ΜΕΡΟΣ 3ο
ΠΟΛΕΜΟΣ
Την μέρα
που μαθαίνουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, η ζωή μας δοκιμάζει. Δεν μας αφήνει
χρόνο για να διαχειριστούμε την αλήθεια μας. Μας τινάζει στον αέρα σαν να
είμαστε φύλλα που παραστράτησαν εξ αιτίας του ανέμου. Αυτό είναι εν μέρει
αλήθεια. Όποιος γνωρίζει τον εαυτό του είναι επικίνδυνος. Υπάρχει ο φόβος πως
θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο τον εαυτό του και θα διαλύσει την ηρεμία των άλλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΧΩΡΙΟ ΆΣΠΕΡ
ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΝ
ΓΙΑ ΏΡΕΣ κατά μήκος του μεγάλου ποταμού Μπερθ.
Σύμφωνα με τον Ίθαν έπρεπε να κινηθούν πιο νότια. Όταν θα έφταναν αρκετά μακριά
από την Έραμπορν θα διέσχιζαν τον ποταμό και θα κινούνταν προς την καρδιά των
βουνών Χίλγκριμ. Ύστερα από αρκετές ώρες, έφτασαν έξω από ένα χωριό που
ονομαζόταν Άσπερ. Το όνομά του ήταν καλά χαραγμένο πάνω στην ξύλινη πύλη του.
Ένα ετοιμόρροπο πέτρινο τείχος περιτριγύριζε το μικρό χωριό. Είχαν προχωρήσει
κατά μήκος του και τώρα κοίταζαν την σφραγισμένη πύλη. Ο Ίθαν την πλησίασε και
τοποθέτησε τις παλάμες του πάνω της. Ύστερα ξεκίνησε να κινεί γρήγορα τα χείλη
του και η πύλη άρχεισε να σείεται. Σε όλη την πύλη είχαν εμφανιστεί σκιές που
χόρευαν πάνω της ενώ εκείνη άνοιγε. Τα μάτια της Άισλιν κοίταζαν γουρλωμένα το
κατόρθωμα του άντρα.
«Πως το έκανες
αυτό;» Ρώτησε όταν ο Ίθαν την κοίταξε ξέγνοιαστα και της έκανε νόημα να τον
πλησιάσει.
«Έχω μάθει μερικά
κόλπα από την τελευταία φορά που με είδες Άις». Της έκλεισε το μάτι και τύλιξε
τη μέση της με το χέρι του καθώς προχωρούσαν. Η Άισλιν ξεκίνησε να προχωρά πιο
γρήγορα με σκοπό να αποφύγει τον Ίθαν.
Το χωριό ήταν έρημο. Οι χωμάτινοι δρόμοι
έμοιαζαν εγκαταλειμμένοι. Τα μικρά σπίτια ήταν ταλαιπωρημένα. Οι σκεπές τους σε
πολλά σημεία είχαν ρωγμές, ή μερικά κεραμίδια έλειπαν από αυτές. Τα
παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά αλλά διατρέχονταν από πολλές τρύπες. Μερικά από τα
σπίτια δεν είχαν πόρτες και μέσα στις εσοχές επικρατούσε πυκνό σκοτάδι. Εγκατάλειψη, ήταν η μόνη λέξη που
έβρισκε η Άισλιν για να περιγράψει το απόκοσμο τοπίο. Ο μόνος ήχος που
διαχεόταν στο έρημο χωριό ήταν ο άνεμος και το τρίξιμο. Ο αέρας φυσούσε αρκετά
δυνατά. Τριγυρνούσε στους δρόμους σαν σίφουνας. Όποια πόρτα βρισκόταν στον
δρόμο του, όποιο παραθυρόφυλλο δεν ήταν καλά σφραγισμένο, αναγκαζόταν να τον
ακολουθήσει. Η κίνηση τους όμως ταλαιπωρούσε τις κλειδώσεις τους, που ούρλιαζαν
κουρασμένα.
Το βουητό του ανέμου ήταν αρκετό για να
σηκώσει τις τρίχες της Άισλιν. Αισθανόταν ένα κακό προαίσθημα για το χωριό
αυτό. Κοίταξε πίσω της και είδε τον Ίθαν να κοιτάζει σκεπτικός το έρημο τοπίο.
Εκείνη βρισκόταν περίπου δυο μέτρα μακριά του. Ξεκίνησε να προχωρά βαθύτερα στο
χωριό. Απορούσε για πόσο καιρό ήταν ακατοίκητο, ή τι είχε ωθήσει όλους όσους
έμεναν εκεί να φύγουν. Μέχρι που η προσοχή της έπεσε σε δύο πράσινα μάτια που
της θύμισαν τον Κίλιαν.
Δεν ήταν μόνοι εκεί. Ένα μικρό κορίτσι τους
κρυφοκοίταζε, κουρνιασμένο πίσω από μια κολώνα. Η Άισλιν ξεκίνησε να την
πλησιάζει. Τα μάτια της αρχικά της είχαν θυμίσει τα μάτια του Κίλιαν, μα τελικά
ήταν πολύ διαφορετικά. Ήταν φωτεινά πράσινα, σαν τα φύλα των δέντρων την
άνοιξη. Φώτιζαν σαν σμαράγδια κάτω από το φως του ήλιου. Ενώ του Κίλιαν ήταν πάντοτε
σκιασμένα, λίγο πιο θλιμμένα και σκοτεινά. Τα καστανά μαλλιά της κυμάτιζαν και
τύλιγαν το μικρό της σώμα. Δεν φαινόταν όλο της το πρόσωπο, παρά μόνο το μισό. Στα
μάγουλά της έμοιαζε να έχει πολυάριθμες φακίδες. Τα φωτεινά μάτια της φαίνονταν
αταίριαστα με το σταρένιο δέρμα της και τα καστανά μαλλιά της. Το παιδί την
κοίταζε προσεκτικά όσο την πλησίαζε. Πριν όμως η Άισλιν φτάσει αρκετά κοντά του,
εκείνο ξεκίνησε να τρέχει μακριά της. Τα ποδοβολητά του αντηχούσαν στους
έρημους δρόμους.
Η Άισλιν κοίταξε πίσω από τη πλάτη της.
Είδε τα μάτια του Ίθαν κενά και αφηρημένα. Απόρησε αν ήταν η μόνη που είχε δει
το παιδί. Μα ακόμη άκουγε τα χτυπήματα των υποδημάτων του στο λιθόστρωτο. Δεν
μπορούσε να βρει κάποια λογική εξήγηση για το βλέμμα του άντρα. Κοίταζε τον
έρημο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του σαν να μην άκουγε τίποτα. Θα του μιλούσε
για να τον συνεφέρει, μα δεν είχε χρόνο. Μπορεί να έχανε το παιδί. Δεν ήθελε σε
καμία περίπτωση να το αφήσει σε ένα τόσο έρημο χωριό. Έπρεπε να το βρει. Κι
έτσι, ξεκίνησε να τρέχει. Προσπέρασε την κολώνα πίσω από την οποία είχε
ξεπροβάλει το μικρό κορίτσι και συνέχισε να τρέχει. Είδε τα μακριά κυματιστά
μαλλιά της να εξαφανίζονται πίσω από την αμέσως επόμενη γωνία. Προσπάθησε να
τρέξει ακόμη πιο γρήγορα για να την προλάβει.
«Περίμενε, θέλω
μόνο να σε βοηθήσω!» Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Έστριψε στην επόμενη γωνία
και είδε το κορίτσι να στέκεται ακίνητο δέκα μέτρα μακριά της. Την κοίταξε και
της ένευσε να πλησιάσει. Η Άισλιν σταμάτησε να τρέχει και ξεκίνησε να προχωρά
προς το μέρος της. Μόλις έφτασε μπροστά της γονάτισε και κοίταξε τα μεγάλα
πράσινα μάτια της. Μέσα τους κρυβόταν ένας ολόκληρος κόσμος. Ήταν τα πιο
ζωντανά μάτια που είχε αντικρύσει. Υπήρχε ένα βάθος στη ματιά της που τρόμαζε
την Άισλιν.
Χαμογέλασε στο
παιδί που την κοίταζε κατάματα. «Πως σε λένε; Έχεις χαθεί;» Το παιδί έφερε τον
δείκτη του στα χείλη του και κοίταξε εξεταστικά γύρω του.
«Σσς. Θα μας
ακούσει». Είπε ψιθυριστά. «Θέλω να δώσεις αυτό στον Κίτζι». Άγγιξε το χέρι της
και άφησε ένα κόσμημα να πέσει στη παλάμη της. Η Άισλιν ανατρίχιασε από την
επαφή της με το παιδί. Κάπως, το σώμα της αντιλήφθηκε πως υπήρχε μαγεία μέσα
του. Κοίταξε τα παρακλητικά μάτια του κοριτσιού μπερδεμένα.
«Δεν νομίζω πως
τον ξέρω». Πανικός απλωνόταν μέσα της. Όσο κι αν ήθελε να βοηθήσει το κορίτσι
δεν είχε γνωρίσει κάποιον με αυτό το όνομα. Η Άισλιν στο κεφάλι της γέλασε. Κι-λι-αν. Της είπε τραγουδιστά. Τα μάτια
της φωτίστηκαν. «Στον Κίλιαν εννοείς;» Η μικρή ένευσε και ξεκίνησε να
απομακρύνεται. «Περίμενε που πηγαίνεις;» Η κοπέλα στάθηκε όρθια και πλησίασε
ξανά το κορίτσι. Εκείνο όμως συνέχισε να απομακρύνεται.
«Πρέπει να φύγω».
Είπε χαμηλόφωνα χωρίς να σταματήσει να προχωράει. Η Άισλιν αναστέναξε αγχωμένα.
Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ήθελε να την κρατήσει κοντά της και να μάθει που
είναι η οικογένειά της. Την πλήγωνε που έβλεπε ένα παιδί τόσο μόνο, χαμένο.
Αλλά εκείνο τουλάχιστον είχε κάπου που έπρεπε να πάει. Ίσως να ήταν η Άισλιν η
χαμένη τελικά. Κοίταξε τη μικρή πλάτη του παιδιού που ολοένα και απομακρυνόταν.
«Τουλάχιστον πες
μου το όνομά σου». Είπε τελικά. Το κορίτσι σταμάτησε να περπατάει.
«Φιέρα». Απάντησε
το παιδί και ύστερα συνέχισε το βάδισμά του.
Ενώ κοίταζε το παιδί να απομακρύνεται
ξεκίνησε να ζαλίζεται. Η ζάλη της σύντομα μετατράπηκε σε ναυτία. Ολόκληρος ο
κόσμος τρεμούλιαζε ή τα μάτια της την πρόδιδαν. Κοίταξε το κόσμημα που
κρατούσε. Εκείνο δεν τρεμούλιαζε. Έτσι συνέχισε να το κοιτάζει σε μια
προσπάθεια να διώξει μακριά την ζαλάδα. Έμοιαζε με φυλακτό. Απεικόνιζε έναν
κρύσταλλο γύρω από τον οποίο τυλιγόταν ασήμι σε σχήμα φιδιού. Η απόχρωση του
κρυστάλλου ήταν ωχρή γαλάζια. Η όψη του ήταν ψυχρή και παγωμένη μα μέσα σε
αυτόν τον κρύσταλλο υπήρχε αποθηκευμένη μαγεία. Μπορούσε να την αισθανθεί σαν
θέρμη μέσα στη παλάμη της.
«Άισλιν». Η φωνή
του Ίθαν τράβηξε την προσοχή της μακριά από το κόσμημα.
Κοίταξε γύρω της μπερδεμένη. Δεν βρισκόταν
πια εκεί όπου είχε συναντήσει τη Φιέρα. Ήταν κοντά στην πύλη του χωριού. Στο
σημείο όπου είχε αφήσει τον Ίθαν για να τρέξει πίσω από το παιδί. Και ο Ίθαν
δεν ήταν μακριά της, βρισκόταν μπροστά της. Τα μάτια του δεν ήταν πια
αφηρημένα, την κοίταζαν εξεταστικά. Το πρόσωπό του κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος
του οπτικού της πεδίου. Εκείνη αναπήδησε τρομαγμένη και ξαφνιασμένη. Έσφιξε τη
γροθιά της και αισθάνθηκε πως κρατούσε ακόμη το κόσμημα. Η ζαλάδα της είχε
εξαφανιστεί μα μαζί με αυτήν και η ψυχραιμία της. Κοίταξε τη προς το κόσμημα
και έπεισε τον εαυτό της πως δεν είχε φανταστεί τη Φιέρα. Κρατούσε αυτό που της
είχε δώσει.
«Ναι;» Ρώτησε
δειλά. Από κάποιο στενό παραπέρα ακούστηκαν ήχοι βημάτων.
«Όλα καλά, αυτό
το χωριό είναι απλά ένα φάντασμα». Η φωνή είχε ακουστεί από ένα στενό παραπέρα.
Η Άισλιν ήταν έτοιμη να μιλήσει όταν ο Ίθαν την έκλεισε το στόμα με το χέρι
του.
«Άντρες του
Κέζελθ». Της ψιθύρισε. Χωρίς να υψώσει τον τόνο της φωνής του ξεκίνησε να
μουρμουρίζει ακατανόητα λόγια. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια διάφανη σφαίρα γύρω
τους. Η Άισλιν έτεινε το χέρι της προς το περίεργο περίβλημα μα το χέρι του
Ίθαν την εμπόδισε. «Τι κάνεις; Θες να μας δουν;» Την ρώτησε υστερικά. Εκείνη
ένευσε αρνητικά.
Τα βήματα αντηχούσαν στο έρημο χωριό και
τους πλησίαζαν. Ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Η καρδιά της κοπέλας ξεκίνησε να
χτυπάει πιο γρήγορα, πιο αγχωμένα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η φούσκα
θα τους κρατούσε κρυμμένους από τα μάτια των αντρών. Από την άλλη όμως, δεν είχε
και πολλές εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, την στιγμή που είδε τους δύο στρατιώτες,
κράτησε την ανάσα της. Σταμάτησαν να προχωρούν και κοίταξαν προσεχτικά την
Άισλιν και τον Ίθαν. Η κοπέλα βαριανάσανε πανικόβλητη. Ήταν έτοιμη να τρέξει.
«Δεν έκλεισες την
πύλη;»
«Φυσικά και την
έκλεισα. Εσύ την άνοιξες για να με ενοχοποιήσεις».
«Έιναρ, αν δεν
την έκλεισες δεν πειράζει δεν έγινε και τίποτα. Όμως κατηγόρησέ με και έγινε
κάτι πολύ, πολύ κακό. Δεν με θες για εχθρό σου».
Η συζήτησή τους ήταν αρκετή για να διώξει
μακριά τον φόβο που ένιωθε η Άισλιν. Ο Ίθαν της έκλεισε το μάτι χαρούμενα. Οι
άντρες ξεκίνησαν να προχωρούν προς το μέρος τους και ένα ρίγος διαπέρασε όλο το
σώμα της κοπέλας. Η απόσταση ανάμεσα τους μειωνόταν. Αν συνέχιζαν να περπατούν,
σύντομα θα άγγιζαν το διάφανο πέπλο και θα τους ανακάλυπταν. Απείχαν εκατοστά
από την φούσκα που τους κρατούσε κρυμμένους. Τα πέλματά τους σχεδόν την
άγγιζαν. Η Άισλιν αισθανόταν την ακαταμάχητη ανάγκη να ουρλιάξει.
«Σας ευχαριστώ
πολύ για τη δουλειά σας. Μπορείτε να επιστρέψετε στην Έραμπορν τώρα».
Οι στρατιώτες σταμάτησαν να περπατάνε. Η
καρδιά της Άισιν σκίρτησε πανικόβλητα. Τα βλέμματά τους στράφηκαν προς τον
άντρα που είχε μόλις εμφανιστεί στο οπτικό τους πεδίο. Η φωνή του ήταν οικεία.
Η απαλή χροιά του και ο δυναμισμός που έκρυβε, ήταν κάτι που γνώριζε καλά η
Άισλιν. Το βλέμμα της ταξίδεψε στα μάτια του, στα μούσια του, στα χείλη του. Ο
Κίλιαν βρισκόταν εκεί. Φορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα. Το πουκάμισό του ήταν για
άλλη μια φορά πιο ξεκούμπωτο από όσο θα έπρεπε. Ο γιακάς του δερμάτινου
σακακιού ανεβασμένος, όπως πάντα. Η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό
χαμόγελο.
«Μα πρέπει ακόμη
να.».
«Όλα είναι υπό
έλεγχο. Οι άντρες στρατολογήθηκαν και οι γυναίκες με τα παιδιά μεταφέρθηκαν
στην Έραμπορν. Υπάρχουν εναπομείναντες;» Ρώτησε ο Κίλιαν αυστηρά. Οι άντρες
κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένευσαν αρνητικά.
«Όχι άρχοντά μου».
Απάντησε ο ένας από αυτούς. Ο Κίλιαν τους έκανε νόημα.
«Είστε ελεύθεροι
λοιπόν». Οι άντρες στάθηκαν σε θέση προσοχής και ύστερα υποκλίθηκαν. Γύρισαν
την πλάτη τους προς τον Ίθαν και την Άισλιν και έφυγαν.
Πέρασαν μερικά λεπτά απόλυτης ησυχίας. Ο
Κίλιαν κοίταζε το κενό, χαμένος στις σκέψεις του. Ύστερα ξεκίνησε να βαδίζει
προς το μέρος τους. Δεν τους κοίταζε και αυτό καθησύχαζε την Άισλιν. Για
κάποιον περίεργο λόγο φοβόταν πως η μαγεία του Ίθαν να δεν ήταν αρκετή για να
ξεγελάσει εκείνον. Μα όσο δεν τους κοίταζε, τόσο η κοπέλα ηρεμούσε. Όταν
βρισκόταν ένα μέτρο μακριά τους σταμάτησε να προχωρά και έφερε το χέρι του στο
πιγούνι του. Η Άισλιν κοίταζε το αψεγάδιαστο πρόσωπό του και το στομάχι της
ανακατευόταν. Δίχως προειδοποίηση χτύπησε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και
ολόκληρο το διάφανο πέπλο που τους τύλιγε έγινε σκόνη. Χαμογέλασε ψυχρά στον
Ίθαν, με απειλητικό βλέμμα.
«Βρε, βρε, βρε». Είπε παιχνιδιάρικα
αλλά ακόμη κρυβόταν μια υπόνοια απειλής στη φωνή του. «Κοίτα να δεις ποιος
είναι εδώ». Η Άισλιν δεν είχε δει ποτέ ξανά τα μάτια του τόσο παγωμένα.
Ράνια Ταλαδιανού