Τον έλεγαν Γιώργο και δε θύμιζε σε τίποτα μια πεταλούδα.
Φωνή τραχιά, στριγγλή και κυματιστή που «έσπαγε», παγιδευμένη σε μια αιώνια εφηβεία, όπως και τα όνειρά του. Πρόσωπο αδύνατο, σκαμμένο από τα στίγματα της ήβης, συχνά μ' ένα τσιγάρο στα χείλη του και βλέμμα ονειροπόλο. Βάδιζε κι έκανε όνειρα καθώς κουβαλούσε τα βαριά σίδερα στο σιδεράδικο τού πατέρα του, αποκομμένος από κάθε δυνατότητα ανώτερης μόρφωσης σε μια σκληρή βιοπάλη. Όμως τα όνειρα δε φυλακίζονται κι εκείνος έβρισκε καταφύγιο σ' αυτά, προσμένοντας μια μελλοντική ανατροπή της μουντής πραγματικότητας του «τώρα».
Διανύοντας το τέλος τής εφηβείας του, δραπέτευε συχνά σε κάποιο σινεμαδάκι, από τα πολλά που υπήρχαν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με τις εντυπωσιακές (για την εποχή τους) ταινίες επιστημονικής φαντασίας και έκανε σχέδια με το μυαλό και με το χέρι. Ζωγράφιζε σε μπλοκ ιχνογραφίας περίτεχνα πλοία, κτίρια, αεροπλάνα και δεινόσαυρους· κι ονειρευόταν τον καιρό που οι ζωγραφιές του θα έπαιρναν σάρκα και οστά σ' ένα μεγάλο θεματικό πάρκο επιστημονικής φαντασίας του μέλλοντος!
Από κοντά, ένας μικρότερός του φίλος, φτωχός κι εκείνος και ορφανός, στην αρχή τής εφηβείας του, να αναζητά πρότυπα ζωής. Δεν είχε χρήματα εκείνος ούτε καν για σινεμά, όμως μετά από το σχολείο απολάμβανε να ακούει τις περιγραφές των ταινιών φαντασίας από τον φίλο του, τον Γιώργο, και να θαυμάζει τις περίτεχνες ζωγραφιές του και να μοιράζεται μαζί του τα όνειρά του, για εκείνο το μακρινό ακόμα, εντυπωσιακό, προσδοκώμενο μέλλον, που θα άλλαζαν τον κόσμο. Οι δυο τους απολάμβαναν καθισμένοι στο πεζοδρόμιο να κάνουν σχέδια και να φαντάζονται και να ονειρεύονται, συχνά κάτω από τα κοροϊδευτικά σχόλια των άλλων τους φίλων, της μικρής εκείνης παλιάς γειτονιάς.
Και τα χρόνια πέρασαν και οι φίλοι της γειτονιάς σκόρπισαν. Τα παιδιά έγιναν άνδρες και πήραν τον δρόμο τους, μα το προσδοκώμενο σπουδαίο εκείνο μέλλον ήταν πια πολύ πιο μακρινό από ποτέ και τα όνειρα ξεθώριασαν. Ο Γιώργος συνέχισε να μεταφέρει και να κολλάει σίδερα στη θέση τού πατέρα του κι ο μικρός του φίλος παντρεύτηκε και μετακόμισε σε μια καινούργια μακρινή γειτονιά. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ και μόνο ενθύμιο τού Γιώργου που απέμεινε στον φίλο του, ήταν μερικά μπλοκ ιχνογραφίας σε κάποιο πατάρι, ζωγραφισμένα με τα όνειρά τους, ώσπου χάθηκαν κι αυτά στην επέλαση τού χρόνου...
Ο Γιώργος πέθανε νέος, 45 περίπου ετών, από καρκίνο στα πνευμόνια. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε, ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει πράξη τα όνειρά του. Το μέλλον ήρθε, αλλά δε θύμιζε σε τίποτα όσα είχε ονειρευτεί και τα σχέδιά του έμειναν για πάντα ανεκπλήρωτες ουτοπίες. Σ' αυτό το μέλλον, κουβαλούσε σίδερα μ' ένα τσιγάρο στα χείλη, ώσπου το τσιγάρο αυτό να τον σκοτώσει και να ματαιώσει κάθε του όνειρο. Σ' αυτό το μέλλον, άλλοι θα διαμόρφωναν τον κόσμο, με τα δικά τους θεματικά πάρκα και τα δικά τους σχέδια...
...Όμως κάπου εκεί στο παρελθόν, μια πεταλούδα φτερούγισε απαλά και σήκωσε μια απαλή πνοή αέρα. Μία πνοή που στροβιλίστηκε και απλώθηκε με τρόπους αόρατους πέρα από κάθε φαντασία και πρόβλεψη, σε μια κλιμάκωση μικρών, χαοτικών μα καθοριστικών γεγονότων, απ' αυτά τα μικρά κι ασήμαντα, που πλάθουν με τρόπους μυστικούς το μέλλον.
Μπορεί ο φίλος ο μικρός τού Γιώργου να μεγάλωσε «προσγειωμένος» σε μια σκληρή πραγματικότητα, όμως βαθιά μες την ψυχή του κουβαλούσε κάτι από τον φίλο του τον παιδικό, κάτι από τα πρότυπα που αναζητούσε και μόρφωνε νωρίς στη σκέψη του. Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ του να σπουδάσει σε ανώτερες σπουδές, όμως χάρη στον φίλο του, τον Γιώργο, αγάπησε σφοδρά την επιστήμη. Μπορεί να μη ζωγράφιζε με χρώματα και μαρκαδόρο τα όνειρά τους σαν τον Γιώργο, όμως ζωγράφιζε με λέξεις και προτάσεις. Μπορεί να μην κατάφερε κι αυτός ποτέ να φτιάξει το θεματικό εκείνο πάρκο των ονείρων τους, όμως διαμόρφωνε κόσμους ολόκληρους φανταστικούς, μέσα στα διηγήματα της φαντασίας που έγραφε στη γραφομηχανή του κι αργότερα στον υπολογιστή του.
Το μέλλον δεν έφερε τα ιπτάμενα αυτοκίνητα που σχεδίαζαν να φτιάξουν στο θεματικό τους πάρκο. Έφερε όμως υπολογιστές. Δεν είδαν τα διαστημικά ταξίδια και αποικίες που περίμεναν να δουν στη διάρκεια τής ζωής τους, είδαν όμως το Ίντερνετ. Και μέσα στο Διαδίκτυο διαχύθηκε με τον καιρό κάτι απ' την ψυχή τού Γιώργου, σμιλεμένο μέσα στα διηγήματα τού φίλου του.
Έγραφε ως το τέλος τής ζωής του. Από τις πρώιμες στιγμές τού Διαδικτύου, ιδέες και σκέψεις μπόλιασαν τις συνειδήσεις αμέτρητων ανθρώπων, από τότε που με ελάχιστο ανταγωνισμό οι λιγοστές και δυσεύρετες πρωτοπόρες δημοσιεύσεις συγκέντρωναν την προσοχή των πρώτων διαδικτυακών χρηστών. Τα όνειρα τού Γιώργου ζούσαν και αναπτύσσονταν μέσα στον παγκόσμιο ιστό μέσα από τα διηγήματα τού φίλου του. Διαμόρφωναν ιδέες και κατευθύνσεις και προετοίμαζαν παιδιά να αγαπήσουν την πρόοδο και την επιστήμη και να γίνουν οι επιστήμονες, οι εφευρέτες και οι διανοητές τού αύριο.
Το μέλλον έρεε αργά και σταθερά· και κάποτε κανένας πλέον δε θυμόταν τον Γιώργο ή τον μικρό του φίλο στους αιώνες που ήρθαν. Κανένας δε θυμόταν τα όνειρά τους και τα διηγήματα εκείνα τού πρώιμου Ίντερνετ αποτελούσαν πλέον μουσειακό είδος στις βάσεις δεδομένων της ανθρωπότητας. Κανείς δεν έμαθε γιατί αγάπησαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι την επιστήμη και πώς μπολιάστηκαν με ιδέες οι ψυχές τόσων ανθρώπων. Κανένας δεν εντόπισε τις αφορμές που ώθησαν όλους εκείνους τους επιστήμονες να ερευνήσουν, να σκεφθούν, να ανακαλύψουν και να μεγαλουργήσουν. Γιατί σαν αύρα αόρατη, λεπτή, σαν ένα διακριτικό φτερούγισμα πεταλούδας, τα όνειρα τού Γιώργου έδιναν μια νέα μορφή στο μέλλον τού κόσμου.
Τον έλεγαν Γιώργο και δεν έμοιαζε με πεταλούδα. Όμως φτερούγισε αθόρυβα σαν πεταλούδα στη σύντομη ζωή του κι έπνευσε ελαφρό αεράκι. Και το αεράκι στροβιλίστηκε και απλώθηκε κι ο χρόνος το δυνάμωσε. Κι έγινε στρόβιλος μεγάλος και κυκλώνας και άλλαξε το πρόσωπο της γης πέρα από κάθε όνειρο και προσμονή!
Χρόνης Πάροικος