Το εργαστήριο, ήταν μάλλον ακατάστατο, (όπως και υπόλοιπα
δωμάτια). Ο ένας τοίχος, ήταν από πάνω μέχρι κάτω, μία βιβλιοθήκη κατάμεστη από
βιβλία. Δίπλα, υπήρχε ένας ξύλινος πάγκος εργασίας, και από πάνω,
προσαρμοσμένος στον τοίχο, ένας πίνακας με εργαλεία. Πάνω στον πάγκο, υπήρχαν
σκόρπια εργαλεία, μία μέγγενη και ένας παλμογράφος, και ακριβώς απέναντι, ένα
γραφείο γεμάτο με βιβλία και σημειώσεις, πλάι σ’ ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι,
υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, με διάφορα τερματικά, και μία συσκευή
τηλεφώνου με φαξ.
Ο Ανδρέας, έβγαλε από την τσέπη του ένα πακετάκι, το
ξεδίπλωσε, και έβγαλε από μέσα μερικά ολοκληρωμένα κυκλώματα. Κατευθύνθηκε στο
κέντρο τού δωματίου, όπου υπήρχε μία αντιαισθητική κατασκευή, πάνω σ’ ένα παλιό
τραπέζι τού πινγκ - πονγκ. Χονδρά καλώδια χυμένα στο πάτωμα, συνέδεαν τον
μηχανισμό με τον υπολογιστή. Άλλα καλώδια, περνούσαν από μια τρύπα στον τοίχο,
και κατέληγαν έξω από το σπίτι, σ’ ένα γκρεμισμένο υπόστεγο, όπου κάποτε ο Άρης
έβαζε το αυτοκίνητό του. Τώρα, ήταν στρωμένο με κάποιο μαύρο υλικό, απλωμένο
στο πάτωμα, που πάνω είχε ένα γυάλινο κάλυμμα, ενωμένο σε διάφορα σημεία με
ακροδέκτες, που κατέληγαν σε μια μικρή συσκευή· αυτήν που ήταν ενωμένη με τα
χονδρά καλώδια.
Ο Ανδρέας, ζέστανε ένα κολλητήρι, και με γρήγορες κινήσεις
συνέδεε τα ολοκληρωμένα κυκλώματα στην συσκευή, ενώ ο Άρης πληκτρολογούσε κάτι
στον υπολογιστή. Ύστερα, σήκωσε το τηλέφωνο, και αφού σχημάτισε έναν αριθμό,
παρήγγειλε δύο πίτσες και δύο σαλάτες, και συνέχισε να πληκτρολογεί. Σε μισή
ώρα είχαν τελειώσει.
«Και τώρα η μεγάλη
στιγμή!» φώναξε ο Άρης.
Ο Ανδρέας έκανε το σταυρό του, με τα μάτια καρφωμένα στο
μηχάνημα. Ο Άρης, άνοιξε έναν διακόπτη, και ρύθμισε κάποια κουμπιά.
Έμειναν έτσι ακίνητοι να κοιτούν το μηχάνημα για λίγα λεπτά.
Ένοιωθαν να τους ενοχλεί ακόμα και ο ήχος τής ανάσας τους.
Ένα κουδούνισμα τους έκανε να τιναχτούν τρομαγμένοι.
Εκνευρισμένος ο Άρης, κινήθηκε προς την πόρτα, όπου περίμενε ο διανομέας τής
πίτσας. Τον χαιρέτισε ευγενικά, χωρίς να αφήσει να φανεί ο εκνευρισμός του, και
αφού τον πλήρωσε, άφησε τα πράγματα στην κουζίνα, και έτρεξε βιαστικά στο
εργαστήριο, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο Ανδρέας, κοιτούσε ακόμα την ευθεία
γραμμή τής οθόνης απογοητευμένος.
«Μη στεναχωριέσαι!» φώναξε ο Άρης. «...Δεν είναι απαραίτητο
όλα τα ταχυόνια τού σύμπαντος να περάσουν τώρα από το γκαράζ μου!»
«Πάμε να φάμε, και θα δούμε!» είπε με κάποια απογοήτευση ο
Ανδρέας.
Πήγαν στην κουζίνα, αφήνοντας την συσκευή σε λειτουργία.
Άνοιξαν τα πακεταρισμένα φαγητά, και άρχισαν να τρώνε αμίλητοι, βυθισμένοι σε
σκέψεις...
Ο Άρης, ήδη μασούσε το τελευταίο κομμάτι πίτσας, όταν
ακούστηκε ένας ήχος από τη συσκευή.
Και οι δύο πετάχτηκαν, τρέχοντας προς το εργαστήριο, ενώ ο
Άρης ένοιωσε την πίτσα να σφηνώνεται στον λαιμό του.
Κοίταξε βήχοντας την οθόνη τού υπολογιστή. Στο πάνω δεξί μέρος,
υπήρχε η ένδειξη: «1» Στο κάτω μέρος, υπήρχαν πληροφορίες για την πιθανή
ταχύτητα πρόσκρουσης τού σωματιδίου: 500.000 km/Sec.
«Τα καταφέραμε!» φώναξε ο Ανδρέας, ενώ ο Άρης, αγωνιζόταν να
μιλήσει, συνεχίζοντας να βήχει.
«Μη βιάζεσαι!» κατάφερε να πει. «...Πρέπει να σιγουρευτούμε
πως δεν έχουμε κάνει λάθος»
Κοίταξαν για λίγο το μηχάνημα, και ο Άρης κατευθύνθηκε στην
κουζίνα για να καταπνίξει το βήχα του μ’ ένα ποτήρι μπύρα. Ο Ανδρέας τον
ακολούθησε, αλλά πριν βγει από το εργαστήριο, ο ήχος τού υπολογιστή τον
σταμάτησε και πάλι. Έτρεξε στην οθόνη, όπου η ένδειξη έγραφε: «2» και στο κάτω
μέρος, υπήρχε και πάλι η υπολογιζόμενη ταχύτητα τού σωματιδίου: 500.000 km/sec.
Στο μεταξύ, έφθασε και ο Άρης, και κοίταξε στεναχωρημένος
την οθόνη.«Κάπου κάναμε λάθος!» είπε. «...Δεν είναι πιθανό να έχουμε και στα
δύο σωματίδια την ίδια ταχύτητα! Η ταχύτητα είναι κατά προσέγγισιν, αλλά κάτι
δεν πάει καλά εδώ!»
Δεν είχε τελειώσει ακόμα την φράση του, όταν και τρίτο
σωματίδιο έκανε την γραμμή τής οθόνης να καμφθεί. Και ξαφνικά, ένας καταιγισμός
σωματιδίων έκανε τον υπολογιστή να ηχεί ρυθμικά. Η ένδειξη τού αριθμού τών
σωματιδίων στο πάνω μέρος τής οθόνης, συνεχώς αύξανε. Στο κάτω μέρος τής οθόνης
όμως, υπήρχε σταθερά η ταχύτητα: 500.000 km/sec.
Ο Άρης, κοιτούσε σκεφτικός, ενώ ο Ανδρέας, είχε πάψει να
κοιτάζει στην οθόνη, και άκουγε τους ήχους τού υπολογιστή, κοιτάζοντας το
πάτωμα.
Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τον Άρη, και του
είπε χαμογελώντας πικρά:
«Φοβάμαι, πως αντί για ανιχνευτή ταχυονίων, φτιάξαμε
τηλέγραφο! Ξέρεις τι είναι οι ήχοι που ακούγονται στον υπολογιστή από την
πρόσκρουση;» και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση: «...Είναι σήματα Μορς!»
«Τι; και τι λέει; Ξέρεις να τα διαβάζεις;» ρώτησε έκπληκτος
ο Άρης.
Ο Ανδρέας, πήρε ένα χαρτί, και άρχισε να σημειώνει τα
γράμματα ένα - ένα. Ο Άρης, κοιτούσε μια τον Ανδρέα, και μια την ένδειξη στο
κάτω μέρος τής οθόνης.
«Βέβαια!» είπε σε λίγο ο Ανδρέας. «...Είναι σήματα Μορς, και
επαναλαμβάνουν συνεχώς: Αρχή μηνύματος».
«Την πατήσαμε!» είπε ο Άρης. «...Τι σχέση έχουν τα ταχυόνια
με τον τηλέγραφο; Δεν μπορώ να καταλάβω τo λάθος...»
«Περίμενε!» τον διέκοψε ο Ανδρέας. «...Λέει και κάτι άλλο,
που δεν σου είπα, επειδή θέλησα να σιγουρευτώ. Λέει: Αρχή μηνύματος ταχυονίων!»
«Δηλαδή; πιάσαμε μήνυμα από το μέλλον; Μα βέβαια! γι’ αυτό
έχουν όλα την ίδια ταχύτητα! εκπέμπονται από τον ίδιο πομπό ταχυονίων! Γράφε!
Μη χάσεις λέξη!»
«Μη βιάζεσαι! λέει συνέχεια τα ίδια» είπε ο Ανδρέας.
«Μα δεν καταλαβαίνω κάτι ακόμα!» είπε ο Άρης σουφρώνοντας τα
φρύδια του. «...Σε κάποια μελλοντική εποχή που μπορούν και φτιάχνουν ταχυόνια,
είναι δυνατόν να χρησιμοποιούν σήματα Μορς; Κάτι δεν πάει καλά. Ρε συ! μήπως με
δουλεύεις;»
«Όχι, όχι!» είπε γελώντας ο Ανδρέας. «...Φίλε, κάναμε την
μεγαλύτερη ανακάλυψη τής ιστορίας! Σκέψου πόσα θα μάθουμε παρακολουθώντας τα
σήματα!
«Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο αποστολέας, και σε ποιον στέλνει
τέτοιου είδους μήνυμα, και κυρίως σε ποιά εποχή;» μονολόγησε ο Άρης περνώντας
τα δάχτυλά του μέσα από τα αραιά του μαλλιά. Την στιγμή εκείνη, κοιτάχτηκαν με
νόημα. Τα λόγια τού Άρη, οδήγησαν και τους δύο στην ίδια σκέψη. Ο Ανδρέας,
ανέλαβε να την διατυπώσει με λόγια:
«Έχουμε και λέμε: Εάν κάναμε ιστορική ανακάλυψη, γράψαμε
ιστορία. Οι μελλοντικές γενιές αυτό θα το γνωρίζουν. Θα γνωρίζουν και ποιοί
είμαστε, και πού είμαστε, και πότε. Ακόμα θα γνωρίζουν πως εγώ κατάλαβα τα
σήματα Μορς. Μας μιλούν λοιπόν στη γλώσσα που καταλαβαίνουμε. Οι αποδέκτες τού
μηνύματος, είμαστε εμείς!»