Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 10)


ΟΡΟΣΕΙΡΑ ΣΑΝΤΟΡΟΚ

    ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, που της είχε παραχωρήσει ο πατέρας της, δεν διέφερε και πολύ από την σπηλιά στην οποία είχε κοιμηθεί δύο νύχτες πριν. Η μόνη διαφορά ήταν πως ο τοίχος αυτής της σπηλιάς αποτελούνταν από έναν γκριζόμαυρο πολύτιμο λίθο. Λεγόταν χαλαζίας και γέμιζε το εσωτερικό της σπηλιάς με πολυάριθμους μικρούς κρυστάλλους ενωμένους τυχαία μεταξύ τους. Όποτε άναβε κάποιο κερί η Μία, το δωμάτιο-σπηλιά της φωτιζόταν πολύ, αφού τα τοιχώματα γύρω της αντανακλούσαν το φως. Μέσα στην σπηλιά, που είχαν επέμβει οι άνθρωποι για να της δώσουν ένα τετράγωνο σχήμα και να θυμίζει δωμάτιο, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, και μία ντουλάπα.

    Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια, και κινήθηκε προς την ντουλάπα. Όλα τα ρούχα που της είχε αφήσει ο πατέρας της ήταν φορέματα. Μόνο μία στολή διέφερε που αποτελούταν από ένα μαύρο παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο και ένα μακρύ μαύρο γυναικείο παλτό, που έδενε γύρω από την μέση. Η Μία επέλεξε αυτό αντί για τα άβολα φορέματα, που ποτέ δεν έβρισκε ιδιαίτερα ελκυστικά. Φόρεσε τα ρούχα της και τις μπότες που είχε αφήσει δίπλα από την πόρτα της σπηλιάς και βγήκε από αυτήν.
    Το ταβάνι, αν λεγόταν έτσι το ανώτερο σημείο του κατοικημένου εσωτερικού μέρους ενός βουνού, βρισκόταν τέσσερα μέτρα πάνω από το κεφάλι της Μία. Άπλετο φως ξεχυνόταν από αυτό μέσα στο μεγάλο δωμάτιο αφού αποτελούταν μόνο από μία λεπτή στρώση λείου λευκού χαλαζία. Έτσι το φως της μέρας τρύπωνε χωρίς δυσκολία στον χώρο. Από το λευκό ταβάνι κρέμονταν πολυτελείς πολυέλαιοι που αντί για κεριά διακοσμούνταν από μεγάλους λευκούς διάφανους κρυστάλλους χαλαζία. Έμοιαζαν σχεδόν να αιωρούνται, επειδή βρίσκονταν μόνο ένα μέτρο πάνω από την Μία, δηλαδή αρκετά μακριά από το ταβάνι. Το δωμάτιο στο οποίο είχε καταλήξει βγαίνοντας από την μεταλλική πόρτα της σπηλιάς της ήταν ένας τεράστιος χώρος στον οποίο κατέληγαν οι πόρτες περίπου πενήντα σπηλιών. Στο κέντρο του υπήρχε ένα μεταλλικό τραπέζι, με εξωφρενικά μεγάλο μέγεθος. Εκεί μπορούσαν να καθίσουν τουλάχιστον εκατό άτομα. Το τραπέζι αυτό δεν ήταν απλά σχεδιασμένο. Στο κέντρο του αναρριχούνταν μερικά μεταλλικά λουλούδια που απλώνονταν προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις του μακρουλού τραπεζιού. Δεν έφταναν ψηλότερα από είκοσι εκατοστά, με σκοπό να μην χωρίζουν όσους κάθονταν στις δύο αντίθετες πλευρές του. Η Μία βρήκε με τα μάτια της μία μεταλλική πύλη στον απέναντι τοίχο, που είχε τρεις φορές το μέγεθος της πόρτας της.
    Η πόρτα αυτή, δεν θα άνοιγε όσο κι αν προσπαθούσε να την ανοίξει το κορίτσι. Υπήρχαν όμως στρατιώτες πίσω από αυτήν, που μπορούσαν να την ανοίξουν αν κάποιος ήθελε να βγει από το δωμάτιο. Ένας βαρύς μεταλλικός κρίκος, στο μέγεθος του κεφαλιού της υπήρχε σε κάθε ένα από τα δύο φύλλα της πόρτας. Με τα δύο χέρια της σήκωσε τον ένα όσο πιο ψηλά μπορούσε και το άφησε να επιστρέψει με δύναμη στην πόρτα, με έναν μεγάλο κρότο. Αρχικά δεν συνέβη τίποτα, και η Μία αναρωτήθηκε αν ο ήχος είχε παγιδευτεί μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Όμως μετά, τα φύλλα της πόρτας άρχισαν να ανοίγουν, και να απομακρύνονται από εκείνη. Χωρίς να περιμένει την πόρτα να ανοίξει τελείως, χώθηκε μέσα από το στενό πέρασμα που συνεχώς φάρδαινε και προσπέρασε με γρήγορο βήμα τους δύο φρουρούς που άνοιγαν την πύλη, αφού πρώτα υποκλίθηκε ευγενικά.
    Το πολυτελές δωμάτιο είχε δώσει την θέση του σε έναν ευρύχωρο διάδρομο. Αυτός έμοιαζε με μακρόστενο σπήλαιο, σκοτεινό και κυλινδρικό. Δαυλοί απείχαν ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το σημείο όπου χανόταν το φώς του προηγούμενου δαυλού ήταν στο ίδιο με εκείνο στο οποίο χανόταν το φως του επόμενου. Με αυτόν τον τρόπο υπήρχαν φωτεινότερα και σκοτεινότερα σημεία κατά μήκος του διαδρόμου. Οι δαυλοί βρίσκονταν και στα δεξιά και στα αριστερά του. Ανάμεσά τους υπήρχαν διάφορα άδεια κελιά, χωρίς κανέναν φυλακισμένο μέσα. Όλα εκτός από δύο. Η Μία μέτρησε τα κελιά που προσπερνούσε στα δεξιά της. Είκοσι επτά, είπε από μέσα της ύστερα από δέκα λεπτά περπάτημα μέσα στον ατελείωτο διάδρομο.
    Πριν ακόμη φτάσει μπροστά από το εικοστό έβδομο κελί ο ήχος ενός σπαρακτικού ήχου πρόδωσε πως ο μικρός δράκος ήταν εγκλωβισμένος εκεί. Έφτασε μπροστά από το αχνά φωτισμένο κελί και είδε το βαρύ άσχημο περιλαίμιο του δράκου. Τον ένωνε με μία χοντρή αλυσίδα που ήταν βυθισμένη στο εσωτερικό του τοίχου. Ο δράκος πήρε φόρα και έτρεξε προς την Μία κοπανώντας τα φτερά του. Η αλυσίδα τεντώθηκε, και το σώμα του δράκου σταμάτησε απότομα ένα μέτρο μακριά από την πόρτα του κελιού. Η κοπέλα είχε παρακαλέσει τον πατέρα της να αφήσει τον δράκο ελεύθερο όμως εκείνος ήθελε να τον χρησιμοποιήσει στον πόλεμο. Του είχε πει πως την υπάκουε και πως μπορούσε να βοηθήσει, όμως ο πατέρας της φοβόταν τους δράκους. Τους θεωρούσε απρόβλεπτους και κακούς. Και έτσι τον είχε φυλακίσει σαν να ήταν κάποιο θανατηφόρο κτήνος.
«Μην προσπαθείς να έρθεις κοντά μου, θα πληγώσεις τον λαιμό σου». Του είπε και κάθισε πίσω από τα κάγκελα του κελιού.
    Ο δράκος τσίριξε ξανά, και έκανε μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να την πλησιάσει. Είχαν περάσει μόνο δύο μέρες όμως ο δράκος ήδη είχε το διπλάσιο μέγεθος. Ήταν ακόμη μικρός, όμως τώρα τα φτερά του είχαν άνοιγμα ενός μέτρου. Τα πόδια του έξυσαν την πέτρα της σπηλιάς πετώντας προς τα πίσω μερικά πετραδάκια. Η Μία μισούσε να τον βλέπει έτσι φυλακισμένο. Θα προτιμούσε να τον αφήσει ελεύθερο στην φύση.
«Μικρούλη, αν δεν είχες έρθει μαζί μου θα ήσουν ελεύθερος τώρα». Συνέχισε να μονολογεί.
«Του έχεις βρει κάποιο όνομα;» Ρώτησε η φωνή του Εστέφαν από το απέναντι κελί. Η Μία συνέχισε να κοιτάζει τον μικρό δράκο που σταμάτησε να προσπαθεί να την πλησιάσει και ξάπλωσε, κρύβοντας το σώμα του με τα φτερά του, κοιτάζοντάς την στα μάτια.
«Όχι, δεν είναι δικός μου για να κάνω κάτι τέτοιο. Οι δράκοι ζουν ελεύθεροι».
«Οι δράκοι ζουν ελεύθεροι μέχρι να διαλέξουν κάποιον άνθρωπο, ή ξωτικό. Τότε δημιουργούν έναν δεσμό με αυτόν και δεν είναι ποτέ ξανά ελεύθεροι. Αυτός ο δράκος σε έχει διαλέξει. Εσύ θα τον διαλέξεις ή θα τον αφήσεις να βασανίζεται δεμένος με αλυσίδες;» Της είπε ο Εστέφαν. Όπως πάντα μιλούσε πολύ. Η Μία γύρισε για να τον κοιτάξει, ανασαίνοντας πιο γρήγορα και κοφτά.
«Και τι μπορώ να κάνω; Δεν έχω εγώ τα κλειδιά για το κελί και την αλυσίδα. Και μην μου προτείνεις να τα πάρω κρυφά, γιατί.». Η κοπέλα μιλούσε τόσο γρήγορα, που οι περισσότεροι άνθρωποι που θα την άκουγαν να μιλάει, θα μπερδεύονταν.
«Απλά πες στον πατέρα σου να σου επιτρέψει να του δείξεις πόσο υπάκουος είναι ο δράκος σε εσένα». Την διέκοψε ο Εστέφαν γελώντας απαλά με τις γρήγορες και έντονες αντιδράσεις της. Η Μία έμεινε σιωπηλή, σκεπτόμενη τα λόγια του. Αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να προσπαθήσει. Γύρισε ξανά προς τον δράκο και τα μεγάλα κόκκινα μάτια του κοίταξαν βαθειά μέσα στα δικά της.
«Και τι θα κερδίσεις εσύ από αυτό;» Ρώτησε τον Εστέφαν αδιάφορα χωρίς να τον κοιτάζει.
«Αν πραγματικά τα καταφέρεις, θα ήταν τέλειο αν μου χάριζες την ελευθερία μου». Η Μία γέλασε ακούγοντας την απάντησή του.
«Για να πας τρέχοντας σε αυτούς τους μάγους και να τους πεις τα πάντα για το καταφύγιο στο βουνό;» Η φωνή της Μία ήταν ψυχρή τώρα.
«Όχι, θα ορκιστώ σε οποιονδήποτε είναι ηγέτης και θα τον υπηρετώ, θα πολεμήσω για αυτόν». Είπε και γονάτισε με ευγένεια, παρά το γεγονός πως η Μία δεν τον κοιτούσε. Η Μία έμεινε σκεπτική και δεν του έδωσε καμία απάντηση. Δεν τον εμπιστευόταν, όμως θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στην μάχη και φαινόταν να ξέρει πολλά για τους δράκους.
    Τα μάτια της κοπέλας ταξίδεψαν για ώρα στις κόκκινες γραμμές που διακοσμούσαν τις φολίδες του λευκού δράκου. Χωρίς καμία προειδοποίηση ο δράκος άνοιξε τα σαγόνια του και τσίριξε. Αυτή τη φορά όμως έβγαλε μία σφαίρα φωτιάς από τον λαιμό του. Δεν έφτασε μακρύτερα από τα δόντια του και ύστερα έσβησε αφήνοντας καπνούς γύρω από το στόμα του. Έκλεισε τα σαγόνια του και ξεφύσησε πολύ μαύρο καπνό από τα ρουθούνια του εκπλήσσοντας την Μία. Εκείνη γέλασε μαζί του.
«Το Σάντεν, πως σου ακούγεται;» Ρώτησε τον Εστέφαν κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στον δράκο που ξεκινούσε να μεγαλώνει γρήγορα.
«Σάντεν λοιπόν». Της απάντησε εύθυμα.

Ράνια Ταλαδιανού