Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 11 )


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

«ΆΙΣΛΙΝ, ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΜΕ».
    Πριν η κοπέλα προλάβει να αντιδράσει, ο Κίλιαν ξεκίνησε να τη καθοδηγεί στο σκοτεινό δωμάτιο. Το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό και δεν της επέτρεπε να δει γύρω της. Συνεχώς φοβόταν πως θα σκόνταφτε κάπου. Προσπάθησε όμως να εμπιστευτεί τον άντρα του οποίου το χέρι την τραβούσε απαλά, βαθύτερα στο δωμάτιο. Άλλωστε, το σπίτι ήταν δικό του και το ήξερε καλύτερα από τον οποιονδήποτε. Το χέρι του Κίλιαν ήταν ιδιαίτερα απαλό και ζεστό. Η Άισλιν αναρωτήθηκε αν όλα τα αντρικά χέρια ήταν έτσι. Μετά από έξι βήματα ο Κίλιαν έτεινε το χέρι της προς τα κάτω. Όσο ο άντρας καθοδηγούσε το σώμα της, ένα κύμα έντασης την διαπερνούσε. Υπάκουσε με το σώμα της και βρέθηκε καθισμένη πάνω σε ένα μαξιλάρι. Αισθανόταν εκτεθειμένη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κάπου μέσα της μπορούσε να διαπιστώσει πως ο άντρας της προκαλούσε κάποια αλλόκοτα αισθήματα. Με σκοπό να τα καταλάβει, είχε επιτρέψει στον εαυτό της να καθοδηγηθεί από εκείνον. Το μόνο πράγμα που κατάλαβε ήταν πως το άγγιγμά του και το σκοτάδι την απωθούσαν και την έλκυαν συγχρόνως.

    Ο Κίλιαν έφυγε μακριά της πριν εκείνη το συνειδητοποιήσει και γύρισε με ένα αρκετά μεγάλο κερί στα χέρια του. Τοποθέτησε το χέρι του πάνω από το φυτίλι και σταδιακά η φλόγα του άναψε. Η Άισλιν δεν μπορούσε να δει στο απόλυτο σκοτάδι, όμως πρόσεξε πώς η φλόγα του κεριού δυνάμωσε κάτω από την παλάμη του άντρα. Ήταν προφανές πως είχε χρησιμοποιήσει μαγεία για να το ανάψει. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από την φλόγα του κεριού που υπήρχε ανάμεσά τους. Κοιτάχτηκαν και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα στραβό χαμόγελο. Δεν είναι και τόσο άσχημη η μαγεία, δεν νομίζεις; Οι λέξεις είχαν ηχήσει στο κεφάλι της Άισλιν αλλά η φωνή ήταν του Κίλιαν. Η κοπέλα τρεμούλιασε στη θέση της και οι αναμνήσεις από τις γυναικείες φωνές στο κεφάλι της την κατέκλεισαν. Ο αέρας του μεγάλου δωματίου φαινόταν βαρύς και λίγος. Προσπάθησε να διώξει τον πανικό που την κατέπνιγε με μια βαθιά, αργή ανάσα.
«Πως το έκανες αυτό;» Η τρεμουλιαστή φωνή της του είχε αποκαλύψει όλα όσα ένιωθε.
«Είναι κάτι που όλοι οι μάγοι μπορούν να κάνουν». Είπε αδιάφορα εκείνος και κοίταξε προσεκτικά τα μάτια της. Εκείνη αποτράβηξε την ματιά της και βαριανάσανε αγχωμένα.
«Κ-και εγώ δεν μπορώ να το σταματήσω;» Ο Κίλιαν της χαμογέλασε σαρδόνια.
«Φυσικά και μπορείς. Αλλά θα πρέπει να εξασκηθείς στη μαγεία». Σήκωσε τα φρύδια του και περίμενε για την απάντηση που είχε ήδη πάρει για κείνη. Η Άισλιν αναστέναξε και τον κοίταξε ηττημένα.
«Τι πρέπει να κάνω;» Το γάργαρο γέλιο του Κίλιαν της προκάλεσε οργή.
«Να με κρατήσεις έξω».
    Δίχως να της αφήσει χρόνο για να επεξεργαστεί τα λόγια του, βούτηξε μέσα στο κεφάλι της. Μόλις η Άισλιν πρόσεξε τα κλειστά του μάτια, έκλεισε κι εκείνη τα βλέφαρά της. Βρίσκομαι ακριβώς εδώ. Ένιωσε την ανάσα του Κίλιαν να γαργαλάει τον αυχένα της. Άνοιξε τα μάτια της και πρόσεξε εμβρόντητη, πως ο άντρας βρισκόταν απέναντί της, ακίνητος, με κλειστά μάτια. Καταράστηκε από μέσα της πανικόβλητα. Δεν είναι όμορφο μια κοπέλα να καταριέται, δεν νομίζεις; Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μπει μέσα στο κεφάλι της. Αρχικά αισθανόταν την παρουσία του, σιγά σιγά όμως κατάφερε να τον δει.
    Βρίσκονταν μέσα στο κελί της. Όσο πιο ξεκάθαρη γινόταν η εικόνα του μυαλού της τόσο πιο πολύ η Άισλιν αναγούλιαζε. Τώρα θυμόταν την απαίσια δυσωδία, την απομόνωση, τη μοναξιά. Ο Κίλιαν βρισκόταν όρθιος με την πλάτη του στηριγμένη σε έναν τοίχο. Την κοίταζε καθώς αγκομαχούσε μέσα στο κελί. Για λίγο ήταν μονάχα η φυλακισμένη κοπέλα και τίποτε παραπάνω. Δεν θυμόταν πως είχε βγει από εκείνο το μέρος. Ένιωθε μόνη, κενή, άδεια.
Έτσι νιώθεις; Ρώτησε ο άντρας με θλίψη να διαπερνά το βλέμμα του. Ο οίκτος του αναθέρμανε την οργή που είχε φυτέψει μέσα της εκείνος ο εφιάλτης. Τα μάτια της σταμάτησαν να καρφώνουν το πάτωμα και κοίταξαν άψυχα μέσα στα δικά του.
Βγες-από-το-κεφάλι-μου. Του γρύλισε απειλητικά μέσα από τα δόντια της. Ο Κίλιαν γέλασε διασκεδάζοντας και ξαφνικά βρέθηκε πολύ κοντά της. Το χέρι του χάιδεψε τον λαιμό της και τα χείλη τους σχεδόν ακούμπησαν.
Κάνε με. Τα μάτια της Άισλιν άλλαξαν, έγιναν πιο μαλακά, πιο ζεστά.
Κι αν δεν θέλω; Έκλεισε το στόμα της με τα δύο της χέρια και τον κοίταξε αγχωμένα. Τώρα ξεκινάς να καταλαβαίνεις. Της είπε όλο νόημα.
Ότι κι αν σκεφτώ, θα το μάθεις. Απάντησε εκείνη με κομμένη την ανάσα.
Τι θα έλεγες, να μπω λίγο βαθύτερα στο μυαλό σου;
    Όσο της μιλούσε, το κελί μετατρεπόταν σε κάτι άλλο. Βρίσκονταν στο δωμάτιο, στο μπάνιο. Εκεί που είχε συνειδητοποιήσει πως δεν βρισκόταν μόνη μέσα στο κεφάλι της. Το γάργαρο γέλιο που είχε τη δική της φωνή ηχούσε παντού γύρω της αυτή τη φορά. Και η Άισλιν ήξερε πως δεν γελούσε. Κοίταζε τον καθρέπτη με σοβαρό βλέμμα.
Άισλιν, τι συμβαίνει; Ο Κίλιαν την πλησίασε. Μπορούσε να τον δει από τον καθρέπτη να στέκεται πίσω της. Το γέλιο σταμάτησε να ακούγεται αλλά κάτι περίεργο συνέβη. Η κοπέλα είδε τον εαυτό της να μπαίνει μέσα στο μπάνιο. Η πόρτα έκλεισε πίσω από την άλλη Άισλιν χωρίς εκείνη να την αγγίξει.
Τι κάνεις εσύ εδώ; Απαίτησε να μάθει η σωσίας της, κοιτάζοντας τον Κιλιαν. Δεν ήταν ίδιες μόνο στην εμφάνιση, η φωνή τους ήταν πανομοιότυπη. Ο άντρας κοίταζε μια την πραγματική Άισλιν και μια την κοπέλα που είχε μπει στο δωμάτιο. Βγες έξω! Ούρλιαξε η εισβολέας. Η σιλουέτα του τρεμούλιασε και ύστερα ξεκίνησε να ξεφτίζει. Μόλις χάθηκε τελείως οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν κατάματα. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας η κοπέλα που είχε διώξει τον Κίλιαν την πλησίασε. Η Άισλιν παραπάτησε τρομαγμένη. Σσσς μη φοβάσαι. Όλα είναι καλά. Της είπε ειρηνευτικά η κοπέλα. Την πλησίασε περισσότερο και τοποθέτησε το χέρι της στο πίσω μέρος του λαιμού της. Άγγιξε το ίδιο ακριβώς σημείο όπου το πετράδι την είχε κάψει. Καταλαβαίνω, μπορείς να ασκήσεις μαγεία τώρα. Το πρόσωπό της φαινόταν απογοητευμένο. Ότι κι αν γίνει μην την ακούσεις. Ψιθύρισε και το βλέμμα της κοίταξε θλιμμένα το πάτωμα. Ποια; Ρώτησε η Άισλιν με απορία. Την υστερική φωνή που κρύβεται μέσα σου.
«Άισλιν». Οι λέξεις του Κίλιαν έκαναν την εικόνα στο μυαλό της να διαλυθεί μαζί με την πανομοιότυπη με εκείνη κοπέλα. Τα βλέφαρά της πετάρισαν. Όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, ο άντρας την κοίταζε σκληρά. Μπορούσε σχεδόν να δει την οργή του να κοχλάζει στα μάτια του. «Τι συνέβη;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν ξέρεις». Επανέλαβε εκείνος με τραχιά χροιά. «Δηλαδή δεν είχες ιδέα». Εκείνη άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει αλλά δεν βγήκαν λέξεις. «Και πότε σκόπευες να μου το πεις;» Απαίτησε να μάθει. Το χέρι του έσφιξε επικίνδυνα πολύ ένα γυάλινο ποτήρι που νωρίτερα βρισκόταν στο τραπέζι.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο.».
«Γιατί Άισλιν, μπορεί ανά πάσα στιγμή κάποια από αυτές τις δύο να πάρει τη θέση σου». Οι τρίχες της σηκώθηκαν όσο εκείνος της μιλούσε.


Ράνια Ταλαδιανού