Ήταν μία γυναίκα. Αρκετά νέα και
όμορφη. Έψαχνε μία αφορμή, μία ευκαιρία για να πιστέψει ξανά στην αγάπη. Δεν
πίστευε πια σε αυτή, θεωρούσε πως ήταν κάτι που είχε χαθεί. Είχε πληγωθεί και η
ίδια στο παρελθόν από γνωριμίες, στις οποίες είχε πιστέψει, είχε αφήσει την
ευτυχία της σε χέρια που έτρεμαν και στο τέλος έμενε πάντοτε μετέωρη. Γνωριμίες
ανούσιες που της άφηναν πάντα, επάνω της και μέσα της, πληγές.
Χτυποκάρδια και
γλυκές λιποθυμίες που κατέληγαν σε ένα πρόσωπο γεμάτο δάκρυα. Πόσοι ήταν
εκείνοι που της είχαν δώσει όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης, πόσοι ήταν εκείνοι
που φορώντας μία μάσκα είχαν κρύψει ότι το πραγματικό τους θέλω ήταν κάτι
πρόσκαιρο και φτηνό; Πόσες φορές η ίδια
είχε ονειρευτεί το απόλυτο και είχε καταλήξει ρημαγμένη και μόνη; Πού ήταν
τελικά αυτή η αγάπη που τόσες φορές άκουγε από γνωστούς και φίλους; Πού είχε
κρυφτεί και δεν μπορούσε να τη βρει όσο κι αν είχε ψάξει; Στο σπίτι της έμενε
μόνη, είχε σβήσει τα πολλά φώτα, είχε κατεβάσει τις κουρτίνες, είχε κρύψει τα
ασημικά και είχε καταχωνιάσει σε μία ντουλάπα τα πιο όμορφα φορέματα που είχε.
Ξημέρωνε μία όμορφη Κυριακή. Ο
καιρός ήταν τόσο ωραίος, είχε λιακάδα. Αποφάσισε να βγει μία βόλτα και να
περπατήσει μέσα στον κόσμο. Ήθελε να ξεχαστεί, να θυμηθεί ξανά πόσο όμορφα ήταν
τα λουλούδια σε εκείνο το πάρκο και η θάλασσα που χτυπούσε δυνατά στα βράχια. Άφησε
τον εαυτό της να ξεχαστεί για λίγο, κάθισε σε ένα παγκάκι για ένα τέταρτο
περίπου και συνέχισε τον δρόμο της. Αφημένη όπως ήταν στις σκέψεις της, δεν
πρόσεξε εκείνον τον άνδρα, στον οποίο έπεσε επάνω. Ξαφνιασμένη, απολογήθηκε και
ζήτησε συγγνώμη για την αφηρημάδα της. Πρόσεξε όμως τα μάτια του και πώς την
κοιτούσαν. Εκείνη τότε επέτρεψε στον εαυτό της να σκάσει ένα μικρό χαμόγελο –
ίσα που φάνηκε στο πρόσωπό της.
«Σας ζητώ συγγνώμη. Είχα χαθεί
στις σκέψεις μου και δε σας πρόσεξα».
«Μη ζητάτε συγγνώμη» είπε
εκείνος. «Μπορώ να πω πως χαίρομαι κιόλας, διότι αυτή η στιγμή αφηρημάδας
στάθηκε η αφορμή να σας γνωρίσω».
Προσφέρθηκε να την κεράσει μία
πορτοκαλάδα και ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για εκείνη. Το
όνομα, το επάγγελμα, τη ζωής της γενικότερα. Δε χρειάστηκε να περάσει αρκετή
ώρα ή να τη γνωρίσει καλά, για να διακρίνει στο χαμόγελό της μία διάχυτη
μελαγχολία. Τη ρώτησε κι εκείνη του διηγήθηκε μερικές στιγμές στη ζωή της, στις
οποίες αισθάνθηκε να αγγίζει την ευτυχία και πως πάντοτε εκείνη ξεγλιστρούσε
στο τέλος από τα χέρια της. Του είπε πως είχε πάψει να πιστεύει πια στην αγάπη,
πως για εκείνη δεν υπήρχε.
Εκείνος, παίρνοντας το θάρρος,
της εξέφρασε την επιθυμία να τη γνωρίσει λίγο καλύτερα. Τη ρώτησε, αν θα ήθελε
να βρεθούν ξανά. Εκείνη δέχτηκε, ήταν καιρός πια να κάνει μία νέα γνωριμία.
Οι μέρες που ήρθαν τους βρήκαν
μαζί να γυρίζουν σε μέρη όμορφα για φαγητό, σε συναυλίες ή σε απλούς
περιπάτους. Ήταν ημέρες όμορφες με πολλά
χαμόγελα, ξεγνοιασιά και υποσχέσεις αγάπης.
Εκείνη αναθάρρησε ξανά, μήπως
αυτή να ήταν η καλή τύχη που της χρωστούσε η ζωή; Τόσες πληγές είχαν ανοίξει
στην ψυχή της, να μην είχε κι εκείνη μία φορά μόνο το δικαίωμα στην ευτυχία;
Τον προσκάλεσε για φαγητό ένα
βράδυ στο σπίτι της. Θα έφτιαχνε το αγαπημένο της φαγητό, θα άνοιγε εκείνο το
μπουκάλι με το καλό κρασί, θα έβαζε απαλή μουσική. Εκείνος της απάντησε θετικά,
θα ερχόταν γύρω στις δέκα το επόμενο βράδυ.
Στο σπίτι εκείνο που έμενε μόνη,
εκείνη την ημέρα άνοιξε το παράθυρο να πλημμυρίσει όλο από το φως, ανέβασε τις κουρτίνες, έβγαλε ξανά έξω τα ασημικά και
αποφάσισε να φορέσει ένα από εκείνα τα ωραία φορέματα που είχε ξεχασμένα στη
ντουλάπα.
Η ώρα πλησίαζε. Εκείνη αγωνιούσε,
οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. Θα ήταν άραγε αυτή η ευκαιρία στην αγάπη που
έψαχνε; Όλα ήταν έτοιμα και στρωμένα, τα βάζα ήταν γεμάτα από λουλούδια που
μοσχοβολούσαν και το φαγητό έτοιμο να σερβιριστεί.
Πέρασαν λίγα λεπτά από τις δέκα κι
εκείνος δεν είχε φανεί. Άρχισε να ανησυχεί και να εικάζει με το μυαλό της
διάφορα δυσάρεστα. Μήπως κάτι να του είχε συμβεί και να μην μπορούσε να την
ενημερώσει; Είχαν σπάσει και κάτι λάμπες κι ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Μήπως να είχε
χτυπήσει πουθενά;
Το ρολόι είχε σταματήσει σε
εκείνη την ώρα. Η γυναίκα έβαλε να πιει λίγο κρασί και στο σπίτι την απόλυτη
ησυχία διέκοπτε δειλά μόνο ο απαλός ήχος της μουσικής που ακουγόταν στο
ραδιόφωνο.
Η ώρα πήγε δέκα και μισή, έντεκα…
Τίποτα, κανένα σημάδι που να μαρτυρούσε πως εκείνος θα ερχόταν. Εκείνη άρχισε
να είναι σίγουρη για το γεγονός πως δεν επρόκειτο να αλλάξει τίποτα ακόμα και
μετά από δύο και τρεις ώρες.
Πέρασε ακόμα μία ώρα, η μέρα είχε
αλλάξει. Η γυναίκα σηκώθηκε και μάζεψε όσο μπορούσε το τραπέζι – ήταν κουρασμένη
και ολίγον στεναχωρημένη. Κάποιο δάκρυ δειλά κι αργά κύλησε από τα μάτια της.
Εκείνη την ημέρα, η αγάπη πάλι
δεν ήρθε. Η γυναίκα έκλεισε τα παράθυρα, κατέβασε τις κουρτίνες, έβαλε μέσα
στις ντουλάπες τα ασημικά και καταχώνιασε τα καλά της φορέματα ξανά μέσα στη
ντουλάπα.
Η αγάπη δεν ήρθε ούτε εκείνη τη
ημέρα. Η αγάπη για ακόμα μία φορά είχε χαθεί…
Μαρία Σκαμπαρδώνη