Η Κυριακή είχε ξημερώσει ηλιόλουστη. Η Σιμόν είχε
αρνηθεί την πρόσκληση των γονιών της για μια πρωινή βόλτα στην εξοχή,
προφασιζόμενη πονοκέφαλο. Είχαν περάσει ήδη δύο μέρες από τότε που είχε στείλει
το γράμμα στον αγαπημένο της και δεν είχε λάβει ακόμα απάντηση. Τριγυρνούσε σα
θεριό ανήμερο μέσα στο σαλόνι, έτσι ολομόναχη καθώς ήταν. Όλοι, υπηρετικό προσωπικό και εργάτες,
έλειπαν.
Ακούστηκαν
χτυπήματα στην πόρτα. Δυσανασχέτησε καθώς αντίκρισε το γλοιώδες χαμόγελο του Καρλ
που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και την κοιτούσε.
«Καλημέρα»
της πρότεινε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια του.
Το
πήρε απρόθυμα και τον ευχαρίστησε χωρίς όρεξη.
«Να
περάσω;»
«Καλύτερα
όχι» του απάντησε ξερά «Οι δικοί μου λείπουν».
Έκανε
να κλείσει την πόρτα, μα πρόλαβε κι έβαλε το πόδι του εμποδίζοντάς την. Η Σιμόν
τον κοίταξε έκπληκτη «Πως τολμάς;»
Έσπρωξε
την πόρτα δυνατά και παραμερίζοντάς την, πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού.
«Είμαι
ο μέλλων αρραβωνιαστικός σου αγαπητή μου και αυτό μου δίνει κάθε δικαίωμα» της
είπε υπεροπτικά χωρίς να την κοιτά και αφού γύρισε προς το μέρος της «Έτσι δεν
είναι... αγάπη μου;»
Η
Σιμόν φούντωσε, μα έκανε πολύ κόπο να μην το δείξει.
«Κάνε
ότι θες» του είπε στο τέλος κι έκανε να φύγει, μα αυτός την άρπαξε δυνατά από
το χέρι. Την ανάγκασε να τον κοιτάξει και τη φίλησε παρά τη θέληση της στο
στόμα. Εκείνη αντέδρασε ενστικτωδώς και τον χαστούκισε.
«Πως
τολμάς;» φώναξε σε έξαλλη κατάσταση.
Δεν
πρόλαβε να αποσώσει τη φράση της και ο Καρλ με ένα δυνατό χαστούκι την ξάπλωσε
στο πάτωμα. Ανάσαινε βαριά και τα κόκκινα μάτια του, που θαρρείς πετούσαν
σπίθες κοιτώντας την, πρόδιδαν τη φρίκη που θα ακολουθούσε. Όρμησε επάνω της
και της έσκισε το φουστάνι. Η Σιμόν προσπάθησε να αντιδράσει, να φωνάξει μα ο Καρλ
της κατέφερε άλλο ένα δυνατό χαστούκι.
«Σκάσε
παλιοθήλυκο!» της είπε με λύσσα.
Την
άρπαξε από τον λαιμό και την έσφιξε με δύναμη «Εγώ ορίζω πλέον το αν θα ζήσεις,
ή αν θα πεθάνεις! Μ’ ακούς; Εγώ είμαι ο Θεός!»
Η
Σιμόν πάσχιζε να πάρει αέρα, πνιγόταν. Τα χέρια της έψαχναν απεγνωσμένα από
κάπου να πιαστούν μα μάταια. Τη φίλησε με πάθος στο λαιμό καθώς κατέβαζε το
παντελόνι του. Η Σιμόν πρόλαβε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή πριν μαυρίσουν όλα
γύρω της.
Είχε
μεσημεριάσει για τα καλά όταν επέστρεψαν οι δικοί της. Η Ντίτρε αναζήτησε την κόρη
της και παραξενεύτηκε που δεν ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της. Ανέβηκε στο
δωμάτιο της, χτύπησε την πόρτα μα δεν πήρε απάντηση. Άνοιξε και μπήκε μέσα. Βρήκε
την κόρη της όρθια, μπροστά στο παράθυρο με γυρισμένη την πλάτη και τα χέρια
πιασμένα μπροστά στην κοιλιά της.
«Γιατί
δεν απαντάς που σε φωνάζω;»
Καμία
απάντηση. Η Ντίτρε παραξενεύτηκε και θύμωσε ταυτόχρονα. Την πλησίασε και την
άρπαξε από το χέρι «Σου μιλάω νεαρή!»
Της
ξέφυγε μια μικρή τσιρίδα καθώς είδε το μελανιασμένο πρόσωπο της κόρης της «Τι σου
συνέβη Simone; Τι έγινε;»
Δεν
της απάντησε και προσπάθησε να αποστρέψει το πρόσωπό της, μα η μητέρα της δεν
την άφησε. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα «Πες μου ψυχή μου. Τι έγινε;» είπε
τώρα με φωνή γεμάτη συμπόνια καθώς είδε τα κλαμένα της μάτια.
Τίναξε
τα χέρια από πάνω της και αγρίεψε «Αυτό το κτήνος, ο Καρλ!»
Την
κοίταξε απορημένη δίχως να καταλαβαίνει.
«Με
βίασε μητέρα!»
Η
Ντίτρε πισωπάτησε τρομαγμένη και έκλεισε το στόμα με την παλάμη της.
«Όχι»
ψιθύρισε καθώς η Simone έκρυβε το κεφάλι μέσα στα χέρια της.
Η
ταραχή της μητέρας κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Ξάφνου, ξαναβρήκε την
αυτοκυριαρχία της, πήρε βαθιά ανάσα και ύψωσε το ανάστημα της. Το βλέμμα της
έγινε ξανά αγέρωχο, υπεροπτικό.
«Σκούπισε
τα μάτια σου και κατέβα κάτω» ανακοίνωσε «Το μεσημεριανό σερβιρίστηκε».
Η
Σιμόν σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε έκπληκτη τη μητέρα της «Μητέρα άκουσες
τι σου είπα; Ο Καρλ, αυτό το κτήνος που προορίζετε για άντρα μου με βίασε!»
Η
Ντίτρε προσπάθησε να φανεί συγκρατημένη «Σου είπα να ετοιμαστείς. Ο πατέρας σου
περιμένει στην τραπεζαρία».
Η
Σιμόν την έπιασε από το μπράτσο με δύναμη, μα αυτή την έκοψε με ένα αδυσώπητο
βλέμμα «Πάρτο απόφαση μικρή! Αυτός που αποκαλείς κτήνος, θα γίνει άντρας σου.
Αυτός πλέον ορίζει τη μοίρα σου».
Κοίταξε
τη μητέρα της χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτά που άκουγε. Το ύφος της Ντίτρε ξανάγινε
αλαζονικό «Φρόντισε να σουλουπωθείς λίγο πριν κατέβεις. Θα πούμε στον πατέρα
σου ότι είχες ένα μικρό ατύχημα βγαίνοντας στον κήπο».
Η
νύχτα ήταν ιδιαίτερα καυτή για την εποχή. Η Ντίτρε μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά,
κάνοντας έναν πρόχειρο κότσο και ξάπλωσε στο ευρύχωρο, διπλό κρεβάτι. Το
περισσότερο από όσο χρειαζόταν κλειστό ως τον λαιμό νυχτικό της κολλούσε
κυριολεκτικά πάνω στο σώμα της. Πάντα ήταν άτολμη, τόσο στο ντύσιμο, όσο και
στη ζωή της. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό ένιωθε πολύ μειονεκτικά, δίχως ωστόσο
να το παραδέχεται. Η εβραϊκή καταγωγή της, η οποία δεν έπρεπε με τίποτα να
μαθευτεί, αποτελούσε τροχοπέδη. Ο σύζυγός της δεν παρέλειπε να της την
υπενθυμίζει κάθε φορά που θεωρούσε ότι εκείνη είχε αλόγιστη ή ανάρμοστη
συμπεριφορά.
Την
ώρα που σκέπαζε το κορμί της με το σεντόνι, πέρασαν από μπροστά της όλες οι
προηγούμενες σκηνές με τη Σιμόν, σαν καλομονταρισμένη ταινία μικρού μήκους. Η
πάλη λογικής, αγάπης κι ευαισθησίας ήταν τιτάνια. «Ίσως έφτασε η στιγμή να
φερθείς για μια φορά στη ζωή σου παλικαρίσια Ντίτρε» μονολόγησε σχεδόν δυνατά.
Εξάλλου, ποιος θα την άκουγε, αφού ο άνδρας της διασκέδαζε για άλλη μια φορά με
τις "παρδαλές" στα καμπαρέ!
Οι
Ερινύες την περικύκλωσαν και με γλώσσες πύρινες άρχισαν να της γλείφουν ηδονικά
τα αυτιά, ψιθυρίζοντας ακατάπαυστα «Τι σόι μάνα είσαι εσύ; Τη βίασε και το
δέχεσαι, το παρακάμπτεις έτσι απλά; Είσαι άξια κόρη του θανάτου! Δείξε τόλμη κι
ακολούθα το σοκάκι του αιώνιου ύπνου!» Σαν υπνωτισμένη αποδεσμεύτηκε από το
νυχτικό της και κατευθύνθηκε προς το ήδη μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν ακούστηκε η
παραμικρή κραυγή κατά την πτώση της. Ένα κοράκι χαμήλωσε με πρόθεση να βάψει
κόκκινο το ράμφος του. Εξάλλου υπήρχε άφθονο φρέσκο αίμα...
Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου
Ηλίας Στεργίου