Όπως λένε και οι πολυαγαπημένοι μου θνητοί, «εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει». Κατά πως φάνηκε, εγώ πράγματι κοιμόμουν και κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς είχα αρχίσει να ξεσηκώνω περίεργες θνητές συνήθειες. Μετά από ένα συνεχές οκτάωρο εργασίας, ένιωθα τα βλέφαρά μου βαριά, ενώ ταυτόχρονα, είχα πλήρη άγνοια, πως κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης απουσίας μου από τα γνωστά, ζοφερά λημέρια, η Κόλαση κόχλαζε, ενώ στον Παράδεισο παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την κάθε μου μία κίνηση.
Εγώ από την άλλη, ζούσα μακάριος μέσα σε αυτή μου την άγνοια και είχα ξεπέσει στο σημείο να ακολουθώ μία θνητή στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Δίχως να το γνωρίζει, μπήκα μαζί της στο μετρό, χωρίς το ανθρώπινο σώμα μου και πραγματικά ένιωσα υπέροχα με την έξυπνη επιλογή μου, καθώς οι θνητοί στοιβάζονταν κατά δεκάδες μεσα σε αυτό το υπόγειο κουβούκλιο. Εκείνη, είχε στριμωχτεί σε μία άκρη, βαστώντας στα χέρια της ένα βιβλίο με τίτλο «η καρδιά του ανθρώπου». Από την περίληψη, κατάλαβα πως μιλούσε για την γνώση του καλού και του κακού, ενώ εμένα μου ξέφυγε ένας σιγανός συριγμός στη θέση του γέλιου. Τι τα χρειαζόταν τα βιβλία, όταν δίπλα της είχε το ίδιο το κακό και μπορούσε να μάθει γι’ αυτό από πρώτο χέρι; Όσο για το καλό, ας ρωτούσε τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Λίγο αργότερα, κατεβήκαμε στην στάση Brooklyn Bridge City Hall, και εκείνη βάλθηκε να περπατά κατά μήκος της γέφυρας, στην μεριά της διάβασης για τους πεζούς. Ο ήλιος μπροστά μας βούλιαζε στη θάλασσα, μα ο θόρυβος της μεγαλούπολης δεν έλεγε να σταματήσει.
Κοντοστάθηκα για λίγο δίπλα της, μα εκείνη αδυνατούσε να με δει ή να με νιώσει. Παρά το γεγονός πως εμείς οι Άγγελοι, ή οι Δαίμονες, δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε την ανθρώπινη σκέψη, εγώ ήμουν ικανός να νιώσω έναν έντονο προβληματισμό που πήγαζε από μέσα της. Μείναμε ακίνητοι για κάμποσα λεπτά και εγώ ήμουν έτοιμος να κλείσω για τα καλά τα βαριά μου βλέφαρα, μέχρι που εδέησε να κουνήσει τα ποδαράκια της, για να κατευθυνθούμε σε ένα μικρό στενό, σε μία σχετικά φτωχή γειτονιά. Άνοιξε την πόρτα της και την υποδέχτηκε ένα μαλλιαρό πλάσμα. Μία γάτα, την οποία διατηρούσε σε άθλια κατάσταση, αν έκρινα από το αφύσικο μέγεθός της. Το πλάσμα όμως, φάνηκε να διακατέχεται από την έκτη αίσθηση, καθώς οι κινήσεις της ήταν νευρικές και η φλυαρία της ανυπόφορη, σημάδι πως διαισθανόταν την αόρατη παρουσία μου. Το διαμερισματάκι της πολυαγαπημένης μου βοηθού, ήταν η χαρά των εορτών, ενώ μπροστά μου ξεπρόβαλε απειλητικά, ένα γιγάντιου μεγέθους χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμοιο με εκείνο που αναγκαστικά δέσποζε στην άκρη, το τονίζω άκρη, του γραφείου μου. Την είδα να κάθεται ασθμαίνοντας σε έναν σχετικά παλαιό καναπέ και να πιάνει έναν φάκελο. Τον κοιτούσε για πολύ ώρα σαν να προσπαθούσε να τον μαγνητίσει με το βλέμμα της και σχεδόν την άκουσα να προσεύχεται λίγο πριν τον ανοίξει, για να αντικρύσει ένα νούμερο που λίγο έλειψε να την στείλει απευθείας στην αγκαλιά του Πατέρα.
«Μπουμπού, αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα, μας βλέπω να το χάνουμε το σπιτάκι μας» την άκουσα να μονολογεί απευθυνόμενη στο υπερφλύαρο κατοικιδιο με το φριχτό όνομα.
Εμένα πάλι, καρφάκι δεν μου καιγόταν για την οικονομική της στενότητα και έτσι βάλθηκα να περιπλανιέμαι στην εορταστική ατμόσφαιρα του φτωχικού της. Κατευθυνόμενος στην κρεβατοκάμαρά της, είδα φωτογραφίες της οικογένειάς της. Εκείνης, όταν ήταν μικρό παιδί, των γονιών και της μικρής της αδερφής. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε και μία φωτογραφία του Πατέρα. Την κοίταξα αγανακτισμένος, μέχρι που ο ήχος της φωνής της, μου απέσπασε την προσοχή. Μιλούσε απευθυνόμενη για ακόμη μία φορά, στο παραμορφωμένο της τετράποδο.
«Το μόνο πράγμα που μου φτιάχνει κάπως την διάθεση, εκτός φυσικά από εσένα, είναι πως δουλεύω για έναν πολύ αξιόλογο λογιστή. Εντάξει, μπορεί να είναι λιγάκι κακοδιάθετος και μουντρούχος, βασικά σχεδόν πάντα είναι, μπορεί να μην τον εκπροσωπούν οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί, αλλά από εκείνον θα μάθω πολλά πράγματα» τελείωσε. Φυσικά και θα μάθαινε. Για το πώς να κάνει την τέλεια αμαρτία ας πούμε.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι τώρα, την είχα καταφέρει να με θαυμάζει για την οξυδέρκειά μου. Διόλου παράξενο θα έλεγα, αν σκεφτεί κανείς πως εξαιτίας του συγκεκριμένου μου χαρίσματος, σε συνδυασμό πάντα με τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία μου, επαναστάτησα κάποτε παρασέρνοντας μαζί μου και ένα ολόκληρο τάγμα. Συνέχισα να την παρατηρώ καθώς έμπαινε μέσα στην μικρή της κουζίνα, αναζητώντας λύσεις για το βραδινό της γεύμα. Την είδα να πλησιάζει αργά το ψυγείο της και να πιάνει ένα πλαστικό δοχείο με έτοιμη σαλάτα, μα προτού καθίσει για να το απολαύσει, πήρε ένα άλλο πανομοιότυπο μικρό δοχείο με φαγητό και αρπάζοντας τα κλειδιά της, βγήκε στον διάδρομο της πολυκατοικίας για να χτυπήσει μία πόρτα ακριβώς δίπλα της. Στο κατώφλι, έπειτα από μερικά λεπτά, φάνηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα με φτωχικά ρούχα, η οποία χαμογέλασε πλατιά και ας της έλειπαν μερικά δόντια. Η Αντέϊρα έτεινε το χέρι που κρατούσε το δοχείο με το φαγητό και αφού της το έδωσε, την χαϊδεψε απαλά στον ώμο. «Δεσποινίς, ο Πατέρας μου είμαι βέβαιος πως είναι περήφανος για εσάς» σκέφτηκα, μέχρι που είδα την ηλικιωμένη να κοιτά προς το μέρος μου βαθιά προβληματισμένη. Τι στο καλό; Με έβλεπε; Εκείνη, ήταν ζήτημα αν ξεχώριζε την Αντέϊρα, από τον τοίχο μπροστά της.
Τότε, της έκανε σήμα να πλησιάσει πιο κοντά. «Έννοια σου και τα ακούω όλα» μούγκρισα.
«Να προσέχεις πολύ κορίτσι μου. Ο αέρας γύρω σου είναι παράξενος. Είσαι καλή ψυχή και ευάλωτη στο κακό, εξαιτίας αυτής της καλοσύνης. Πρόσεχε» της είπε και η Αντέϊρα, χαμογελώντας αμήχανα, την καληνύχτισε.
Οφείλω να ομολογήσω, πως για λίγα λεπτά ένιωσα προσβεβλημένος. Το υπονοούμενο με τον αέρα γύρω της, δεν το είχα καταλάβει, καθώς το πρωί είχα κάνει ένα ζεστό ντους πριν φύγω για τη δουλειά. Ωστόσο, εμείς τα ουράνια και μη πλάσματα δεν είχαμε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά, εκτός από τους φωτεινούς αδερφούς μου, που μύριζαν μύρο και με ζάλιζαν κάθε φορά που περνούσαν από δίπλα μου.
Επιστρέφοντας πίσω στο διαμέρισμά της, βάλθηκα να αναζητώ τον λόγο της τόσο μεγάλης οικονομικής της στενότητας. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, βρήκα έναν ακόμη φάκελο, λίγο πιο βαρύ από τους συνηθισμένους. Τον άνοιξα προσεκτικά προτού με δει και στο εσωτερικό του, βρήκα μία φωτογραφία εκείνης και της αδερφής της, καθώς και ένα γενναίο ποσό από τον μισθό της. Πίσω ακριβώς από τη φωτογραφία, είχε γράψει «Για να μην σταματήσεις ποτέ να κυνηγάς τα όνειρά σου. Καλά Χριστούγεννα και μου λείπεις πολύ». Δακρύβρεχτο και ατράνταχτη απόδειξη πως τόσο καιρό, ακόμη και χρόνια πριν, βοηθούσε την αδερφή της στις σπουδές. Κοινώς, ήταν τόσο καλή που όλοι οι άλλοι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, συμπεριλαμβανομένης και της γιγαντόσωμης γάτας, εκτός από εκείνη. Κάπου εδώ, είμαι βέβαιος πως αντιλαμβάνεστε και εσείς, πως η καλοσύνη σε γερές δόσεις, βλάπτει. Αυτό που μόλις είχα αντικρύσει, με έκανε να νιώσω ανακούφιση που είχα ξεφορτωθεί το αγγελικό μου προφίλ. Σχεδόν ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω, πως η δική της προσωπική κατάντια, μου υπενθύμιζε πως βρισκόμουν στον ίσιο δρόμο και ας τον έβλεπε ο Πατέρας και όλο μου το σόι λοξό.
Κατηφορίζοντας επιδέξια μέχρι το σημείο που βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα του Μπρούκλιν και έχοντας ξανά το ορατό, ανθρώπινο σώμα μου, είδα τα φώτα του Μανχάταν να κοσμούν τον ορίζοντα απέναντί μου. Στάθηκα για λίγο σε μία μικρή, ξύλινη αποβάθρα, όπου βρισκόταν ένα εστιατόριο. Κόσμος δεν υπήρχε πολύς εξαιτίας του τσουχτερού κρύου, το οποίο φυσικά δεν με επηρέαζε καθόλου. Για λίγο έμεινα να κοιτώ την μεγαλοπρέπεια των ουρανοξυστών, μέχρι που την ησυχία, έσπασε μία γνωστή φωνή.
«Κύριε Λύαμ, τι γυρεύετε εσείς εδώ;»
ΚΟΛΑΣΗ
Μέσα στη σκοτεινιά και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του θειαφιού, ο Ασμοδαίος προχωρούσε περήφανα, κραδαίνοντας ένα πύρινο μαστίγιο. Ήθελε να συγκαλέσει συμβούλιο των ανώτερων δυνάμεων των Ταρτάρων, καθώς πίστευε πως το σεργιάνι του Εοσφώρου στη γη, κάθε άλλο παρά θα βοηθούσε την υπόθεση. Κάλεσε λοιπόν, το δεξί χέρι του αρχηγού της Κολάσεως, τον Αλάστωρ, προκειμένου να του δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ο Αλάστωρ, σιχαινόταν υπερβολικά αυτόν τον ανώτερο δαίμονα και είχε ζητήσει πολλές φορές από τον κύριό του να τον αλυσοδέσει, καθώς ξεσήκωνε συχνά πυκνά την Κόλαση, αλλά και τις ψυχές των αμαρτωλών. Κατευθυνόμενος στο σκοτεινό δωμάτιο του Ασμοδαίου, έβριζε από μέσα του την τύχη του, που ο κύριός του έκανε διακοπές στη Νέα Υόρκη και εκείνος βασανιζόταν, με το να βλέπει τα ξινά μούτρα του συγκεκριμένου πλάσματος.
«Πέρασε μέσα Αλάστωρ» άκουσε τη γλοιώδη του φωνή.
Ο Αλάστωρ προσποιήθηκε πως είχε πάθει ψύξη, προκειμένου να μην προσκυνήσει τον πρίγκιπα της Κόλασης.
«Με φωνάξατε;» είπε έπειτα από λίγο.
«Για να βρίσκεσαι εδώ, λογικά σε κάλεσα. Ούτε εμένα με ευχαριστεί που σε βλέπω, αλλά εδώ που φτάσαμε δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Βλέπεις, έχω αρχίσει και ανησυχώ και με ζώνουν τα φίδια»
«Αν σε δέναμε όμως, όπως είχα συμβουλέψει τον αρχηγό, τώρα δεν θα ανησυχούσαμε εμείς τουλάχιστον» μουρμούρισε ο Αλάστωρ από μέσα του.
«Τι θέλετε να πείτε με αυτό;» πρόφερε τελικά.
«Θέλω να πω, πολυαγαπημένη μου νυφίτσα, πως έχω αρχίσει και πιστεύω πως το σχέδιο του μεγάλου μου αδερφού, τρομάρα του και αυτουνού, δεν θα πάει όπως το έχετε εσείς σχεδιάσει»
«Εμείς; Νόμιζα πως συμφώνησες και εσύ σε αυτό» συνέχισε ο Αλάστωρ.
«Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Η Κόλαση τον εμπιστεύεται τυφλά. Μέχρι και οι αμαρτωλοί έχουν αρχίσει να τον βλέπουν με καλό μάτι τώρα τελευταία» μούγκρισε.
«Η ψήφος τους δεν πιάνεται όμως» μουρμούρισε ο Αλάστωρ και ο Ασμοδαίος έκανε μία γκριμάτσα απελπισίας.
«Το γνωρίζω κατώτερη ύπαρξη, ωστόσο, τον μεγάλο αδερφό δεν τον εμπιστεύομαι»
«Αυτό είναι μέγιστη προσβολή» τσίριξε ο Αλάστωρ και ο Ασμοδαίος γέλασε.
«Γι’ αυτό, είπα να βάλω και εγώ το χεράκι μου, μέχρι ο αδερφούλης μου να γίνει από κάθαρμα, αγαπησιάρης» έφτυσε και πρόσταξε τον Αλάστορα να φύγει.
Μόλις η πέτρινη πόρτα έκλεισε πίσω του, εκείνος βάλθηκε να πηγαινοέρχεται νευρικά. Η ανάμειξη ενός ακόμη δαίμονα και μάλιστα ύψιστου κινδύνου, θα έφερνε την απόλυτη καταστροφή. «Πρέπει να πάω να βρω τον Αφέντη και μάλιστα άμεσα» μουρμούρισε και αμέσως ξεκίνησε την ανθρώπινη μεταμόρφωσή του.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Εγώ από την άλλη, ζούσα μακάριος μέσα σε αυτή μου την άγνοια και είχα ξεπέσει στο σημείο να ακολουθώ μία θνητή στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Δίχως να το γνωρίζει, μπήκα μαζί της στο μετρό, χωρίς το ανθρώπινο σώμα μου και πραγματικά ένιωσα υπέροχα με την έξυπνη επιλογή μου, καθώς οι θνητοί στοιβάζονταν κατά δεκάδες μεσα σε αυτό το υπόγειο κουβούκλιο. Εκείνη, είχε στριμωχτεί σε μία άκρη, βαστώντας στα χέρια της ένα βιβλίο με τίτλο «η καρδιά του ανθρώπου». Από την περίληψη, κατάλαβα πως μιλούσε για την γνώση του καλού και του κακού, ενώ εμένα μου ξέφυγε ένας σιγανός συριγμός στη θέση του γέλιου. Τι τα χρειαζόταν τα βιβλία, όταν δίπλα της είχε το ίδιο το κακό και μπορούσε να μάθει γι’ αυτό από πρώτο χέρι; Όσο για το καλό, ας ρωτούσε τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Λίγο αργότερα, κατεβήκαμε στην στάση Brooklyn Bridge City Hall, και εκείνη βάλθηκε να περπατά κατά μήκος της γέφυρας, στην μεριά της διάβασης για τους πεζούς. Ο ήλιος μπροστά μας βούλιαζε στη θάλασσα, μα ο θόρυβος της μεγαλούπολης δεν έλεγε να σταματήσει.
Κοντοστάθηκα για λίγο δίπλα της, μα εκείνη αδυνατούσε να με δει ή να με νιώσει. Παρά το γεγονός πως εμείς οι Άγγελοι, ή οι Δαίμονες, δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε την ανθρώπινη σκέψη, εγώ ήμουν ικανός να νιώσω έναν έντονο προβληματισμό που πήγαζε από μέσα της. Μείναμε ακίνητοι για κάμποσα λεπτά και εγώ ήμουν έτοιμος να κλείσω για τα καλά τα βαριά μου βλέφαρα, μέχρι που εδέησε να κουνήσει τα ποδαράκια της, για να κατευθυνθούμε σε ένα μικρό στενό, σε μία σχετικά φτωχή γειτονιά. Άνοιξε την πόρτα της και την υποδέχτηκε ένα μαλλιαρό πλάσμα. Μία γάτα, την οποία διατηρούσε σε άθλια κατάσταση, αν έκρινα από το αφύσικο μέγεθός της. Το πλάσμα όμως, φάνηκε να διακατέχεται από την έκτη αίσθηση, καθώς οι κινήσεις της ήταν νευρικές και η φλυαρία της ανυπόφορη, σημάδι πως διαισθανόταν την αόρατη παρουσία μου. Το διαμερισματάκι της πολυαγαπημένης μου βοηθού, ήταν η χαρά των εορτών, ενώ μπροστά μου ξεπρόβαλε απειλητικά, ένα γιγάντιου μεγέθους χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμοιο με εκείνο που αναγκαστικά δέσποζε στην άκρη, το τονίζω άκρη, του γραφείου μου. Την είδα να κάθεται ασθμαίνοντας σε έναν σχετικά παλαιό καναπέ και να πιάνει έναν φάκελο. Τον κοιτούσε για πολύ ώρα σαν να προσπαθούσε να τον μαγνητίσει με το βλέμμα της και σχεδόν την άκουσα να προσεύχεται λίγο πριν τον ανοίξει, για να αντικρύσει ένα νούμερο που λίγο έλειψε να την στείλει απευθείας στην αγκαλιά του Πατέρα.
«Μπουμπού, αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα, μας βλέπω να το χάνουμε το σπιτάκι μας» την άκουσα να μονολογεί απευθυνόμενη στο υπερφλύαρο κατοικιδιο με το φριχτό όνομα.
Εμένα πάλι, καρφάκι δεν μου καιγόταν για την οικονομική της στενότητα και έτσι βάλθηκα να περιπλανιέμαι στην εορταστική ατμόσφαιρα του φτωχικού της. Κατευθυνόμενος στην κρεβατοκάμαρά της, είδα φωτογραφίες της οικογένειάς της. Εκείνης, όταν ήταν μικρό παιδί, των γονιών και της μικρής της αδερφής. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε και μία φωτογραφία του Πατέρα. Την κοίταξα αγανακτισμένος, μέχρι που ο ήχος της φωνής της, μου απέσπασε την προσοχή. Μιλούσε απευθυνόμενη για ακόμη μία φορά, στο παραμορφωμένο της τετράποδο.
«Το μόνο πράγμα που μου φτιάχνει κάπως την διάθεση, εκτός φυσικά από εσένα, είναι πως δουλεύω για έναν πολύ αξιόλογο λογιστή. Εντάξει, μπορεί να είναι λιγάκι κακοδιάθετος και μουντρούχος, βασικά σχεδόν πάντα είναι, μπορεί να μην τον εκπροσωπούν οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί, αλλά από εκείνον θα μάθω πολλά πράγματα» τελείωσε. Φυσικά και θα μάθαινε. Για το πώς να κάνει την τέλεια αμαρτία ας πούμε.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι τώρα, την είχα καταφέρει να με θαυμάζει για την οξυδέρκειά μου. Διόλου παράξενο θα έλεγα, αν σκεφτεί κανείς πως εξαιτίας του συγκεκριμένου μου χαρίσματος, σε συνδυασμό πάντα με τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία μου, επαναστάτησα κάποτε παρασέρνοντας μαζί μου και ένα ολόκληρο τάγμα. Συνέχισα να την παρατηρώ καθώς έμπαινε μέσα στην μικρή της κουζίνα, αναζητώντας λύσεις για το βραδινό της γεύμα. Την είδα να πλησιάζει αργά το ψυγείο της και να πιάνει ένα πλαστικό δοχείο με έτοιμη σαλάτα, μα προτού καθίσει για να το απολαύσει, πήρε ένα άλλο πανομοιότυπο μικρό δοχείο με φαγητό και αρπάζοντας τα κλειδιά της, βγήκε στον διάδρομο της πολυκατοικίας για να χτυπήσει μία πόρτα ακριβώς δίπλα της. Στο κατώφλι, έπειτα από μερικά λεπτά, φάνηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα με φτωχικά ρούχα, η οποία χαμογέλασε πλατιά και ας της έλειπαν μερικά δόντια. Η Αντέϊρα έτεινε το χέρι που κρατούσε το δοχείο με το φαγητό και αφού της το έδωσε, την χαϊδεψε απαλά στον ώμο. «Δεσποινίς, ο Πατέρας μου είμαι βέβαιος πως είναι περήφανος για εσάς» σκέφτηκα, μέχρι που είδα την ηλικιωμένη να κοιτά προς το μέρος μου βαθιά προβληματισμένη. Τι στο καλό; Με έβλεπε; Εκείνη, ήταν ζήτημα αν ξεχώριζε την Αντέϊρα, από τον τοίχο μπροστά της.
Τότε, της έκανε σήμα να πλησιάσει πιο κοντά. «Έννοια σου και τα ακούω όλα» μούγκρισα.
«Να προσέχεις πολύ κορίτσι μου. Ο αέρας γύρω σου είναι παράξενος. Είσαι καλή ψυχή και ευάλωτη στο κακό, εξαιτίας αυτής της καλοσύνης. Πρόσεχε» της είπε και η Αντέϊρα, χαμογελώντας αμήχανα, την καληνύχτισε.
Οφείλω να ομολογήσω, πως για λίγα λεπτά ένιωσα προσβεβλημένος. Το υπονοούμενο με τον αέρα γύρω της, δεν το είχα καταλάβει, καθώς το πρωί είχα κάνει ένα ζεστό ντους πριν φύγω για τη δουλειά. Ωστόσο, εμείς τα ουράνια και μη πλάσματα δεν είχαμε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά, εκτός από τους φωτεινούς αδερφούς μου, που μύριζαν μύρο και με ζάλιζαν κάθε φορά που περνούσαν από δίπλα μου.
Επιστρέφοντας πίσω στο διαμέρισμά της, βάλθηκα να αναζητώ τον λόγο της τόσο μεγάλης οικονομικής της στενότητας. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, βρήκα έναν ακόμη φάκελο, λίγο πιο βαρύ από τους συνηθισμένους. Τον άνοιξα προσεκτικά προτού με δει και στο εσωτερικό του, βρήκα μία φωτογραφία εκείνης και της αδερφής της, καθώς και ένα γενναίο ποσό από τον μισθό της. Πίσω ακριβώς από τη φωτογραφία, είχε γράψει «Για να μην σταματήσεις ποτέ να κυνηγάς τα όνειρά σου. Καλά Χριστούγεννα και μου λείπεις πολύ». Δακρύβρεχτο και ατράνταχτη απόδειξη πως τόσο καιρό, ακόμη και χρόνια πριν, βοηθούσε την αδερφή της στις σπουδές. Κοινώς, ήταν τόσο καλή που όλοι οι άλλοι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, συμπεριλαμβανομένης και της γιγαντόσωμης γάτας, εκτός από εκείνη. Κάπου εδώ, είμαι βέβαιος πως αντιλαμβάνεστε και εσείς, πως η καλοσύνη σε γερές δόσεις, βλάπτει. Αυτό που μόλις είχα αντικρύσει, με έκανε να νιώσω ανακούφιση που είχα ξεφορτωθεί το αγγελικό μου προφίλ. Σχεδόν ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω, πως η δική της προσωπική κατάντια, μου υπενθύμιζε πως βρισκόμουν στον ίσιο δρόμο και ας τον έβλεπε ο Πατέρας και όλο μου το σόι λοξό.
Κατηφορίζοντας επιδέξια μέχρι το σημείο που βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα του Μπρούκλιν και έχοντας ξανά το ορατό, ανθρώπινο σώμα μου, είδα τα φώτα του Μανχάταν να κοσμούν τον ορίζοντα απέναντί μου. Στάθηκα για λίγο σε μία μικρή, ξύλινη αποβάθρα, όπου βρισκόταν ένα εστιατόριο. Κόσμος δεν υπήρχε πολύς εξαιτίας του τσουχτερού κρύου, το οποίο φυσικά δεν με επηρέαζε καθόλου. Για λίγο έμεινα να κοιτώ την μεγαλοπρέπεια των ουρανοξυστών, μέχρι που την ησυχία, έσπασε μία γνωστή φωνή.
«Κύριε Λύαμ, τι γυρεύετε εσείς εδώ;»
ΚΟΛΑΣΗ
Μέσα στη σκοτεινιά και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του θειαφιού, ο Ασμοδαίος προχωρούσε περήφανα, κραδαίνοντας ένα πύρινο μαστίγιο. Ήθελε να συγκαλέσει συμβούλιο των ανώτερων δυνάμεων των Ταρτάρων, καθώς πίστευε πως το σεργιάνι του Εοσφώρου στη γη, κάθε άλλο παρά θα βοηθούσε την υπόθεση. Κάλεσε λοιπόν, το δεξί χέρι του αρχηγού της Κολάσεως, τον Αλάστωρ, προκειμένου να του δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ο Αλάστωρ, σιχαινόταν υπερβολικά αυτόν τον ανώτερο δαίμονα και είχε ζητήσει πολλές φορές από τον κύριό του να τον αλυσοδέσει, καθώς ξεσήκωνε συχνά πυκνά την Κόλαση, αλλά και τις ψυχές των αμαρτωλών. Κατευθυνόμενος στο σκοτεινό δωμάτιο του Ασμοδαίου, έβριζε από μέσα του την τύχη του, που ο κύριός του έκανε διακοπές στη Νέα Υόρκη και εκείνος βασανιζόταν, με το να βλέπει τα ξινά μούτρα του συγκεκριμένου πλάσματος.
«Πέρασε μέσα Αλάστωρ» άκουσε τη γλοιώδη του φωνή.
Ο Αλάστωρ προσποιήθηκε πως είχε πάθει ψύξη, προκειμένου να μην προσκυνήσει τον πρίγκιπα της Κόλασης.
«Με φωνάξατε;» είπε έπειτα από λίγο.
«Για να βρίσκεσαι εδώ, λογικά σε κάλεσα. Ούτε εμένα με ευχαριστεί που σε βλέπω, αλλά εδώ που φτάσαμε δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Βλέπεις, έχω αρχίσει και ανησυχώ και με ζώνουν τα φίδια»
«Αν σε δέναμε όμως, όπως είχα συμβουλέψει τον αρχηγό, τώρα δεν θα ανησυχούσαμε εμείς τουλάχιστον» μουρμούρισε ο Αλάστωρ από μέσα του.
«Τι θέλετε να πείτε με αυτό;» πρόφερε τελικά.
«Θέλω να πω, πολυαγαπημένη μου νυφίτσα, πως έχω αρχίσει και πιστεύω πως το σχέδιο του μεγάλου μου αδερφού, τρομάρα του και αυτουνού, δεν θα πάει όπως το έχετε εσείς σχεδιάσει»
«Εμείς; Νόμιζα πως συμφώνησες και εσύ σε αυτό» συνέχισε ο Αλάστωρ.
«Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Η Κόλαση τον εμπιστεύεται τυφλά. Μέχρι και οι αμαρτωλοί έχουν αρχίσει να τον βλέπουν με καλό μάτι τώρα τελευταία» μούγκρισε.
«Η ψήφος τους δεν πιάνεται όμως» μουρμούρισε ο Αλάστωρ και ο Ασμοδαίος έκανε μία γκριμάτσα απελπισίας.
«Το γνωρίζω κατώτερη ύπαρξη, ωστόσο, τον μεγάλο αδερφό δεν τον εμπιστεύομαι»
«Αυτό είναι μέγιστη προσβολή» τσίριξε ο Αλάστωρ και ο Ασμοδαίος γέλασε.
«Γι’ αυτό, είπα να βάλω και εγώ το χεράκι μου, μέχρι ο αδερφούλης μου να γίνει από κάθαρμα, αγαπησιάρης» έφτυσε και πρόσταξε τον Αλάστορα να φύγει.
Μόλις η πέτρινη πόρτα έκλεισε πίσω του, εκείνος βάλθηκε να πηγαινοέρχεται νευρικά. Η ανάμειξη ενός ακόμη δαίμονα και μάλιστα ύψιστου κινδύνου, θα έφερνε την απόλυτη καταστροφή. «Πρέπει να πάω να βρω τον Αφέντη και μάλιστα άμεσα» μουρμούρισε και αμέσως ξεκίνησε την ανθρώπινη μεταμόρφωσή του.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη