με σώζεις» σχεδόν φώναξα στη
Νόρα, όταν μπήκα στο δωμάτιο και την είδα να κρατάει ένα ολοκαίνουργιο φόρεμα.
«Σας είδα από το παράθυρο. Είχα
προβάδισμα» εξήγησε κι αφού έκανα ένα γρήγορο ντους, με βοήθησε να ντυθώ.
«Αυτό με τις χρυσές κλωστές; Τόσο
καλή περίσταση;» τη ρώτησα και μου ένευσε απλώς. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν
ευπρεπής και κατάφερα να προλάβω την Αννέττα στον διάδρομο. Φορούσε κι εκείνη
διαφορετικό φόρεμα παρόλο που το προηγούμενο ήταν πεντακάθαρο. Όταν μπήκαμε
στην αίθουσα μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Όλη η φρουρά ήταν εκεί. Το ίδιο και
τα ξαδέρφια μου.
Πήγαμε κοντά στον βασιλιά που μας
ένευσε να καθίσουμε δίπλα του. Έπειτα η πόρτα χτύπησε κι εμφανίστηκε ο Σεθ με
τη στρατιωτική του στολή.
«Με ζητήσατε;» απηύθυνε τον λόγο
στον βασιλιά, ο οποίος σηκώθηκε και ένευσε κοιτάζοντας τους άντρες γύρω του.
«Όπως γνωρίζετε όλοι έχουμε την
τιμή να φιλοξενούμε την απόγονο του βασιλιά της Πόλης του Φωτός στα εδάφη μας. Μετά
τον θάνατο της Φωτεινής βασιλικής οικογένειας είχαμε την ατυχία να χάσουμε ένα
σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των Ακόλαστων. Τη Δύναμη των Φωτεινών. Αγαπητή
Άρια, έφυγες πολύ νωρίς από το βασιλικό περιβάλλον και δεν κατάφερες να μάθεις
να ελέγχεις τις δυνάμεις σου. Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι τις χρησιμοποίησες
για να φτάσεις ως εδώ σημαίνει ότι έχεις την απαιτούμενη ικανότητα κι ότι
μπορείς να ξεκινήσεις την εκπαίδευσή σου, αν κι εσύ νιώθεις έτοιμη».
Το βλέμμα του Σεθ σκλήρυνε.
Σχεδόν μπορούσα να δω τους μυς του να σφίγγονται κάτω από την επιβλητική του
στολή. Ποτέ δεν είχε συμπαθήσει τις δυνάμεις μου. Τις θεωρούσε εξαιρετικά
επικίνδυνες. Γι’ αυτό τόσα χρόνια προσπαθούσε να με βοηθήσει να τις κατευνάσω
και να τις κρύψω. Πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά, όμως το έντονο βλέμμα μου τον
σταμάτησε. Αυτό δε διέφυγε από την προσοχή των άλλων βασιλικών μελών.
«Ειρηνικέ βασιλιά, σας έχω
εκφράσει την ευγνωμοσύνη μου για τη γενναιόδωρη φιλοξενία σας και δε θα διστάσω
να το κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας
βοηθήσω με κάθε δυνατό τρόπο που μπορώ να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο που έχει
καταστρέψει τον τόπο μας. Ωστόσο δεν μπορώ να μην επισημάνω και τις ανησυχίες
μου πάνω στο θέμα. Οι δυνάμεις μου είναι ανεξέλεγκτες και φοβάμαι ότι στην
προσπάθειά μου να τις ελέγξω μπορεί να υπάρξει κάποιο ατύχημα. Γνωρίζεται τη
δύναμη του Φωτός και ξέρετε ότι δε χαρίζεται σε κανέναν…»
«Ασφαλώς… Γι’ αυτό έχω φέρει τους
καλύτερους εκπαιδευτές για να σας βοηθήσουν καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσής
σας. Τους ίδιους εκπαιδευτές που είχε επιλέξει ο πατέρας σας πριν τόσα χρόνια
και που τόσο εμπιστευόταν» εξήγησε και δε μου έμενε να κάνω κάτι παραπάνω παρά
μια βαθιά υπόκλιση. «Μακάρι να μπορούσα να προσφέρω παραπάνω βοήθεια, αλλά
καθώς τα ξαδέρφια σας δεν κατέχουν τη Δύναμη, αναγκαστικά θα πορευτείτε μόνη σας
στον δύσκολο αυτό δρόμο της εκπαίδευσης. Μόνη σας από άποψη εκπαίδευσης, αλλά
ποτέ μόνη σε θέμα ασφάλειας. Ήδη τα νέα της επιβίωσης της Υψηλοτάτης θα έχουν
ταξιδέψει έως την Έκλυτη Πολιτεία, γεγονός που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να μας
οδηγήσει σε σύγκρουση με τις ομάδες των Ακόλαστων. Είμαι βέβαιος ότι ο
προσωπικός σας προστάτης θα διαπρέψει στις πρώτες θέσεις των στρατηγών μας»
είπε κοιτάζοντας τον Σεθ, ο οποίος ένευσε. «Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να
προσθέσω δύο ακόμα φρουρούς συνοδείας για παν ενδεχόμενο. Θα είναι διακριτικοί,
σας το υπόσχομαι» χαμογέλασε και προσπάθησα να τον ακολουθήσω. «Επιπλέον, καθ’
όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης οι μετακινήσεις θα γίνονται σε προκαθορισμένες
ώρες και μέρες, έτσι ώστε να είναι πάντα γνωστή η τοποθεσίας σας. Συγχωρείστε
με για την έλλειψη ελευθερίας, αλλά είναι αναγκαίο κακό».
«Είμαι απολύτως σύμφωνη» ένευσα
κι έπειτα γύρισε και πάλι στη φρουρά.
«Όλοι από εδώ και πέρα θα είμαστε
σε επιφυλακή. Απαιτώ την πλήρη και καθολική προσοχή σας. Θαρραλέε στρατηγέ Σεθ,
προχώρησε μπροστά».
Ο Σεθ υπάκουσε πειθήνια. Όταν
έφτασε μπροστά στον βασιλιά έκανε μια υπόκλιση και γονάτισε μπροστά του. Το
βλέμμα του ήταν χαμηλωμένο, όμως ήξερα ότι από την περιφερειακή του όψη με
κοιτούσε.
«Επισήμως, ενώπιον όλων, υπό το
βλέμμα των Θεών, του Βασιλιά και της Βασίλισσας της Ειρήνης, της Υψηλοτάτης της
Πόλης του Φωτός και της επίσημης Ειρηνικής φρουράς σε χρήζω επίσημο στρατηγό
και μαχητή του στρατού της Ειρήνης. Είθε η προσφορά σου να είναι χρόνια και
σωτήρια για το γένος μας. Αποδέχεσαι αυτήν την τιμή;»
«Αποδέχομαι».
«Αποδέχεσαι να υπηρετείς με
σθένος ψυχής, μέχρι τελικής πτώσης για την επιβίωση του τόπου μας;»
«Αποδέχομαι».
«Σήκω, Θαρραλέε στρατηγέ Σεθ. Από
εδώ και στο εξής το μέλλον μας ανήκει και στα δικά σου χέρια».
Η υπόκλιση της βασιλικής φρουράς
έκανε τον Σεθ να σηκώσει το βλέμμα του περήφανα. Είχε φτάσει επιτέλους στο
σημείο που ήθελε. Να υπηρετεί στον στρατό με τιμές. Ήταν αρκετό για να του αποσπάσει
για λίγο την προσοχή από την επικείμενη εκπαίδευσή μου. Η αντίδρασή του όμως δε
θα αργούσε, τον ήξερα καλά.
Κι όντως δεν άργησε. Λίγες μέρες
αργότερα είχαμε τον πρώτο μας τσακωμό…
Θεοδώρα Σέρβου