ΜΟΡΤΕΣΤΕΪΝ
Ο ΕΣΤΕΦΑΝ ΤΡΥΠΩΣΕ
ΕΥΔΙΑΘΕΤΑ σε ένα στενό. Η Μία δεν μπορούσε να πάψει να ανησυχεί πως ο άντρας
ήθελε να την παρασύρει σε κάποια παγίδα με σκοπό να την απαγάγει ξανά. Κοίταξε
την πλάτη του αισθανόμενη λίγο φόβο. Είχε σταματήσει να συμβαδίζει μαζί του, την
ίδια στιγμή που είχε ριζώσει μέσα της εκείνος ο φόβος. Απορούσε πώς μπορούσε ο
Κλέιν να την αφήσει μόνη με αυτόν τον άντρα και να εξαφανιστεί. Βλασφήμησε από
μέσα της και ετοιμάστηκε να ανακοινώσει στον Εστέφαν πως θα πήγαινε κάπου
αλλού. Την ίδια στιγμή όμως, ο άντρας άνοιξε μια βαριά ξύλινη πόρτα λίγα μέτρα
μπροστά της. Η καρδιά της έμεινε ασάλευτη για λίγες στιγμές. Άργησα πολύ;
Αναρωτήθηκε αναστατωμένη. Ένα αντρικό σώμα πετάχτηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα
με μεγάλη ταχύτητα και πέρασε ξυστά δίπλα από τον Εστέφαν. Ο άντρας σωριάστηκε
στον τοίχο του απέναντι κτηρίου. Ήταν λιπόθυμος και είχε αρκετούς μώλωπες στο
πρόσωπό του.
«Και μην ξανάρθεις!» Ούρλιαξε κάποιος με μπάσα φωνή από το
εσωτερικό του μαγαζιού.
Η Μία κοίταξε
διστακτικά το όνομα που ήταν χαραγμένο στην ετοιμόρροπη ξύλινη πινακίδα. Το
μαγαζί ονομαζόταν «Τα Βαρελάκια». Ο φόβος που είχε σχετικά με μια δεύτερη
απαγωγή εξατμίστηκε από μέσα της και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, κοιτάζοντας ακόμη
το όνομα του μαγαζιού που λάτρευε τόσο ο Εστέφαν. Εκείνος την κοίταξε
ενοχλημένος και συνέχισε να κρατάει ανοιχτή την πόρτα του μαγαζιού. Ήθελε να
περάσει πρώτη εκείνη και μετά να την ακολουθήσει όμως η Μία δεν μπορούσε να
σταματήσει να γελάει.
«Ώστε αυτό είναι το ‘στέκι’ σου λοιπόν». Είπε με την φωνή
της να διακόπτεται συχνά από τα ίδια της τα γέλια. Ο Εστέφαν γέλασε νωχελικά
και την έπιασε από το μπράτσο. Την τράβηξε προς το μέρος του απαλά και όταν
ήταν αρκετά κοντά του τοποθέτησε το χέρι του πάνω στον ώμο της συνωμοτικά.
«Το καλύτερο κρασί που έχεις πιει». Της είπε φέρνοντας το
πρόσωπό του ελάχιστα εκατοστά μακριά από το δικό της.
Το γέλιο της Μία
έγινε πιο σιγανό και αχνό μέχρι που χάθηκε τελείως. Κοιτούσε τα μάτια του, που
τώρα ήταν κοντά στα δικά της. Μπορούσε να διακρίνει κάθε μικρή λεπτομέρεια του
προσώπου του. Πρόσεξε για πρώτη φορά την κυματιστή γκρι γραμμή που τύλιγε τις
κόρες του. Η ανάσα του έπεφτε φρέσκια, με την δική του ξεχωριστή μυρωδιά, στο
πρόσωπό της. Η κοπέλα χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι
συνέβαινε. Μόλις πρόσεξε πως ο Εστέφαν την κοιτούσε εξεταστικά στα μάτια ένιωσε
αμήχανα και απομακρύνθηκε απότομα από εκείνον. Τρύπωσε μέσα στο μαγαζί χωρίς
δεύτερη σκέψη, γεμάτη με απορία σχετικά με το κρασί του μαγαζιού. Ο Εστέφαν
άλλωστε, υποστήριζε πως ήταν αξιοπρόσεκτο.
«Για να δούμε αν είναι όντως τόσο καλό όσο λες». Του είπε
όσο εκείνος την ακολουθούσε.
Το μαγαζί ήταν
άξιο του ονόματός του τελικά, αφού αντί για τραπέζια είχε πολλά ξύλινα βαρέλια.
Γύρω από αυτά βρίσκονταν οι καρέκλες και πάνω τους ήταν τοποθετημένα τα ποτά
των αντρών που σύχναζαν εκεί. Ολόκληρο το μαγαζί ήταν καλυμμένο από ξύλινες
τάβλες. Από τους τοίχους του εξείχαν μερικά βαλσαμωμένα κεφάλια ζώων. Ένα από
αυτά ανήκε σε κάποιο πανέμορφο ελάφι με πλούσια κέρατα, ενώ ένα άλλο σε έναν
μεγάλο μαύρο ταύρο. Η κοπέλα μόρφασε αηδιασμένη με το αποκρουστικό θέαμα των
βαλσαμωμένων ζώων. Τα παγωμένα, άψυχα μάτια τους έμοιαζαν σαν να την κοιτάζουν
και αυτό έκανε τις τρίχες των χεριών της να σηκώνονται στον αέρα. Γύρω της δεν
υπήρχε καμία γυναίκα. Οι βροντερές αντρικές φωνές και τα γέλια τους έφταναν στα
αυτιά της Μία, και την έκαναν να νιώθει ξένη και μόνη ανάμεσά τους. Πίσω από
τον ξύλινο πάγκο του μπαρ βρισκόταν ένας εύσωμος και σοβαρός άντρας με μακριά
καστανή γενειάδα και μουστάκι. Τα μαλλιά του στην κορυφή του κεφαλιού του είχαν
αραιώσει αρκετά και το φως του δωματίου έκανε την φαλάκρα του να γυαλίζει. Ο
Εστέφαν την καθοδήγησε προς το μπαρ. Εκεί ήταν καθισμένος μόνο ένας τύπος με
μαύρα μακριά μαλλιά που έπεφταν στην πλάτη του σχηματίζοντας μια αλογοουρά. Ο
τρόπος με τον οποίο το φως έπεφτε πάνω στα χέρια του, πρόδιδε πως είχε
εξογκωμένους μύες. Κάθισαν ένα σκαμπό μακριά από τον μαυρομάλλη άντρα και ο
μπάρμαν άφησε μπροστά τους με κρότο δυο ξύλινα άδεια ποτήρια.
«Τι μπορώ να κάνω για σας;» Ρώτησε ο χοντρός άντρας με ένα
βαριεστημένο ύφος.
«Δύο ποτήρια κρασί των νυμφών». Η Μία δεν είχε ιδέα τι
ακριβώς ήταν το κρασί που είχε μόλις παραγγείλει ο Εστέφαν και έτσι παρέμεινε
σιωπηλή. Ο γεροδεμένος άντρας που καθόταν μισό μέτρο μακριά από την κοπέλα
γέλασε κοροϊδευτικά. Έκανε νόημα στον μπάρμαν και η Μία για πρώτη φορά πρόσεξε
πως το πρόσωπό του ήταν νεότερο από όσο περίμενε. Έμοιαζε να είναι κοντά στην
ηλικία της, παρά το υπερβολικά γεροδεμένο σώμα του.
«Πιάσε ένα κρασί των κενταύρων για την κοπέλα κερασμένο από
μένα. Αν είναι να πιει κάτι, ας είναι το καλύτερο». Είπε στον εύσωμο άντρα που
τον κοιτούσε πίσω από τον πάγκο. Με απίστευτη ταχύτητα το πρόσωπο του Εστέφαν
στράφηκε προς τον άντρα. Οι ματιές τους ενώθηκαν και ο Εστέφαν προσπέρασε την
Μία και κάθισε στο σκαμπό που την χώριζε από τον άντρα.
«Η κοπέλα συνοδεύεται». Είπε εξοργισμένος ο Εστέφαν.
Η Μία πάγωσε. Ήταν
σίγουρη πως ο Εστέφαν δεν θα μπορούσε να δείρει εκείνον τον άντρα. Για ποιον
λόγο τον προκαλούσε με αυτόν τον τρόπο; Ήταν σίγουρο πως ο μαυρομάλλης δεν θα
δίσταζε να γυρίσει την διαφωνία τους σε ξύλο, και πως αν συνέβαινε αυτό ο
Εστέφαν θα κατέληγε χτυπημένος. Παρόλα αυτά εκείνος προσπαθούσε να διεκδικήσει
την θέση του μπροστά της. Αυτό που έκανε δεν ήταν θαρραλέο, ήταν χαζό.
«Εστέφαν, είναι καλύτερα να φύγουμε». Είπε με σιγανή φωνή,
φοβούμενη πως θα τον τάραζε αν μιλούσε πιο δυνατά. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο
εξοργισμένο.
«Όχι Μία, βγες έξω για λίγα λεπτά. Εγώ έχω να ξεκαθαρίσω
κάποια πράγματα με αυτόν τον τύπο». Η Μία ήταν έτοιμη να τον τραβήξει για να φύγουν
όταν είδε τον μαυρομάλλη να σηκώνεται από το σκαμπό του και να ετοιμάζεται να
τον χτυπήσει. Δίχως δεύτερη σκέψη βιάστηκε να βγει έξω από το μαγαζί. Δεν
σκόπευε να μπλεχτεί μέσα στον καβγά και να καταλήξει τραυματισμένη.
Τα λεπτά περνούσαν
και διάφοροι τρομακτικοί ήχοι ξέφευγαν από το εσωτερικό του μαγαζιού. Μερικές
φορές ήταν ιαχές, άλλοτε ακουγόταν σαν να έπεφταν ή να έσπαγαν πράγματα. Η Μία
αισθανόταν πως το στομάχι της είχε μπλεχτεί κόμπος από το άγχος και βημάτιζε
πέρα δώθε μπροστά από το μαγαζί. Δεν μπορούσε να αντέξει την αναμονή. Μερικές
φορές σχεδόν ευχόταν να είχε παραμείνει μέσα στο μαγαζί ώστε να μπορεί να δει
τι συνέβαινε. Ο άντρας που είχε λιποθυμήσει έξω από το μαγαζί, όταν είχαν
φτάσει, είχε γίνει καπνός. Η κοπέλα δεν μπορούσε να μην απορήσει πόσο γρήγορα
ανέκτησε τις αισθήσεις του και εξαφανίστηκε.
Ένας δυνατός
θόρυβος από κάτι που έσπαγε την έκανε να παραμείνει ακίνητη και να κοιτάξει
επίμονα την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά η πόρτα άνοιξε και το σώμα του
Εστέφαν πετάχτηκε έξω. Αυτό συνέβη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε συμβεί
νωρίτερα με εκείνον τον λιπόθυμο άντρα. Το σώμα του χτύπησε με δύναμη στον
τοίχο του απέναντι κτηρίου και τραντάχτηκε. Η ξύλινη πόρτα του μαγαζιού έκλεισε
με βρόντο και η Μία έτρεξε κοντά στον Εστέφαν. Μόλις είδε πως δεν είχε κάποιο
σοβαρό τραύμα, παρά μόνο ένα μαυρισμένο μάτι και λίγα σπασμένα πλευρά γέλασε
κοροϊδευτικά μαζί του.
«Φαίνεται πως ξεκαθαρίσατε τα πράγματα». Του είπε
χαχανίζοντας. Η φωνή της έκρυβε λίγη ένταση. Είχε αγχωθεί πολύ και τώρα ένιωθε
ανακούφιση που δεν είχε καταλήξει χειρότερα, και την είχε γλιτώσει με μερικούς
μώλωπες και τα τραυματισμένα πλευρά. Μόλις σκέφτηκε τι είχε μόλις κάνει ο
Εστέφαν τον ταρακούνησε και το πρόσωπό του συσπάστηκε από τον πόνο. «Μα τι
είναι αυτά που κάνεις; Δεν είδες πόσο γυμνασμένος ήταν ο τύπος;» Απαίτησε να
μάθει νευριασμένη και ο Εστέφαν της χαμογέλασε υπεροπτικά. Έπιασε το χέρι της
και το έκλεισε μέσα στο δικό του.
«Μα θα τον είχα σαπίσει αν δεν τα είχε βάλει μαζί μου όλο το
μαγαζί». Της είπε επιβεβαιωτικά και προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Η Μία
αναστέναξε απηυδισμένη και επέλεξε να μην του απαντήσει τίποτα. Μετά από λίγες
σουβλιές πόνου που αποτυπώνονταν στο πρόσωπό του, ανέκτησε το ήρεμο και
ευχαριστημένο βλέμμα του.
«Έχω μια ιδέα που νομίζω πως θα σου αρέσει, για να σε κάνω
να ξεχάσεις το ατυχές συμβάν». Της είπε και την ίδια στιγμή της άστραψε ένα
χαμόγελο.
«Ακούω». Είπε διστακτικά η Μία, προετοιμασμένη για να
ακούσει κάτι τρελό ή κάτι χαζό. Ο Εστέφαν της έδειξε το τόξο που είχε πάντα
στην πλάτη μου.
«Πάμε για κυνήγι μαζί με τον Σάντεν». Είπε γεμάτος ενέργεια.
Η κοπέλα περιεργάστηκε το χτυπημένο σώμα του για λίγο.
«Θα το ήθελα πολύ, μπορείς όμως σε αυτή τη κατάσταση;» Ο
Εστέφαν γέλασε απαλά και κινήθηκε προς τον κεντρικό δρόμο.
«Ένας κυνηγός, μπορεί πάντα να κυνηγήσει». Της είπε
προβάλλοντας για άλλη μια φορά την αστείρευτη αυτοπεποίθησή του.
Περίπου δύο ώρες
αργότερα η Μία, ο Εστέφαν και ο Σάντεν, κυνηγούσαν πουλιά. Ο Σάντεν
ανταγωνιζόταν το τραυματισμένο αγόρι και την Μία οι οποίοι είχαν σχηματίσει μια
ομάδα. Ύστερα από μιάμιση ώρα κυνηγιού, ο Σάντεν είχε δημιουργήσει ένα μικρό
βουνό από κομματιασμένα σώματα πτηνών. Ο διαγωνισμός τους είχε γίνει επώδυνος
για την περιοχή, της οποίας η πανίδα είχε μειωθεί σημαντικά. Από την άλλη
πλευρά η Μία και ο Εστέφαν είχαν μόλις πέντε πουλιά κρεμασμένα στην ζώνη του
άντρα. Ο κύριος λόγος που αποτύγχαναν σε τόσο μεγάλο βαθμό ήταν το γεγονός πως
συνεχώς τσακώνονταν και τάραζαν τα πουλιά.
Ράνια Ταλαδιανού