Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 21)

Το επίμονο κουδούνι σήκωσε την Αμαλία κακήν κακώς από το κρεβάτι. Φόρεσε τη σατέν ρόμπα της και έσιαξε τα κάπως ανάκατα μαλλιά της. Δεν της άρεσε αυτό το κουδούνι, μάλλον κάτι κακό προμήνυε. Παρόλα αυτά ο νους της δεν πήγε σε κάτι πολύ ακραίο, πόσο μάλλον σε θανατικό. Οι δύο αστυνομικοί την κοιτούσαν μαγκωμένοι. Η σκέψη της έτρεξε αμέσως στον σύζυγό της. Το ενδεχόμενο να έχει συμβεί κάτι στα κορίτσια της δεν υπήρχε καν γι 'αυτήν. Στο άκουσμα του μαντάτου η Αμαλία λιποθύμησε. Ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πόσες φορές δεν είχε χαρακτηρίσει αυτές τις απότομες λιποθυμίες τεχνάσματα και θεατρινισμούς και να που τώρα θα άλλαζε μια για πάντα άποψη.
Η ταφή είχε αρχικά κανονιστεί να γίνει σε κλειστό κύκλο. Η έκταση που είχε πάρει όμως το όλο θέμα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οδήγησαν σε αναγκαστική αλλαγή.  Δημοσιογράφοι απ 'όλα τα κανάλια στριμώχνονταν σα σαρδέλες για μια καλή λήψη.
Φωτογράφοι είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους παντού με σκοπό να απαθανατίσουν αυθεντικό πόνο. H Αρετή αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που είχε γίνει. Ο Αλέξανδρος την κρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής αγκαλιά. Αυτή η τραγωδία τους είχε φέρει πάλι κοντά.
 Δύο μέρες μετά την άδικη αυτή απώλεια της Χριστίνας και η Αμαλία προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις της. H πρώτη κίνησή της ήταν να επικοινωνήσει με τον εραστή της. Έπρεπε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του παιδιού της. Ας την πλήρωναν κι αθώοι, λίγο την ενδιέφερε. Το ραντεβού είχε δοθεί στο σπίτι του.
Την υποδέχτηκε με ένα φιλί το οποίο δέχτηκε μάλλον απρόθυμα. Έδειχνε υπερβολικά τσακισμένη, ήταν σαν να είχε γεράσει απότομα.
«Βάλε μου κάτι να πιω» ήταν η πρώτη της κουβέντα.
Ο Γεράσιμος δεν της έφερε αντίρρηση. Της σέρβιρε και έμεινε καθισμένος και αμίλητος απέναντί της, στην πολυθρόνα. Εκείνη, νευρική, γυρόφερνε στο σαλόνι σαν αγρίμι κλεισμένο σε κλουβί.
«Ποια θα είναι η κίνηση μας;» τον ρώτησε ξερά χωρίς να τον κοιτά.
«Προτείνω να περιμένουμε» της απάντησε.
Τα μάτια τη πέταξαν σπίθες «Τι είναι αυτά που μου λες;» γρύλισε «Ξεχνάς τι έγινε; Πώς μου λες να περιμένω;»
«Ηρέμησε» της είπε και προσπάθησε να της πιάσει το χέρι.
Τον απέφυγε και του γύρισε την πλάτη. Έπιασε το κεφάλι της «Κάποιος πρέπει να πληρώσει για αυτό που έγινε. Ας γίνει εκείνη, ο μάρτυρας της σταυροφορίας μας εναντίον όλων αυτών που καπηλεύονται την πατρίδα μας!»
«Αμαλία...» ξεκίνησε να μιλήσει ο Γεράσιμος με ήπιους τόνους μα αυτό την εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο.
«Πως μπορείς;» του είπε κοιτώντας τον στα μάτια «Πολύ εύκολα ξεχνάς μου φαίνεται!»
«Ποτέ δε θα το ξεχάσω» είπε με συγκρατημένη αγανάκτηση «Στο κάτω – κάτω διάολε, παιδί μου ήταν!»
Η Αμαλία έκλεισε το στόμα της με την παλάμη της για πνίξει τον θρήνο της. Ο Γεράσιμος αναστέναξε «Αυτές οι μέρες είναι επικίνδυνες. Όλα τα φώτα θα είναι στραμμένα επάνω σου και αν γίνει κάτι…»
Το βλέμμα της χάθηκε στο κενό. Πήγε από πίσω της και την  αγκάλιασε, τη φίλησε τρυφερά στα μαλλιά «Σου υπόσχομαι ότι θα το πληρώσουν. Και η εκδίκησή μας θα είναι τρομερή».

Η Χαρά ξεφύλλιζε αδύναμα ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Πόσο διαφορετική έδειχνε τότε. Όλο ζωντάνια με κερασένια χείλη. Ενώ τώρα; Η ψυχολογία της είχε πέσει κατακόρυφα. Ο Αλέξανδρος φαινόταν πιο απόμακρος, σαν να είχε χάσει το ενδιαφέρον του γι' αυτήν. Όχι δεν τον κατηγορούσε. Εξάλλου ποιος φυσιολογικός άνδρας θα ήθελε κάτι σοβαρό με μια μελλοθάνατη;
Το τηλέφωνό της χτύπησε. Ήταν εκείνος.
«Πως είσαι;» τον ρώτησε.
«Κουρασμένος» της απάντησε και ο τόνος της φωνής του το έδειχνε καθαρά.
«Καταλαβαίνω» Έπιασε το κεφάλι της. Δεν το ήθελε αυτό τώρα.
«Θέλω να σε δω» της είπε ο Αλέξανδρος.
Η Χαρά ξαφνιάστηκε «Το βρίσκεις καλή ιδέα;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Κοίτα να δεις Αλέξανδρε. Η θέση σου αυτήν την ώρα είναι δίπλα στην Αρετή. Σε χρειάζεται» είπε ψέματα. Προσπαθούσε απλά να τον αποφύγει.
«Και εγώ σε χρειάζομαι».
«Μη το κάνεις πιο δύσκολο» επέμενε μετά βίας.
Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή.
«Τι εννοείς;» ρώτησε στο τέλος ο Αλέξανδρος.
Η Χαρά προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της «Δεν μπορώ» ψέλλισε.
«Να χαρείς» την ικέτεψε « Έγινε κάτι; Γιατί δε μου λες;»
Η Χαρά ξέσπασε σε κλάματα και σωριάστηκε στο πάτωμα με το ακουστικό στο χέρι.
«Φοβάμαι» ήταν η λέξη που ξεχώριζε ανάμεσα στα αναφιλητά της.
«Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί!»
Όταν έφτασε στο σπίτι της, τη βρήκε σε καλύτερη κατάσταση.
«Συγγνώμη για πριν» του είπε χωρίς να τον κοιτά ανοίγοντας την πόρτα «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε…»
Αντί να της απαντήσει, την άρπαξε και την αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Παραδόθηκε στα χέρια του, ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και ένιωσε μια θέρμη, μια σιγουριά. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά και αισθάνθηκε να συντονίζεται στον παλμό του.
Την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια. Δε χρειάστηκε να πει κουβέντα, όλες οι λέξεις, όλα τα αισθήματα, θαρρείς και ήταν χαραγμένα στο δάκρυ που κύλησε από τα μάτια της. Του χαμογέλασε.


Χριστίνα Καρρά
           Ηλίας Στεργίου