Δευτέρα
πρωί. Ο ήλιος φλέγει το πρόσωπο μου κι ας έχει μπει για τα καλά ο Δεκέμβρης.
Παρ’ όλα αυτά, έχω φορέσει το φούτερ και τα γάντια μου, ήδη πριν βγω έξω από το
σπίτι. Μόλις παραγγέλνω τον αγαπημένο μου καφέ, πιάνω θέση στο παγκάκι της μελαγχολίας.
Το έχω ονομάσει έτσι, γιατί κάθε φορά που κάθομαι εκεί παρατηρώντας τους
περαστικούς να πηγαίνουν πέρα δώθε, με πιάνει μια ελαφριά κατάθλιψη. Γυναίκες
με ψώνια στα χέρια προχωρούν σχεδόν τρέχοντας και ξεγλιστρούν με επιδεξιότητα
ανάμεσα στον όχλο. Τα παιδιά τρέχουν και χοροπηδούν, τραβώντας τα ρούχα των
γονιών τους για να τα σηκώσουν ψηλά ή για να απαιτήσουν με αυτόν τον τρόπο την
αμέριστη προσοχή τους. Λίγο πιο πέρα, αμέτρητοι φοιτητές μπαινοβγαίνουν από το
Πανεπιστήμιο της πόλης. Κάποιοι περπατούν σε ομάδες γελώντας, ακούγοντας
μουσική, πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Άλλοι προχωρούν μοναχοί και χαμένοι στον
δικό τους κόσμο. Μία κοπέλα περπατάει διαβάζοντας το βιβλίο της, μέχρι που τη
χτυπάει κατά λάθος ένας άλλος βιαστικός περαστικός. Οι ματιές τους
συναντιούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο νεαρός σηκώνει απολογητικά το χέρι
του και της χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο. Εκείνη μένει να τον κοιτάει, καθώς
απομακρύνεται από κοντά της με μια απερίγραπτη έκφραση, ώσπου κουνώντας λίγο το
κεφάλι της συνεχίζει τον δρόμο της και την αναζήτηση στον λαβύρινθο των λέξεων του
βιβλίου της. Άντρες ψηλοί, με κοστούμια και γραβάτες περνάνε ασταμάτητα με τις
δερμάτινές τους τσάντες τους δρόμους, σηκώνοντας τα κινητά τους που χτυπούν
ακατάπαυστα.
Κι
εγώ εκεί μόνος. Κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι με τον καθημερινό ζεστό εσπρέσο ανά
χείρας, αγναντεύοντας. Κάθε μέρα συναντώ εκατοντάδες κόσμο, κανείς όμως δε
φαίνεται να βλέπει εμένα. Κάθε πρωινό ακούω τον άντρα από την καντίνα να
χαιρετάει τους πελάτες του με το ίδιο γνωστό χαμόγελο και τη βαρβάτη του φωνή.
Κάθε φορά που πλησιάζει το φορτηγό που ανεφοδιάζει με καινούργια λουλούδια το
πασίγνωστο ανθοπωλείο, στο οποίο στήνονται ουρές απ’ έξω, η ατμόσφαιρα γεμίζει
με γλυκύτατες ευωδιές. Πότε τριαντάφυλλο, γιασεμί και βιολέτες, πότε γαρίφαλα και πετούνιες. Κάθε ηλιόλουστη μέρα
μπαίνω στον πειρασμό να στηθώ στην ουρά για να αγοράσω κι εγώ μερικά φρέσκα, πολύχρωμα
λουλούδια, όμως ύστερα θυμάμαι ότι δεν έχω κάποιον που μπορώ να τα δώσω. Η ζωή
μου είναι άδεια σαν το σιντριβάνι της πλατείας, που χρόνια έχει να κυλήσει
γάργαρο νερό από τα μαρμάρινα ανοίγματά του. Από τότε που μετακόμισα εδώ έχω να
το δω να λειτουργεί. Υπάρχει εκεί μόνο και μόνο για να επισημάνει ότι τελικά το
νέο ξεκίνημα της ζωής μου δεν είναι και τόσο ελπιδοφόρο όσο πίστευα.
Ήρθα
εδώ με σκοπό να αφήσω το παρελθόν μου πίσω. Με σκοπό να γίνω άλλος άνθρωπος.
Μάκρυνα τα μαλλιά μου κι άφησα γένια. Έβαλα τους φακούς επαφής μου στην άκρη κι
επέστεψα στα γυαλιά μυωπίας που τόσο μισούσα. Άδραξα όση αξιοπρέπεια μου είχε
μείνει από τα βάθη της ψυχής μου και χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω, πήρα τον δρόμο
για τη Μασαχουσέτη. Κι όμως αυτό δεν ήταν αρκετό όπως φαίνεται. Στέκομαι ακόμα
και τώρα αντιμέτωπος με την κτηνωδία του παρελθόντος, κυνηγημένος και
φοβισμένος ότι θα εκτεθώ. Έχασα τον έρωτα της ζωής μου, την οικογένεια και το
ήθος μου. Σκότωσα με δύο μαχαιριές τον αδελφό μου χαμένος στην παραζάλη του
ποτού και της επιπολαιότητας. Τα έντονα, αποσβολωμένα μάτια του στοιχειώνουν
ακόμα τα όνειρα μου κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Εν μια νυκτί, έχασα τη ζωή μου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες
που έκανα να προχωρήσω, πάντα καταλήγω να γυρνάω πίσω σε αυτό. Κι όσο κι αν
ελπίζω ότι το ελαφρύ αεράκι που τώρα ταλαντεύει τα κλαδιά των ψηλών δέντρων
γύρω μου θα φυσήξει μακριά τη ντροπή και τις ενοχές μου, ξέρω ότι αυτό το
αβάσταχτο φορτίο θα το κουβαλάω για πάντα στην ψυχή μου.
Σέρβου Θεοδώρα