Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 2- Μέρος 2ο) - Έχε τους φίλους κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά

Ο Γαβριήλ περπατούσε νευρικά, σε μία αίθουσα ολόλευκη και κενή από έπιπλα. Οι τοιχογραφίες γύρω του, απεικόνιζαν ολόλαμπρους αγγέλους, όμορφους και αέρινους. Ήξερε πως ο σκοτεινός αδερφός του, ήταν κάποτε ανάμεσα στους ομορφότερους αγγέλους της θεϊκής δημιουργίας.
«Πάλι τον σκέφτεσαι;» άκουσε τη φωνή του Μιχαήλ.
«Φοβάμαι πως το σχέδιό μας, δεν θα λειτουργήσει αδερφέ» του απάντησε ο Γαβριήλ.
«Το μόνο πράγμα που θα πρέπει πραγματικά να φοβάσαι, είναι ο ξεσηκωμός της Κόλασης και οι διαθέσεις του σκοτεινού αγγέλου, του Ασμοδαίου. Οι Δυνάμεις που φυλάνε τα σύνορα μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, με ειδοποίησαν για περίεργες κινήσεις. Είναι πραγματικά πολύ επικίνδυνος, ωστόσο μην ανησυχείς, ο Πατέρας ξέρει τι κάνει και ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος» του απάντησε ο Μιχαήλ.
«Πιστεύεις πως ο αδερφός μας, θα αλλάξει;» ρώτησε ξανά ο Γαβριήλ.
«Ένα δημιούργημα, του οποίου ο Δημιουργός είναι η πηγή του φωτός και της αγάπης, νομίζω πως έχει πολλές ελπίδες. Ήταν κάποτε ο αγαπημένος υιός του Πατέρα μας. Δεν μπορεί, κάποιο ψήγμα έστω καλοσύνης, θα έχει μείνει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Έχε πίστη και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν» χαμογέλασε ο Αρχάγγελος και έφυγε αφήνοντας τον Γαβριήλ μονάχο του, με τις σκέψεις του.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Η ώρα ήταν περασμένη και στο γραφείο είχαμε μείνει μονάχα εγώ και η κουρασμένη βοηθός μου. Ο διευθυντής είχε φύγει εδώ και πέντε λεπτά, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα θριάμβου, στην θέση της λεκτικής επιβράβευσης για την εργατικότητά μου. Η αλήθεια, την πραγματική δουλειά την είχα τελειώσει εδώ και τέσσερις ώρες, καθώς στο κεφάλι μου οι υπολογισμοί γίνονταν σχεδόν αυτόματα. Φυσικά είχα συγκεντρώσει έναν σεβαστό όγκο εργασίας, για να τον παραδώσω στην πολυαγαπημένη μου βοηθό, η οποία φαινόταν κυριολεκτικά πελαγωμένη. Αυτό ήταν υπέρ μου φυσικά, γιατί έπρεπε να φύγω άμεσα, καθώς η αναζήτηση προσωρινής κατοικίας, ήταν ένα ακόμη φλέγον ζήτημα το οποίο έπρεπε να λύσω άμεσα.
«Καλό σας βράδυ δεσποινίς» πρόφερα κοφτά και την είδα να με κοιτάζει, μέσα στην παραζάλη του φόρτου εργασίας της.
«Κύριε Χελ, εννοώ Λύαμ, τι θα κάνετε μετά;» με ρώτησε και ομολογουμένως ξαφνιάστηκα.
Δεν είχα συνηθίσει να περνώ χρόνο με κανέναν, παρά μονάχα με τις ψυχές των κολασμένων, τις οποίες έπρεπε να βασανίσω για κάμποση ώρα.
«Λυπάμαι δεσποινίς, μα έχω μία πολύ σημαντική δουλειά να κάνω που δεν χωρά αναβολή» απάντησα για ακόμη μία φορά ψυχρά. «Μα γιατί ήμουν τόσο ψυχρός; Συνήθως στην προσποίηση δεν αποτύγχανα ποτέ» σκέφτηκα.
«Κανένα πρόβλημα κύριε, συγγνώμη Λύαμ. Μην με παρεξηγείτε πάντως, η ερώτησή μου ήταν εντελώς τυπική. Αλήθεια, είμαι και εγώ αρκετά κουρασμένη. Θα σας δω αύριο λοιπόν» μου είπε πρόσχαρα και με τις ανάλαφρες, χάλκινες μπούκλες της να χοροπηδούν σε κάθε της βήμα, μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και αποχώρησε.
Βρέθηκα να κάθομαι μονάχος μου σε ένα σχεδόν σκοτεινό γραφείο. Διόλου παράξενη η αίσθηση για εμένα, καθώς εδώ και δισεκατομμύρια αιώνες, η αίσθηση της μοναξιάς και του σκότους κυριαρχούσαν στην ψυχή μου, υπενθυμίζοντάς μου την Πτώση μου. Αυτή ήταν η Κόλαση για εμένα. Μοναξιά και σκοτάδι. Βγήκα στη λεωφόρο Λέξιγκτον, αναζητώντας στα τυφλά κατοικία. Η αλήθεια, κάποιος σαν εμένα απαγορευόταν να μένει σε ένα απλό διαμέρισμα. Έπρεπε να βρω έναν χώρο φωτεινό, με θέα το κέντρο του Μανχάταν. Προχώρησα λίγο, μέχρι το σχετικά μικρό Bryant Park, το οποίο είχε μετατραπεί σε πίστα για πατινάζ. Χιλιάδες ντόπιοι επιδίδονταν, σε ένα κατά τα άλλα ανούσιο σπορ, φορώντας κακόγουστα, αγιοβασιλιάτικα σκουφάκια. Όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και προχωρώντας όσο πιο κοντά στην πίστα μπορούσα, ξεκίνησα να τους ρίχνω κάτω έναν έναν, με τη βοήθεια της σκοτεινής, τηλεπαθητικής μου κίνησης και κατόπιν να παρατηρώ το έκπληκτο βλέμμα τους, λίγο πριν την πτώση τους.
Οι γύρω μου, με κοιτούσαν περίεργα, εξαιτίας των ουλών του προσώπου μου και της γενικότερης, σκοτεινής μου αμφίεσης, με εξαίρεση φυσικά το κόκκινο κασκόλ μου. Αφού κουράστηκα να ρίχνω κάτω, σαν τους κώνους του μπόουλινγκ, τους υπερασπιστές της κακόγουστης εμφάνισης του Άγιου Βασίλη, συνέχισα την μοναχική μου πορεία, μέχρι που εντόπισα έναν τυχαίο περαστικό που είχε μόλις σχολάσει. Η αμφίεσή του, καθώς και το γεγονός πως έμπαινε στον κατάλληλο ουρανοξύστη, τον όριζε αυτομάτως ως τον μελλοντικό μου νοικάρη. Τον ακλούθησα αθόρυβα, κρύβοντας την όψη μου από τα ανθρώπινα μάτια. Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ, μονάχα που εκείνος δεν είχε ιδέα πως ήμουν και εγώ εκεί. Όταν φθάσαμε στην εξώπορτα, τον περίμενα να ξεκλειδώσει στωικά και να ανάψει τα φώτα. Το διαμέρισμά του ήταν διαμπερές και ιδιαιτέρως άνετο, με βασικό του χαρακτηριστικό, τη θέα σε όλο το Μανχάταν και στα χιλιάδες μικροσκοπικά φώτα των γραφείων, που φώτιζαν τους ουρανοξύστες της πόλης. Για λίγο κατάλαβα πως ακουγόμουν σαν μεσίτης, που διαφήμιζε το σπίτι, επομένως αποφάσισα να παίξω επιτέλους τον ρόλο του ενοικιαστή. Το θέαμα ωστόσο που θα αντίκριζε αυτός ο θνητός, θα του ήταν ιδιαιτέρως δυσάρεστο.
Καθώς κατευθυνόταν προς την μεριά της πολυτελούς, επίπεδης τηλεόρασής του, άρπαξε στα χέρια του το κοντρόλ και το πάτησε. Μονάχα, που αντί για την αγαπημένη του εκπομπή, εμφανίστηκα μπροστά του εγώ. Ο άντρας αναπήδησε βγάζοντας μία κραυγή.
«Καλησπέρα» πρόφερα χαμογελαστά, αλλά δεν φάνηκε να χαιρόταν.
Έπιασε βίαια στα χέρια του ένα μικρό φωτιστικό και το εκτόξευσε προς το μέρος μου. Αποτέλεσμα, το δύστυχο αντικείμενο με διαπέρασε και βρέθηκε αντιμέτωπο με τον τοίχο. «Εξαιτίας σου, θα χρειαστεί να καλέσω και συνεργείο για τυχόν επισκευές αν συνεχίσεις έτσι» του είπα αφήνοντας ένα προειδοποιητικό γρύλισμα.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις από εμένα;» ρώτησε τραυλίζοντας.
«Ω, συγχώρεσε με, δεν συστήθηκα. Είμαι ο Εωσφόρος και αυτό που θέλω από εσένα, είναι να ετοιμάσεις ήσυχα τα πραγματάκια σου και να μου αδειάσεις την γωνιά για όσο χρειαστεί. Σε αντάλλαγμα, θα σε αφήσω να ζήσεις» μούγκρισα, μα άξαφνα η ζέστη που προερχόταν από το πάτωμα και γαργαλούσε τις πατούσες μου, μου απέσπασε την προσοχή. Έβγαλα προσεκτικά τα σκαρπίνια μου και πάτησα στο πάτωμα. «Ενδοδαπέδια θέρμανση; Δηλώνω ενθουσιασμένος. Λοιπόν θνητέ, δέχεσαι την προσφορά μου;» ρώτησα ξανά, θεωρώντας την ανταλλαγή διαμερίσματος – ζωής, ιδιαιτέρως γενναιόδωρη.
Ο άντρας είχε μείνει να με κοιτάζει, με το στόμα μισάνοιχτο, οπότε και εγώ αποφάσισα να επισπεύσω την τελεσίδικη πρότασή μου. Η μορφή μου άρχισε να αλλάζει και δύο τεράστια, μαύρα φτερά απλώθηκαν. Το αποτέλεσμα ωστόσο, δεν με αποζημίωσε για αυτή μου την προσπάθεια, καθώς ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, βρέθηκε λιπόθυμος στο πάτωμα, αναγκάζοντάς με να τον κουβαλήσω και εκείνον και τις βαλίτσες του, μέχρι έξω. Φυσικά τα κοστούμια του τα κράτησα.
Γυρνώντας πίσω και τακτοποιώντας το μικρό χάος που επικρατούσε, αποφάσισα να ξαπλώσω στον καναπέ. Φυσικά, εξαιτίας της αθάνατης φύσης μου, δεν είχα ανάγκη από ύπνο, μολαταύτα προσπάθησα να σκοτώσω την ώρα μου με εκπομπές ερωτήσεων γνώσης, αλλά εγώ έβρισκα όλες τις απαντήσεις. Έτσι, έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να αποδιώξω κάθε σκοτεινή και πονηρή σκέψη που έτρεχε στα άδυτα του μυαλού μου και να νιώσω για λίγο όπως οι θνητοί. Το αποτέλεσμα; Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, διαπίστωσα πως από τις χοντρές κουρτίνες, έκαναν την εμφάνισή τους λεπτές, αχτίδες φωτός. Κοινώς, είχα αποκοιμηθεί.
Πετάχτηκα έντρομος, βρίζοντας και αφού ντύθηκα με την ταχύτητα του φωτός, κατευθύνθηκα αόρατα μέχρι την είσοδο της εταιρείας. Κάπου εκεί, πήγε να με πλημμυρίσει μία αισιοδοξία, πως μία νέα ημέρα ξεκινούσε, ωστόσο το ξαφνικό χριστουγεννιάτικο κλίμα του γραφείου, με χαστούκισε με ορμή. Τραγουδάκια εορταστικά, κακόγουστα σκουφάκια και λαμπάκια, τα οποία φυσικά άναβαν και τα δικά μου λαμπάκια παράλληλα, επικρατούσαν παντού ολόγυρά μου. Ήταν δέκα του Δεκέμβρη και το προσωπικό είχε καθυστερήσει κατά πως φάνηκε να στολίσει για φέτος. Τσάμπα θεωρούσα τον Μίλερ σοβαρό επιχειρηματία. Ξεφυσώντας με δυσφορία, κατευθύνθηκα στο δικό μου γραφείο για να έρθω αντιμέτωπος με ένα έγκλημα που είχε μόλις συντελεστεί. Η δεσποινίς Αντέϊρα, είχε τολμήσει να στολίσει στο γραφείο μου ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ροζ, επαναλαμβάνω, με ροζ λαμπιόνια. Κάτι μεταξύ Αγίου Βαλεντίνου και Χριστουγέννων. Άρα, διπλό το έγκλημα.
«Δεσποινίς, έχω την εντύπωση πως ξεχάσατε κατά λάθος το… δέντρο σας στο γραφείο μου» πρόφερα με δυσκολία και όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
«Καλημέρα σας κύριε Χελ, Λύαμ εννοούσα. Το δέντρο είναι δικό σας. Σας το χαρίζω» μου απάντησε και αφού με κοίταξε κάπως εξεταστικά, συνέχισε «κάποιος κοιμήθηκε πολύ καλά χθες».
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, τα μάτια μου γούρλωσαν. Τι μου συνέβαινε και τι εννοούσε πως είχα κοιμηθεί καλά; Πως το ήξερε; Φαινόταν; Είχα μήπως πρησμένα μάτια; Εγώ ο αθάνατος; «Ηρεμήστε κύριε Χελ. Ήταν απλά μία καλή κουβέντα, μέρες που έρχονται» απάντησε κάπως περίλυπα στις σιωπηλές μου γκριμάτσες. Αυτό με καθησύχασε προσωρινά, μα έπρεπε να βρω άμεσα έναν τρόπο να ξεφορτωθώ το δέντρο. Δίχως κόπο, το τοποθέτησα κάτω από το γραφείο, έτσι ώστε και να μην το βλέπω και να μου προσφέρει φως σε περίπτωση που μου έπεφτε κάποιο αντικείμενο.
«Δεν είστε και πολύ λάτρης των εορτών» ακούστηκε ξανά η φωνή της κοπέλας.
«Καθόλου θα έλεγα» απάντησα κοφτά.
«Σας έχει συμβεί κάτι τραυματικό;» συνέχισε αθώα.
Τώρα γιατί μου το έκανε αυτό; Τραυματικό; Καθόλου! Μονάχα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, εκδιώχτηκα από τον Παράδεισο και από έναν όμορφο και λαμπερό άγγελο, μετατράπηκα στο τέρας που κάθεται αυτή τη στιγμή απέναντί της. Μικροπράγματα δηλαδή, άνευ σημασίας
«Ας πούμε, τσακώθηκα άσχημα με κάποιον» πέταξα ξαφνικά και την είδα να σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος.
«Ε, αυτό λύνεται κύριε Λύαμ. Ζητήστε του συγγνώμη» μου απάντησε χαρωπά και τότε, ένα ελαφρύ, σχεδόν αόρατο μειδίαμα αυλάκωσε το πρόσωπό μου. Είχα μόλις χαμογελάσει; Η τουλάχιστον προσπαθήσει να χαμογελάσω; Ναι, καθώς αυτή η θνητή μου φαινόταν αστεία μέσα στην άγνοιά της.
«Δεν είναι όλα τόσο απλά» της αντιγύρισα.
«Εμείς τα κάνουμε δύσκολα κύριε» απάντησε και έφυγε για να ετοιμάσει αυτό το ανθρώπινο φαρμάκι, που ονομαζόταν καφές.
Η ημέρα κύλησε σχετικά ήσυχα, με εμένα να της δείχνω, όσο πιο απλοϊκά μπορούσα, τρόπους για να εξοικονομεί χρόνο στους υπολογισμούς της. Όταν όλα τα φώτα έσβησαν και εκείνη ετοιμάστηκε για να φύγει, αποφάσισα πως έπρεπε επειγόντως να την ακολουθήσω. Δίχως φυσικά να το γνωρίζει. Έπρεπε να μάθω όσα περισσότερα γινόταν, καθώς όπως λένε, έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά. Αν ήθελα λοιπόν να την κάνω να με αγαπήσει, έπρεπε να συλλέξω όσες περισσότερες πληροφορίες γινόταν. «Και να αλλάξεις συμπεριφορά. Για αρχή, πάρε το ροζουλί δέντρο και βάλτο, έστω και με κρύα καρδιά, πάνω στο γραφείο σου. Όχι μπροστά σου, στην άκρη» άκουσα μία φωνή να μου ψιθυρίζει.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη