Damian's POV
Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν στην ίδια
θέση, χωρίς να κινώ ούτε ένα μυ του κορμιού μου και με το στόμα μου να χάσκει
ορθάνοιχτο προσπαθώντας να αφομοιώσω τα λόγια της. Και ας φάνταζαν ξένα. Ήξερα
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν είχα βρει τη Λίλιθ στο δωμάτιο μου, τότε που η
Λιλιάνα ήταν δεμένη σε εκείνον τον πάσσαλο που δεν υπήρχε πια. Μέσα στη
μισοκοιμισμένη μου κατάσταση είχα δει με πόση τρυφερότητα κοιτούσε το μικρό
Νέφελιμ. Και εκείνο το δάχτυλο που είχε σύρει κατά μήκος του προσώπου της...
Δεν επιθεωρούσε τη ζημιά του αδερφού μου. Ήταν χάδι. Μητρικό χάδι.
«Για όνομα, πες κάτι!» μου φώναξε.
Μετέφερε νευρικά το βάρος της από το ένα γυμνό πέλμα στο άλλο. «Βρίσε με!
Εξευτέλισέ με, αλλά σε παρακαλώ, πες κάτι». Η φωνή της έσβησε κι εγώ, ίσως για
πρώτη φορά πραγματικά, την κοίταξα. Κοίταξα το βαθύ πράσινο των ματιών της,
απομεινάρι μια άλλης ζωής. Τη μικρή, ελαφριά καμπυλωτή μύτη της. Τα γεμάτα
χείλη της και το, σε σχήμα καρδιάς, πρόσωπό της. Ήμουν τόσο ηλίθιος! Έριξα την
πλάτη μου στον τοίχο, καθώς ένα κύμα εξάντλησης με κατέλαβε τη στιγμή που η
αλήθεια άνοιγε επιτέλους την πόρτα που εγώ είχα αρνηθεί τόσο επίμονα να κάνω
τόσο καιρό. Το πρόσωπο της Λιλιάνα καθρεφτιζόταν σε εκείνο της Λίλιθ. Κι εγώ, τόσο
χαζά κι αθώα, το είχα αποδώσει στα υπολείμματα της θεϊκής χάρης.
«Εσύ... και ο- ο Μιχαήλ...» κατάφερα να
ψελλίσω μετά από ώρα. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, πριν το βλέμμα της
σκοτεινιάσει και πάλι.
«Δεν... Δεν ήταν σκόπιμο». Την κοίταξα
με απορία και εκείνη μου γύρισε την πλάτη. Ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής
ακόμα, άκουσα τη φωνή της σαν ψίθυρο. «Τον συνάντησα μια μέρα σε ένα μικρό,
χαριτωμένο καφέ στη Νέα Ορλεάνη. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν αυτός. Πάνε
χιλιετίες που τον είδα για τελευταία φορά και δεν τον είχα προσέξει και
πραγματικά. Με... Με γοήτευσε. Δεν είχε την αύρα του Σανβί...» Μπορούσα να
νιώσω το δηλητήριο να μαζεύεται στο στόμα της στην προφορά του ενός από τους
τρεις Αγγέλους που είχε στείλει ο Πατέρας στο κατόπι της για να τη γυρίσουν
πίσω στον Αδάμ. «Ήταν... Είναι ο ένας». Γύρισε προς το μέρος μου πάλι. «Δεν
μπορούσα να καταλάβω τι ήταν το τόσο ξεχωριστό πάνω του. Περάσαμε όλη την ημέρα
μαζί...» χαμήλωσε το βλέμμα της «...και όχι μόνο. Το επόμενο πρωί βρήκα μονάχα
μια λέξη γραμμένη πρόχειρα σε ένα κομμάτι χαρτί στο μαξιλάρι δίπλα μου.
"Συγγνώμη". Η μυρωδιά τού Παραδείσου κι ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν
αυτά που με ξύπνησαν από τη σαγήνη μου και κατάλαβα τι είχα κάνει. Ήταν όμως
πλέον αργά...»
«Ήσουν έγκυος...» πρόφερα περισσότερο
στον εαυτό μου, αλλά την είδα να κουνάει το κεφάλι της καταφατικά.
«Την ένιωσα να κινείται μια εβδομάδα
αργότερα. Το διανοείσαι; Μέσα σε μια εβδομάδα είχε αναπτυχθεί τόσο που μπορούσα
να τηννιώσω μέσα μου». Έφερε ασυναίσθητα την παλάμη της πάνω από την άδεια της
κοιλιά και το πρόσωπό της γέμισε θλίψη. «Δεν είχα ελπίδες ότι θα γεννιόταν
ζωντανή. Σκέφτηκα να τερματίσω την εγκυμοσύνη και προσπάθησα, αλλά η θέλησή της
για ζωή ήταν μεγάλη και τα κόλπα μου δεν έπιασαν... Έτσι σκέφτηκα να
χρησιμοποιήσω αυτόν τον καρπό. Ένα Νέφελιμ από τον Μιχαήλ, το φαντάζεσαι; Θα
ήταν το καλύτερο όπλο απέναντι στους Αγγέλους. Απόδειξη της Αμαρτίας του
Αρχηγού τους και ταυτόχρονα τόσο ισχυρή που θα τελείωνε αυτόν τον πόλεμο μια
και καλή και θα έστεφε εμάς νικητές». Είδα τα μάτια της να λάμπουν από τη δίψα
της για εκδίκηση. «Δεν το είπα στον Λούσιφερ. Δεν παρατηρεί ποτέ τέτοια
πράγματα, αλλά και να το παρατηρούσε, για εκείνον θα ήταν ένας ακόμη
δαίμονας... Και τότε άκουσα τον χτύπο της καρδιάς της, Ντάμιαν. Ο καιρός
περνούσε και εκείνη μεγάλωνε και εγώ ζούσα με την μικρή ελπίδα να ζήσει... Και
τότε άκουσα το πρώτο της κλάμα. Και την κράτησα στα χέρια μου και ήταν τόσο...
ανθρώπινη. Τίποτα δαιμονικό. Ένα τέλειο μικρό ανθρωπάκι. Έπρεπε να τη δώσω.
Έπρεπε να την κρύψω. Έπρεπε...»
«...Να της καταστρέψεις την ζωή» τη
διέκοψα και την κάρφωσα με το βλέμμα μου.
«Ορίστε;» με κοίταξε γεμάτη απορία. Ο
θυμός που σιγόβραζε μέσα μου όλη αυτήν την ώρα στο άκουσμα του μονολόγου της,
ξεχυνόταν τώρα, καυτός, άσχημος, έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα στον διάβα
του.
«Τι "ορίστε" Λίλιθ; Έχεις ιδέα
τι πέρασε εξαιτίας της ανικανότητας σου να λειτουργήσεις σαν μητέρα; Έπρεπε να
την έχεις προστατεύσει! Έπρεπε να την είχες κρατήσει εδώ! Να μεγάλωνε ανάμεσά
μας! Να τη φροντίζαμε και να ήταν ασφαλής! Έχεις ιδέα τι πέρασε;» ούρλιαζα τώρα
στο πρόσωπό της, με τα λόγια μου να φτύνουν δηλητήριο. «Άλλαξε έξι ανάδοχες
οικογένειες! Βίωσε την απόρριψη, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση από μωρό!
Έτρωγε από τα σκουπίδια και κοιμόταν στους δρόμους! Το παιδί σου. Το ίδιο σου
το αίμα. Ακόμα και σαν δαίμονας, αυτό είναι πολύ για εμένα. Ήταν παιδί. Ήταν
αθώα. Και εσύ τη δημιούργησες για πιόνι, Λίλιθ, και έτσι ήταν όλη της η ζωή.
Γεννήθηκε σαν πιόνι για την υπεροχή μας απέναντι στους Αγγέλους. Μεγάλωσε σαν
πιόνι που γινόταν θυσία στην ανθρώπινη απληστία και στο σκοτάδι του ανθρώπινου
μυαλού ξανά και ξανά. Διαταράξαμε τη "γαλήνη" της για να γίνει πιόνι
του Μιχαήλ στον βωμό της Αγγελικής Ιεραρχίας και του Πατρογονικού δικαιώματος».
Η Λίλιθ με κοιτούσε σαστισμένη, ενώ εγώ πάλευα να κρατήσω την οργή μου. Πήρα
μια βαθιά ανάσα και της γύρισα την πλάτη. Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα με
ήρεμο τόνο. «Αλλά εγώ θα σπάσω τον κύκλο. Θα ανατρέψω τη σκακιέρα που έστησες
και που από τότε καθορίζει όλη της την ύπαρξη. Δε θα είναι πια πιόνι στα
παιχνίδια εξουσίας κανενός. Είναι ελεύθερη και θα την κρατήσω ελεύθερη. Γιατί
στον μόνο που ανήκει είναι στον εαυτό της και θα φροντίσω να παραμείνει έτσι».
Ούτε εγώ πίστευα τα λόγια που θα ξεστόμιζα στη συνέχεια, όταν το μόνο που
ποθούσα περισσότερο από οτιδήποτε ήταν η αίσθηση των χειλιών της πάνω στα δικά
μου ξανά. «Δε θα την κάνω έκπτωτο. Αυτό μονάχα θα μεγαλώσει το σκοτάδι μέσα της
και ρισκάρω να γίνει δαίμονας και δεν της αξίζει αυτό. Θα μείνει έτσι. Νέφελιμ.
Και όποιος προσπαθήσει να τη φυλακίσει, θα γνωρίσει τον θάνατο από τα δικά μου
χέρια. Όσο για σένα...» γύρισα απότομα και η μύτη του ξίφους μου ακούμπησε το
δέρμα στη βάση του λαιμού της, αφήνοντας μια σταγόνα αίματος να κυλήσει στο
πορσελάνινο δέρμα της. «Εάν την πλησιάσεις ξανά στα εκατό μέτρα, θα φροντίσω να
έχεις την ίδια μοίρα με τον Πειρασμό σου. Τώρα χάσου από μπροστά μου». Κατέβασα
το σπαθί μου και την έσπρωξα με δύναμη έξω από το δωμάτιο, κλείνοντάς της την
πόρτα στα μούτρα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο ξύλο και έκρυψα το πρόσωπο μου
στα χέρια μου. Τι γνώση είχε μόλις ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια μου; Η Λιλιάνα,
κόρη του Μιχαήλ και της Λίλιθ. Το μικρό μου Νέφελιμ, ήταν αποτέλεσμα του
ισχυρότερου Πειρασμού. Και υπέφερε εξαιτίας αυτού. Άκουγα πίσω μου την Λίλιθ να
βλαστημά και να κοπανάει την πόρτα μου, αλλά την αγνοούσα. Δεν ξέρω πόση ώρα
πέρασε, πριν ξεκολλήσω από την πόρτα και άρχισα να μαζεύω μερικά ρούχα. Σίγουρα
είχε περάσει όμως αρκετή, καθώς οι πυρσοί είχαν αρχίσει να καίνε από ώρα. Έριξα
σε έναν σάκο δυο αλλαξιές και μπήκα για ένα γρήγορο ντουζ. Η απόσταση που
επιθυμούσα να βάλω ανάμεσα σε εμένα και τη Λιλιάνα με τη φυγή μου δεν είχε
λειτουργήσει ακριβώς όπως το είχα επιθυμήσει. Είχα σκοπό να μείνω λίγο εδώ, να
κυνηγήσω, να μοιράσω λίγη λαγνεία στους ανθρώπους και όχι να μάθω όλο το γενεαλογικό
της δέντρο και να ακούω το όνομά της να παίζει σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι
μου. Οι καινούργιες συνθήκες την καθιστούσαν ακόμα πιο επικίνδυνη από ό,τι είχα
τολμήσει να πιστέψω. Την ίδια στιγμή όμως ήταν πολύ πιο ευάλωτη. Σκατά! Ήλπιζα
μόνο να μην είχε συμβεί κάτι που είχα αφήσει τον Τζέικ μόνο μαζί της. Αλλά από
την άλλη, εάν ο Μιχαήλ γνώριζε με ποια γυναίκα είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ,
τώρα η Λιλιάνα θα ήταν κλεισμένη στα Τάρταρα από την τρομάρα του. Άχρηστοι
Άγγελοι. Μήπως όμως αυτό σχεδίαζαν για τη Λιλιάνα και τώρα; Να την κλείσουν σε
μια αιώνια φυλακή; Γι’ αυτό είχαμε τόσο καιρό να ακούσουμε νέα τους; Δε
φοβόμουν για εκείνη. Ήξερα ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να την πειράξει, έστω και
σε μια φυλακή γεμάτη εξαγριωμένους Νέφελιμ, θα έβρισκε φρικτό θάνατο. Αλλά δεν
της άξιζε να περάσει μια ζωή κλεισμένη σε ένα μέρος γεμάτο ουρλιαχτά και ο
ήλιος μην την έβλεπε ποτέ, επειδή ο Μιχαήλ είχε συναντήσει τον Πειρασμό του.
Βέβαια, ποιος ήμουν εγώ για να κρίνω την ένταση ενός Πειρασμού;
Επέστρεψα στο σπίτι της με το που είχα
ντυθεί. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν από το εσωτερικό του σπιτιού. Συγκεντρώθηκα
και μπόρεσα να ακούσω τη σταθερή ανάσα του Τζέικ και τον απαλό ήχο της καρδιάς
της Λιλιάνα. Ήταν και οι δυο εδώ και ήταν καλά. Ευτυχώς. Έκανα ένα βήμα προς το
σαλόνι, όταν ένιωσα τη μύτη του ξίφους του Τζέικ στον λαιμό μου. Δεν τον είχα
ακούσει να αντιδράει και η ανάσα του δεν είχε αλλάξει. Τον είδα στην άλλη άκρη
της λάμας να χαμογελάει και κατέβασε το σπαθί. Τον κοίταξα καλά καλά. Είχε
απαλλαγεί από την πανοπλία του και φορούσε γήινα ρούχα. Σοφή επιλογή.
«Είσαι τυχερός που το δέρμα μας έχει ποτίσει
από το θειάφι. Αλλιώς δε θα είχες λαιμό τώρα». Χαμογέλασα πλατιά. Σε μια μάχη
ανάμεσα μας δεν είχε καμία ελπίδα και το ήξερε. Αλλά ήταν ανακουφιστικό για
εμένα να ξέρω ότι, εάν δεν είχε αναγνωρίσει τη μυρωδιά μου, θα είχε σκοτώσει
όποιον είχε προσπαθήσει να εισβάλλει στο σπίτι. Μερικές φορές η τακτική των
δαιμόνων να σφάζουν και μετά να ρωτούν ήταν χρήσιμη.
«Ήξερα ποιον εμπιστευόμουν». Τον
αγκάλιασα σφιχτά και τον χτύπησα στην πλάτη. «Πώς είσαι φίλε; Σε δυσκόλεψε;» Ο
χρόνος περνούσε διαφορετικά στην Κόλαση από ό,τι στη Γη. Πίστευα πως έλειπα
τρεις μέρες, αλλά και πάλι ο χρόνος ήταν κάτι που δε με άγγιζε, οπότε δεν τον
υπολόγιζα κιόλας. Είδα το πρόσωπο του Τζέικ να σκοτεινιάζει και με κατέλαβε
πανικός.
«Δεν... Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν
προσπάθησε τίποτα, ό,τι και να της έλεγα το έκανε. Με το ζόρι ανταλλάξαμε δυο
λέξεις». Κοίταξα την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιό της και μετά
έστρεψα την προσοχή μου πάλι στον Τζέικ.
«Είναι σίγουρα καλά; Ξέρεις είχε πληγές
στα χέρια...» Ο Τζέικ κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Με άφησε να περιποιηθώ τα τραύματά της.
Σωματικά είναι εντάξει. Ψυχικά όμως... Αυτή η κατάσταση πρέπει να την έχει
καταβάλλει κατά τη γνώμη μου».
«Δεν είμαστε σκατοψυχολόγοι, Τζέικ! Ούτε
ενδιαφερόμαστε για τέτοια!» Προσπάθησα να ακουστώ αδιάφορος, ενώ το μόνο που
ήθελα ήταν να ορμήσω στο δωμάτιο της και να δω με τα ίδια μου τα μάτια, εάν
ήταν καλά. Ο Τζέικ με ήξερε. Ήξερε ότι υποκρινόμουν ό,τι δεν με ένοιαζε. Αλλά
με άφηνε να συνεχίσω το παραμύθι μου.
«Το ξέρω. Πήγαινε μίλησέ της. Ίσως να
θέλει εσένα».
«Δεν άντεξες χωρίς να πετάξει τη βλακεία
σου πάλι, έτσι;» Ο Τζέικ απλά μου χαμογέλασε.
«Είναι στο μπάνιο» Είπε απλά, πριν
ξεδιπλώσει τα φτερά του και χαθεί σε μια σκόνη θειαφιού.
Μπήκα στο δωμάτιο δίχως να χτυπήσω και
χωρίς να χάσω λεπτό. Άκουσα τον ντουζ να τρέχει. Άφησα μια ανάσα που δεν είχα
συνειδητοποιήσει ότι κρατούσα. Πήγα και στάθηκα πίσω από την πόρτα και έκλεισα
τα μάτια μου αφήνοντας τον ήχο του νερού να ηρεμήσει τα τεντωμένα μου νεύρα. Η
πόρτα άνοιξε και είδα την μικροκαμωμένη φιγούρα της Λιλιάνα να μπαίνει μέσα στο
δωμάτιο τυλιγμένη μονάχα σε μια πετσέτα και να αφήνει υγρά αποτυπώματα στο
ξύλινο δάπεδο.
«Έμαθα ήσουν καλό κορίτσι». Γύρισε
ξαφνιασμένη στο άκουσμα της φωνής μου, ενώ μια γαλάζια σπίθα τρεμόπαιξε στην
παλάμη της, που όμως σταμάτησε τελείως, όταν με αναγνώρισε. Έμεινα ακίνητος για
μια στιγμή. Το δέρμα της γυάλιζε με τις σταγόνες του νερού να χαρίζουν έναν
μυστικιστικό τόνο στο δέρμα της. Το χέρι της κρατούσε σφιχτά μια μικροσκοπική
πετσέτα στο ύψος του στήθους της, που ίσα-ίσα έφτανε μέχρι την αρχή των γοφών
της. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και άφηναν υγρά ρυάκια να τρέχουν, μουσκεύοντας
την πετσέτα της. Ένιωσα ένα σφίξιμο χαμηλά στην κοιλιά μου, πριν σταθώ στα
μάτια της. Μεγάλα από έκπληξη, αλλά πρόλαβα να διακρίνω ένα ίχνος χαράς, πριν
στενέψουν γρήγορα. Ήταν θυμωμένη μαζί μου. Γιατί; Δεν είχα κάνει κάτι αυτήν τη
φορά. Διάολε, δεν ήμουν καν εδώ! Πώς ήταν δυνατόν να την έχω πειράξει; «Είσαι
θυμωμένη μαζί μου;» ρώτησα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Μου γύρισε την πλάτη κι
έκανε να φύγει, αλλά πρόλαβα να πιάσω το χέρι της και να τη στρέψω προς το
μέρος μου, φέρνοντάς την ταυτόχρονα κοντά μου. «Τι εκ...» άφησα την πρόταση
μετέωρη. Ο χτύπος της καρδιάς της που βαρούσε ανεξέλεγκτα μου απέσπασε την
προσοχή, καθώς και η μυρωδιά από το δέρμα της εισέβαλλε βίαια στα ρουθούνια
μου. Σαν ανθρώπινο καλοκαίρι. Με κοιτούσε με εκείνα τα μάτια και έκανε τα πόδια
μου να κόβονται. Γαμώτο, μου είχε λείψει! Μπορεί να μην το παραδεχόμουν ποτέ
δυνατά, αλλά ίσχυε. Την άρπαξα δυνατά από τα μαλλιά και την κοπάνησα στην πόρτα
του μπάνιου πίσω μου. Έκανε να φωνάξει από έκπληξη, αλλά το στόμα μου ήταν εκεί
να την κάνει να σωπάσει. Έφερε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, αφήνοντας
την πετσέτα της να πέσει στα πόδια μας. Ήθελε και εκείνη, που να με πάρει! Με
ήθελε κι εκείνη. Την έπιασα από τους γοφούς και τη σήκωσα, κάνοντάς τη να
τυλίξει τα πόδια της γύρω μου και την κόλλησα περισσότερο στον τοίχο με το σώμα
μου. Με το ένα χέρι άρπαξα τα δικά της και τα κόλλησα πάνω από το κεφάλι της
και με το άλλο άρχισα να χαιδεύω την εκτεθειμένη σάρκα των πλευρών της. Το
δέρμα της ήταν τόσο απαλό, τόσο ευαίσθητο... Δεν μπορούσε να είναι απλά το
αγγελικό στρώμα που κάλυπτε τα σημάδια της αυτό.
«Κι άλλο...» ψιθύρισε σαγηνευτικά στο αυτί μου, στέλνοντάς
με στα όρια και της άρπαξα βίαια το πρόσωπο αναγκάζοντας τη να γυρίσει πίσω στο
φιλί μας. Τα χέρια της βρήκαν τότε την ευκαιρία να χωθούν κάτω από την μπλούζα
μου, να συρθούνε αργά και βασανιστικά στην πλάτη μου, κάνοντας με να αναστενάξω
κάτω από το άγγιγμά της. Ελευθέρωσε τα χείλη της από τα δικά μου ξανά και τα
κόλλησε στη βάση του λαιμού μου στέλνοντας κύματα ηδονής παντού στο κορμί μου,
κάνοντάς με να αφήσω έναν βαθύ αναστεναγμό. Ένιωσα τη γλώσσα της να διατρέχει
τη φλέβα του λαιμού μου κι έβρισα χαμηλόφωνα. Δάγκωσε ελαφρά το πηγούνι μου,
ενώ ένιωθα το ύφασμα του τζιν μου να με στενεύει σε σημείο που να θέλω να
ουρλιάξω. «Τι τρέχει;» με ρώτησε αργά και αισθησιακά.
«Η γλώσσα σου, γυναίκα...» πρόφερα με
δυσκολία και βαθιά φωνή από πόθο. Ένιωσα το χαμόγελό της πάνω στο δέρμα μου.
«Η γλώσσα μου, ε;» Δεν ξέρω πώς, αλλά το
επόμενο δευτερόλεπτο, τα χείλη της απομακρύνθηκαν από το σαγόνι μου, καθώς και
τα πόδια της γύρω από τη μέση μου. Ένιωσα το ένα χέρι της στη μέση μου και με
το άλλο άνοιγε το κουμπί του παντελονιού μου. Άνοιξα τα μάτια μου έκπληκτος και
την κοίταξα στα γόνατα μπροστά μου. Ξεροκατάπια, ενώ εκείνη δάγκωνε τα χείλη
της κι εγώ αναγκάστηκα να στηρίξω το βάρος μου στον τοίχο, όταν ένιωσα τη
γλώσσα της πάνω μου.
«Λιλιάνα...» Η φωνή μου βγήκε
περισσότερο σαν παράκληση, όχι σαν προειδοποίηση, όπως σκόπευα.
«Σου έχω πει ότι λατρεύω το όνομα μου
στα χείλη σου;» Ξεροκατάπια με δυσκολία, ενώ τα κύματα απόλαυσης με
πλημμύριζαν.
«Τι σε έχει πιάσει;» Σηκώθηκε στα πόδια
της και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Πόσο ακόμα νομίζεις ότι μπορώ να
αρνούμαι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα μας; Προσπάθησα. Προσπάθησα πολύ, αλλά δεν
μπορώ να το κάνω. Μπορεί εσύ κάθε φορά που έρχεσαι αντιμέτωπος με την έλξη που
ασκούμε ο ένας στον άλλο να το αντιμετωπίζεις με την φυγή αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ
να τρέξω και δε θα το κάνω. Δε με νοιάζει η Πτώση, δε με νοιάζουν τα φτερά μου
ούτε αυτός ο ασταμάτητος πόλεμος που έχετε κηρύξει ο ένας στον άλλο και
εμπλέκομαι χωρίς να το θέλω. Το μόνο που με νοιάζει είναι το τώρα. Και στο τώρα
σε θέλω, Ντάμιαν. Σε χρειάζομαι πολύ και με τρομάζει η δύναμη που έχεις να
ορίζεις τη διάθεσή μου. Έφυγες και θύμωσα που με παράτησες μόνη, όμως όταν σε
είδα να στέκεσαι στην πόρτα μου...» Άρπαξε την πετσέτα από το πάτωμα και
τυλίχτηκε προσπαθώντας να καλυφθεί. Όχι από το αχόρταγο βλέμμα μου πάνω στο
γυμνό κορμί της, αλλά από το πόσο εκτεθειμένη ένιωθε με το να ξεστομίζει αυτά
που πραγματικά αισθανόταν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και απέφυγε το βλέμμα
μου. «Αν επιμένεις ότι εσύ δεν αισθάνεσαι τίποτα για εμένα, τότε φύγε από το
δωμάτιό μου. Μπορώ να υποκριθώ ότι δε συνέβη τίποτα ποτέ μεταξύ μας». Άκουγα
έναν λυγμό που πάλευε να πνίξει να απειλεί να της ξεφύγει, αλλά ήταν μαχήτρια.
Δε θα λύγιζε μπροστά μου. Πώς τα είχα κάνει έτσι; Είχα καταφέρει να πετύχω αυτό
που ήθελε ο αδερφός μου. Με είχε ερωτευτεί. Μπορούσα να τη ρίξω. Μπορούσα να
φέρω την αποστολή μου εις πέρας. Αλλά κάπου στην πορεία... Την πλησίασα και
γονάτισα μπροστά της.
«Και αν δεν θέλω να φύγω;» τη ρώτησα και
γύρισε να με κοιτάξει με μάτια υγρά. Έφερα το χέρι μου και χάιδεψα απαλά το
πρόσωπό της. Τι μου έχεις κάνει, μικρό Νέφελιμ; Μασούλησε το κάτω χείλος της
χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το δικό μου. Πλησίασα τα χείλη μου στα δικά
της χωρίς να παίρνω το βλέμμα μου από τα μάτια της.
«Δεν υπάρχει γυρισμός, Ντάμιαν.» Το
ήξερα. Ήξερα τι θα γινόταν, αν επέλεγα να τη φιλήσω. Γιατί με αυτό το φιλί θα
σφράγιζα την Πτώση της. Θα σφράγιζα το μέλλον μας. Θα σφράγιζα τον πόλεμο.
Έψαξα τα μάτια της για οποιονδήποτε δισταγμό. Οτιδήποτε που θα με έκανε να
σταματήσω. Αλλά με κοιτούσε λες και ήμουν το πιο πολύτιμο πράγμα για εκείνη
τούτη τη στιγμή και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Τη φίλησα.
NADIA