Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 7)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ η Σελήνη φεγγοβολούσε στον νυχτερινό ουρανό. Μα ένιωθε μοναξιά καθώς έβλεπε όλα τα αστέρια του ουρανού να λαμπυρίζουν μόνα, τυλιγμένα στο σκοτάδι. Εκείνη τη νύχτα, η Σελήνη αναζήτησε στην αγκαλιά του σύμπαντος για ένα και μόνο ένα άτομο. Είχε ανάγκη να βρει κάποιον που να την καταλάβει. Κάποιον που με ένα μόνο βλέμμα θα μπορούσε να διώξει μακριά το αίσθημα μοναξιάς που την κατέκλυζε. Η ώρα περνούσε, κι η Σελήνη παρέμενε μόνη, άδεια. Τελικά αποφάσισε πως η προσπάθειά της ήταν μάταιη. Σταμάτησε να ταξιδεύει στον ουρανό.
    Ένα μικρό αστέρι που τρεμόφεγγε δίπλα της, ψιθύρισε κάτι. Μίλησε για κάποιον που ονομαζόταν Ήλιος. Η Σελήνη βιάστηκε κοντά του για να ακούσει καλύτερα τι είχε να πει. Το αστέρι της διηγήθηκε την ιστορία εκείνου του λαμπερού, φλογερού πλανήτη. Της εξήγησε πως εκείνος σκορπούσε χαρά και φως σε όλο το σύμπαν. Εκείνος ήταν που φώτιζε όλα τα αστέρια του ουρανού. Η μνήμη της Σελήνης την γαργάλησε. Θυμήθηκε εκείνο τον μεγάλο πλανήτη για τον οποίο μιλούσε το αστέρι. Ήταν εκείνη η φλεγόμενη σφαίρα που παλιότερα είχε προσπαθήσει να προφτάσει. Μα όποτε τον πλησίαζε και έφτανε στο σημείο που ήταν, εκείνος βρισκόταν ξανά μίλια μακριά. Για εκείνη ήταν απλά μια μακρινή ψευδαίσθηση. Αλλά τώρα που αναζητούσε κάποιον για να μιλήσει και να την απαλλάξει από τη μοναξιά, ο Ήλιος ήταν μια ελπίδα.
    Έτσι η Σελήνη ξεκίνησε να ακολουθεί τον λαμπερό Ήλιο, που την τύφλωνε με την ομορφιά του. Κάθε μέρα βρισκόταν και λίγο πιο κοντά του. Κάθε νύχτα, ένιωθε μόνη καθώς κοίταζε τα μυριάδες αστέρια γύρω της. Πέρασε καιρός, όμως τελικά έφτασε σε εκείνον. Ολόκληρος ο ουρανός σκοτείνιασε καθώς όλο το φως του Ήλιου τύλιξε τη Σελήνη. Ο Ήλιος την κοίταζε θαμπωμένος από την ομορφιά της. Ενώ φωτιζόταν, η λευκή Σελήνη έμοιαζε με κρύσταλλο, εύθραυστο μα μοναδικό. Ολόκληρος ο ουρανός ήταν μαύρος γύρω της. Τα αστέρια είχαν σβήσει μπροστά στο φως της Σελήνης. Και ο Ήλιος δεν μπορούσε να αποτραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Έμειναν για ώρες ακίνητοι, μετέωροι μέσα στην αγκαλιά του ουρανού.
    Η Σελήνη, που είχε ερωτευτεί παράφορα τον Ήλιο, του ζήτησε να φύγει. Ο Ήλιος την πλησίασε μα εκείνη απομακρύνθηκε κλαίγοντας με αναφιλητά. ‘Δεν μπορώ να ανασάνω’ του είπε. Η θέρμη του ήταν τόσο πολλή για εκείνη, που την σκότωνε. Ο Ήλιος απομακρύνθηκε από την αγαπημένη του και φώτισε ξανά τον ουρανό. Ένιωθε σαν να πέθαινε καθώς το φως που έκανε την Σελήνη να λάμπει, έφευγε από μέσα της. Τελικά δεν μπορούσε να την δει πουθενά. Το σκοτάδι την είχε πνίξει κι ο Ήλιος αγωνιούσε για την αγαπημένη του. Από τότε, κάθε νύχτα την συναντούσε. Έμενε κοντά της και την φώτιζε, την στόλιζε σαν διαμάντι στον ουρανό. Αλλά κάθε μέρα πέθαινε για να την αφήσει να κρυφτεί στις σκιές του σύμπαντος.’
    Η Άισλιν άφησε το απόκομμα που ήταν κουρνιασμένο ανάμεσα στις κιτρινωπές σελίδες του βιβλίου και αναστέναξε. Τα γράμματα του χαρτιού αυτού διέφεραν από εκείνα του βιβλίου. Δεν ήταν χειρόγραφο. Αλλά κάπως είχε καταλήξει στην αγκαλιά του μικρού σκονισμένου βιβλίου που είχε στα χέρια της. Ένα αχνό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη της ύστερα από το ρομαντικό απόκομμα. Μέσα από το παραμύθι της Σελήνης και του Ήλιου είχε καταλάβει το νόημα της αγάπης. Μπορούσε να δει πως κάθε ιστορία έκρυβε πόνο. Αυτό ήταν αναπόφευκτο. Η Σελήνη ένιωθε πόνο όταν ήταν μόνη και ένιωσε ξανά πόνο όταν βρήκε τον Ήλιο. Μα τότε ο Ήλιος μοιράστηκε μαζί της τον πόνο. Αυτό ήταν η αγάπη λοιπόν.
    Όσο κι αν είχε εξοργιστεί με τον Κίλιαν, τώρα αισθανόταν ήρεμη. Ακόμη μισούσε τους μάγους. Μα ήταν κι εκείνη ένας από αυτούς. Είχε αποφασίσει πως θα γινόταν διαφορετική από εκείνους. Θα χάραζε ένα δικό της μονοπάτι, διαφορετικό από όσα είχε ήδη δει. Ακόμη και ο Ήλιος με τη Σελήνη είχαν βρει κάποιον τρόπο για να είναι μαζί. Αναστέναξε χαρούμενη. Είσαι ίδια με τη μητέρα σου αυτή τη στιγμή. Της ανακοίνωσε η Άισλιν που κρυβόταν μαζί με τις αναμνήσεις της μέσα στο κεφάλι της. Η κοπέλα μόρφασε ενοχλημένα που ο εαυτός της είχε βρει τρόπο να της μιλήσει μέσα στις σκέψεις της. Μην το κάνεις αυτό. Μούγκρισε μέσα στο μυαλό της. Η απάντηση ήταν ησυχία. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Ένας κρότος πάνω στη πόρτα προειδοποίησε την Άισλιν πως κάποιος έμπαινε μέσα στο δωμάτιο. Έκρυψε γρήγορα το βιβλίο κάτω από τα σκεπάσματα και ανακάθισε.
«Ενοχλώ;» Ρώτησε κοφτά η Σύλβια ενώ χωνόταν μέσα στο δωμάτιο και καθόταν πάνω στο κρεβάτι. Εκείνη ρουθούνισε ενοχλημένα μα κράτησε το πρόσωπό της ανέκφραστο.
«Μπορούσες να χτυπήσεις απλά την πόρτα αν ανησυχούσες πως θα ενοχλήσεις». Η γλώσσα της έτρεχε κοφτερή κι εκείνη δεν προλάβαινε να την σταματήσει. Η Σύλβια γέλασε πανούργα και έπιασε το σαγόνι της Άισλιν. Πίεσε τα νύχια της μέσα στο δέρμα της ζουπώντας το.
«Κορίτσι μου πρόσεχε πως μιλάς σε άτομα σαν κι εμένα». Άφησε το πρόσωπό της Άισλιν και χαμογέλασε σαν να είχε ξεχάσει ότι είχε μόλις συμβεί. «Λοιπόν δεν ξεκινήσαμε καλά». Ανακοίνωσε εύθυμα. «Είμαι η Σύλβια και ότι με χρειαστείς είμαι στη διάθεσή σου. Είμαι πολύ δυνατή μάγος.».
«Δεν με απασχολεί το είδος της μαγείας με το οποίο ασχολείσαι». Είπε η Άισλιν αδιάφορα και κοίταξε τον ασημένιο πολυέλαιο με τους περίτεχνους κρυστάλλους. Τα μάτια της Σύλβια έλαμψαν ενοχλημένα. Κόρδωσε το καμπυλόγραμμο κορμί της και τίναξε τα μαλλιά της πίσω από τον γυμνό ώμο της.
«Τι είδος μαγείας σε ενδιαφέρει;» Ρώτησε υπομονετικά.
«Αυτό θα το συζητήσω με τον Κίλιαν, αλλά σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Μόλις άκουσε τα λόγια της Άισλιν η γυναίκα κοκκίνισε από την οργή της.
«Άισλιν». Είπε με γαλήνια φωνή. «Μην ξεγελιέσαι από τη καλοσύνη μου. Φέρσου μου με λίγο σεβασμό αν θες να τα πάμε καλά». Η φωνή της ξεκινούσε να γίνεται ολοένα και πιο δυνατή. «Γιατί ο Κίλιαν μπορεί να μην θέλει να πάθεις κακό, αλλά εγώ δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτό!» Της τσίριξε. «Και αν νομίζεις πως είσαι σημαντική για εκείνον κάνεις λάθος. Πόσο καιρό τον ξέρεις; Δέκα μέρες;» Η Σύλβια έσταζε δηλητήριο και μέσα στην καρδιά της Άισλιν κόχλαζε οργή. «Εγώ τον ξέρω δέκα χρόνια». Είπε ειρωνικά. Τα μάτια της εξέπεμπαν ευχαρίστηση καθώς ολόκληρο το υπνοδωμάτιο ξεκίνησε να ταρακουνιέται. Η Άισλιν δεν μπορούσε να ελέγξει τη μαγεία της όταν αισθανόταν πολλή ένταση. «Και τον ξέρω τόσο καιρό που σε διαβεβαιώνω πως δεν έχει καρδιά. Γι’ αυτό μην τρέφεις μάταιες ελπίδες». Σηκώθηκε και ξεκίνησε να περπατάει προς τη πόρτα.
    Άφησε το σεισμόπληκτο δωμάτιο και την εξοργισμένη Άισλιν πίσω της και προχώρησε στο γραφείο του Κίλιαν. Η Άισλιν ένιωθε πως το μυαλό της ήταν μουδιασμένο. Οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες και οι φωνές στο κεφάλι της τρύπαγαν τα τύμπανά της, μάτωναν τα αυτιά της. Δεν ήθελε να δεχτεί ότι ο Κίλιαν δεν είχε καρδιά. Δεν μπορούσε. Το ένστικτό της έλεγε το αντίθετο. Όμως η γυναίκα έσταζε δηλητήριο μέσα στις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο η Άισλιν. Έδιωξε κάθε κακιά σκέψη που ήθελε να φυτέψει μέσα στο μυαλό της η Σύλβια. Το δωμάτιο ακόμη έτρεμε από τη μαγεία της. Τα τζάμια έσπασαν και απλώθηκαν στο πάτωμα. Η Άισλιν βαριανάσανε, και οι κρύσταλλοι του πολυελαίου αιωρήθηκαν στη μέση του δωματίου.
«Κάνεις λάθος!» Ούρλιαξε στη Σύλβια καθώς έκλεινε τη πόρτα πίσω της.
    Το γέλιο της μετατράπηκε στην σκανδάλη της οργής της Άισλιν. Οι κρύσταλλοι του πολυελαίου που αιωρούνταν, έσκισαν τον αέρα και τρύπησαν το ξύλο της πόρτας. Δεκάδες κρύσταλλοι ήταν καρφωμένοι πάνω στο ξύλο. Η Άισλιν τους κοίταξε αποσβολωμένη. Σιγά σιγά το δωμάτιο σταμάτησε να τρεμουλιάζει. Και η κοπέλα κοίταξε το κατακερματισμένο τοπίο που την περιέβαλλε.
«Υπέροχα». Μουρμούρισε.
    Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε για άλλη μια φορά. Ο Κίλιαν εξέτασε τον κατεστραμμένο χώρο και αναστέναξε. Έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε «Ρουζίρι όνουε γκι» και όλα στο δωμάτιο ξεκίνησαν να μπαίνουν στη θέση τους. Κάθε γυάλινο θρύψαλο επέστρεψε στη θέση του δομώντας τις γυάλινες επιφάνειες. Αλλά το τζάμι δεν επέστρεψε την αρχική του μορφή. Το σχήμα του ήταν ίδιο μα κάθε θραύσμα που το αποτελούσε ξεχώριζε. Πλέον κάθε γυαλί μέσα στο δωμάτιο ήταν ψηφιδωτό. Αυτό ήταν όμορφο, αφού κάθε θρύψαλο αντανακλούσε το φως του πολυελαίου. Όσο για εκείνον, τα κρύσταλλά του ήταν άθικτα. Δεν είχαν σπάσει, κομματιαστεί ή ραγίσει κι επέστρεψαν στην αρχική τους θέση. Οι τρύπες στη πόρτα ήταν οι μόνες που απέμεναν ανέγγιχτες από τη μαγεία του Κίλιαν. Ο άντρας εξέτασε το δωμάτιο και ένευσε ικανοποιημένος.
    Είχαν περάσει τρεις μέρες που δεν είχε δει την Άισλιν. Όποτε πήγαινε για να της μιλήσει ή να της αφήσει φαγητό, εκείνη κρυβόταν κάτω από τα σκεπάσματά της και προσποιούταν πως κοιμόταν. Αλλά αυτή τη φορά ήταν καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε προσεκτικά. Μια νότα ενοχής είχε φωλιάσει στο βλέμμα της. Ο άντρας στράφηκε για να την κοιτάξει. Η ανησυχία στο βλέμμα του διαβεβαίωσε την Άισλιν πως είχε καρδιά. Η Σύλβια προσπαθούσε απλώς να παίξει με το μυαλό της.
«Πως είσαι;» Το βλέμμα του απέφυγε τα μάτια της σαν να ήταν πολύ βαρύ και έπεσε στο πάτωμα. Εκείνη έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά της και ξεκίνησε να την στροβιλίζει γύρω από το δάχτυλό της. Δεν ήξερε αν έπρεπε να εκδηλώσει κάποια οικειότητα προς τον άντρα ή όχι. Η αμηχανία είχε απλωθεί βαριά ανάμεσά τους.
«Είμαι εντάξει. Λυπάμαι που κατέστρεψα το υπνοδωμάτιό σου. Αν θέλεις μπορώ να κοιμάμαι στο...».
«Όχι. Η Σύλβια έφταιγε, μην ανησυχείς». Απάντησε γρήγορα ο Κίλιαν με τραχιά και βραχνή φωνή. Τα μάτια του κοίταζαν επίμονα το χαλί του δωματίου. «Θέλεις να έρθεις μέσα να συζητήσεις με την Σύλβια και μαζί μου; Μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα». Η Άισλιν μόρφασε και θέλησε να απορρίψει το αίτημά του μα εκείνος την κοίταξε κατάματα. Φαινόταν στο βλέμμα του πως αισθανόταν πολλή ένταση, ίσως και οργή. Τα μάτια του την τρόμαξαν και δείλιασε.
    Χωρίς να έχει άλλη επιλογή σηκώθηκε και τον ακολούθησε στο μεγάλο δωμάτιο. Κάθισαν για άλλη μια φορά γύρω από το τραπέζι. Η Σύλβια κοίταζε ξινισμένα έξω από το δωμάτιο μέσα από τη τζαμένια επιφάνεια. Η Άισλιν παρατηρούσε τις χρυσαφένιες τούφες των μαλλιών της και τις ταλαιπωρούσε με τα δάχτυλά της. Όσο για τον Κίλιαν, ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Ήθελε να κατσαδιάσει τη γυναίκα, αλλά δεν έπρεπε να γίνει μπροστά στην Άισλιν αυτό. Επίσης ήθελε να την διώξει από το σπίτι του. Γι’ αυτό είχε φωνάξει τον Κέζελθ. Θα του ζητούσε να μην της επιτρέψει να πάει εκεί, ποτέ ξανά. Άλλωστε εκείνος ήταν ο ανώτερός τους.
    Ο ήχος του τριξίματος μιας πόρτας έσπασε την ησυχία του δωματίου. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς την πόρτα και την είδαν να ανοίγει. Ένας ψηλός άντρας με άσπρα μαλλιά και γένια μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε ακίνητος. Γρήγορα όλοι εκτός από την Άισλιν τον προσφώνησαν «Βασιλιά τους» και υποκλίθηκαν μπροστά του. Το αίμα της πάγωσε από φόβο. Ήταν εκείνος που την κρατούσε φυλακισμένη όλον εκείνο τον καιρό; Η ανάσα της έγινε γρήγορη και αγχωμένη.
    Τα μάτια του ήταν πράσινα αναμειγμένα με λίγο κίτρινο, καταλήγοντας σε μία λαδί απόχρωση. Έμοιαζαν παραπλανητικά σαν μάτια φιδιού. Το σαγόνι του ήταν θεληματικό και το πρόσωπό του αρκετά γωνιώδες. Παρά τα λευκά μαλλιά του, το δέρμα του ήταν ανέγγιχτο από ρυτίδες. Φορούσε έναν μαύρο μανδύα, φτιαγμένο από χοντρό ύφασμα, και διατρεχόμενο από σκούρες κόκκινες ραφές. Δεν φορούσε στέμμα, αλλά ο αέρας που απέπνεε σίγουρα θύμιζε βασιλιά. Όσο η Άισλιν τον κοιτούσε αποχαυνωμένη, ο Κίλιαν και η Σύλβια είχαν υποκλιθεί με σεβασμό. Η ματιά του συνάντησε την δική της βαθειά και κατακτητική. Η κοπέλα ξεροκατάπιε.
«Εσύ δεν θα υποκλιθείς στον βασιλιά σου;» Την ρώτησε αυστηρά. Εκείνη προσπάθησε να σηκωθεί όμως σκόνταψε παραπατώντας. Υποκλίθηκε ελαφρά σκύβοντας το κεφάλι. Ο βασιλιάς κούνησε αδιάφορα το χέρι του δείχνοντάς της πως ήθελε να καθίσει ξανά στην θέση της. Εκείνη υπάκουσε αγχωμένη και θρονιάστηκε στο μαλακό της μαξιλάρι ξεφυσώντας.


Ράνια Ταλαδιανού