M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 5ο) -ƶeeℜnebooch- (μέρος 4ο)

Όταν ο Άσερ με ξάπλωσε σε εκείνο το παλιό, φθαρμένο στρώμα με την ξεκοιλιασμένη γέμιση, ήξερα καλά τι θα ακολουθούσε. Και αυτή η σκληρή, αβάσταχτη επίγνωση με έκανε να θέλω να ουρλιάξω, να φωνάξω, να θρηνήσω για την αθωότητά μου που θα μου την έκλεβε για πάντα. Μα η κραυγή μου ξεκίνησε από τη μέση μου για να σκαρφαλώσει στο σώμα μου, και να κολλήσει στο λαιμό μου.
Δεν μπορούσα να παράγω τον παραμικρό ήχο. Είχα παραλύσει ολοκληρωτικά.
Ακόμα και αν μπορούσα να χαλαρώσω τους μύες του λαιμού μου, και να αφήσω τον ήχο να ξεχυθεί στο χώρο... τι νόημα θα είχε; Θα το πρόσεχε κανείς;
Όχι.
Ωστόσο, ετούτη την φορά, έτσι όπως τινάζομαι έξω από την ανάμνηση, ξυπνώντας κάθιδρη επάνω στο παλιό, νοσοκομιακό ράντζο, η κραυγή απελευθερώνεται από τον κόρφο μου και σκίζει την καθολική σιγή του αναρρωτηρίου.
Ακούω μερικά παραπονεμένα βογκητά από τους ασθενείς των γειτονικών ράντζων και ξαφνικά θυμάμαι που βρίσκομαι, τι συμβαίνει καθώς και ότι υπάρχουν τραυματισμένοι τρόφιμοι παντού τριγύρω που αναζητούν λίγη ηρεμία και γαλήνη.
«Συ-συγγνώμη», αρχίζω να απολογούμαι μουρμουριστά για το ξέσπασμά μου, αλλά τους έχω ήδη ταράξει σε βαθμό που δεν πάει άλλο.
Οι «συγγνώμες» μου δεν σημαίνουν τίποτα για εκείνους. Παύω.
Και έπειτα επικεντρώνομαι σε εμένα και στο σώμα μου που υποφέρει. Στα αυτιά μου κουδουνίζουν ακόμη τα λόγια των Αθληταράδων: Έχεις στραβά πόδια. Είσαι παχουλή. Έλα τώρα, κλάψε λίγο, για εμένα, κλάψε για εμένα. Αχ, Αντριάννα, ο φόβος στα μάτια σου είναι το απόλυτο αφροδισιακό. Και τι όμορφο δέρμα που έχεις, θέλω να χαράξω το σημάδι μου επάνω του και να το αφήσω εκεί. Για πάντα.
Η καρδιά μου βροντοχτυπάει ανεξέλεγκτα σαν να θέλει να σπάσει τις μπάρες των πλευρών μου και να πεταχτεί έξω. Χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει τρελαμένα ώσπου κάθε της κτύπος αρχίζει να συγχρονίζεται με το ηλεκτρονικό μπιπ, μπιπ και τον μηχανικό βόμβο του μόνιτορ.
Μέσα στα επόμενα λεπτά οι ψιθυριστές διαμαρτυρίες των υπόλοιπων ασθενών κοπάζουν και το μόνο που ηχεί στην αίθουσα ανάρρωσης είναι το μηχάνημα μου.
Έως ότου την ακούω ξανά. Αναγνωρίζω τον χαρακτηριστικό ήχο των φτιαγμένων από φελλό τακουνιών της που κάνουν σαν βεντούζες όταν χτυπάνε στο πάτωμα. Φλαπ, φλαπ, φλαπ.
Η νοσοκόμα μου σπρώχνει το ύφασμα του παραβάν κι εκείνο υποχωρεί σαν συρόμενη πόρτα, φανερώνοντάς την. «Πάλι εδώ», παραπονιέται με τόσο σιγανή φωνή που δεν μπορώ να κατασταλάξω εάν το λέει σε εμένα ή τον ίδιο της τον εαυτό. Ωστόσο, όταν με κοιτάζει απηυδισμένη και ξεφυσώντας ρωτά: «Εντάξει, Αντριάννα, τι συνέβη αυτή την φορά;», ξέρω ότι καλούμαι να απαντήσω.
«Νο-ν-νομίζω πως πάσχω...», κοπιάζω να πω. «Από κάποιο μετα-μετατραυματ-μετατραυματικό σύνδρομο ή... όπως αλλιώς το λένε...»
Την κοιτάζω κατάματα και προσεύχομαι να δείξει λίγη περισσότερη ευαισθησία από ότι την πρώτη φορά. Χρειάζομαι λίγη ευαισθησία, λίγη συμπόνια, κάποιον να με ακούσει, να με κρατήσει και να μου πει ότι «όλα θα πάνε καλά».
Το έχω πραγματικά ανάγκη. Τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Μου ανταποδίδει την παρατεταμένη ματιά, ισιώνοντας τα γυαλιά που στηρίζονται στην ράχη της μύτης της.
«Πρώτη φορά ακούω ασθενή που έχει μετατραυματική διαταραχή από πέσιμό από σκάλες», με ενημερώνει χολωμένα.
«Όχι από τις σκάλες!», εκρήγνυμαι. «Σας είπα ότι δεν έπεσα από σκ-σκάλες! Μου συνέβη κάτι... τελείως διαφορετικό».
«Σε βίασαν», θυμάται.
«Ναι!», απαντώ αναστατωμένη. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψεις; Η οθόνη του μόνιτορ δίπλα από το κρεβάτι μου τρελαίνεται τελείως.
«Αχ», αναστενάζει εκείνη. Αφήνει το ντοσιέ και τον βομβητή της στο τραπεζάκι-κομοδίνο στα δεξιά μου, κι έπειτα βολεύεται στο κάτω μέρος του ράντζου μου. «Άκουσε να δεις», μου λέει επιστρατεύοντας τον πιο μαμαδίστικο αυτό-που-σου-λέω-εγώ-ισχύει τόνο της. «Μου είναι ξεκάθαρο σαν το φως της μέρας, ότι την Πέμπτη το βράδυ το έριξες έξω. Παραπάνω από όσο πρέπει, αλλά μιας και βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε καταλαβαίνω γιατί παρασύρθηκες», τοποθετεί την παλάμη της προσεκτικά επάνω στο γόνατό μου κι αρχίζει να χαϊδεύει μαλακά το λυγισμένο μου πόδι, κινεί την παλάμη της αργά σαν να φοβάται μη με τρομάξει. «Κάποια στιγμή, προσπαθώντας να γυρίσεις πίσω στον κοιτώνα σου, χάθηκες και βρέθηκες μπροστά στις σ-»
«Μια στιγμή!», την κόβω απότομα και το γόνατό μου τινάζεται στον αέρα. Το χέρι της αναπηδά. «Πώς ξέρετε εσείς πού πήγαινα;»
Με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας έκπληκτη τα σκούρα της μάτια, λες και δεν καταλαβαίνει προς τι η σύγχυσή μου. «Υποθέσεις κάνω...», αποκρίνεται αθώα.
«Και γιατί υποθέτετε ότι γυρνούσα στους κοιτώνες; Θα μπορούσα να ψάχνω κάποιον φίλο ή την τουαλέτα ή...», την κοιτάζω καχύποπτα. Ένα τρομακτικό σενάριο αρχίζει να υφαίνεται στο μυαλό μου.
Ο Γκρίφιν ήταν ο μόνος που ήξερε ότι θα γυρνούσα στο δωμάτιο μου.
Κανείς άλλος.
Πώς το γνωρίζει, λοιπόν, η νοσοκόμα;
Κι αν την έχει βάλει εκείνος να μου κάνει πλύση εγκεφάλου;
«Τέλος πάντων», λέει εύθικτα και πετάγεται με μιάς από το στρώμα, θαρρείς και στην θέση της φυτρώνουν ξαφνικά αγκάθια. «Δεν έχει σημασία που πήγαινες».
Κι όμως έχει. Ειδάλλως, γιατί δείχνει τόσο αναστατωμένη;
Μήπως επειδή άθελά της ξεσκέπασε το φιάσκο της;
«Σημασία έχει ότι ο κύριος Ίστμαν, ο επιστάτης, σε βρήκε σε άθλια κατάσταση στην βάση της σκάλας και χάρη σε εκείνον τον άνθρωπο βρίσκεσαι τώρα εδώ, υπό την αρωγή και το άγρυπνο βλέμμα μας».
«Ο... ο Ίστμαν με... με βρήκε;»
Ο Νόα Ίστμαν, ο υπερήλικας επιστάτης του Ιδρύματος ήταν εκ φύσεως στρυφνός και μονόχνοτος, αλλά ήταν ειλικρινής και άμεσος. Ντόμπρος σε σημείο που γινόταν προσβλητικός και αντιπαθητικός. Δεν θα έπαιρνε ποτέ μέρος σε ένα τέτοιο ψέμα.
«Μάλιστα», απαντά αφ' υψηλού και μου ρίχνει ένα βλέμμα που μπορώ να μεταφράσω μόνο ως: Τι λες να αφήσεις τις φαντασιοπληξίες σου τώρα και να έρθεις να μας συναντήσεις στον πραγματικό κόσμο;
«Πρέπει να σε αφήσω πάλι», με ενημερώνει τελικά, παίρνοντας πίσω το ντοσιέ και τον βομβητή της.
Εννοείς να τραπείς σε φυγή, σκέφτομαι με πικρία.
«Θα περάσω ξανά αργότερα για να σου φέρω φαγητό, θα χρειαστείς τις δυνάμεις σου για να αναρρώσεις γρηγορότερα».
Να ξεκουμπιστώ από τα λημέρια σου μια ώρα αρχύτερα, θέλεις να πεις, διαβάζω πίσω από τις γραμμές.
«Μέχρι τότε», λέει εν κατακλείδι. «Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να αποβάλεις τις λάθος πληροφορίες από το μυαλό σου και μην ταλανίζεσαι άλλο. Είναι άσκοπο. Επίσης, προσπάθησε να κάτσεις ήσυχα. Ο πανικός είναι μεταδοτικός και δεν θέλουμε να κολλήσουν όλοι υστερία, κρίση ή φρενίτιδα».
Κανένα πρόβλημα, θα κρατήσω την υστερία, την κρίση και την φρενίτιδα για πάρτη μου.

Με εξαίρεση την πρώτη σοκαρισμένη κραυγή που έβγαλα ενστικτωδώς μόλις ο Άσερ έσπασε την παρθενιά μου, δεν άφησα τον παραμικρό ήχο.
Δεν ήθελα, δεν άντεχα να φωνάξω ή να παλέψω πια, παρότι μέσα μου σφάδαζα από πόνο.
Δάγκωσα τα χείλη μου και σφάλισα τα βλέφαρά μου για να μην αρχίσω να αγκομαχάω δυνατά. Εκείνος δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει κανένα τέτοιο πρόβλημα, καθώς γρύλιζε και μούγγριζε θεαματικά από πάνω μου.
Ο πόνος αυτός, ο πόνος του να σε κόβουν τα δύο, ήταν συγκλονιστικός, ασύγκριτος και νέος, ήταν όμως αναμενόμενος. Μου είχαν πει ότι η πρώτη φορά πονούσε. Πολύ.
Ήμουν προετοιμασμένη για τον πόνο.
Αυτό που δεν περίμενα από την πρώτη μου φορά, ήταν ότι θα ένιωθα βρώμικη και φτηνή, μαγαρισμένη και μιασματική σαν ασθένεια. Ότι θα ήθελα να πέσω μέσα σε ένα παγωμένο ποτάμι και να αφήσω τα κρύα του ρεύματα να γδάρουν σαν λεπίδες το δέρμα μου, έως ότου απομακρύνουν την αποκρουστική αίσθηση που άφηναν πίσω τους τα αγγίγματα των βιαστών μου.
Οι ανάσες του Άσερ αντηχούσαν τραχιές και άγριες στα αυτιά μου, πότε ηρεμούσαν και χαλάρωναν και πότε δυνάμωναν και υψώνονταν σε ένα ζωώδες, αχαλίνωτο κρεσέντο.
Όταν τελικά ικανοποίησε τον πόθο του, σηκώθηκε από πάνω μου, εγκαταλείποντάς με μόνη και πληγωμένη επάνω στο κρεβάτι. Κουλουριασμένη σε μια μικρή, ανθρώπινη μπάλα που έτρεμε και έκλαιγε και αναρωτιόταν εάν το μαρτύριο είχε τελειώσει.
Μα δεν είχε τελειώσει.
Είχε μόλις αρχίσει.
Ο Μαρκ και ο Πιτ πλησίασαν το κρεβάτι.

Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ... Το μόνιτορ μου διαμαρτύρεται τσιρίζοντας την στιγμή που η νοσοκόμα εμφανίζεται πίσω από το λευκό παραβάν. Βλέπω την σκιά της να κινείται, ενώ τεντώνει το χέρι της για να σπρώξει σεντόνι. Το ύφασμα υποχωρεί κι εκείνη εμφανίζεται μπροστά μου, με τα τετράγωνα γυαλιά της, την ολόσωμη, πράσινη φόρμα της, έναν καφέ, πλαστικό δίσκο φαγητού ανά χείρας κι ένα υποκριτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της που με κάνει να σκεφτώ ότι έχει καρφιτσώσει τις γωνίες του στόματός της με συρραπτικό.
«Αντριάννα!», λέει προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετη. «Δεν περίμενα να σε βρω ξύπνια».
Την κοιτάζω χωρίς να πείθομαι από τον ενθουσιασμό της. «Έκπληξη», της πετάω άκεφα. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ».
Πλησιάζει για να αφήσει τον δίσκο με το φαγητό που προορίζει για εμένα στα πόδια του κρεβατιού μου. Όσο πιο κοντά μου έρχεται, τόσο πιο πολύ πέφτουν οι άκρες του στόματός της.
Μοιάζει με αυτόματη αντίδραση.
Δεν με συμπαθεί.
Ωραία, σκέφτομαι, άρα είναι αμοιβαίο.
«Σου έφερα φαγητό», με ενημερώνει. «Δεν είναι, βέβαια, τίποτα εξεζητημένο, αλλά θα σου κάνει καλό».
«Όχι», απαντώ κατσούφικα. Το γεύμα μου αποτελείται από μια μπαγιάτικη φέτα ψωμιού σικάλεως, λίγο πολυκαιρισμένο σαλάμι και δύο κομματάκια τυριού στα πρόθυρα της μούχλας. Δεν το αγγίζω. «Σίγουρα δεν είναι εξεζητημένο». Προσέχω το βαθύ, πλαστικό μπολ που είναι γεμισμένο έως πάνω με ένα αχνιστό, άχρωμο υγρό. Μυρίζει βότανα. «Αυτό εδώ τι είναι;», ρωτάω παίρνοντάς το στις χούφτες μου.
«Ένα χειροποίητο αφέψημα», μου λύνει την απορία. «Λυκίσκος, βαλεριάνα, μέλι και κύμινο. Έβαλα τον μάγειρα να το φτιάξει για σένα. Άντε λοιπόν, δοκίμασέ το».
Φέρνω το μπολ στα χείλη μου και κατεβάζω μια γουλιά. Είναι ζεστό, σχεδόν καυτό και αφήνει πίσω του μια ζεστή, γλυκιά ευωδία. «Καλό είναι», παραδέχομαι. Πίνω λίγο ακόμα, επιτρέποντας στο ρόφημα να ζεστάνει το παγωμένο σκοτάδι που έχει γαντζωθεί μέσα μου.
«Να το πιείς όλο», μου υποδεικνύει. «Θα σου κάνει καλό».
Νεύω αφήνοντας δύο ακόμη γουλιές να κυλήσουν στο λαρύγγι μου, όμως την στιγμή που την βλέπω να κάνει μεταβολή και να ετοιμάζεται να φύγει ξανά, στραβοκαταπίνω, πνίγομαι και προσπαθώ να την πείσω να μείνει μέσα από τους άχαρους ρόγχους και τον τραχύ μου βήχα.
Με κοιτάζει μπερδεμένα. «Σε... σε παρακαλώ... σ... παράκ... αλώ... μη με... αφήνεις!»
Η αντιπάθειά μας είναι αμφίδρομη. Παρόλα αυτά δεν θέλω να την δω να φεύγει, επειδή ξέρω καλά ότι μόλις μείνω μόνη θα αρχίσω μαζοχιστικά να αναβιώνω τον εφιάλτη μου.
Και δεν το θέλω αυτό.
Καθόλου.
«Δεν μπορώ να σε νταντεύω για ολόκληρη την νύχτα, Αντριάννα Βάλενταϊν», με μαλώνει, πιάνοντας την άκρη του παραβάν, έτοιμη να το κλείσει ξανά. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόφιμοι εδώ πέρα, δεν είσαι μόνο εσύ. Όλοι τους χρειάζονται τις υπηρεσίες μου!»
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό, την μισώ, αλλά έχει δίκιο.
Την μισώ που έχει δίκιο.
«Του-τουλάχιστον, μην κλείσετε το παραβάν!», μου έρχεται η έκλαμψη.
Εάν το αφήσει διάπλατα ανοιχτό θα έχω μάτια σε ολόκληρη την πτέρυγα, θα μπορώ να δω τους άλλους τροφίμους, να θυμάμαι ότι δεν είμαι μόνη. Θα νιώσω... φυσιολογική.
«Πολύ καλά», υποχωρεί.
Σπρώχνει το ύφασμα στην άκρη και μου χαρίζει πρόσβαση στον έξω κόσμο.
Της είμαι ευγνώμων.

Έχω καρφώσει το βλέμμα μου στα ψηλά, γοτθικά παράθυρα που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του απέναντι τοίχου. Τα παράθυρα αυτά έχουν θέα στο δάσος που υπάρχει πίσω από το Ίδρυμα. Έξω ο αέρας λυσσομανάει, κάνοντας τα γυμνά φύλλα των δέντρων να χορεύουν. Τα γυμνά, μαύρα κλαδιά γρατζουνάνε το διάφανο γυαλί σαν μακριά, διαστρεβλωμένα χέρια που πασχίζουν να μπουν μέσα.
Να με φτάσουν.
«Όχι», βάζω φρένο στο παραλήρημα που απειλεί να με καταλάβει. «Είναι κλαδιά, Άντρι. Ξεραμένα κλαδιά, όχι χέρια. Δεν θέλουν εσένα. Κανείς δεν σε κυνηγάει πλέον».
Αλλά έχω αργήσει. Δεν μπορώ να εφησυχάσω.
Βλέπω τα κλωνάρια να κινούνται, να ρίχνουν τρομακτικές σκιές στους τοίχους γύρω μου και αναδεύομαι νευρικά.
Η σκέψη και μόνο κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται και το λαιμό μου να στεγνώσει ξανά. Δεν μπορώ να καταπιώ.
Να το πιείς όλο το αφέψημα σου, έρχονται τα λόγια της νοσοκόμας στο νου μου. Θα σου κάνει καλό.
Αυτό είναι! Θα πιώ μερικές ζεστές, καταπραϋντικές γουλιές και εκείνες θα με βοηθήσουν να αποβάλλω τις ζοφερές μου σκέψεις. Στριφογυρίζω επάνω στο ράντζο προς αναζήτηση του μπολ.
Πριν λίγα λεπτά το άφησα στο κομοδίνο που ορθώνεται στα δεξιά μου. Εκεί θα είναι ακόμη.
Και πράγματι, όταν στρέφομαι προς το τραπεζάκι στο πλάι το μπολ με περιμένει όπως το άφησα.
Ή, σχεδόν, όπως το άφησα.
Δεν θυμάμαι να το άδειασα.
Γιατί είναι άδειο;

Σβετλιν