Το έργο "Η καρδιά της κούκλας" είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας με τίτλο " In Nomine Domini ".
Η τοπική κοινωνία δεν έχει και τόσο οξυμένα αντανακλαστικά. Παρά ταύτα πολλοί θα είναι αυτοί που θα σταθούν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ειδικά όταν μιλούν για ένα άγριο έγκλημα που γίνεται στις τουαλέτες γνωστής ψυχιατρικής κλινικής από έναν άγνωστο δράστη. Ένας δράστης που κινείται στα όρια του πραγματικού, μια μυθιστορηματική μορφή εκδικητή που λαμβάνει εντολές από έναν ακόμη πιο αφανή ηθικό αυτουργό. Τι όμως μπορεί να συνδέει αυτόν τον σκοτεινό τύπο με έναν δολοφονημένο πατέρα που ένας αθώος επιμένει να αναλάβει την ευθύνη του φόνου και να καταδικαστεί. Και τι μπορεί να συνδέει την νοσηρή αγάπη δύο ανθρώπων με μια αυτοκτονία και με δύο φρικιαστικά εγκλήματα.
Μια ευφυής εισαγγελέας προσπαθεί να ξεμπλέξει ένα κουβάρι στο οποίο τελικά μπλέκεται και η ίδια. Αφού όπως φαίνεται όλες οι ιστορίες συναντώνται τελικά σε έναν κοινό τόπο από όπου είναι δύσκολο κανείς να αποδράσει. Και η δικαιοσύνη που τελικά πάντοτε απονέμεται, ακόμη και με εντελώς ανορθόδοξους τρόπους, φαίνεται να είναι το διαρκώς το ζητούμενο σε μια διαδρομή που δεν μοιάζει να έχει τέλος.
"Ανεπαίσθητα και με τεράστια προσπάθεια, εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια που λαμποκοπούσαν τώρα μπροστά του, τον μετέφεραν μερικές εβδομάδες πίσω. Το ίδιο παλτό, το ίδιο κομποσκοίνι, η ίδια κορμοστασιά. Και μέχρι να κάνει τούτο το συνειρμό, ένα ακόμη κοράκι προσγειώθηκε στο έδαφος μπροστά τους. Και έπειτα ένα ακόμη. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακόμη ένα. Το ένα δίπλα στο άλλο, σχεδόν στοιχισμένα, κοιτάζοντας όλα προς την ίδια κατεύθυνση: τον Άγγελο.
"Πέρασες από μπροστά μας", είπε τελικά. "Στο λιμάνι".
"Αυτό σου θυμίζω μόνο;" χαμογέλασε ειρωνικά ο άντρας.
"Εσύ δεν ήσουν;" ρώτησε ο Άγγελος δίχως να πάψει να τον περιεργάζεται.
"Ναι, εγώ ήμουν. Πέρασα από μπροστά σου", τον διόρθωσε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο και παίζοντας πάντα με το κομποσκοίνι. "Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί".
"Ήμουν με τον Αλέξανδρο", αντέτεινε ο Άγγελος.
Ο άντρας έγειρε ελαφρώς το κορμί του προς το μέρος του ξανθού νεαρού και τον κάρφωσε με το βλέμμα του, ταυτόχρονα με το πτηνό που ήταν ακόμη γαντζωμένο στο χέρι του.
"Ήσουν;" του χαμογέλασε."
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Η τοπική κοινωνία δεν έχει και τόσο οξυμένα αντανακλαστικά. Παρά ταύτα πολλοί θα είναι αυτοί που θα σταθούν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ειδικά όταν μιλούν για ένα άγριο έγκλημα που γίνεται στις τουαλέτες γνωστής ψυχιατρικής κλινικής από έναν άγνωστο δράστη. Ένας δράστης που κινείται στα όρια του πραγματικού, μια μυθιστορηματική μορφή εκδικητή που λαμβάνει εντολές από έναν ακόμη πιο αφανή ηθικό αυτουργό. Τι όμως μπορεί να συνδέει αυτόν τον σκοτεινό τύπο με έναν δολοφονημένο πατέρα που ένας αθώος επιμένει να αναλάβει την ευθύνη του φόνου και να καταδικαστεί. Και τι μπορεί να συνδέει την νοσηρή αγάπη δύο ανθρώπων με μια αυτοκτονία και με δύο φρικιαστικά εγκλήματα.
Μια ευφυής εισαγγελέας προσπαθεί να ξεμπλέξει ένα κουβάρι στο οποίο τελικά μπλέκεται και η ίδια. Αφού όπως φαίνεται όλες οι ιστορίες συναντώνται τελικά σε έναν κοινό τόπο από όπου είναι δύσκολο κανείς να αποδράσει. Και η δικαιοσύνη που τελικά πάντοτε απονέμεται, ακόμη και με εντελώς ανορθόδοξους τρόπους, φαίνεται να είναι το διαρκώς το ζητούμενο σε μια διαδρομή που δεν μοιάζει να έχει τέλος.
"Ανεπαίσθητα και με τεράστια προσπάθεια, εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια που λαμποκοπούσαν τώρα μπροστά του, τον μετέφεραν μερικές εβδομάδες πίσω. Το ίδιο παλτό, το ίδιο κομποσκοίνι, η ίδια κορμοστασιά. Και μέχρι να κάνει τούτο το συνειρμό, ένα ακόμη κοράκι προσγειώθηκε στο έδαφος μπροστά τους. Και έπειτα ένα ακόμη. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακόμη ένα. Το ένα δίπλα στο άλλο, σχεδόν στοιχισμένα, κοιτάζοντας όλα προς την ίδια κατεύθυνση: τον Άγγελο.
"Πέρασες από μπροστά μας", είπε τελικά. "Στο λιμάνι".
"Αυτό σου θυμίζω μόνο;" χαμογέλασε ειρωνικά ο άντρας.
"Εσύ δεν ήσουν;" ρώτησε ο Άγγελος δίχως να πάψει να τον περιεργάζεται.
"Ναι, εγώ ήμουν. Πέρασα από μπροστά σου", τον διόρθωσε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο και παίζοντας πάντα με το κομποσκοίνι. "Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί".
"Ήμουν με τον Αλέξανδρο", αντέτεινε ο Άγγελος.
Ο άντρας έγειρε ελαφρώς το κορμί του προς το μέρος του ξανθού νεαρού και τον κάρφωσε με το βλέμμα του, ταυτόχρονα με το πτηνό που ήταν ακόμη γαντζωμένο στο χέρι του.
"Ήσουν;" του χαμογέλασε."
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Ο
Στέλιος Γ. Λευκόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23 Απριλίου 1992.
Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και σήμερα είναι υποψήφιος
διδάκτορας στον τομέα Αιματολογίας στο ινστιτούτο Μαξ Πλανκ Ανοσολογίας
& Επιγενετικής, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου και ζει. Παρά
τη διαφορετική φύση του επαγγέλματός του, έκανε από μικρός βήματα προς
τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Έχει δημοσιεύσει κείμενα, άρθρα και
σκέψεις του σε διάφορους ιστιότοπους, συμπεριλαμβανομένου του δικού του
blog, http:// stelioslefkopoulos.blogspot. com/.
Τον Μάιο του 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Bookstars - Γιωγγαράς"
ένα βιβλίο που ολοκλήρωσε μόλις στα 21 έτη του, με τίτλο "Το Τέλος Μιας
Αρχής". Τον Δεκέμβριο του 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "ΤΥΡΦΗ" το
δεύτερο έργο του με τίτλο "Η Καρδιά Της Κούκλας", που αποτελεί το πρώτο
μέρος μιας τριλογίας με τίτλο "IN NOMINE DOMINI". Το δεύτερο και τρίτο
μέρος της σειράς, με τίτλο "ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΗΛΙΤΩΝ" και "ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΟΥ
ΑΗΔΟΝΙΟΥ" αντίστοιχα, αναμένονται να έχουν δημοσιευτεί μέχρι το τέλος
του 2020.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον συγγραφέα μέσω του λογαριασμού του στο Instagram, @stelios_ lefkopoulos, καθώς και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χρησιμοποιώντας τη διεύθυνση stelioslefkopoulos@gmail.com.
1. Πες μας δυο λόγια για το βιβλίο σου.
Tο βιβλίο “In Nomine Domini - Η Καρδιά της Κούκλας” είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο “In Nomine Domini”. Η ιδέα προέκυψε το 2015, όταν αποφάσισα πως ήθελα να μιλήσω για τη διαφορετικότητα. Όχι τόσο με την κλασσική έννοια που την έχουν προσεγγίσει πολλοί. Με ενδιέφερε περισσότερο να μιλήσω για το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η ρατσιστική αντιμετώπιση της διαφορετικότητας και πώς μπορεί ενδεχομένως να εξελιχθεί ένας άνθρωπος όταν έχει καταπιεστεί από τον ευρύ αλλά και στενότερο κοινωνικό περίγυρό του. Έτσι ξεκίνησα να γράφω για τον ήρωα του βιβλίου, τον Άγγελο, ο οποίος βίωσε την παιδική του ηλικία με διαφορετικό τρόπο από τους περισσότερους συνομηλίκους του. Ο Άγγελος αντιμετώπισε σε πολύ έντονο βαθμό την αποδοκιμασία του πατέρα του για πολλές από τις επιλογές του, ενώ βίωσε ως παιδί αλλά και ως ενήλικας αργότερα, μια συνεχή εσωτερική πάλη. Οι προστριβές με τον πατέρα και μια αφορμή που δίνεται κάποια στιγμή αναφορικά με την προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις οδηγούν σε μια καθοριστική κίνηση: ο πατέρας διώχνει τον ίδιο του τον γιο από το σπίτι απειλώντας να τον σκοτώσει. Από εκείνο το σημείο και έπειτα τίποτα πια δεν είναι ίδιο. Ο Άγγελος μετατρέπεται από ένα παιδί, σε έναν ενήλικα μαχητικό, με πολλές ικανότητες, ιδιαίτερο μυαλό, αλλά και μια απέχθεια για το ανθρώπινο είδος.
Το μυθιστόρημα “Η Καρδιά της Κούκλας” ξεκινά με έναν φόνο: κάποιος έχει δολοφονήσει τον πατέρα του Άγγελου, μερικά χρόνια αφότου ο Άγγελος έχει απομακρυνθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και δεν έχει πια καμία επαφή με αυτό. Παρότι η μητέρα του Άγγελου δηλώνει ένοχη για τον φόνο του συζύγου της, η αστυνομία έχει λόγους να πιστεύει πως ο πραγματικός ένοχος είναι ο γιος τους. Έτσι, ξεκινάει μια σειρά ανακρίσεων από την ανακρίτρια Αντιγόνη Αρειανού, που είναι υπεύθυνη της υπόθεσης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται με την ταυτοποίηση του πραγματικού δολοφόνου του πατέρα του Άγγελου αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή, μια και είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που κλείνει το βιβλίο ότι πίσω από όλα τα γεγονότα υπάρχει μια ολόκληρη σκευωρία. Αυτήν, λοιπόν, καλείται να ξεσκεπάσει η ανακρίτρια Αντιγόνη Αρειανού στα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας που θα ακολουθήσουν.
2. Ποια είναι η κυριότερη πηγή έμπνευσής σου και τι σε έκανε να ξεκινήσεις τη συγκεκριμένη ιστορία;
Η κυριότερη πηγή έμπνευσης είναι πάντα και για όλους η πραγματικότητα. Κάθε τι που βλέπουμε, που ακούμε, που αισθανόμαστε είναι έναυσμα για έκφραση. Άλλοι μπορεί να ζωγραφίσουν, άλλοι να γράψουν μουσική, άλλοι να γράψουν ένα μυθιστόρημα με βάση αυτό που νιώθουν ή σκέφτονται καθώς εκτίθενται στην καθημερινότητα. Η τέχνη, συνεπώς και η μυθοπλασία στη λογοτεχνία, έχει πάντα άμεση σχέση με την πραγματικότητα, ώστε να μπορεί να κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί και, επομένως, να συγκινηθεί. Προσωπικά, έχω ένα τεράστιο ενδιαφέρον για συγκεκριμένα κομμάτια αυτής της πραγματικότητας, που είναι τα πιο κοινώς αποδεκτά ως „σαθρά“. Με ενδιαφέρουν αυτά που οι άνθρωποι από φόβο, αγωνία ή χαζομάρα αποφεύγουν να εξετάζουν, να αναλύουν και να σκέφτονται.
3. Αν μπορούσες, τι συμβουλή θα έδινες στον εαυτό σου όταν ξεκίνησες να γράφεις;
Νομίζω καμία. Καμία άλλη από αυτές που είχα ήδη δώσει ο ίδιος στον εαυτό μου, αλλά και αυτές που μου είχε δώσει ο μέντοράς μου, κύριος Τέλιος, προτού αρχίσω να γράφω την ιστορία που είχα σκεφτεί. Το μοναδικό για το οποίο έχω μια μικρή αμφιβολία είναι το ότι αποφάσισα να κάνω την ιστορία αυτή τριλογία. Ο βασικός μου προβληματισμός είναι ότι το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το οποίο θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2019, είναι πολύ διαφορετικό από το πρώτο. Ήθελα να είναι διαφορετικό, μια και δεν πιστεύω ότι ένας συγγραφέας πρέπει να γράφει πάντα με το ίδιο στυλ και να κινείται πάντα στα ίδια μήκη κύματος, αλλά δεν ξέρω πώς θα φανεί αυτό σε μία ενιαία ιστορία, που απλώς χωρίζεται σε τρία βιβλία. Για την ώρα, όμως, δεν ξέρω πώς θα βγει αυτό ως αποτέλεσμα, οπότε δεν μπορώ να σου πω ότι το έχω μετανιώσει. Απλά προβληματίζομαι.
4. Τι λογοτεχνικό είδος σού αρέσει να διαβάζεις και ποιο προτιμάς όταν γράφεις;
Σαφώς και έχω αγαπημένα είδη, όπως η αστυνομική λογοτεχνία, οι ιστορίες τρόμου, τα βιβλία φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, έχω συνειδητοποιήσει ότι, αν κάνω μια λίστα με τα αγαπημένα μου βιβλία, είναι πασιφανές ότι δεν κρίνω με βάση το είδος. Μια πολύ απλή και „καθημερινή“ ιστορία είναι ικανή να μου τραβήξει πολύ το ενδιαφέρον, αρκεί να με φέρει σε επαφή με κάτι ξένο. Κάποια προσωπικότητα, κάποια ιδεολογία, κάποια εποχή που αγνοώ. Αν με εκθέσεις σε κάτι από αυτά, αρχίζω να σκέφτομαι πράγματα που δεν είχα σκεφτεί, κι αυτό με εξιτάρει απίστευτα. Σε ό,τι αφορά αυτά που γράφω εγώ, δεν έχω γράψει και πολλά ακόμη –μιλάμε για τρία βιβλία, εκ των οποίων το τρίτο δεν έχει καν δημοσιευτεί ακόμη. Δεν θα ήθελα να σου πω ότι μου αρέσει να γράφω κάτι συγκεκριμένο, μια και το σκεπτικό μου είναι όμοιο με αυτό που χρησιμοποιώ για να επιλέξω ποια βιβλία θα διαβάσω. Η τριλογία „IN NOMINE DOMINI“, πάντως, είναι ένα μείγμα αστυνομικού-δικαστικού θρίλερ, αλλά και ένα είδος κοινωνικού-ψυχολογικού δράματος.
5. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο σημαντικό σε μια ιστορία; Ο πρωταγωνιστής, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ή ο ανταγωνιστής;
Μμμμ... αυτό είναι κάτι που δεν έχω σκεφτεί ποτέ. Σαφώς και η ιστορία χρειάζεται και τα τρία αυτά συστατικά της μέρη και δεν μπορεί να υπάρξει απουσία ούτε του ενός εκ των τριών. Εμένα, ωστόσο, μου αρέσει να αναφέρομαι στο περιεχόμενο των μυθιστορημάτων με δύο όρους: ιστορία και πλοκή. Παρότι οι δυο όροι ταυτίζονται από την πλειοψηφία, στο δικό μου μυαλό αναφέρονται σε δυο διαφορετικά πράγματα. Η „ιστορία“ αναφέρεται στο ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας, ποιο είναι το ζητούμενό του και γιατί δυσκολεύεται να το επιτύχει. Αν το καλοσκεφτείς, κάθε ιστορία που διαβάζεις ή ακούς, μπορεί να αναλυθεί αν απαντήσει κανείς σε αυτές τις ερωτήσεις. Τώρα, η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα, δηλαδή γιατί ο πρωταγωνιστής δυσκολεύεται να βρει αυτό που αναζητά, είναι ότι υπάρχει ένας ανταγωνιστής. Ο ρόλος του ανταγωνιστή, λοιπόν, είναι να θέσει μια σειρά από εμπόδια στον δρόμο του πρωταγωνιστή. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι το πώς ο ανταγωνιστής θέτει αυτά τα εμπόδια, ποια είναι τα εμπόδια και πώς τα αντιμετωπίζει ο πρωταγωνιστής. Αυτό το τελευταίο, λοιπόν, είναι αυτό που ορίζω εγώ ως „πλοκή“. Όπως καταλαβαίνεις, σύμφωνα με τους δικούς μου ορισμούς, ένα μυθιστόρημα αποτελείται και από τα δύο –τα οποία, σαφώς, δεν είναι ξέχωρα, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένα το ένα με το άλλο. Υπό αυτήν την έννοια, μου είναι απαραίτητος ο πρωταγωνιστής για την „ιστορία“ και ο ανταγωνιστής για την „πλοκή“, ενώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος μεταξύ „ιστορίας“ και „πλοκής“. Έτσι το βλέπω εγώ.
Υπάρχει, βέβαια, κι η άλλη άποψη που λέει ότι για να βρεις τι είναι πιο σημαντικό, πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου πώς θα ήταν το όλο χωρίς αυτό το κομμάτι. Δηλαδή, θα μπορούσε μια ιστορία να σταθεί χωρίς τον πρωταγωνιστή; Χωρίς τον ανταγωνιστή; Χωρίς τον δευτερεύοντα χαρακτήρα; Θα υπάρξουν κάποιοι που θα σου πουν ναι, μια ιστορία μπορεί να υπάρξει χωρίς ανταγωνιστή και δευτερεύοντες χαρακτήρες –σε πιο συγκεκριμένα είδη πεζογραφίας βέβαια. Και πράγματι, μπορεί να έχεις έναν μονόλογο για παράδειγμα. Αλλά είναι σαφές ότι ακόμα κι εκεί (τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις) ο πρωταγωνιστής θα πρέπει να κληθεί να έχει έναν ανταγωνισμό –δεν έχει σημασία αν ο ανταγωνισμός παρουσιάζεται ως πρόσωπο του παρόντος στο έργο- ώστε να έχει νόημα αυτό που διαβάζεις και να οδηγεί κάπου. Θα πρέπει επίσης να παρεμβάλλονται δευτερεύουσες παρουσίες –νοητές ή όχι, δεν έχει σημασία- ώστε να αμβλύνουν ή να αξύνουν την απόσταση μεταξύ πρωταγωνιστή και ανταγωνιστή και να πλάθουν συνεχώς το σώμα της ιστορίας, ώστε αυτή να μην είναι στατική. Ακόμα και εκεί, επομένως, χρειάζονται όλες οι πλευρές, με τη μία ή την άλλη μορφή.
6. Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις;
Τα πρώτα κείμενα που έγραψα ήταν σε αρκετά μικρή ηλικία. Νομίζω ήμουν στο δημοτικό ακόμη. Κείμενα, όμως, που είχα σκοπό να δημοσιεύσω, νομίζω ότι άρχισα να γράφω για πρώτη φορά γύρω στα 19 με 20 μου χρόνια.
7. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο κρίσιμο για την επίτευξη ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα γραφής, η φαντασία ή η σκληρή δουλειά;
Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, αλλά ακόμη το ψάχνω κι εγώ! Δεν έχω ιδέα ποια είναι η μαγική συνταγή, αν είναι ένα από αυτά, κάποια από αυτά ή όλα αυτά σε ίσες δόσεις ή διαφορετικές αναλογίες. Μπορώ, όμως, με βεβαιότητα να σου πω ότι, όταν αγαπάς αυτό που κάνεις (το γράψιμο, στην προκειμένη περίπτωση), αυτό θα βγει προς τα έξω, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνει αντιληπτό. Και αφού γίνει αντιληπτό, είναι άκρως μεταδοτικό, οπότε οι άνθρωποι αγαπούν επίσης αυτό που έχεις δημιουργήσει. Τώρα, εξαρτάται και πώς ορίζουμε ένα καλό βιβλίο –όλα είναι σχετικά. Το πιο εύκολο και αντικειμενικό μέτρο είναι η απήχηση που έχει και η αγάπη του κόσμου για αυτό. Αλλά το πόσοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και το σε πόσα αντίτυπα μεταφράζεται αυτή η αγάπη, δεν μπορείς να το ξέρεις και δεν γίνεται και να σε ενδιαφέρει, διότι έτσι καταλήγεις να γράφεις αυτά που θέλουν –ή που πιστεύεις ότι θέλουν- οι άλλοι και όχι αυτά που θέλεις εσύ. Για μένα, λοιπόν, σαφώς και χρειάζονται όλα, κάποια ικανότητα και μεταδοτικότητα στη γραφή σου, όπως επίσης φαντασία και δουλειά, αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι να αγαπάς αυτό που κάνεις, αλλά και να είσαι εσύ όσο το κάνεις, ώστε να διατηρείς τη μοναδικότητά σου. Αυτό κάνει τη δουλειά σου αυθεντική και καλή. Το σε πόσους αρέσει, είναι μια άλλη ιστορία.
8. Γιατί γράφεις;
Επειδή είμαι εγωιστής. Μην παρεξηγηθώ, δεν αποδέχομαι κάτι τέτοιο ελαφρά τη καρδία στον βαθμό που ακούγεται. Όμως, πέραν της προσωπικής ψυχανάλυσης που σου προσφέρει το να δεις γραμμένες κάποιες σκέψεις σου και το να „χτίσεις“ και να „γκρεμίσεις“ κόσμους όπως θέλεις, οι περισσότεροι που γράφουμε είναι επειδή θέλουμε να πούμε κάτι στον κόσμο. Αυτό εσωκλείει ως ιδέα έναν εγωισμό, έναν εγωκεντρισμό και –ας μου επιτραπεί να πω- μία έπαρση, έτσι δεν είναι; Γιατί δηλαδή να είναι πιο σημαντικό αυτό που θέλω να πω εγώ από αυτό που θέλεις να πεις εσύ; Γιατί δεν γράφουν όλοι οι ένοικοι στην πολυκατοικία μου και γράφω μόνο εγώ; Δεν μπορεί, κάτι θα έχουν να πουν κι εκείνοι. Φυσικά, το ποιος επιλέγει να εκφραστεί και ποιος όχι είναι καθαρά προσωπικό θέμα, μια και όλοι έχουμε το δικαίωμα να γράψουμε και να δημοσιεύσουμε. Αλλά κάποιοι το κάνουμε, ενώ κάποιοι όχι.
Προσωπικά, γράφω για τους κλασσικούς λόγους –η προαναφερθείσα ψυχανάλυση κτλ- αλλά και επειδή αντλώ τεράστια ικανοποίηση από τη διασκέδαση που γνωρίζω ότι μπορεί να προσφέρουν σε κάποιον τα βιβλία μου. Το βασικότερο, όμως, είναι ότι θέλω να ακουστώ. Πιστεύω σε κάποια πράγματα, θέλω να καταγγείλω κάποια άλλα και να μιλήσω για όσα „καίνε“ εμένα, το οποίο βέβαια δεν είναι αντικειμενικό, δεδομένου ότι όλοι έχουμε διαφορετική αντίληψη. Θέλω, λοιπόν, να δείξω στον κόσμο τη δική μου αντίληψη. Και όλο αυτό, απλά επειδή πιστεύω ότι, αφενός ο κόσμος είναι καλό να δει κάποια πράγματα που δεν έχει σκεφτεί (αν δεν τα έχει σκεφτεί), κι αφετέρου ότι η γνώμη μου είναι η σωστή και θέλω να τη δηλώσω. Κάποιοι θα την ενστερνιστούν και κάποιοι όχι, αλλά είναι κι αυτό κομμάτι της διασκέδασης και περίτρανη απόδειξη του ότι, παρά τις προσπάθειες κάποιων, έχουμε ακόμη δημοκρατία –τουλάχιστον στα χαρτιά.
9. Πρότεινε ένα βιβλίο που θεωρείς ότι πρέπει να διαβάσει κάθε συγγραφέας και ένα κάθε αναγνώστης.
Αρχικά, δεν έχω να προτείνω κάτι ξεχωριστό για συγγραφείς και αναγνώστες. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο είμαστε όλοι αναγνώστες, άνθρωποι που λαχταρούν να κάνουν ένα μικρό –ή και μεγάλο- ταξίδι στον κόσμο του συγγραφέα και της ιστορίας του. Οπότε, δεν κάνει διαφορά αν το βιβλίο το διαβάζω εγώ, εσύ, ο Κορτώ ή η Rowling. Αν, λοιπόν, πρότεινα κάτι θα ήταν για όλους. Θα μου επιτρέψεις, όμως, να μην το κάνω. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο που πρέπει να διαβάσουμε όλοι, αλλά ταυτόχρονα δεν θεωρώ και ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο που δεν θα έπρεπε να διαβάσει κανείς. Κάθε βιβλίο είναι ένα νέο ταξίδι, ένας νέος κόσμος, μία νέα εμπειρία. Από κάθε βιβλίο μπορούμε να κερδίσουμε κάτι. Απλά κάποια μας ταιριάζουν και κάποια όχι. Είμαστε οι ίδιοι αρμόδιοι να τα επιλέξουμε με βάση αυτό.
10. Τι πρέπει να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;
Αυτή είναι μια πολύ ωραία ερώτηση, δεδομένου ότι κι εγώ δεν ξέρω τι πρέπει να περιμένω από τον εαυτό μου στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι σκοπεύω να συνεχίσω ακάθεκτος, τόσο την καριέρα μου στον χώρο της επιστήμης όσο και αυτήν στον χώρο της λογοτεχνίας. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον χώρο της τέχνης, είμαι ανοιχτός σε πολλά πράγματα και δεν αποκλείω κάποια στιγμή να κάνω και κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα μελετήσω εν καιρώ και ανάλογα με τις συγκυρίες και τις ευκαιρίες που θα μου παρουσιαστούν ή θα προκύψουν μέσα από τη συνεχή αναζήτησή μου.
11. Πώς μπορούν να επικοινωνήσουν οι αναγνώστες μαζί σου;
Από τα υπάρχοντα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιώ πάρα πολύ το instagram και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει το προφίλ μου, @stelios_lefkopoulos, εκεί. Για όσους δεν διαθέτετε λογαριασμό στο instagram, μπορείτε να μου στείλετε e-mail στο stelioslefkopoulos@gmail.com.
Αν το βιβλίο σάς κίνησε το ενδιαφέρον, πάρτε μέρος στην κλήρωση του Moonlight Tales, για να κερδίσετε 2 αντίτυπα του "In nomine domini", πατώντας εδώ.