Βγήκα τρέχοντας από την πολυκατοικία. Γύρω μου ο κόσμος γιόρταζε, αλλά αυτή η μικρή συνοικία ήταν πάντοτε σκοτεινή και σιωπηλή. Μονάχα μερικά παράθυρα φωτίζονταν και εγώ κοιτούσα τις οικογένειες που σφιχταγκαλιάζονταν και μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι για να ακολουθήσουν τα έθιμα της ημέρας. Από κάποια σπίτια, ακούγονταν χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και από κάπου αλλού γέλια. Μέσα σε όλο αυτό το συναισθηματικό χάος, εγώ βρισκόμουν μονάχος μου, ακουμπισμένος σε ένα τοίχο με μερική θέα στη θάλασσα και τους ολοφώτιστους ουρανοξύστες.
«Συγγνώμη, είσαι εντάξει;» άκουσα την κουρασμένη φωνή της Κάιλα.
«Εσύ;» τη ρώτησα και παραξενεύτηκε
«Έτσι νομίζω. Μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Όχι δηλαδή πως θα με πίστευαν κιόλας. Λες να έχω το χάρισμα και να μπορώ να σας δω;» συνέχισε τον εσωτερικό μονόλογο και εμένα μου ξέφυγε ένα ελαφρύ γέλιο.
«Νομίζω πως ένα χάρισμα το έχεις. Άλλοι στην θέση σου, δεν θα άντεχαν τη θέα μου» της είπα.
«Ω, έλα τώρα δεν είναι και τόσο τρομερό. Συνηθίζεται αν το δεις πολλές φορές» συνέχισε εκείνη και εγώ σηκώθηκα επάνω.
«Λοιπόν, καλή χρονιά δεσποινίς Μουρ, πρέπει να πηγαίνω» της είπα.
«Και η Αντέιρα; Λείπει τόσες ώρες!» μου φώναξε.
«Ίσως να είναι μαζί με τον Ντάνιελ και να περνούν καλά. Ίσως ήμουν υπερβολικός, όπως πάντα άλλωστε» τελείωσα.
«Δεν έχω καλό προαίσθημα» συνέχισε εκείνη.
«Πολύ καλά δεσποινίς. Θα περάσω από το σπίτι μου για να βάλω κάτι πιο άνετο»
«Από την Κόλαση;» συνέχισε εκείνη. Μα τους δαίμονες, θα χειροδικήσω.
«Όχι δεσποινίς Μουρ, από το Μανχάταν. Είμαι ακόμη ο Λύαμ Χελ, αν θυμάσαι»
«Σωστά» είπε μονολεκτικά.
«Καληνύχτα δεσποινίς» της είπα, μα ένα χέρι με σταμάτησε.
«Μπορώ να έρθω μαζί σου; Ανησυχώ για εκείνη…» συνέχισε.
«Αν πράγματι έχει πάθει κάτι, θα είναι επικίνδυνο και για εσένα. Ειλικρινά δεν μπορώ να έχω την προσοχή μου στραμμένη και στην δική σου ασφάλεια. Πέρασες αρκετά για σήμερα» προσπάθησα να την πείσω.
«Σε παρακαλώ» συνέχισε και ένιωσα τα μάτια μου να βγάζουν σπίθες.
«Με το ύψος έχεις καλές σχέσεις;» την ρώτησα.
«Δεν έχει χρειαστεί να το διαπιστώσω» μου απάντησε κομπιάζοντας.
«Καιρός είναι, γιατί θα πετάξουμε. Αν βασιστώ στις γόβες σου, ούτε σε τρείς μέρες δεν θα είμαστε στο κέντρο του Μανχάταν. Μην τρομάξεις με το θέαμα» την προειδοποίησα παίρνοντας τη μορφή του γιγάντιου, σκοτεινού αγγέλου και γυρνώντας την πλάτη μου της είπα : «Τύλιξε τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου σφιχτά και κράτα με γερά»
Την είδα να χάνει το χρώμα της.
«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι… Αν μας δει κανείς; Αν δουν την μορφή σου;» ξεκίνησε.
«Θα πετάξουμε ψηλά, είναι βράδυ Παραμονής και όλοι θα είναι μεθυσμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Τώρα κλείσε το στόμα σου και κάνε αυτό που σου είπα προτού το μετανιώσω» τελείωσα και οι δυο μας βρεθήκαμε να αιωρούμαστε πάνω από τους ουρανοξύστες, με την θνητή να παλεύει να βγάλει φωτογραφία από το κινητό της.
Τη στιγμή που άνοιγα την πόρτα, η μυρωδιά του αίματος και του θειαφιού πλημμύρισε τα ρουθούνια μου. Προτού η θνητή ουρλιάξει, της έκλεισα το στόμα.
«Θεέ μου…» προσπάθησε να πει. Αυτή η επίκληση του Πατέρα τις πιο ακατάλληλες στιγμές, με τρέλαινε.
Το διαμέρισμά μου ήταν ακατάστατο, με πράγματα πεταμένα εδώ και εκεί, ενώ κάποιος είχε γράψει με αίμα στην μπροστινή τζαμαρία «Αν μπορείς, έλα και πάρε την».
Για λίγο, ένιωσα να μουδιάζει ολόκληρο το σώμα μου και εκατοντάδες σκοτεινές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Το διαμέρισμά μου, έμοιαζε με σφαγείο και εμένα είχε διακοπεί ο σφυγμός μου, καθώς δεν ήμουν βέβαιος για την προέλευση του αίματος.
«Ποιόν σκότωσες;» σιγοψιθύρισε τρομοκρατημένη η Κάιλα, ενώ το σώμα της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Τα χέρια της έτρεμαν, στην προσπάθειά της να στηριχτεί στην πρώτη καρέκλα που βρήκε, ενώ βουβά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
«Κάιλα, κοίταξέ με! » της φώναξα επιτακτικά και εκείνη έστρεψε αργά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Την πλησίασα και στάθηκα μπροστά της. «Κάιλα, δεν είμαι δολοφόνος, παρά μονάχα ένας επαναστάτης και αποστάτης άγγελος. Δεν θα σκότωνα ποτέ μου άνθρωπο, καθώς δεν έχει νόημα. Γνωρίζω την δύναμή μου, η οποία δεν συγκρίνεται και δεν έχει καμία σχέση με εκείνη των θνητών. Δεν θα μπορούσα λοιπόν, ποτέ μου να δώσω μία τόσο άνιση μάχη που θα κρινόταν στο πρώτο δευτερόλεπτο. Είμαι ο πρώτος και δυνατότερος Αρχάγγελος που δημιουργήθηκε. Η αρχαία μου υπερηφάνεια, δεν μου επιτρέπει μία τόσο ποταπή πράξη» της είπα και την είδα να ανακτά το κουράγιο της.
«Τότε, γιατί οι άνθρωποι που δηλώνουν οπαδοί σου, σκοτώνουν άλλους αθώους και κυρίως αγνές γυναίκες προκειμένου να σε καλέσουν ή να σε ευχαριστήσουν; Τ’ ακούμε και στις ειδήσεις» μου είπε και γέλασα.
«Γιατί εσείς οι άνθρωποι, διαθέτετε ένα, ορισμένες φορές, αρρωστημένο μυαλό και κατεβάζετε λαμπρές ιδέες προκειμένου να βρείτε μία καλή δικαιολογία για να σκοτώσετε. Έξυπνο να χρησιμοποιήσετε εμένα, τον κακό και παράφρονα άγγελο που μισεί τον Θεό. Ωστόσο, ούτε με ευχαριστείτε, ούτε πρόκειται να έρθω όποτε με καλέσετε, καθώς δεν είμαι το τζίνι των ευχών. Γραμμένους σας έχω, καθώς τα προβλήματα τρέχουν δεσποινίς Μουρ και εμείς καθόμαστε και αναλύουμε την στρεβλή ανθρώπινη ψυχολογία» της είπα, αλλά δυστυχώς όπως διαπίστωσα, ο σκοτεινός αδερφός μου, μάλλον διαφωνούσε με αυτή μου την άποψη.
Τα φώτα όλα έσβησαν και άναψαν μονομιάς, ενώ ένα παράξενο ρεύμα αέρα πλημμύρισε τον χώρο. Παγωμένου αέρα, που μετέφερε μίσος, θειάφι και Κόλαση.
«Στάσου πίσω μου δεσποινίς Μουρ» της είπα, μα προτού ολοκληρώσω, είχε ήδη κρυφτεί βαστώντας με γερά και αγνοώντας το γεγονός πως σε ύψος, έφτανε το πολύ μέχρι τη μέση μου.
Τα μαύρα μου φτερά απλώθηκαν και μία φωνή μίλησε μέσα στο κεφάλι μου.
«Αδερφούλη μου, χάλασες και οι συνέπειες φάνηκαν. Έφθασες στο σημείο να σε φτύσει κατάμουτρα ο Μιχαήλ, ο μεγαλύτερος εχθρός σου και τώρα εγώ. Η απουσία σου, δήθεν για να ξεγελάσεις τον Πατέρα, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι Κολασμένοι, ενώ τα υπόλοιπα σκοτεινά αδέρφια μας, ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για το πρόσωπό σου και την φερεγγυότητά σου. Κάτι τέτοιο όμως, θαρρώ πως δεν το επιθυμείς και γι’ αυτό έχω μία πρόταση να σου κάνω. Σκότωσε για αρχή αυτήν την θνητή που βρίσκεται πίσω σου και μετά έλα να ασχοληθούμε λίγο με τη γλυκιά σου τη βοηθό. Για αρχή θα παίξουμε μαζί της και αφού την φθάσουμε σε σημείο να χάσει εντελώς τα λογικά της, θα την σκοτώσουμε μαζί. Εκτός βέβαια και αν έχεις φθάσει σε τέτοιο αξιοθρήνητο σημείο, να αναπτύξεις αισθήματα για εκείνη, καθώς Αφέντη, τα αισθήματα ανήκουν στο υπηρετικό προσωπικό του Παραδείσου, όχι σε εμάς» τελείωσε ο σατανικός ψίθυρος και εγώ ευθύς κατάλαβα πως ήταν ο Ασμοδαίος. Δεχόμουν το ένα χτύπημα, μετά το άλλο.
«Για αρχή, εμφανίσου μπροστά μου» τον διέταξα σοβαρά.
Ο ψυχρός άνεμος κόπασε και μία σκιά κινήθηκε στον απέναντι τοίχο, μέχρι που τη θέση της πήρε μία εξίσου φριχτή με εμένα φιγούρα. Ο Ασμοδαίος, σε αντίθεση με εμένα που είχα κατορθώσει να κρατήσω τα κυανά μου μάτια, είχε απαρνηθεί κάθε αγγελικό χαρακτηριστικό. Τα μάτια του θύμιζαν κάποιο τυφλό πλάσμα, καθώς ήταν θολά και δυσδιάκριτα. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, ενώ το χρώμα του δέρματός του είχε το καφέ της σκουριάς. Ήταν λίγο πιο μικρόσωμος από εμένα, αλλά η όψη του ήταν ζοφερή, αλλά όχι τόσο επιβλητική όσο η δική μου.
«Θα σου δώσω μία συμβουλή, μην τολμήσεις ποτέ ξανά, να σκεφτείς να με ειρωνευτείς. Μπορεί να αποστάτησα από τον Παράδεισο, αλλά η φύση μου και κυρίως η δύναμή μου, δεν μου επιτρέπουν να σκοτώνω. Εγώ, επιθυμώ τον αντίπαλο να τον κοιτώ ίσια στα μάτια και το κέντρο του ενδιαφέροντός μου, ήταν η κατάκτηση του Παραδείσου. Οι άνθρωποι θα αποτελούσαν το εισιτήριο μου, αν αυτός ο ανεπρόκοπος ο Αλάστορας, δεν ξεχνούσε να μου υπενθυμίσει, πως η φαινομενική αλλαγή κοστίζει. Ο Πατέρας δεν ξεγελιέται και έτσι είχα σκοπό να στραφώ στην Κόλαση, ώστε να ετοιμαστούμε για μία ξαφνική έφοδο στην Πύλη του Παραδείσου. Όσο για την Αντέιρα, εάν τολμήσεις να την αγγίξεις, θα το μετανιώσεις πικρά. Θα σε δέσω και το κορμί σου θα βασανίζεται αιώνια» του απάντησα, μα εκείνος γέλασε ειρωνικά.
«Αφέντη, ώστε τρέφεις λοιπόν αισθήματα για αυτό το ανθρώπινο μίασμα. Εσύ, που κάποτε κοιτούσες το πρόσωπό του Πατέρα και όλοι σε υπάκουγαν, έπεσες τόσο χαμηλά. Ωστόσο, τρέφεις και αυταπάτες, εκτός από αισθήματα καθώς η Αντέιρα δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιος είσαι. Μολαταύτα, εγώ μπορώ να σου το υπενθυμίσω. Είσαι ένα τέρας και ο αρχηγός της Κόλασης. Το πιο μισητό πρόσωπο, τόσο του Παραδείσου, όσο και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εκείνος, που κατάντησε φόβος και τρόμος μέσα από τις αφηγήσεις και τις ταινίες των θνητών. Εκείνος, που όλοι παρακαλάνε να μην τον δουν ποτέ μπροστά τους. Τι σε κάνει λοιπόν να πιστεύεις, πως αυτή η θνητή θα αντιδράσει διαφορετικά; Στο τέλος, θα μείνεις ολομόναχος στην εξορία, όπου κανείς δεν θα σε δέχεται. Γι αυτό, κόψε τους συναισθηματισμούς και πάμε να τελειώνουμε στο μέρος όπου συγκεντρώνονται όσοι δήθεν κάνουν τελετές για να σε καλέσουν. Θα σε περιμένω» πρόφερε.
«Και ο Ντάνιελ;» τόλμησε να ρωτήσει ξέπνοα η Κάιλα.
«Μας τελείωσε» της απάντησε κοφτά ο Ασμοδαίος και εξαφανίστηκε, σαν τον ζοφερό εφιάλτη που άξαφνα λαμβάνει τέλος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
«Συγγνώμη, είσαι εντάξει;» άκουσα την κουρασμένη φωνή της Κάιλα.
«Εσύ;» τη ρώτησα και παραξενεύτηκε
«Έτσι νομίζω. Μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Όχι δηλαδή πως θα με πίστευαν κιόλας. Λες να έχω το χάρισμα και να μπορώ να σας δω;» συνέχισε τον εσωτερικό μονόλογο και εμένα μου ξέφυγε ένα ελαφρύ γέλιο.
«Νομίζω πως ένα χάρισμα το έχεις. Άλλοι στην θέση σου, δεν θα άντεχαν τη θέα μου» της είπα.
«Ω, έλα τώρα δεν είναι και τόσο τρομερό. Συνηθίζεται αν το δεις πολλές φορές» συνέχισε εκείνη και εγώ σηκώθηκα επάνω.
«Λοιπόν, καλή χρονιά δεσποινίς Μουρ, πρέπει να πηγαίνω» της είπα.
«Και η Αντέιρα; Λείπει τόσες ώρες!» μου φώναξε.
«Ίσως να είναι μαζί με τον Ντάνιελ και να περνούν καλά. Ίσως ήμουν υπερβολικός, όπως πάντα άλλωστε» τελείωσα.
«Δεν έχω καλό προαίσθημα» συνέχισε εκείνη.
«Πολύ καλά δεσποινίς. Θα περάσω από το σπίτι μου για να βάλω κάτι πιο άνετο»
«Από την Κόλαση;» συνέχισε εκείνη. Μα τους δαίμονες, θα χειροδικήσω.
«Όχι δεσποινίς Μουρ, από το Μανχάταν. Είμαι ακόμη ο Λύαμ Χελ, αν θυμάσαι»
«Σωστά» είπε μονολεκτικά.
«Καληνύχτα δεσποινίς» της είπα, μα ένα χέρι με σταμάτησε.
«Μπορώ να έρθω μαζί σου; Ανησυχώ για εκείνη…» συνέχισε.
«Αν πράγματι έχει πάθει κάτι, θα είναι επικίνδυνο και για εσένα. Ειλικρινά δεν μπορώ να έχω την προσοχή μου στραμμένη και στην δική σου ασφάλεια. Πέρασες αρκετά για σήμερα» προσπάθησα να την πείσω.
«Σε παρακαλώ» συνέχισε και ένιωσα τα μάτια μου να βγάζουν σπίθες.
«Με το ύψος έχεις καλές σχέσεις;» την ρώτησα.
«Δεν έχει χρειαστεί να το διαπιστώσω» μου απάντησε κομπιάζοντας.
«Καιρός είναι, γιατί θα πετάξουμε. Αν βασιστώ στις γόβες σου, ούτε σε τρείς μέρες δεν θα είμαστε στο κέντρο του Μανχάταν. Μην τρομάξεις με το θέαμα» την προειδοποίησα παίρνοντας τη μορφή του γιγάντιου, σκοτεινού αγγέλου και γυρνώντας την πλάτη μου της είπα : «Τύλιξε τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου σφιχτά και κράτα με γερά»
Την είδα να χάνει το χρώμα της.
«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι… Αν μας δει κανείς; Αν δουν την μορφή σου;» ξεκίνησε.
«Θα πετάξουμε ψηλά, είναι βράδυ Παραμονής και όλοι θα είναι μεθυσμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Τώρα κλείσε το στόμα σου και κάνε αυτό που σου είπα προτού το μετανιώσω» τελείωσα και οι δυο μας βρεθήκαμε να αιωρούμαστε πάνω από τους ουρανοξύστες, με την θνητή να παλεύει να βγάλει φωτογραφία από το κινητό της.
Τη στιγμή που άνοιγα την πόρτα, η μυρωδιά του αίματος και του θειαφιού πλημμύρισε τα ρουθούνια μου. Προτού η θνητή ουρλιάξει, της έκλεισα το στόμα.
«Θεέ μου…» προσπάθησε να πει. Αυτή η επίκληση του Πατέρα τις πιο ακατάλληλες στιγμές, με τρέλαινε.
Το διαμέρισμά μου ήταν ακατάστατο, με πράγματα πεταμένα εδώ και εκεί, ενώ κάποιος είχε γράψει με αίμα στην μπροστινή τζαμαρία «Αν μπορείς, έλα και πάρε την».
Για λίγο, ένιωσα να μουδιάζει ολόκληρο το σώμα μου και εκατοντάδες σκοτεινές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Το διαμέρισμά μου, έμοιαζε με σφαγείο και εμένα είχε διακοπεί ο σφυγμός μου, καθώς δεν ήμουν βέβαιος για την προέλευση του αίματος.
«Ποιόν σκότωσες;» σιγοψιθύρισε τρομοκρατημένη η Κάιλα, ενώ το σώμα της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Τα χέρια της έτρεμαν, στην προσπάθειά της να στηριχτεί στην πρώτη καρέκλα που βρήκε, ενώ βουβά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
«Κάιλα, κοίταξέ με! » της φώναξα επιτακτικά και εκείνη έστρεψε αργά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Την πλησίασα και στάθηκα μπροστά της. «Κάιλα, δεν είμαι δολοφόνος, παρά μονάχα ένας επαναστάτης και αποστάτης άγγελος. Δεν θα σκότωνα ποτέ μου άνθρωπο, καθώς δεν έχει νόημα. Γνωρίζω την δύναμή μου, η οποία δεν συγκρίνεται και δεν έχει καμία σχέση με εκείνη των θνητών. Δεν θα μπορούσα λοιπόν, ποτέ μου να δώσω μία τόσο άνιση μάχη που θα κρινόταν στο πρώτο δευτερόλεπτο. Είμαι ο πρώτος και δυνατότερος Αρχάγγελος που δημιουργήθηκε. Η αρχαία μου υπερηφάνεια, δεν μου επιτρέπει μία τόσο ποταπή πράξη» της είπα και την είδα να ανακτά το κουράγιο της.
«Τότε, γιατί οι άνθρωποι που δηλώνουν οπαδοί σου, σκοτώνουν άλλους αθώους και κυρίως αγνές γυναίκες προκειμένου να σε καλέσουν ή να σε ευχαριστήσουν; Τ’ ακούμε και στις ειδήσεις» μου είπε και γέλασα.
«Γιατί εσείς οι άνθρωποι, διαθέτετε ένα, ορισμένες φορές, αρρωστημένο μυαλό και κατεβάζετε λαμπρές ιδέες προκειμένου να βρείτε μία καλή δικαιολογία για να σκοτώσετε. Έξυπνο να χρησιμοποιήσετε εμένα, τον κακό και παράφρονα άγγελο που μισεί τον Θεό. Ωστόσο, ούτε με ευχαριστείτε, ούτε πρόκειται να έρθω όποτε με καλέσετε, καθώς δεν είμαι το τζίνι των ευχών. Γραμμένους σας έχω, καθώς τα προβλήματα τρέχουν δεσποινίς Μουρ και εμείς καθόμαστε και αναλύουμε την στρεβλή ανθρώπινη ψυχολογία» της είπα, αλλά δυστυχώς όπως διαπίστωσα, ο σκοτεινός αδερφός μου, μάλλον διαφωνούσε με αυτή μου την άποψη.
Τα φώτα όλα έσβησαν και άναψαν μονομιάς, ενώ ένα παράξενο ρεύμα αέρα πλημμύρισε τον χώρο. Παγωμένου αέρα, που μετέφερε μίσος, θειάφι και Κόλαση.
«Στάσου πίσω μου δεσποινίς Μουρ» της είπα, μα προτού ολοκληρώσω, είχε ήδη κρυφτεί βαστώντας με γερά και αγνοώντας το γεγονός πως σε ύψος, έφτανε το πολύ μέχρι τη μέση μου.
Τα μαύρα μου φτερά απλώθηκαν και μία φωνή μίλησε μέσα στο κεφάλι μου.
«Αδερφούλη μου, χάλασες και οι συνέπειες φάνηκαν. Έφθασες στο σημείο να σε φτύσει κατάμουτρα ο Μιχαήλ, ο μεγαλύτερος εχθρός σου και τώρα εγώ. Η απουσία σου, δήθεν για να ξεγελάσεις τον Πατέρα, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι Κολασμένοι, ενώ τα υπόλοιπα σκοτεινά αδέρφια μας, ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για το πρόσωπό σου και την φερεγγυότητά σου. Κάτι τέτοιο όμως, θαρρώ πως δεν το επιθυμείς και γι’ αυτό έχω μία πρόταση να σου κάνω. Σκότωσε για αρχή αυτήν την θνητή που βρίσκεται πίσω σου και μετά έλα να ασχοληθούμε λίγο με τη γλυκιά σου τη βοηθό. Για αρχή θα παίξουμε μαζί της και αφού την φθάσουμε σε σημείο να χάσει εντελώς τα λογικά της, θα την σκοτώσουμε μαζί. Εκτός βέβαια και αν έχεις φθάσει σε τέτοιο αξιοθρήνητο σημείο, να αναπτύξεις αισθήματα για εκείνη, καθώς Αφέντη, τα αισθήματα ανήκουν στο υπηρετικό προσωπικό του Παραδείσου, όχι σε εμάς» τελείωσε ο σατανικός ψίθυρος και εγώ ευθύς κατάλαβα πως ήταν ο Ασμοδαίος. Δεχόμουν το ένα χτύπημα, μετά το άλλο.
«Για αρχή, εμφανίσου μπροστά μου» τον διέταξα σοβαρά.
Ο ψυχρός άνεμος κόπασε και μία σκιά κινήθηκε στον απέναντι τοίχο, μέχρι που τη θέση της πήρε μία εξίσου φριχτή με εμένα φιγούρα. Ο Ασμοδαίος, σε αντίθεση με εμένα που είχα κατορθώσει να κρατήσω τα κυανά μου μάτια, είχε απαρνηθεί κάθε αγγελικό χαρακτηριστικό. Τα μάτια του θύμιζαν κάποιο τυφλό πλάσμα, καθώς ήταν θολά και δυσδιάκριτα. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, ενώ το χρώμα του δέρματός του είχε το καφέ της σκουριάς. Ήταν λίγο πιο μικρόσωμος από εμένα, αλλά η όψη του ήταν ζοφερή, αλλά όχι τόσο επιβλητική όσο η δική μου.
«Θα σου δώσω μία συμβουλή, μην τολμήσεις ποτέ ξανά, να σκεφτείς να με ειρωνευτείς. Μπορεί να αποστάτησα από τον Παράδεισο, αλλά η φύση μου και κυρίως η δύναμή μου, δεν μου επιτρέπουν να σκοτώνω. Εγώ, επιθυμώ τον αντίπαλο να τον κοιτώ ίσια στα μάτια και το κέντρο του ενδιαφέροντός μου, ήταν η κατάκτηση του Παραδείσου. Οι άνθρωποι θα αποτελούσαν το εισιτήριο μου, αν αυτός ο ανεπρόκοπος ο Αλάστορας, δεν ξεχνούσε να μου υπενθυμίσει, πως η φαινομενική αλλαγή κοστίζει. Ο Πατέρας δεν ξεγελιέται και έτσι είχα σκοπό να στραφώ στην Κόλαση, ώστε να ετοιμαστούμε για μία ξαφνική έφοδο στην Πύλη του Παραδείσου. Όσο για την Αντέιρα, εάν τολμήσεις να την αγγίξεις, θα το μετανιώσεις πικρά. Θα σε δέσω και το κορμί σου θα βασανίζεται αιώνια» του απάντησα, μα εκείνος γέλασε ειρωνικά.
«Αφέντη, ώστε τρέφεις λοιπόν αισθήματα για αυτό το ανθρώπινο μίασμα. Εσύ, που κάποτε κοιτούσες το πρόσωπό του Πατέρα και όλοι σε υπάκουγαν, έπεσες τόσο χαμηλά. Ωστόσο, τρέφεις και αυταπάτες, εκτός από αισθήματα καθώς η Αντέιρα δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιος είσαι. Μολαταύτα, εγώ μπορώ να σου το υπενθυμίσω. Είσαι ένα τέρας και ο αρχηγός της Κόλασης. Το πιο μισητό πρόσωπο, τόσο του Παραδείσου, όσο και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εκείνος, που κατάντησε φόβος και τρόμος μέσα από τις αφηγήσεις και τις ταινίες των θνητών. Εκείνος, που όλοι παρακαλάνε να μην τον δουν ποτέ μπροστά τους. Τι σε κάνει λοιπόν να πιστεύεις, πως αυτή η θνητή θα αντιδράσει διαφορετικά; Στο τέλος, θα μείνεις ολομόναχος στην εξορία, όπου κανείς δεν θα σε δέχεται. Γι αυτό, κόψε τους συναισθηματισμούς και πάμε να τελειώνουμε στο μέρος όπου συγκεντρώνονται όσοι δήθεν κάνουν τελετές για να σε καλέσουν. Θα σε περιμένω» πρόφερε.
«Και ο Ντάνιελ;» τόλμησε να ρωτήσει ξέπνοα η Κάιλα.
«Μας τελείωσε» της απάντησε κοφτά ο Ασμοδαίος και εξαφανίστηκε, σαν τον ζοφερό εφιάλτη που άξαφνα λαμβάνει τέλος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη