Σίγουρα όλοι έχουμε συναντήσει συγγραφείς
να λένε «γράφω ένα βιβλίο σε μία εβδομάδα, σε έναν ή λίγους μήνες» και άλλους
πως «το βιβλίο αυτό πήρε δύο ή τρία ή τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί». Ποιος
λέει την αλήθεια και ποιος από τους δύο είναι καλύτερος και αποδοτικότερος
τρόπος για να γράφεις; Πάμε να τα δούμε στη συνέχεια του άρθρου.
Αγγελίνα Παπαδημητρίου
Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κανένας
συγγραφέας, επαγγελματίας τουλάχιστον, δεν ισχυρίζεται πως έγραψε ένα
ολοκληρωμένο βιβλίο μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό που εννοούν
συνήθως, είναι πως χρησιμοποίησαν την τεχνική του προχείρου, στην οποία γράφεις
μία αρχική εκδοχή της ιστορίας και μετά την πλακώνεις στις διορθώσεις, σε
τέτοιο βαθμό που σχεδόν τίποτα δε θυμίζει την αρχική ιστορία. Επίσης, όλη η
δουλειά έχει γίνει από πριν, η έρευνα, το στήσιμο της πλοκής, όλα όσα
χρειάζεται να προϋπάρχουν για να μπορέσουν μετά να αφοσιωθούν στην αποτύπωση
στο χαρτί. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς γνωρίζουν
πως στην πραγματικότητα η συγγραφή είναι η τέχνη της διόρθωσης και
απαιτεί πολύ χρόνο και υπομονή για να ολοκληρωθεί ένα βιβλίο. Το λάθος των
περισσότερων πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων είναι πως, με το που ολοκληρώσουν
ένα βιβλίο, τρέχουν προς εύρεση εκδοτικής στέγης και δυστυχώς στις μέρες μας,
με τις ευκαιρίες που δίδονται με την αυτοέκδοση και τη συνέκδοση, βγαίνουν στην
αγορά πολλά άγουρα έργα, τα οποία μόλις τα διαβάσεις σου αφήνουν ακριβώς αυτό
το συναίσθημα: ήταν καλή ιστορία αλλά θα μπορούσε να έχει παρουσιαστεί
καλύτερα.
Ο συγγραφέας που γράφει γρήγορα ένα βιβλίο
και δεν προβαίνει στις ανάλογες διορθώσεις και στον εμπλουτισμό του, καταλήγει
με ένα έργο ανώριμο, το οποίο φωνάζει από μακριά πως δεν του δόθηκε ο
απαραίτητος χρόνος και προσοχή. Και είναι κρίμα. Μοιάζει σαν να κάνεις ένα
παιδί και μετά να μη φροντίζεις για την ανατροφή του, παρά το αφήνεις να
μεγαλώσει μόνο του. Σίγουρα δε θα φτάσει τόσο ψηλά όσο αν το φρόντιζες εξαρχής.
Σκεφτείτε, επίσης, πως μετά την ολοκλήρωση
ενός βιβλίου είναι απαραίτητο να αποστασιοποιηθούμε από αυτό κάποιες μέρες,
μία-δύο εβδομάδες το λιγότερο, για να κατορθώσουμε να κάνουμε ολοκληρωμένες
διορθώσεις και να το κοιτάξουμε με αντικειμενικότητα, ώστε να αντιμετωπίσουμε
όσα περισσότερα λάθη και τρύπες στην πλοκή μπορούμε. Οπότε, αν λάβουμε όλα αυτά
υπόψη, περνά ένα εύλογο διάστημα μέχρι να θεωρήσουμε πως έχουμε ξεμπερδέψει με
το συγκεκριμένο βιβλίο.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι
συγγραφείς που χρειάζονται πολύ καιρό, έως και χρόνια, για να ολοκληρώσουν ένα
έργο. Και εδώ όμως υπάρχουν υπέρ και κατά. Σίγουρα υπάρχει περισσότερος χρόνος
για το στήσιμο της ιστορίας και για να εντοπιστούν λάθη και κενά, όμως
κινδυνεύουμε να πέσουμε σε άλλες παγίδες. Από προσωπική εμπειρία, το να μην
ολοκληρώνεται ένα έργο σε ένα διάστημα περίπου έξι μηνών, σημαίνει πως ο
συγγραφέας δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο να διαθέσει σε αυτό. Γράφει στον
ελεύθερό του χρόνο και δε δημιουργεί χρόνο για να γράφει. Ή είναι πολύ πιθανόν
να γράφει ξανά και ξανά κεφάλαια, να αλλάζει την πλοκή, να προσθέτει και να
αφαιρεί χαρακτήρες κ.λπ. Φυσικά, δεν είναι κακό να γράφεις όταν έχεις χρόνο,
απλώς δεν πρέπει να περιμένεις πως θα ολοκληρώσεις κάτι σύντομα και σίγουρα το
έργο σου θα χρειαστεί περισσότερες διορθώσεις στο τέλος. Αυτό θα συμβεί, γιατί
αν σκεφτείτε πως το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας γράφτηκε σήμερα και το
τελευταίο σε δύο χρόνια από τώρα, τότε σίγουρα έχει αλλάξει πάνω από όλα ο
τρόπος γραφής, το ύφος, ο τόνος του συγγραφέα. Για αυτό τον λόγο, σε τέτοιες
περιπτώσεις είναι καλό να ξαναγράφεται το ξεκίνημα της ιστορίας από την αρχή.
Επίσης, στην μακρόχρονη συγγραφή υπάρχει η
περίπτωση να ξεχνάς σημαντικά κομμάτια της ιστορίας (ονόματα δε λέμε,
οικογένειες δε θίγουμε) και να υποπίπτεις σε επαναλήψεις σκηνών, φράσεων ή να
δημιουργείς αντιφατικές εικόνες.
Η συγγραφή είναι τέχνη και όπως σε κάθε
τέχνη, ο καθένας εκφράζεται και δουλεύει διαφορετικά. Το μόνο κοινό στις δύο
εκδοχές είναι πως χρειάζεται δουλειά. Γιατί χωρίς δουλειά και τα δύο έργα θα
είναι ημιτελή. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση: μην ολοκληρώνεις ένα έργο σε μία
εβδομάδα, αλλά μην το τριβελίζεις για δύο χρόνια. Πέρα όμως από το τι ταιριάζει
σε κάθε συγγραφέα, υπάρχει και το τι ταιριάζει σε κάθε ιστορία. Τι εννοώ; Αν
μιλάμε για μία ρομαντική ιστορία, για παράδειγμα, η οποία διαδραματίζεται σε
μία πόλη, την οποία γνωρίζουμε καλά, τότε χρειαζόμαστε εκ των πραγμάτων
λιγότερο χρόνο για να στήσουμε την πλοκή. Και εκεί είναι καλό να τη γράψουμε
σύντομα, έτσι ώστε να καταφέρουμε να χτίσουμε το συναίσθημα και την
αλληλεπίδραση των χαρακτήρων. Να τη γράψουμε όσο μας καίει να βγει από μέσα
μας. Αν καθυστερήσουμε, πιθανότατα θα χάσουμε τον ενθουσιασμό μας και αυτό θα
αποτυπωθεί στην ιστορία.
Αν από την άλλη στήνουμε μία ιστορία
φαντασίας και δημιουργούμε δικό μας κόσμο, φυλές, κανόνες και νόμους, τότε ναι,
θα χρειαστούμε πολύ περισσότερο καιρό για να το δημιουργήσουμε όλο αυτό. Αλλά
και πάλι θα πρέπει να μην το διαιωνίζουμε και να ασχολούμαστε συστηματικά και
καθημερινά με αυτό. Εξαίρεση αποτελεί το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν, το οποίο είχε
μέσα λεπτομέρειες από όλα τα βιβλία του και μέχρι και την τελευταία στιγμή
έκανε διορθώσεις ή συμπλήρωνε πράγματα… Αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία, έχετε
το ελεύθερο να ολοκληρώσετε το βιβλίο σας σε εξήντα χρόνια.