Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 13)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ. Ήταν τέσσερις ήσυχες, σιωπηλές μέρες. Η Άισλιν είχε παραμείνει κουλουριασμένη στο μικρό της υπνοδωμάτιο. Δεν είχε δεχτεί να φάει, ή να εγκαταλείψει εκείνο τον χώρο. Ο Κίλιαν είχε προσπαθήσει να την πλησιάσει. Μα είχε καταλάβει πως ήταν μάταιο. Αν εκείνη ήθελε να είναι φυλακισμένη, τότε ο άντρας δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Και όσο η σιωπή απλωνόταν μέσα στο μεγάλο σπίτι, τόσο οι φωνές θέριευαν στο κεφάλι της Άισλιν. Είχε μάθει αρκετά από τον Κίλιαν, και τώρα μπορούσε να μπει μέσα στο μυαλό της και να μιλήσει με εκείνες. Αρχικά, μιλούσε με εκείνη την δυναμική Άισλιν που είχε γνωρίσει. Τις δυο τελευταίες μέρες όμως, είχε γνωρίσει εκείνη την υστερική φωνή.

«Τι θέλεις;» Είχε ρωτήσει την κοπέλα της οποίας τα μάτια κοίταζαν σαν ένα αρπακτικό που εξετάζει την λεία του.
«Δύναμη!» Είχε ουρλιάξει και είχε ξεσπάσει σε γέλια.
«Μα γιατί; Τι θα πετύχεις με αυτό;»
«Δεν θυμάσαι; Άισλιν. Άισλιν! Το πρόσωπό της είχε αλλάξει έκφραση και τα βροντερά της γέλια είχαν μετατραπεί σε δυνατά αναφιλητά. Πέθανε, πέθανε, πέθανε...» Είχε κλαψουρίσει. «Κι εμείς γίναμε δυνατές!» Τα μάτια της είχαν καρφώσει την Άισλιν παγιδεύοντάς την μέσα στην τρέλα.
    Εκείνη βέβαια δεν είχε μείνει για πολύ κοντά στην αλλοπρόσαλλη εκδοχή του εαυτού της. Είχε απομονωθεί, σε ένα μέρος του μυαλού της που ήταν μόνη. Βρισκόταν στο κελί της. Οι σκέψεις της περιπλέκονταν μεταξύ τους και την μπέρδευαν. Τώρα πια ήξερε πως μέσα της υπήρχαν θραύσματα του παρελθόντος της. Η αλήθεια ήταν πως δεν τα ήθελε. Δεν ήθελε ούτε τη μαγεία, ούτε τις αναμνήσεις της. Δεν ήθελε να μοιάσει με εκείνη την τρομακτική κοπέλα που αποζητούσε δύναμη και χαιρόταν με τον θάνατο κάποιου. Αυτό ήταν άρρωστο. Όσο θυμόταν το παρελθόν της, τόσο πιο κοντά σε εκείνη θα βρισκόταν. Ακόμη και μέσα στο μυαλό της τρεμούλιαζε τρομαγμένη με αυτή τη σκέψη. Φοβάμαι το σκοτάδι μέσα μου.. Μονολόγησε μέσα στην ησυχία της φυλακής. Και τα πράγματα που είναι ικανό να κάνει. Κατέληξε. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να νικήσει την εσωτερική της μάχη. Έπρεπε να παλέψει. Αλλά για να παλέψει έπρεπε να ζήσει. Όσο παρέμενε το φυλακισμένο κορίτσι, δεν ήταν τίποτε παρά η λεία της τρέλας της.
   Συγκεντρώθηκε και έψαξε για εκείνον. Τον σκεφτόταν έντονα, μα έπεφτε στο κενό. Έμοιαζε σαν να μη βρισκόταν εκεί. Ήταν έτοιμη να σταματήσει να προσπαθεί να τον φτάσει, όταν μέσα στο σκοτάδι είδε ένα μικρό φως. Ξεκίνησε να το ακολουθεί. Τα πέλματά της πλατσούριζαν σε κάποιο υγρό που δεν μπορούσε να δει. Σκέφτηκε πως μάλλον λάσπη ήταν, αφού κόλλαγε ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. Αναρωτήθηκε αν το κολλώδες υγρό φανέρωνε κάτι για τον εσωτερικό κόσμο του Κίλιαν, ή αν ήταν απλά η άμυνά του.
    Ήταν πνιγμένη μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Συνέχισε να προχωρά καθώς τα πέλματά της πάλευαν να ξεφύγουν από το ρευστό που κολλούσε πάνω τους. Όσο προχωρούσε, τόσο ελάττωνε την απόστασή της από τη φωτεινή πηγή. Πέρασε ώρα, όμως τελικά έφτασε εκεί. Το φως έγινε μεγαλύτερο και αποκάλυψε ένα ξύλινο γραφείο. Πίσω από αυτό καθόταν εκείνος. Η ματιά του ατένισε τον χώρο και μόλις συναντήθηκε με τη δική της πάγωσε.
«Τι κάνεις εδώ;» Ρώτησε με την ίδια τραχιά φωνή που της μιλούσε τις τελευταίες μέρες.
«Κίλιαν…»Ψιθύρισε εκείνη. Όλη της η δύναμη έμοιαζε να λιώνει τώρα που είχε φτάσει σε εκείνον. Θέλω να ζήσω. Είπε πνιχτά και τα μάτια της βούρκωσαν παρά τη θέλησή της. Ο άντρας την παρατήρησε για λίγο. Αναστέναξε και έφερε το χέρι του στο πιγούνι του σκεπτικά.
«Άισλιν για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να σε βοηθήσω…» Ξεκίνησε να λέει.
«Δεν θέλω τη βοήθειά σου Κίλιαν. Το πρόβλημα είμαι εγώ δεν βλέπεις; Δεν μπορείς να με βοηθήσεις να σκοτώσω ένα κομμάτι μου.» Η ένταση που αισθανόταν τις περασμένες τέσσερις μέρες ξεκινούσε να ξεγλιστρά από μέσα της.
Αν όμως..
«Αν, αν, αν.» Είπε εκείνη υστερικά. Μόλις συνειδητοποίησε πώς είχε ακουστεί σιώπησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέκτησε τη ψυχραιμία της. «Δεν θα είμαι τρομαγμένη για πάντα» είπε με ήπια φωνή. Μπορώ να κυριαρχήσω μέσα μου, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου.
«Τι θέλεις από εμένα;» Την ρώτησε ο Κίλιαν και τα μάτια του κοίταξαν κουρασμένα μέσα στα δικά της. Η κοπέλα συγκράτησε κάθε αυθόρμητη σκέψη της και συγκεντρώθηκε.
«Θέλω να περάσεις χρόνο μαζί μου» σκέφτηκε συγκρατημένα.
«Να γίνω η άγκυρά σου» είπε ήσυχα ο άντρας. Εκείνη ένευσε και ένιωσε όλο της το πρόσωπο να ζεσταίνεται επικίνδυνα. «Εντάξει» μονολόγησε χωρίς να την κοιτάζει. Δίχως προειδοποίηση βρέθηκε πίσω της. Χάιδεψε το χέρι της και πλησίασε τα χείλη του στο αυτί της. «Άνοιξε τα μάτια σου» της ψιθύρισε.
«Ορίστε;»
«Άνοιξέ τα» είπε εκείνος με ένα χαμόγελο.
    Το γραφείο και ο Κίλιαν ξεθώριασαν από το μυαλό της Άισλιν και βρέθηκε μόνη μέσα στο σκοτάδι. Ακόμη πλατσούριζε σε κάποιο υγρό που δεν ήξερε τι ήταν. Αποφάσισε πως η περιέργειά της ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να ασκήσει μαγεία. Έσκυψε και με τη δύναμη του μυαλού της φώτισε αμυδρά το υγρό. Μόλις είδε τι ήταν τινάχτηκε και ολόκληρο το σώμα της τραντάχτηκε. Το χρώμα του ήταν βαθύ κόκκινο. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, παρά αίμα. Η καρδιά της ξεκίνησε να σφυροκοπά μέσα της μανιασμένα. Τώρα που ήξερε τι ήταν μπορούσε να μυρίσει τη μεταλλική δυσωδία του. Αναρρίγησε από την αποκρουστική οσμή και ένα αίσθημα πνιγμού τη κατέλαβε. Ασφυκτιούσε. Δεν ήθελε να εισπνεύσει αέρα. Το ίδιο της το σώμα δεν της το επέτρεπε.
    Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε αναστατωμένα γύρω της. Πήρε μερικές ανάσες λαίμαργα, αφού ο αέρας δεν μύριζε αίμα πια. Βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι και το πάτωμα ήταν καλυμμένο από ένα γαλάζιο περίτεχνο χαλί. Δεν υπήρχαν αίματα. Μέσα στον πανικό της δεν πρόσεξε καν πως ο Κίλιαν βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί της. Και πως δεν ήταν πια ξαπλωμένη στο μικρό ξύλινο δωμάτιο, αλλά σε ένα μεγάλο και πολυτελές υπνοδωμάτιο.
    Ένας ασημένιος πολυέλεος αιωρούταν στο κέντρο του δωματίου. Το κρεβάτι της ήταν τεράστιο και από τις τέσσερις γωνίες του υψώνονταν μεταλλικοί στύλοι. Πάνω σε αυτούς έπεφτε ένα έντονο γαλάζιο ύφασμα σαν τούλι που τύλιγε το κρεβάτι. Ήταν όμορφο αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Προκαλούσε στην Άισλιν ένα αίσθημα προστασίας και γαλήνης. Τα μάτια της κοπέλας έλαμπαν έκπληκτα. Είχε ήδη ξεχάσει τα αίματα που περιτριγύριζαν το μυαλό του Κίλιαν. Τα μάτια της ταξίδεψαν σε κάθε μικρή λεπτομέρεια του δωματίου. Πρόσεξε τα γυάλινα έπιπλα και τα κρυστάλλινα κηροπήγια. Οι τοίχοι, αν και λιτοί, είχαν μια απαλή γκρίζα απόχρωση. Όλα μέσα στο δωμάτιο ήταν ονειρικά.
    Στα χείλη της κοπέλας ζωγραφίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. Τα μάτια της αναζήτησαν εκείνα του άντρα, ο οποίος την κοίταζε ήδη. Είχε καθίσει μακριά της. Το σώμα του ήταν γερμένο πάνω στο δοκάρι της ανοιχτής πόρτας. Ο γιακάς του δερμάτινου σακακιού του επέμενε να είναι ανεβασμένος. Τα γένια του ήταν για άλλη μια φορά προσεκτικά κουρεμένα και πυκνά. Τα πράσινα μάτια του βρίσκονταν στυλωμένα πάνω στο πρόσωπο της κοπέλας και την παρατηρούσαν. Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο που ανάγκασε την Άισλιν να σκύψει το κεφάλι της. Αλλά ήξερε πως είχε ήδη προδοθεί. Τα μάτια της είχαν περιπλανηθεί επάνω του για ώρα, πριν συνειδητοποιήσει πόσο εκτεθειμένη ήταν. Ντροπαλά, στάθηκε όρθια και περπάτησε ξυπόλυτη κατά μήκος του δωματίου.
«Σου αρέσει περισσότερο εδώ;» Όσο ο Κίλιαν μιλούσε η Άισλιν τον πλησίαζε.
«Ναι αλλά τι είναι αυτό το μέρος;» Αναρωτήθηκε και κοίταξε επίμονα τον πολυέλαιο. Ο άντρας χαμογέλασε κοιτάζοντας το γαλάζιο χαλί.
«Ήταν το υπνοδωμάτιό μου, και τώρα είναι δικό σου». Απάντησε καθώς γυρνούσε την πλάτη του, απομακρυνόμενος από το δωμάτιο. Η Άισλιν στραβοκατάπιε και βιάστηκε να τον πλησιάσει. Άγγιξε τον ώμο του και το σώμα του πάγωσε.
«Περίμενε. Αν αυτό είναι το υπνοδωμάτιό σου, εσύ που θα κοιμάσαι;» Ο άντρας αναστέναξε και συνέχισε να προχωρά. Η κοπέλα τον ακολούθησε και βρήκε τον εαυτό της να στέκεται δίπλα στο γραφείο του μυαλού το Κίλιαν. Όλα τα έπιπλα ήταν ξύλινα.
«Ακριβώς εδώ». Της είπε αδιάφορα και προχώρησε κι άλλο. Διέσχισε μια δίφυλλη πόρτα και εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο. Εκείνη κοίταξε μπερδεμένα τον δερμάτινο καναπέ που είχε μελί χρώμα και αναρωτήθηκε γιατί. Γιατί έκανε κάτι τέτοιο για κείνη ο Κίλιαν;

Ράνια Ταλαδιανού