ΞΕΦΩΤΟ ΛΟΥΞΙΑ
Η ΛΥΡΙΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΏΡΕΣ βρισκόταν
ανάμεσα στην Μία και τον Σάντεν ψέλνοντας προσευχές σε μια αρχαία, μαγική
γλώσσα. Η μάγισσα είχε τοποθετήσει μπροστά της ένα μεγάλο σακί που εμπεριείχε
πολυάριθμους μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Όσο έψελνε γέμιζε της χούφτες της με
τα μικρά θραύσματα και μετά τα άφηνε να χυθούν ξανά μέσα στο δερμάτινο σακί. Αν
η Μία είχε καταλάβει καλά, η Λύριο επαναλάμβανε ξανά και ξανά την ίδια
προσευχή. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί χρειαζόταν τόσος χρόνος για την
δημιουργία αυτού του δεσμού, όμως έκανε υπομονή.
Οι μακριές καστανές μπούκλες της Μία
χόρευαν γύρω της όσο εκείνη κινούταν νευρικά πέρα δώθε. Ο Σάντεν είχε
σταματήσει να ασχολείται με την βαρετή τελετή της Λύριο και είχε κουλουριαστεί
στο έδαφος. Δεν κοιμόταν. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και παρατηρούσαν την
αραιή θαμνώδη βλάστηση. Μέσα στα πολυάριθμα μικρά φύλλα κρύβονταν διάφορα είδη
ζώων. Ο Σάντεν κάθε φορά που τα ανίχνευε ετοιμαζόταν να τα κυνηγήσει και τότε η
Μία έπρεπε να τον ηρεμήσει και να τον κρατήσει κοντά της. Τα πέλματα της
κοπέλας πονούσαν από τις ώρες που στεκόταν όρθια. Αναστέναξε και κάθισε κάτω
όπως είχε κάνει πολύ ώρα πριν ο λευκός της δράκος. Το κορίτσι και το φτερωτό
πλάσμα κοιτάχτηκαν βαθειά στα μάτια. Μέσα σε αυτή τη σιωπηλή επικοινωνία
συμφώνησαν πως και οι δύο ζούσαν μία πληκτική στιγμή της ζωής τους. Ύστερα ο
Σάντεν τεντώθηκε, ακούμπησε το σαγόνι του πάνω στο έδαφος και έκλεισε τα μεγάλα
μάτια του. Ένας βρυχηθμός που έμοιαζε με αναστεναγμό έκανε την Μία να
ανασηκωθεί ανήσυχη. Τόση ώρα ο δράκος ήταν σιωπηλός και η κοπέλα δεν περίμενε
να ακούσει τον βρυχηθμό του, έτσι ταράχτηκε.
«Μούντους!» Φώναξε η Λύριο και η
ήδη ταραγμένη Μία πετάχτηκε όρθια αυτή τη φορά.
Κοίταξε την γυναίκα με τα μπλεγμένα,
μακριά, καστανά μαλλιά, σαστισμένη. Για αυτή τη τελετή είχε φορέσει ένα βυσσινί
φαρδύ φόρεμα που σερνόταν στο έδαφος. Στη μέση της είχε τοποθετήσει μία καφετί
ζώνη που ήταν διακοσμημένη με ένα βυσσινί πετράδι. Προς έκπληξη της Μία, η
γυναίκα είχε πλούσιο ντεκολτέ, απλά δεν το αναδείκνυε η προηγούμενη φορεσιά
της. Αυτό το φόρεμα όμως αντιθέτως, ήταν αποκαλυπτικό. Τα μάτια της Λύριο ακόμη
τρόμαζαν την Μία. Η απόχρωσή τους ήταν ξένη και το μέγεθός του εσωτερικού των
ματιών τους ήταν τόσο μεγάλο που σχεδόν δεν άφηνε χώρο για το λευκό γύρω του.
Όσο πιο πολύ την κοιτούσε όμως, τόσο την συνήθιζε. Παρόλα αυτά δεν πίστευε πως
θα ένιωθε ποτέ πραγματική οικειότητα κοιτάζοντας την γυναίκα. Επίσης, πάντα θα
απέφευγε να κοιτάζει τα μάτια της.
Με την τελευταία κραυγή που είχε βγάλει η
γυναίκα ξεκίνησε να σχηματίζεται μία κρυστάλλινη αλυσίδα στον αέρα μπροστά της.
Τα μικρά θραύσματα ξεκίνησαν να ενώνονται να σχημάτισαν μία χοντρή αλυσίδα.
Περισσότερα θραύσματα αιωρήθηκαν και επέκτειναν την αλυσίδα προς δύο πλευρές.
Το ένα άκρο της σχηματιζόμενης αλυσίδας πλησίαζε την Μία, και το άλλο τον
Σάντεν. Ο δράκος σηκώθηκε πανικόβλητος και ούρλιαξε θυμωμένα στην αλυσίδα που
κινούταν απειλητικά προς το μέρος του. Η Μία ένιωσε πως η καρδιά της παλλόταν
πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε στο στήθος της, αλλά έμεινε ακίνητη. Η Αλυσίδα ήταν
πλέον τόσο μεγάλη, που ακουμπούσε το δέρμα της Μία και τις φολίδες του Σάντεν.
Τότε, η Μία σκέφτηκε πως ο δεσμός ανάμεσά τους είχε σχηματιστεί. Την ίδια
στιγμή ένα σμήνος θραυσμάτων ενώθηκε με την αλυσίδα και τρύπωσε μέσα στο δέρμα
της Μία. Η κοπέλα ούρλιαξε από τον πόνο και με έκπληξη είδε πως δεν ανέβλυζε
αίμα από το στέρνο της. Η αλυσίδα συνέχιζε να σχηματίζεται βαθύτερα μέσα στο
σώμα της, πλησιάζοντας την καρδιά της. Το ίδιο συνέβαινε και με τον δράκο που
ούρλιαζε μανιωδώς και κουνούσε τα φτερά του. Τα θραύσματα είχαν διαπεράσει με
κάποιον τρόπο τις σκληρές φολίδες του και αισθανόταν πόνο. Η Μία μπορούσε να
νιώσει τα κοφτερά διαμάντια να τρυπάνε το εσωτερικό του σώματός της και να
τυλίγουν την καρδιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σε μια προσπάθεια να σταματήσει
να πονάει. Ούρλιαξε ξανά ανίκανη να ελέγξει τον εαυτό της και κοίταξε με ένα
βασανισμένο βλέμμα την Λύριο. Η γυναίκα σήκωσε τα χέρια της στον αέρα, στο ύψος
της αλυσίδας και την άγγιξε. Το κορίτσι παρατήρησε πως δεν υπήρχαν άλλα
διαμαντένια θραύσματα στον αέρα. Μάλλον είχε ολοκληρωθεί ο οδυνηρός σχηματισμός
της αλυσίδας. Η Λύριο έκλεισε τα μάτια της.
«Σιένα». Ψιθύρισε και η αλυσίδα
θρυμματίστηκε.
Όλα τα κομματάκια που είχαν ενωθεί για να
την σχηματίσουν χωρίστηκαν σε χιλιάδες άλλα μικρότερα. Εκεί που υπήρχε πριν ένα
δευτερόλεπτο η αλυσίδα, τώρα υπήρχε μία διαμαντένια σκόνη που είχε απομείνει
από τα τεμαχισμένα θραύσματα. Η σκόνη διασκορπίστηκε γύρω και η Μία έκλεισε τα
μάτια της τρομαγμένη. Όταν η σκόνη είχε σκορπιστεί η κοπέλα συνειδητοποίησε πως
μαζί με την αλυσίδα, είχε εξαφανιστεί και ο πόνος στο στήθος της. Κοίταξε το
σημείο του δέρματός της το οποίο είχαν διαπεράσει τα μικροσκοπικά διαμάντια. Τα
μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έφερε το χέρι της σε εκείνο το σημείο. Είναι
άθικτο, είπε στον εαυτό της ανίκανη να το συνειδητοποιήσει. Κοίταξε τον Σάντεν
και εκείνος έβγαλε ένα βροντερό ουρλιαχτό από τα σαγόνια του, μαζί με ένα πυκνό
σύννεφο καπνού.
«Θύμωσες». Του είπε με κομμένη
την ανάσα ακόμα. Εκείνος κουλουριάστηκε εκεί που καθόταν ξανά, μόνο που αυτή τη
φορά προτίμησε να έχει την πλάτη του στραμμένη προς την Μία. «Σε ευχαριστώ».
Του είπε εκείνη και συνέχισε να τον κοιτάζει προσεκτικά. Το κεφάλι του δράκου
γύρισε προς το μέρος της, και το ένα μεγάλο μάτι του την κοίταξε. Το φολιδωτό
βλέφαρό του ανοιγόκλεισε με κατανόηση και η Μία χαμογέλασε. Σηκώθηκε όρθια και
πήγε προς το μέρος του. Έπεσε πάνω του άγαρμπα και εκείνος άνοιξε το φτερό του
και την κράτησε πάνω του. «Το ήξερα ότι θα με συγχωρέσεις!» Του φώναξε εκείνη
χαρούμενα και γέλασε. Ο Σάντεν κοίταξε μακριά της αδιάφορα όμως έφερε το σώμα
της στο φτερό που είχε απλωμένο στο έδαφος και την σκέπασε με το άλλο.
Η Λύριο κοίταξε το κορίτσι και τον δράκο,
που είχαν σχεδόν ξεχάσει την παρουσία της, και χαμογέλασε. Έκλεισε το σακί με
τα εναπομείναντα θραύσματα, δένοντας τον λαιμό του με ένα σκοινί. Σήκωσε τον
σάκο και τον κράτησε στην αγκαλιά της. Αγνάντεψε το ξέφωτο με τα αραιά και
θαμνώδη φυτά μέχρι που βρήκε τον Κλέιν, τον αδερφό της. Εκείνος καθόταν με το
σώμα του ακουμπισμένο σε έναν κορμό δέντρου. Γύρω από το μικρό ξέφωτο υπήρχαν
αρκετά ψηλά, γέρικα δέντρα με παχιούς κορμούς. Ο Κλέιν είχε προτιμήσει να
παρακολουθήσει την τελετή κοντά σε έναν από αυτούς. Ο μαύρος μανδύας του δεν
ήταν κουμπωμένος. Μέσα από αυτόν ξεπρόβαλε το μαύρο αρχοντικό πουκάμισο και το
παντελόνι που ήταν φτιαγμένο από χοντρό ύφασμα. Τα ρούχα του δεν ακολουθούσαν
την γραμμή του σώματός του, αφού ήταν πολύ λεπτοκαμωμένος για να ταιριάξει με
αυτά. Ο μανδύας του δεν ήταν πολύ συνηθισμένος. Στο πάνω μέρος είχε κουκούλα
για να κρύβει το πρόσωπό του μέσα στις σκιές, αλλά είχε και γιακά. Ο γιακάς
ήταν χοντρός και αρκετά μακρύς και βρισκόταν έξω από την μεγάλη κουκούλα. Ήταν
έτσι φτιαγμένος ώστε να είναι πάντα γερμένος προς τα πάνω και να τυλίγει
κυκλικά το μισό κεφάλι του Κλέιν. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ήταν δύσκολο να
τον δει κανείς, λόγω του σκουρόχρωμου ρουχισμού του. Η Λύριο προχώρησε προς το
μέρος του. Έφτασε κοντά του και κάθισε με έναν παραπονεμένο ήχο πάνω σε μια από
τις χοντρές ρίζες του δέντρου που εξείχαν από το έδαφος. Ο Κλέιν την κοίταξε
και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.
«Θα έρθεις και εσύ στο Μέινλοουν,
αδερφή;» Την ρώτησε και η γυναίκα τον κοίταξε δύσπιστα και ύστερα χαχάνισε.
«Πρέπει να προετοιμαστώ και εγώ
για τον πόλεμο. Η μαγεία απαιτεί χρόνο και αφοσίωση. Το μαγαζί μου με
χρειάζεται». Του ανακοίνωσε εκείνη και χάιδεψε την γάτα της.
Η γάτα δεν είχε αποχωρήσει ούτε στιγμή από
κοντά της. Όταν είχαν φύγει από το μαγαζί, ήταν η πρώτη που είχε ξετρυπώσει από
εκεί. Ακόμη και όταν η Λύριο δεν της έδινε καθόλου σημασία η κυρία Γκόλντεν,
την ακολουθούσε κατά πόδας. Σε όλη την διάρκεια της τελετής η μικρόσωμη γάτα
ήταν κουλουριασμένη δίπλα στην γυναίκα και κοιμόταν βαριά. Όταν η Λύριο είχε
ολοκληρώσει τον μαγικό δεσμό ανάμεσα στην Μία και τον Σάντεν, η γάτα είχε ξυπνήσει
και είχε πάει μαζί της στον Κλέιν. Τώρα τριβόταν πάνω στο βυσσινί της φόρεμα
και νιαούριζε παραπονιάρικα, απαιτώντας λίγη προσοχή. Ήταν προφανές πως το
όνομά της οφειλόταν στο ξανθό της χρώμα. Εκείνο καταλάμβανε το μισό της σώμα.
«Θυμάσαι πώς παίζαμε όταν ήμασταν
μικροί;» Είπε ο Κλέιν στην Λύριο και της τράβηξε την προσοχή σαν μαγνήτης. Η
γυναίκα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
«Ναι. Κρυβόμασταν μέσα στην
καταπακτή, που ήταν έξω στην αυλή, και όποτε ερχόταν η μητέρα μας την
τρομάζαμε». Είπε εκείνη γελώντας. Ο Κλέιν χαμογέλασε και το χαμόγελο άγγιξε τα
μάτια του.
«Τότε νόμιζες πως το σάλι της
γιαγιάς σε έκανε να μοιάζεις με φάντασμα». Της θύμισε με έναν πειρακτικό τόνο.
«Τόσο ανίδεη ήσουν». Τότε γέλασε με την ανάμνηση της μικρής αδερφής του. Η
Λύριο αρχικά γέλασε, μετά όμως το βλέμμα της σκιάστηκε από θλίψη.
«Δεν ήταν όμως τότε πολύ μακριά η
μέρα που απέκτησα αυτά τα μάτια». Είπε και κοίταξε την γάτα της που τώρα
προσπαθούσε ανεπιτυχώς να σκαρφαλώσει
στον ώμο της. Ο Κλέιν χάιδεψε το μπράτσο της και δεν άφησε την θλίψη της να
παρασύρει μακριά το χαμόγελό της.
«Αγαπημένη μου, όλα γίνονται για
κάποιον λόγο. Τα μάτια σου, σου δίνουν την δύναμη να βλέπεις το παρόν, το
παρελθόν και το μέλλον». Η Λύριο κούνησε νευρικά το σώμα της στο άκουσμα των
λέξεών του, και μετά γέλασε σκληρά.
«Δεν είναι και πολύ όμορφο να
γνωρίζει πώς και πότε θα πεθάνει κανείς». Είπε και ο Κλέιν αναγκάστηκε να πάρει
ένα πιο σοβαρό ύφος.
«Είναι κάτι που έχεις δει και δεν
μου έχεις πει αδερφή;» Ρώτησε απαιτητικά ο άντρας με το σκελετωμένο πρόσωπό και
τα μεγάλα μάτια. Η Λύριο για μια στιγμή κοίταξε τα μάτια του και δίστασε.
«Δεν είναι εδώ τόπος για να
μιλήσουμε για το χάρισμά μου, έχεις πει πως θες να μένει κρυφό». Του απάντησε
τελικά και σηκώθηκε όρθια. «Θα συναντηθούμε ξανά αδερφέ μου, πριν περάσει πολύς
καιρός». Ο Κλέιν βιάστηκε να την προφτάσει και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Λίγο πριν την αφήσει να φύγει όμως έφερε τα χείλη του στο αυτί της.
«Μην ξεχνάς πως εγώ είμαι η
οικογένειά σου. Δεν μπορείς να κρατάς μυστικά από εμένα». Η φωνή του ήταν
σιγανή και απειλητική και η Λύριο ανατρίχιασε στο άκουσμά της. «Δεν είσαι
μόνη!» Της είπε τελικά όσο απομακρυνόταν με ένα μεγαλοπρεπές χαμόγελο.
Η Λύριο προχώρησε προς την αποκοιμισμένη
Μία και τον δράκο φύλακά της. Όταν πλησίασε πολύ ο δράκος βρυχήθηκε απειλητικά
και το κορίτσι στην αγκαλιά του μισάνοιξε τα μάτια του ενοχλημένο. Μόλις είδε
το πρόσωπο του Σάντεν και ύστερα της Λύριο, ανασηκώθηκε. Τέντωσε τον λαιμό της
και βρήκε τον Κλέιν, μερικά βήματα πίσω από την γυναίκα με τα περίεργα μάτια. Χωρίς
να μιλήσει στα δύο αδέρφια, συνέχισε να αγναντεύει το ξέφωτο αναστατωμένη.
«Ο Εστέφαν, που είναι;» Ρώτησε
πανικόβλητη. Αν έχει δραπετεύσει θα ευθύνομαι εγώ που έλυσα το σχοινί του. Ο
πατέρας μου θα με σκοτώσει. Οι σκέψεις της Μία ήταν το ίδιο πανικόβλητες με την
φωνή της. Η Λύριο άφησε ένα κελαριστό γέλιο να ξεχυθεί από τον λαιμό της.
«Κορίτσι μου, μην ανησυχείς. Αυτό
το αγόρι δεν θα προσπαθήσει να δραπετεύσει, ούτε κατά διάνοια». Η Μία κοίταξε
αινιγματικά την Λύριο, χωρίς να μπορεί να καταλάβει από πού αντλούσε την
σιγουριά της. «Όλοι στον βορρά γνωρίζουν καλά τον Κλέιν. Ρώτα τον Εστέφαν από
ποια πόλη κατάγεται». Της πρότεινε η Λύριο και η κοπέλα ένιωσε μία έκρηξη θυμού
να λαμβάνει μέρος μέσα της. Πετάχτηκε όρθια και πλησίασε τον λεπτοκαμωμένο,
όμως αρκετά ψηλό, άντρα.
«Σε ήξεραν τρεις χωρικοί από το
χωριό Στορμ, και ένιωθαν φόβο για εσένα». Ξεκίνησε να του λέει απειλητικά.
«Τώρα η αδερφή σου λέει πως όλος ο Βορράς σε γνωρίζει καλά. Αλλά για να
προκαλείς αρκετό φόβο σε κάποιον ώστε να εγκαταλείπει οποιοδήποτε σχέδιο
απόδρασης, αυτό που ξέρει είναι κακό. Δεν μου αρέσεις Κλέιν Έστιαλορ». Τώρα
ακουμπούσε τον δείκτη της στο στέρνο του και εκείνος γελούσε με ευθυμία. «Και
όσο κι αν κρύβεσαι πίσω από τους ευγενικούς και όμορφους τρόπους, δεν πρόκειται
να σε εμπιστευτώ». Πήρε το χέρι της μακριά από τον άντρα και ξεκίνησε να φεύγει
μακριά του. «Εκτός και αν.». Τώρα του μιλούσε χωρίς να τον κοιτάζει. «Αν μου
αποκαλύψεις αυτήν την παράξενη ιστορία που προκαλεί φόβο στους ανθρώπους». Του
είπε τελικά όταν είχε προσπεράσει ακόμη και τον δράκο της.
«Μου αρέσει αυτό σε εσένα Μία».
Της είπε ο άντρας με δυνατή φωνή. «Είσαι τόσο πεισματάρα και δυναμική, που ποτέ
δεν αρκείσαι με κάτι λιγότερο από αυτό που θέλεις». Συνέχισε και η κοπέλα
μόρφασε υπεροπτικά ενώ εξακολουθούσε να απομακρύνεται. Να είσαι σίγουρος πως θα
μάθω αυτό που θέλω, λοιπόν, σκέφτηκε αποφασιστικά η Μία.
Ράνια Ταλαδιανού