Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 3- Μέρος 2ο) - Στο πνεύμα των Χριστουγέννων

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Γύρισα και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου και μόλις την είδα, έψαξα άμεσα να βρω μία δικαιολογία. Δεν με φοβόμουν σε αυτά. Στο ψέμα ήμουν πρώτος.
«Εξερευνούσα την πόλη. Το βράδυ μοιάζει πιο θεαματική»
«Έχετε δίκιο κύριε Λύαμ. Οι χριστουγεννιάτικοι στολισμοί φαίνονται πολύ πιο εκθαμβωτικοί» μου απάντησε πρόσχαρα.
Δεν το πήγαινα ακριβώς εκεί το θέμα, αλλά αφού το πας εσύ, καλώς ας παίξουμε.
«Έχετε τα μέγιστα του δίκιου δεσποινίς. Γιατί δεν πάτε να τα θαυμάσετε όλα από κοντά;» ρώτησα μπας και την ξεφορτωνόμουν.
«Η αλήθεια είναι ότι το Μανχάταν είναι λίγο μακριά και εγώ μένω εδώ. Ωστόσο, καθώς δεν είναι πολύ αργά, η ιδέα σας φαντάζει εκπληκτική. Εσείς πού μένετε;» ρώτησε.
«Κοντά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη» απάντησα λακωνικά εξαιτίας της βαρεμάρας μου.
«Σας αρέσει το πατινάζ;» ρώτησε πονηρά και εγώ την κοίταξα παραξενεμένος.
Όχι καλή μου γυναίκα. Δεν μου αρέσει. Δεν βρίσκω τίποτε το σπουδαίο με το να τσουλάω πάνω σε ένα γήπεδο πάγου βραδιάτικα, ανάμεσα σε θνητές, χαρωπές πεταλουδίτσες που θα τσουλάνε εξίσου γύρω μου. Ωστόσο η φωνή της συνείδησης, μου έκρουσε τον προειδοποιητικό κώδωνα. Γίνε χαριτωμένος. Αν αυτό σημαίνει να αναπαραστήσεις τη λίμνη των κύκνων, σφίξε την καρδιά που δεν έχεις και κάνε το.
«Δέχομαι την πρόκληση δεσποινίς Αντέϊρα» απάντησα ξεφυσώντας.
Καθώς βαδίζαμε στις φαρδιές λεωφόρους της μεγαλούπολης, εκείνη είχε ξεκινήσει έναν καταιγισμό ερωτήσεων, λες και μου έπαιρνε συνέντευξη.
«Τώρα που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου, θα πάτε στην οικογένειά σας;» ρώτησε αθώα και εμένα με επισκέφθηκε το γνωστό μειδίαμα στο πρόσωπο, που εγώ αποκαλώ για τα μέτρα μου, πλατύ χαμόγελο. «Ναι, θα ανυψωθώ στους ουρανούς κρατώντας ένα μπουκάλι σαμπάνια. Ο Πατέρας θα εκτιμήσει δεόντως, το καλό και ακριβό μου γούστο» σκέφτηκα.
«Όχι δεσποινίς. Θαρρώ πως θα κοιμάμαι εκείνη την ώρα» απάντησα κοφτά. Ή θα κολάζω κανέναν θνητό.
«Ω, αυτό είναι πολύ θλιβερό κύριε Λύαμ. Δεν έχετε κάποια οικογένεια, κάπου που να σας καρτερά;» συνέχισε να με πιέζει.
Φυσικά και έχω, μονάχα που δεν με καρτερά με δωράκια και μπισκότα από τζίντζερ όπως πιστεύεις.
«Έχω οικογένεια δεσποινίς, αλλά προτιμώ να γιορτάσω μόνος» πρόφερα σφιγμένα.
«Αυτός είναι και ο λόγος που μισείτε τις γιορτές; Τσακωθήκατε με τους δικούς σας; Μπορούμε να τους ετοιμάσουμε ένα σπίτι από μπισκότα και να τους το πάτε δώρο. Σε όλους αρέσουν οι λιχουδιές»
Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση της, ένιωσα ξαφνικό θυμό σε σημείο που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα μεταμορφωνόμουν στο τέρας της Κολάσεως. Οι ερωτήσεις της μου προκαλούσαν οργή και σχεδόν δεν καταλάβαινα το γιατί. Δεν ήθελα να μιλώ για τον Πατέρα. Δεν ήθελα να θυμάμαι την Πτώση και αυτή η θνητή είχε πολύ θράσος για να εισβάλει έτσι απότομα στα προσωπικά μου. Στην αντανάκλαση μίας γυάλινης επιφάνειας, ενός ουρανοξύστη, είδα τα μάτια μου να αποκτούν μία κόκκινη λάμψη. Έπρεπε να ηρεμήσω άμεσα. Την άρπαξα κάπως απότομα από τους ώμους και της είπα :
«Πάμε να τσουλίσουμε τα πόδια μας στον πάγο και να περάσουμε καλά. Για να συμβεί όμως αυτό, δεν θέλω ούτε μισή ερώτηση ξανά σχετικά με τους δικούς μου. Αυτό είναι κάτι που δεν αφορά κανέναν άλλο, εκτός από εμένα» είπα κοφτά και άξαφνα την είδα να χάνει το χρώμα της. Με είχε φοβηθεί και ο φόβος ήταν έκδηλος στο πρόσωπό της.
Η αλήθεια είναι πως αρχικά κολακεύτηκα. Είχα μάθει να τρέφομαι και να ευχαριστιέμαι με τον φόβο των θνητών, ο οποίος μου υπενθύμιζε την εμφανή υπεροχή μου. Ωστόσο, το βλέμμα της κοπέλας μου έδειχνε, πως ο φόβος, της ήταν ένα οικείο συναίσθημα. Τη στιγμή που είχα υψώσει τη φωνή μου, την είχα δει να ζαρώνει περιμένοντας τα χειρότερα. Πόσο χειρότερα από τη σκληρή και ανάγωγη συμπεριφορά σου, τέρας της Κολάσεως; Όχι απλώς δεν γίνεσαι χαριτωμένος, σε λίγο θα κατορθώσεις το ακατόρθωτο. Να σε μισήσει κάποιος σε διάστημα μόλις τριών ημερών. Εύγε! Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή και η ανύπαρκτη καρδιά μου χτυπούσε γοργά και ανεξέλεγκτα, στην προσπάθειά μου να τιθασεύσω τον θυμό μου. Όταν τελικά ηρέμησα, ήρθα απότομα αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
«Συγγνώμη κύριε Λύαμ. Εγώ φταίω και η φριχτή μου περιέργεια. Δεν έπρεπε να σας είχα θέσει όλες αυτές τις απαράδεκτες ερωτήσεις. Δεν με αφορά η ζωή σας και το ξέρω, αλλά..» τη στιγμή εκείνη, της έκλεισα το στόμα με το χέρι μου απαλά.
«Αλλά αν συνεχίσετε τη μουρμούρα δεσποινίς, θα με αναγκάσετε να χαπακωθώ εξαιτίας του πονοκεφάλου που μου έχετε δημιουργήσει και είμαι κατά των φαρμάκων» της απάντησα, ωστόσο βλέποντάς την να εξακολουθεί να είναι διστακτική συνέχισα «Δεν έπρεπε να σας φωνάξω πριν» τελείωσα και την είδα να χαμογελά στραβά, ενώ το βλέμμα της εξακολουθούσε να κοιτά τη γη.
«Γυναίκες» συλλογίστηκα, για να μην κάτσω να σκεφτώ καν, τι κουβέντα είχα μόλις ξεστομίσει λίγο πριν σε αυτό το θνητό πλάσμα. Είχα για πρώτη φορά στα χρονικά, ακυρώσει τον ίδιο μου τον εαυτό, λέγοντας πως κακώς της είχα φωνάξει. Στην πραγματικότητα, πολύ καλώς είχα κάνει και υπό άλλες συνθήκες, αν δεν με ενδιέφερε να την εκμεταλλευτώ, θα της έδινα ένα πολύ γερό μάθημα για την ασέβειά της και τις λαμπρές της ιδέες να προσφέρω στον Πατέρα, σπιτάκι από μπισκότο κανέλας.
Συνεχίζοντας το ταχύ βήμα κατά μήκος της πέμπτης λεωφόρου, η οποία θεωρείται από τους θνητούς ίσως η πιο διάσημη λεωφόρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στρίψαμε αριστερά στην τεσσαρακοστή ένατη, για να αντικρύσουμε ένα ψηλό κτίριο, στολισμένο από την κορυφή ως τη βάση του. «Πόσο κιτς θέαμα» σκέφτηκα.
«Φτάσαμε στο συγκρότημα κτιρίων, Ρόκφελερ και το διασημότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι γιορτές ξεκινούν με την έναρξη του φωτισμού του» μου εξήγησε. «Κοινώς, είχαμε βρεθεί στην πηγή του κακού» σκέφτηκα, ενώ μπροστά μας απλωνόταν ένα τεράστιο παγοδρόμιο. Την είδα να βγάζει από τον σάκο της ένα ζευγάρι ειδικά πέδιλα, ενώ με πλησίασε με συνομωτικό βλέμμα : «Θα σας πω ένα μυστικό, αλλά μη γελάσετε» «Ναι, γιατί το γέλιο κρέμεται ολημερίς από τα χείλη μου» σκέφτηκα. «Δεν γνωρίζω πατινάζ»
Και γιατί, μα τα χίλια καζάνια της Κολάσεως, με σέρνεις βραδιάτικα άμυαλη γυναίκα να τσουλήσουμε τα πόδια μας στον πάγο; Να σου πω εγώ γιατί, είσαι η μετενσάρκωση της Εύας και την βρίσκεις με το να με γελοιοποιείς!
«Κύριε Λύαμ, είστε καλά;» η φωνή της με τράβηξε από το εσωτερικό μου παραλήρημα.
«Δεν πειράζει δεσποινίς, θα μάθετε» της πέταξα κοφτά.
«Τώρα, αν σας έλεγα ότι φοβάμαι, θα εκνευριστείτε και το ξέρω»
Τότε γιατί μου το λες ελαφρόμυαλο θηλυκό; Μάλλον για να δοκιμάσεις τις αντοχές μου.
«Η αλήθεια, έναν εκνευρισμό μου τον προκαλέσατε και συγχαρητήρια δεσποινίς Αντέϊρα, ωστόσο, όπως προείπα θα μάθετε» της απάντησα και την είδα να με κοιτά παραξενεμένη.
«Εσείς ξέρετε;» με ρώτησε.
«Ω, ελάτε τώρα δεσποινίς, εσείς την σκίζετε τη λογιστική και τώρα κολλάτε στα απλά βήματα; Δεν είναι δα και πυρηνική φυσική. Για αρχή, έχω την εντύπωση πως οι τρείς νόμοι του Νεύτωνα, θα σας φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμοι» της είπα και αφού νοίκιασα και εγώ ένα ζευγάρι παγοπέδιλα, στάθηκα στην πίστα με απόλυτη ευκολία. Ευτυχώς για εμένα, οι θνητοί αδυνατούσαν να διακρίνουν πως τα πόδια μου δεν ακουμπούσαν εντελώς στο έδαφος.
Εκείνη ανασκουμπώθηκε και αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, στάθηκε απέναντί μου. Τότε, έσφιξα τα δόντια και ξεστόμισα μία αναγκαστική κουβέντα :
«Πιάστε το χέρι μου»
«Είστε απολύτως βέβαιος γι’ αυτό ;»
Όχι, είμαι απολύτως βέβαιος για το αντίθετο αυτού.
«Μην με κάνετε να το μετανιώσω» συνέχισα και την είδα να κάνει ακόμη ένα διστακτικό βήμα και να καρφώνει τη ματιά της στη δική μου. «Μα τους αμαρτωλούς, αυτή η γυναίκα δεν είχε κοιτάξει ούτε μία φορά τα σημάδια μου. Σαν να μην υπήρχαν. Με κοιτούσε πάντοτε ίσια στα μάτια, σαν να ήμουν ένας φυσιολογικός θνητός όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό την καθιστούσε το τέλειο θύμα» συλλογίστηκα και άρπαξα το χέρι της.
«Είστε σίγουρος πως δεν θα βρεθούμε και οι δύο ανάσκελα, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητας;» με ρώτησε περιπαικτικά.
«Απολύτως, αλλά ακόμη και αν πέσουμε, αυτό που θα μετρήσει στο τέλος είναι η δύναμή μας να σηκωθούμε ξανά»
Είδα το πρόσωπό της να φωτίζεται και ομολογώ πως ένιωσα το σώμα της να χαλαρώνει. Τελικά οι κουβέντες που εμπεριέχουν και ένα κρυφό, φιλοσοφικό μήνυμα μαγνητίζουν τις γυναίκες. Θα έπρεπε λοιπόν να το σημειώσω στα υπέρ μου, καθώς οι αιώνες ύπαρξής μου, με καθιστούσαν αναμφισβήτητα γνώστη χιλιάδων γνωμικών και αποφθεγμάτων. Δίχως να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα να κρατώ και τα δύο της χέρια και σιγά σιγά να μετακινούμαστε προς τα πίσω.
«Δεσποινίς, το πατινάζ είναι τέχνη. Κρύβει μέσα του τσαχπινιά, αλλάξτε τη στάση του σώματός σας, δεν κρατάτε σκούπα στο χέρι αλλά άντρα» της είπα και την είδα να γελά.
«Κύριε ό,τι και να πείτε..»
«Έχω τα μέγιστα του δίκιου, ξέρω»
«Αλλά εγώ φοβάμαι κάπως, ξέρετε με την ισορροπία» τραύλισε και τότε μου βγήκε εντελώς φυσικά, μία απαράδεκτη κουβέντα :
«Μην φοβάσαι» ψιθύρισα σχεδόν και η Αντέϊρα άξαφνα, από άγαρμπη νοικοκυρά, μετατράπηκε σε χορεύτρια των Μπολσόι.
Τελικά, οι γυναίκες διψούσαν για άντρες που τους ανέβαζαν την αυτοπεποίθηση και αν έκρινα από τη συμπεριφορά της, δεν είχε βρεθεί ακόμη ο σωστός θνητός. Ωστόσο, όπως προείπα η πολυετής εμπειρία μου και η αρχαιότητα της φύσης μου, μου είχαν φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμα, παρά το γεγονός πως αποστρεφόμουν τους ανθρώπους. Μολαταύτα, όσο περνούσε η ώρα, είχα αρχίσει να ξεχνιέμαι. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, μην σας πω και την αίσθηση ταυτότητας. Οι θνητοί γύρω μας αραίωναν όσο περνούσε η ώρα και εγώ το διασκέδαζα τολμώ να πω, όταν ένα δυνατό ουρλιαχτό με έβγαλε από τον προσωρινό μου λήθαργο. Μπροστά μας στεκόταν μία θνητή, η οποία κοιτούσε πότε το παγωμένο πάτωμα και πότε εμένα και τσίριζε. Μα γιατί; Τα μπλε σκούρα σκαρπίνια μου δεν ταίριαζαν με το λευκό πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι;
Όταν εδέησα και εγώ ο αφιλότιμος να κοιτάξω προς το παγωμένο πάτωμα, ομολογώ σοκαρίστηκα. Ο πάγος, αντανακλούσε, έστω και θολά τα είδωλά μας, μονάχα που η δική μου αντανάκλαση διόλου ανθρώπινη ήταν. Μα την μοίρα μου τη μαύρη! Η αληθινή μου μορφή αχνοφαινόταν στον πάγο και εγώ προκειμένου να αποτρέψω την απόλυτη καταστροφή που ήταν προ των πυλών, έπεσα δήθεν κάτω παραπατώντας, παρασέρνοντας μαζί και την Αντέϊρα, η οποία φαινόταν κυριολεκτικά σοκαρισμένη με την αντίδραση της γυναίκας.
«Ο Σατανάς! Τον είδα! Τρέξτε να σωθείτε, η Αποκάλυψη είναι κοντά»
Ω, μα τους Πρίγκιπες της Κόλασης υστερική γυναίκα, λες ο Πατέρας να έστελνε εμένα πρώτο για να μηνύσω την επανεμφάνισή του; Από πού τα διαβάζετε αυτά;
Ευτυχώς για εμένα, ο άντρας της την μάζεψε όπως όπως, ζητώντας μου ταπεινά συγγνώμη, ενώ η Αντέϊρα, ήταν έτοιμη να την χαστουκίσει.
«Νομίζω πως αρκετά για σήμερα» της είπα έχοντας σηκωθεί και φύγει σχεδόν τρέχοντας από το παγοδρόμιο»
Με κοίταξε προβληματισμένη.
«Τελικά οι γιορτές αποτρελαίνουν τον κόσμο. Μην ακούτε κανέναν, εγώ πέρασα τέλεια απόψε» «Στόχος επετεύχθη, καλή μου αρχή λοιπόν» σκέφτηκα.
«Παραδέχομαι πως με κάνατε να ξεχαστώ, πριν από την ομολογουμένως ιδιάζουσα παρεμβολή της καλοσυνάτης κυρίας»
«Λοιπόν..» μουρμούρισε αμήχανα «Καληνύχτα κύριε Λύαμ» μου είπε.
«Νομίζω πως το κύριε περιττεύει πλέον, καθώς επίσης και ο πληθυντικός ευγενείας» της είπα και για μία στιγμή την είδα να ξαφνιάζεται. «Καληνύχτα Αντέϊρα» τελείωσα, με το σατανικό χαμόγελο να αυλακώνει το πρόσωπό μου.


Τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο διαμέρισμά μου και άναψα ευθύς όλα τα φώτα, βρήκα έναν άντρα να κάθεται στον γωνιακό, βελούδινο καναπέ μου.
«Αλάστωρ, σαν τα χιόνια! Σου έλειψα ή μήπως επαναστάτησαν οι κολασμένοι και δεν ξέρεις πώς να τους κατευνάσεις;» τον ρώτησα στάζοντας ειρωνεία.
«Καλώς τον Αφέντη μου, τίποτε από τα δύο»
«Τότε μίλα μου καταραμένε, γιατί είχα ένα δύσκολο βράδυ» γρύλισα.
«Ε, όχι και τόσο δύσκολο αφέντη. Με γυναίκα ήσουν» μου απάντησε θρασύτατα.
Τότε, ένιωσα ξανά την οργή να με κυριεύει, ενώ η εμφάνισή μου άλλαξε, δίνοντας τη θέση της σε έναν ολόμαυρο και παραμορφωμένο άγγελο.
«Εάν τολμήσεις να με ειρωνευτείς ξανά, θα τερματίσω την ύπαρξή σου και το ξέρεις καλά πως μπορώ» τόνισα την κάθε μου λέξη.
«Ο Ασμοδαίος σε αμφισβητεί» μου πέταξε τρομοκρατημένος.
«Όπως πάντα. Έπρεπε να τον είχα δέσει, ώστε να σταματούσε να μπλέκεται στα πόδια μου όλη την ώρα, ωστόσο τον θεωρούσα αδερφό μου και μάλιστα υψηλόβαθμο κάθαρμα που θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο» του είπα, μα άξαφνα κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω του, συνειδητοποιώντας την αστεία του ανθρώπινη μορφή.
«Τα χάλια σου έχεις»
«Ευχαριστώ Αφέντη» μου απάντησε χαμογελαστά.
Ξανακοίταξα τον κοντό και παχουλό άντρα, με τη γαμψή μύτη.
«Τελικά η φυσική σου ομορφιά, σε ακολούθησε και στην ανθρώπινη μεταμόρφωσή σου» συνέχισα δείχνοντάς του με αγένεια τη μύτη του.
«Μελιστάλακτος όπως πάντα» σχολίασε ο Αλάστορας και συνέχισε «ακούω, πως πάει το σχέδιο;»
«Εκπληκτικά υποδεέστερε απατεώνα. Νομίζω πως την έχω κερδίσει. Αν δεν μας τα χαλούσε μία βαθιά θρησκευόμενη θνητή που είδε την αληθινή μου μορφή να αντανακλάται, νομίζω πως το διασκεδάζαμε κάνοντας πατινάζ» απάντησα και τον είδα να χλωμιάζει.
«Αφέντη μου, πώς είναι δυνατόν να μην γνωρίζετε πως πρέπει να αποφεύγετε οποιαδήποτε μορφή κατόπτρου;»
Έλα μου ντε; Πως ήταν δυνατόν; Παρασύρθηκα.
«Παρασυρθήκατε νομίζω»
Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, γι’ αυτό θα πας μπροστά, ατιμούτσικο δαιμόνιο.
«Η αλήθεια, έχασα την αίσθηση του χρόνου και της ταυτότητας» αρκέστηκα να του πω. «Αλλά αυτό δεν θα ξανασυμβεί»
«Το ελπίζω Αφέντη, δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στον στόχο μας» συνέχισε ο Αλάστωρ. «Πείτε μου, τι γνωρίζουμε για το θύμα μας;»
«Είναι μία ορφανή, χρεωκοπημένη με ένα δύσμορφο κατοικίδιο που φέρει το φριχτό όνομα, Μπουμπού» απάντησα
«Περιττές όλες οι πληροφορίες. Τι της αρέσει; Μία κίνηση που ας πούμε θα την κέρδιζε» συνέχισε εκείνος.
Για λίγα λεπτά έμεινα σιωπηλός.
«Να τιναχτεί η μπάνκα της αδειανής της τσέπης στον αέρα» απάντησα και αλληλοκοιταχτήκαμε συνωμοτικά. Ήμουν μεγαλοφυΐα. Γύρισα και τον κοίταξα απότομα. «Συγκατοίκους δεν δέχομαι, μονάχα ρουφιάνους. Και η σωστή σου θέση είναι πλάι στον αδερφό μου. Τσακίσου!» φώναξα και ευθύς εξαφανίστηκε.



ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ


Γύρισα και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου και μόλις την είδα, έψαξα άμεσα να βρω μία δικαιολογία. Δεν με φοβόμουν σε αυτά. Στο ψέμα ήμουν πρώτος.
«Εξερευνούσα την πόλη. Το βράδυ μοιάζει πιο θεαματική»
«Έχετε δίκιο κύριε Λύαμ. Οι χριστουγεννιάτικοι στολισμοί φαίνονται πολύ πιο εκθαμβωτικοί» μου απάντησε πρόσχαρα.
Δεν το πήγαινα ακριβώς εκεί το θέμα, αλλά αφού το πας εσύ, καλώς ας παίξουμε.
«Έχετε τα μέγιστα του δίκιου δεσποινίς. Γιατί δεν πάτε να τα θαυμάσετε όλα από κοντά;» ρώτησα μπας και την ξεφορτωνόμουν.
«Η αλήθεια είναι ότι το Μανχάταν είναι λίγο μακριά και εγώ μένω εδώ. Ωστόσο, καθώς δεν είναι πολύ αργά, η ιδέα σας φαντάζει εκπληκτική. Εσείς πού μένετε;» ρώτησε.
«Κοντά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη» απάντησα λακωνικά εξαιτίας της βαρεμάρας μου.
«Σας αρέσει το πατινάζ;» ρώτησε πονηρά και εγώ την κοίταξα παραξενεμένος.
Όχι καλή μου γυναίκα. Δεν μου αρέσει. Δεν βρίσκω τίποτε το σπουδαίο με το να τσουλάω πάνω σε ένα γήπεδο πάγου βραδιάτικα, ανάμεσα σε θνητές, χαρωπές πεταλουδίτσες που θα τσουλάνε εξίσου γύρω μου. Ωστόσο η φωνή της συνείδησης, μου έκρουσε τον προειδοποιητικό κώδωνα. Γίνε χαριτωμένος. Αν αυτό σημαίνει να αναπαραστήσεις τη λίμνη των κύκνων, σφίξε την καρδιά που δεν έχεις και κάνε το.
«Δέχομαι την πρόκληση δεσποινίς Αντέϊρα» απάντησα ξεφυσώντας.
Καθώς βαδίζαμε στις φαρδιές λεωφόρους της μεγαλούπολης, εκείνη είχε ξεκινήσει έναν καταιγισμό ερωτήσεων, λες και μου έπαιρνε συνέντευξη.
«Τώρα που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου, θα πάτε στην οικογένειά σας;» ρώτησε αθώα και εμένα με επισκέφθηκε το γνωστό μειδίαμα στο πρόσωπο, που εγώ αποκαλώ για τα μέτρα μου, πλατύ χαμόγελο. «Ναι, θα ανυψωθώ στους ουρανούς κρατώντας ένα μπουκάλι σαμπάνια. Ο Πατέρας θα εκτιμήσει δεόντως, το καλό και ακριβό μου γούστο» σκέφτηκα.
«Όχι δεσποινίς. Θαρρώ πως θα κοιμάμαι εκείνη την ώρα» απάντησα κοφτά. Ή θα κολάζω κανέναν θνητό.
«Ω, αυτό είναι πολύ θλιβερό κύριε Λύαμ. Δεν έχετε κάποια οικογένεια, κάπου που να σας καρτερά;» συνέχισε να με πιέζει.
Φυσικά και έχω, μονάχα που δεν με καρτερά με δωράκια και μπισκότα από τζίντζερ όπως πιστεύεις.
«Έχω οικογένεια δεσποινίς, αλλά προτιμώ να γιορτάσω μόνος» πρόφερα σφιγμένα.
«Αυτός είναι και ο λόγος που μισείτε τις γιορτές; Τσακωθήκατε με τους δικούς σας; Μπορούμε να τους ετοιμάσουμε ένα σπίτι από μπισκότα και να τους το πάτε δώρο. Σε όλους αρέσουν οι λιχουδιές»
Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση της, ένιωσα ξαφνικό θυμό σε σημείο που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα μεταμορφωνόμουν στο τέρας της Κολάσεως. Οι ερωτήσεις της μου προκαλούσαν οργή και σχεδόν δεν καταλάβαινα το γιατί. Δεν ήθελα να μιλώ για τον Πατέρα. Δεν ήθελα να θυμάμαι την Πτώση και αυτή η θνητή είχε πολύ θράσος για να εισβάλει έτσι απότομα στα προσωπικά μου. Στην αντανάκλαση μίας γυάλινης επιφάνειας, ενός ουρανοξύστη, είδα τα μάτια μου να αποκτούν μία κόκκινη λάμψη. Έπρεπε να ηρεμήσω άμεσα. Την άρπαξα κάπως απότομα από τους ώμους και της είπα :
«Πάμε να τσουλίσουμε τα πόδια μας στον πάγο και να περάσουμε καλά. Για να συμβεί όμως αυτό, δεν θέλω ούτε μισή ερώτηση ξανά σχετικά με τους δικούς μου. Αυτό είναι κάτι που δεν αφορά κανέναν άλλο, εκτός από εμένα» είπα κοφτά και άξαφνα την είδα να χάνει το χρώμα της. Με είχε φοβηθεί και ο φόβος ήταν έκδηλος στο πρόσωπό της.
Η αλήθεια είναι πως αρχικά κολακεύτηκα. Είχα μάθει να τρέφομαι και να ευχαριστιέμαι με τον φόβο των θνητών, ο οποίος μου υπενθύμιζε την εμφανή υπεροχή μου. Ωστόσο, το βλέμμα της κοπέλας μου έδειχνε, πως ο φόβος, της ήταν ένα οικείο συναίσθημα. Τη στιγμή που είχα υψώσει τη φωνή μου, την είχα δει να ζαρώνει περιμένοντας τα χειρότερα. Πόσο χειρότερα από τη σκληρή και ανάγωγη συμπεριφορά σου, τέρας της Κολάσεως; Όχι απλώς δεν γίνεσαι χαριτωμένος, σε λίγο θα κατορθώσεις το ακατόρθωτο. Να σε μισήσει κάποιος σε διάστημα μόλις τριών ημερών. Εύγε! Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή και η ανύπαρκτη καρδιά μου χτυπούσε γοργά και ανεξέλεγκτα, στην προσπάθειά μου να τιθασεύσω τον θυμό μου. Όταν τελικά ηρέμησα, ήρθα απότομα αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
«Συγγνώμη κύριε Λύαμ. Εγώ φταίω και η φριχτή μου περιέργεια. Δεν έπρεπε να σας είχα θέσει όλες αυτές τις απαράδεκτες ερωτήσεις. Δεν με αφορά η ζωή σας και το ξέρω, αλλά..» τη στιγμή εκείνη, της έκλεισα το στόμα με το χέρι μου απαλά.
«Αλλά αν συνεχίσετε τη μουρμούρα δεσποινίς, θα με αναγκάσετε να χαπακωθώ εξαιτίας του πονοκεφάλου που μου έχετε δημιουργήσει και είμαι κατά των φαρμάκων» της απάντησα, ωστόσο βλέποντάς την να εξακολουθεί να είναι διστακτική συνέχισα «Δεν έπρεπε να σας φωνάξω πριν» τελείωσα και την είδα να χαμογελά στραβά, ενώ το βλέμμα της εξακολουθούσε να κοιτά τη γη.
«Γυναίκες» συλλογίστηκα, για να μην κάτσω να σκεφτώ καν, τι κουβέντα είχα μόλις ξεστομίσει λίγο πριν σε αυτό το θνητό πλάσμα. Είχα για πρώτη φορά στα χρονικά, ακυρώσει τον ίδιο μου τον εαυτό, λέγοντας πως κακώς της είχα φωνάξει. Στην πραγματικότητα, πολύ καλώς είχα κάνει και υπό άλλες συνθήκες, αν δεν με ενδιέφερε να την εκμεταλλευτώ, θα της έδινα ένα πολύ γερό μάθημα για την ασέβειά της και τις λαμπρές της ιδέες να προσφέρω στον Πατέρα, σπιτάκι από μπισκότο κανέλας.
Συνεχίζοντας το ταχύ βήμα κατά μήκος της πέμπτης λεωφόρου, η οποία θεωρείται από τους θνητούς ίσως η πιο διάσημη λεωφόρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στρίψαμε αριστερά στην τεσσαρακοστή ένατη, για να αντικρύσουμε ένα ψηλό κτίριο, στολισμένο από την κορυφή ως τη βάση του. «Πόσο κιτς θέαμα» σκέφτηκα.
«Φτάσαμε στο συγκρότημα κτιρίων, Ρόκφελερ και το διασημότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι γιορτές ξεκινούν με την έναρξη του φωτισμού του» μου εξήγησε. «Κοινώς, είχαμε βρεθεί στην πηγή του κακού» σκέφτηκα, ενώ μπροστά μας απλωνόταν ένα τεράστιο παγοδρόμιο. Την είδα να βγάζει από τον σάκο της ένα ζευγάρι ειδικά πέδιλα, ενώ με πλησίασε με συνομωτικό βλέμμα : «Θα σας πω ένα μυστικό, αλλά μη γελάσετε» «Ναι, γιατί το γέλιο κρέμεται ολημερίς από τα χείλη μου» σκέφτηκα. «Δεν γνωρίζω πατινάζ»
Και γιατί, μα τα χίλια καζάνια της Κολάσεως, με σέρνεις βραδιάτικα άμυαλη γυναίκα να τσουλήσουμε τα πόδια μας στον πάγο; Να σου πω εγώ γιατί, είσαι η μετενσάρκωση της Εύας και την βρίσκεις με το να με γελοιοποιείς!
«Κύριε Λύαμ, είστε καλά;» η φωνή της με τράβηξε από το εσωτερικό μου παραλήρημα.
«Δεν πειράζει δεσποινίς, θα μάθετε» της πέταξα κοφτά.
«Τώρα, αν σας έλεγα ότι φοβάμαι, θα εκνευριστείτε και το ξέρω»
Τότε γιατί μου το λες ελαφρόμυαλο θηλυκό; Μάλλον για να δοκιμάσεις τις αντοχές μου.
«Η αλήθεια, έναν εκνευρισμό μου τον προκαλέσατε και συγχαρητήρια δεσποινίς Αντέϊρα, ωστόσο, όπως προείπα θα μάθετε» της απάντησα και την είδα να με κοιτά παραξενεμένη.
«Εσείς ξέρετε;» με ρώτησε.
«Ω, ελάτε τώρα δεσποινίς, εσείς την σκίζετε τη λογιστική και τώρα κολλάτε στα απλά βήματα; Δεν είναι δα και πυρηνική φυσική. Για αρχή, έχω την εντύπωση πως οι τρείς νόμοι του Νεύτωνα, θα σας φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμοι» της είπα και αφού νοίκιασα και εγώ ένα ζευγάρι παγοπέδιλα, στάθηκα στην πίστα με απόλυτη ευκολία. Ευτυχώς για εμένα, οι θνητοί αδυνατούσαν να διακρίνουν πως τα πόδια μου δεν ακουμπούσαν εντελώς στο έδαφος.
Εκείνη ανασκουμπώθηκε και αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, στάθηκε απέναντί μου. Τότε, έσφιξα τα δόντια και ξεστόμισα μία αναγκαστική κουβέντα :
«Πιάστε το χέρι μου»
«Είστε απολύτως βέβαιος γι’ αυτό ;»
Όχι, είμαι απολύτως βέβαιος για το αντίθετο αυτού.
«Μην με κάνετε να το μετανιώσω» συνέχισα και την είδα να κάνει ακόμη ένα διστακτικό βήμα και να καρφώνει τη ματιά της στη δική μου. «Μα τους αμαρτωλούς, αυτή η γυναίκα δεν είχε κοιτάξει ούτε μία φορά τα σημάδια μου. Σαν να μην υπήρχαν. Με κοιτούσε πάντοτε ίσια στα μάτια, σαν να ήμουν ένας φυσιολογικός θνητός όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό την καθιστούσε το τέλειο θύμα» συλλογίστηκα και άρπαξα το χέρι της.
«Είστε σίγουρος πως δεν θα βρεθούμε και οι δύο ανάσκελα, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητας;» με ρώτησε περιπαικτικά.
«Απολύτως, αλλά ακόμη και αν πέσουμε, αυτό που θα μετρήσει στο τέλος είναι η δύναμή μας να σηκωθούμε ξανά»
Είδα το πρόσωπό της να φωτίζεται και ομολογώ πως ένιωσα το σώμα της να χαλαρώνει. Τελικά οι κουβέντες που εμπεριέχουν και ένα κρυφό, φιλοσοφικό μήνυμα μαγνητίζουν τις γυναίκες. Θα έπρεπε λοιπόν να το σημειώσω στα υπέρ μου, καθώς οι αιώνες ύπαρξής μου, με καθιστούσαν αναμφισβήτητα γνώστη χιλιάδων γνωμικών και αποφθεγμάτων. Δίχως να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα να κρατώ και τα δύο της χέρια και σιγά σιγά να μετακινούμαστε προς τα πίσω.
«Δεσποινίς, το πατινάζ είναι τέχνη. Κρύβει μέσα του τσαχπινιά, αλλάξτε τη στάση του σώματός σας, δεν κρατάτε σκούπα στο χέρι αλλά άντρα» της είπα και την είδα να γελά.
«Κύριε ό,τι και να πείτε..»
«Έχω τα μέγιστα του δίκιου, ξέρω»
«Αλλά εγώ φοβάμαι κάπως, ξέρετε με την ισορροπία» τραύλισε και τότε μου βγήκε εντελώς φυσικά, μία απαράδεκτη κουβέντα :
«Μην φοβάσαι» ψιθύρισα σχεδόν και η Αντέϊρα άξαφνα, από άγαρμπη νοικοκυρά, μετατράπηκε σε χορεύτρια των Μπολσόι.
Τελικά, οι γυναίκες διψούσαν για άντρες που τους ανέβαζαν την αυτοπεποίθηση και αν έκρινα από τη συμπεριφορά της, δεν είχε βρεθεί ακόμη ο σωστός θνητός. Ωστόσο, όπως προείπα η πολυετής εμπειρία μου και η αρχαιότητα της φύσης μου, μου είχαν φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμα, παρά το γεγονός πως αποστρεφόμουν τους ανθρώπους. Μολαταύτα, όσο περνούσε η ώρα, είχα αρχίσει να ξεχνιέμαι. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, μην σας πω και την αίσθηση ταυτότητας. Οι θνητοί γύρω μας αραίωναν όσο περνούσε η ώρα και εγώ το διασκέδαζα τολμώ να πω, όταν ένα δυνατό ουρλιαχτό με έβγαλε από τον προσωρινό μου λήθαργο. Μπροστά μας στεκόταν μία θνητή, η οποία κοιτούσε πότε το παγωμένο πάτωμα και πότε εμένα και τσίριζε. Μα γιατί; Τα μπλε σκούρα σκαρπίνια μου δεν ταίριαζαν με το λευκό πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι;
Όταν εδέησα και εγώ ο αφιλότιμος να κοιτάξω προς το παγωμένο πάτωμα, ομολογώ σοκαρίστηκα. Ο πάγος, αντανακλούσε, έστω και θολά τα είδωλά μας, μονάχα που η δική μου αντανάκλαση διόλου ανθρώπινη ήταν. Μα την μοίρα μου τη μαύρη! Η αληθινή μου μορφή αχνοφαινόταν στον πάγο και εγώ προκειμένου να αποτρέψω την απόλυτη καταστροφή που ήταν προ των πυλών, έπεσα δήθεν κάτω παραπατώντας, παρασέρνοντας μαζί και την Αντέϊρα, η οποία φαινόταν κυριολεκτικά σοκαρισμένη με την αντίδραση της γυναίκας.
«Ο Σατανάς! Τον είδα! Τρέξτε να σωθείτε, η Αποκάλυψη είναι κοντά»
Ω, μα τους Πρίγκιπες της Κόλασης υστερική γυναίκα, λες ο Πατέρας να έστελνε εμένα πρώτο για να μηνύσω την επανεμφάνισή του; Από πού τα διαβάζετε αυτά;
Ευτυχώς για εμένα, ο άντρας της την μάζεψε όπως όπως, ζητώντας μου ταπεινά συγγνώμη, ενώ η Αντέϊρα, ήταν έτοιμη να την χαστουκίσει.
«Νομίζω πως αρκετά για σήμερα» της είπα έχοντας σηκωθεί και φύγει σχεδόν τρέχοντας από το παγοδρόμιο»
Με κοίταξε προβληματισμένη.
«Τελικά οι γιορτές αποτρελαίνουν τον κόσμο. Μην ακούτε κανέναν, εγώ πέρασα τέλεια απόψε» «Στόχος επετεύχθη, καλή μου αρχή λοιπόν» σκέφτηκα.
«Παραδέχομαι πως με κάνατε να ξεχαστώ, πριν από την ομολογουμένως ιδιάζουσα παρεμβολή της καλοσυνάτης κυρίας»
«Λοιπόν..» μουρμούρισε αμήχανα «Καληνύχτα κύριε Λύαμ» μου είπε.
«Νομίζω πως το κύριε περιττεύει πλέον, καθώς επίσης και ο πληθυντικός ευγενείας» της είπα και για μία στιγμή την είδα να ξαφνιάζεται. «Καληνύχτα Αντέϊρα» τελείωσα, με το σατανικό χαμόγελο να αυλακώνει το πρόσωπό μου.


Τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο διαμέρισμά μου και άναψα ευθύς όλα τα φώτα, βρήκα έναν άντρα να κάθεται στον γωνιακό, βελούδινο καναπέ μου.
«Αλάστωρ, σαν τα χιόνια! Σου έλειψα ή μήπως επαναστάτησαν οι κολασμένοι και δεν ξέρεις πώς να τους κατευνάσεις;» τον ρώτησα στάζοντας ειρωνεία.
«Καλώς τον Αφέντη μου, τίποτε από τα δύο»
«Τότε μίλα μου καταραμένε, γιατί είχα ένα δύσκολο βράδυ» γρύλισα.
«Ε, όχι και τόσο δύσκολο αφέντη. Με γυναίκα ήσουν» μου απάντησε θρασύτατα.
Τότε, ένιωσα ξανά την οργή να με κυριεύει, ενώ η εμφάνισή μου άλλαξε, δίνοντας τη θέση της σε έναν ολόμαυρο και παραμορφωμένο άγγελο.
«Εάν τολμήσεις να με ειρωνευτείς ξανά, θα τερματίσω την ύπαρξή σου και το ξέρεις καλά πως μπορώ» τόνισα την κάθε μου λέξη.
«Ο Ασμοδαίος σε αμφισβητεί» μου πέταξε τρομοκρατημένος.
«Όπως πάντα. Έπρεπε να τον είχα δέσει, ώστε να σταματούσε να μπλέκεται στα πόδια μου όλη την ώρα, ωστόσο τον θεωρούσα αδερφό μου και μάλιστα υψηλόβαθμο κάθαρμα που θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο» του είπα, μα άξαφνα κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω του, συνειδητοποιώντας την αστεία του ανθρώπινη μορφή.
«Τα χάλια σου έχεις»
«Ευχαριστώ Αφέντη» μου απάντησε χαμογελαστά.
Ξανακοίταξα τον κοντό και παχουλό άντρα, με τη γαμψή μύτη.
«Τελικά η φυσική σου ομορφιά, σε ακολούθησε και στην ανθρώπινη μεταμόρφωσή σου» συνέχισα δείχνοντάς του με αγένεια τη μύτη του.
«Μελιστάλακτος όπως πάντα» σχολίασε ο Αλάστορας και συνέχισε «ακούω, πως πάει το σχέδιο;»
«Εκπληκτικά υποδεέστερε απατεώνα. Νομίζω πως την έχω κερδίσει. Αν δεν μας τα χαλούσε μία βαθιά θρησκευόμενη θνητή που είδε την αληθινή μου μορφή να αντανακλάται, νομίζω πως το διασκεδάζαμε κάνοντας πατινάζ» απάντησα και τον είδα να χλωμιάζει.
«Αφέντη μου, πώς είναι δυνατόν να μην γνωρίζετε πως πρέπει να αποφεύγετε οποιαδήποτε μορφή κατόπτρου;»
Έλα μου ντε; Πως ήταν δυνατόν; Παρασύρθηκα.
«Παρασυρθήκατε νομίζω»
Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, γι’ αυτό θα πας μπροστά, ατιμούτσικο δαιμόνιο.
«Η αλήθεια, έχασα την αίσθηση του χρόνου και της ταυτότητας» αρκέστηκα να του πω. «Αλλά αυτό δεν θα ξανασυμβεί»
«Το ελπίζω Αφέντη, δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στον στόχο μας» συνέχισε ο Αλάστωρ. «Πείτε μου, τι γνωρίζουμε για το θύμα μας;»
«Είναι μία ορφανή, χρεωκοπημένη με ένα δύσμορφο κατοικίδιο που φέρει το φριχτό όνομα, Μπουμπού» απάντησα
«Περιττές όλες οι πληροφορίες. Τι της αρέσει; Μία κίνηση που ας πούμε θα την κέρδιζε» συνέχισε εκείνος.
Για λίγα λεπτά έμεινα σιωπηλός.
«Να τιναχτεί η μπάνκα της αδειανής της τσέπης στον αέρα» απάντησα και αλληλοκοιταχτήκαμε συνωμοτικά. Ήμουν μεγαλοφυΐα. Γύρισα και τον κοίταξα απότομα. «Συγκατοίκους δεν δέχομαι, μονάχα ρουφιάνους. Και η σωστή σου θέση είναι πλάι στον αδερφό μου. Τσακίσου!» φώναξα και ευθύς εξαφανίστηκε.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη