M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 5ο) -ƶeeℜnebooch- (μέρος 6ο)

Η κουρασμένη Άσα Πιλάρσκι στέκεται για εκατοστή φορά στο άνοιγμα του παραβάν μου και με κοιτάζει με το κουρασμένο ύφος του ανθρώπου που στέκεται για εκατοστή φορά στο άνοιγμα του ίδιου παραβάν. «Τι;», γρυλίζει άκεφα και σταυρώνει τα χέρια της στο στέρνο της.
Περιμένει να ακούσει την νέα, εξωφρενική ιστορία μου που δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα.
«Εντάξει», λέω με ένα νευρικό γελάκι που με κάνει να ακούγομαι παρανοϊκή. «Ξ-ξέρω πως θα ακουστεί, αλλά...», με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού μου δείχνω την κούπα που βρίσκεται ακόμη επάνω στο μόνιτορ. «Αυτή η βλακεία άλλαξε θέση. Δεν την έβαλα εγώ εκεί πάνω. Εγώ την άφησα στο κομοδίνο».
«Χμμμ», η Πιλάρσκι πλαταγίζει ασυγκίνητη τα χείλη της. Δείχνει βαριεστημένη σαν να πλήττει, σαν να με επικρίνει που δεν έπλασα ένα πιο φρέσκο σενάριο.
Αυτό εδώ μπαγιάτεψε.
Καθώς στέκεται στο κάτω μέρος του κρεβατιού μου σαν αλύγιστος κριτής, βλέπει το βιβλίο που έχω απιθώσει επάνω στο κομοδίνο. «Την Βίβλο διάβαζες;», ρωτάει, λες κι το ανάγνωσμά μου έχει ζωτική σημασία για την λύση του μυστηρίου.
«Πράγματι την διάβαζα», λέω αμυντικά. «Και λοιπόν;»
«Χρυσή μου», λέει πιο μαλακά, με φωνή που στάζει σαν παχύρευστο, γλυκερό σιρόπι. «Τώρα κατάλαβα πώς έκανε φτερά το αφέψημα σου, πώς έβγαλε πόδια η κούπα σου. Μα ναι, ναι, είναι προφανές... πρόκειται για θαύμα».
«Ω», αναφωνώ προσβεβλημένη, ενώ εκείνη μου γυρνά την πλάτη και αρχίζει να απομακρύνεται. «Πόσο ώριμο εκ μέρους σου, Πιλάρσκι! Πρώτα αδιαφορείς παντελώς για τα προβλήματά μου και τώρα κοροϊδεύεις τη θρησκεία μου! Συγχαρητήρια, ειλικρινά! Κάνεις εξαιρετική δουλειά!», προσθέτω με την φωνή μου να σκαρφαλώνει αρκετές οκτάβες πιο ψηλά. Τώρα τσιρίζω. «Μια απορία έχω μονάχα! Πες μου, σε όλους τους ασθενείς σου φέρεσαι τόσο απαίσια ή εγώ χαίρω ειδικής μεταχείρησης;»
Δεν πίστευα ότι έδινε την παραμικρή σημασία στα λόγια μου, δεν πίστευα ότι με άκουγε καν, αλλά παραδόξως το κάνει. Επειδή ξαφνικά τα βήματά της σταματάνε να χτυπούν το πάτωμα, εκείνη στριφογυρνά και ανασχηματίζοντας την πορεία της, βάζει πλώρη για το ράντζο μου. Δείχνει εξοργισμένη.
Ωραία, σκέφτομαι με ικανοποίηση. Ωραία.
«Ξέρω καλά να κάνω την δουλειά μου!», γαβγίζει δυνατά. «Για αυτό άλλωστε την έχω για πάνω από είκοσι χρόνια! Ξέρω καλά να κάνω την δουλειά μου και αυτή δεν είναι να λαμβάνω οδηγίες, ούτε να λογοφέρνω με ένα θυμωμένο, παραμελημένο πιτσιρίκι που ουρλιάζει για προσοχή!», ωρύεται.
Θέλω να της απαντήσω αναλόγως, αλλά ξαφνικά, με αρπάζει, με γυρίζει μπρούμυτα και με πιέζει, ώστε να μείνω κάτω, ξαπλωμένη στο στρώμα.
«Έι! Πάρε τα ξερά σου από πάνω μου!», βάζω τις φωνές.
Προσπαθώ να την αποτινάξω από πάνω μου, αλλά με συγκρατεί, προσπαθώ να ελευθερωθώ, αλλά με έχει πιάσει σφιχτά. Πιάνω να συστρέφομαι, να χτυπιέμαι ανεξέλεγκτα και να κλοτσάω τα σκεπάσματα με τα πόδια μου. Αντί να δραπετεύσω, καταλήγω να εγκλωβίζομαι ακόμη περισσότερο, τα λευκά σεντόνια μπλέκονται γύρω μου σαν ζουρλομανδύας.
«Τι κάνεις; Τι κάνεις εκεί;», σαστίζω, βλέποντας με την άκρη του ματιού μου την Πιλάρσκι να βγάζει μια γεμισμένη σύριγγα με μια παχιά, μακριά βελόνα. «Τι είναι αυτό; Όχι, όχι, όχι!», λέω σε αλλόφρονα κατάσταση.
«Βούλωσ' το, επιτέλους», μου γρυλίζει, όπως βυθίζει την χοντρή βελόνα στο λαιμό μου.
Νιώθω ένα τσίμπημα.
Ύστερα το παγωμένο υγρό να κυλά κάτω απ' την επιδερμίδα μου.
Και μετά, δεν νιώθω τίποτα.
Τα μάτια μου κλείνουν, αφήνοντας έξω αυτόν τον αλλοπρόσαλλο κόσμο, καθώς προσπαθώ να καταλάβω τι έχω να αντιμετωπίσω.

Με τον Γκρίφιν ήταν διαφορετικό, με τον Γκρίφιν δεν τελείωσε γρήγορα. Εκείνος δεν με πέταξε απότομα στο στρώμα όπως έκαναν οι άλλοι, δεν ανέβηκε βιαστικά επάνω μου και δεν με πήρε στα γρήγορα σαν κάποιο λυσσασμένο αγρίμι.
Ο Γκρίφιν αξιοποίησε τον χρόνο του.
Με άφησε ελεύθερη, θέλοντας να δοκιμάσει τις αντιστάσεις μου, να δει την ανάγκη να τον παλέψω να γεννιέται μέσα μου, μόνο και μόνο για να την συνθλίψει αμέσως μετά.
Έβαλε την αιχμή ενός μαχαιριού στον λαιμό μου, καθιστώντας σαφές ότι οποιοσδήποτε στασιασμός θα τιμωρούνταν.
Κουνήσου και θα κοπείς.
Πολέμησε και είσαι νεκρή.
«Άνοιξε τα πόδια σου», πρόσταξε. Ένιωσα το παγωμένο φιλί της λεπίδας στον λαιμό μου και υπάκουσα. «Πιο πολύ».
Έκανα όπως μου ζητούσε.
Και τότε ένιωσα κάτι απίστευτα μεγάλο να πιέζει το άνοιγμα στην κορυφή των μηρών μου.
Πάγωσα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να έβαζε όλο αυτό το πράγμα μέσα μου!
Μετάνιωσα αυτοστιγμεί και έσφιξα τα μπούτια μου, προσπαθώντας να τον διώξω και να τα κλείσω πάλι. Δεν τα κατάφερα.
«Ήρεμα». Με το ένα του χέρι κρατούσε την μύτη του μαχαιριού στο κλειδοκόκαλο μου και με το άλλο χάιδευε τα μαλλιά μου, απαλά, τρυφερά, συμπονετικά.
Ήταν τόσο αντιφατικό!
«Ηρέμισε. Πάρε μια βαθιά ανάσα... ωραία, τώρα άλλη μια».
Βασανιστικά αργά, ο Γκρίφιν μπήκε μέσα μου ανοίγοντάς με στα δύο, σκίζοντάς με, διαπερνώντας με.
«Πο-πονάει», κλαψούρισα, θάβοντας το πρόσωπό μου στα σεντόνια.
«Το ξέρω ότι πονάει», με διαβεβαίωσε. Έβαλε τον αντίχειρά του κάτω απ' το πιγούνι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω κατάματα. «Αλλά δεν με νοιάζει», συμπλήρωσε ωμά, ανελέητα. «Δεν θα σταματήσω μέχρι να σε δω να ματώνεις, Αντριάννα, να ματώνεις για εμένα». Με μια πρώτη, δυνατή ώθηση ο Γκρίφιν χώθηκε ολόκληρος μέσα. Άθελά μου κοντανάσανα, νιώθοντάς τον να φτάνει έως κάποιο σκοτεινό και ανεξερεύνητο σημείο βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. «Επειδή, πράγματι θα ματώσεις απόψε», έδωσε την βάναυση υπόσχεσή του με μια δεύτερη ώθηση. «Και κάθε απόψε», κι άλλη ώθηση. «Κάθε φορά που θα ανοίγεις τα πόδια σου σε κάποιον, θα θυμάσαι τι σου έκανα, πώς σου το έκανα και πόσο μπορώ να το κάνω να πονέσει».
Ο Γκρίφιν είχε καταλάβει διά της βίας το κορμί μου κι εγώ δεν μπορούσα να το πάρω πίσω. Όχι αλώβητο. Μέσα στην απελπισία μου, όμως σκέφτηκα να κλείσω τα μάτια μου, να σφαλίσω τα βλέφαρά μου για να αποτρέψω εκείνον και τα λόγια του από το να εισβάλουν και στο μυαλό μου.
Όταν όμως, προσπάθησα να μετατρέψω αυτή μου την παρόρμηση σε πράξη, συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε βλέφαρο. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από εκείνον. Η ματιά που μου έριχνε ήταν τόσο έντονη, τόσο παθιασμένη και μοχθηρή συνάμα που αισθανόμουν λες κι ο Γκρίφιν άνοιγε μια μαύρη τρύπα μέσα μου, λες και με έκαιγε και με πάγωνε και με έκανε να σιγολιώνω σαν αναμμένο κερί.
Έγειρε πιο κοντά μου, φέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι του δικού μου. «Πάντα θα είμαι εδώ, Άντρι», είπε με έναν δηλητηριώδη ψίθυρο. «Πάντα και κανείς, ποτέ, δεν θα με σβήσει από μέσα σου».

Σβετλιν