Παρεκκλίνων φύλακας (Κεφάλαιο 1) - "Παρέκκλιση"

 
 
Έλεγχος
Μια λέξη που αφορά την ουσία του ανθρώπου.
Αν δεν ήλεγχα τα συναισθήματά μου, θα ήμουν αδύναμος.
Αν δεν ήλεγχα τις ορμές μου, θα ήμουν κτήνος.
Αν δεν ήλεγχα τη λογική μου, θα ήμουν παρανοϊκός.
Έλεγχος.
Μία λέξη που εξαπατά την ουσία του ανθρώπου.
 
Υπάρχουν δισεκατομμύρια σύμπαντα, εκατοντάδες διαφορετικές εκδοχές του κόσμου, μυριάδες πλανήτες όπου η ζωή ευδοκιμεί… κι εγώ ζω σε εκείνον τον έναν, όπου όλα είναι προγραμματισμένα. Ακόμα και η φαντασία είναι εξαναγκασμένη να χωρέσει στο σωστό δοχείο. Δε δικαιούται ο οποιοσδήποτε να ονειρευτεί ή να διαθέτει αφαιρετική σκέψη.

Οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι ανάλογα με τις βασικές τους ιδιότητες.
Οι Οξυδερκείς, οι Ευαίσθητοι, οι Αναλώσιμοι και οι Ηγέτες. Σε ένα απλοποιημένο μοντέλο, αν στον κόσμο ζουν εκατό άνθρωποι, χρειάζονται εβδομηνταπέντε αναλώσιμοι, δέκα οξυδερκείς, δέκα ευαίσθητοι και πέντε ηγέτες. Όσοι αλλάζουν τα προμελετημένα νούμερα, εκτελούνται.

Εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Μόνο οι πρώτης γενεάς άνθρωποι ταξινομούνται. Οι δεύτερης γενεάς, οι μεταλλαγμένοι, επιτρέπεται να ζουν όπως εκείνοι επιθυμούν, αρκεί να φυλούν την τάξη και την οργάνωση της κοινωνίας τους. Όλοι όσοι φέρουν γενετικά τροποποιημένα γονίδια, ονομάζονται Φύλακες.

Αλλά αρκετά με αυτές τις αηδίες…

Ο δείκτης στην ημικυκλική ξύλινη βάση, παύει να στοχεύει τον ουρανό. Η κλίση του δείχνει προς τους ευαίσθητους. Κάποιος αναλώσιμος αδυνατεί να προσαρμοστεί. Ένας αναστεναγμός δραπετεύει από μέσα μου, ενώ φοράω το σακάκι μου. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου κρύβονται. Μονάχα το δεξί μου μάτι με προδίδει. Εκείνο που παίρνει μια χρυσίζουσα απόχρωση, αντί για τη μουντή καφετιά που θα περίμενε κανείς. Ο ήλιος συμμαχεί μαζί μου και φορώ τα γυαλιά του ηλίου με τον λεπτεπίλεπτο μεταλλικό σκελετό. Βγαίνω έξω και οσμίζομαι. Η αίσθηση αυτή είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη σε άτομα σαν κι εμένα. Μπορώ να μυρίσω τα δάκρυα και έτσι βρίσκω το Ευαίσθητο άτομο. Αν δε βρισκόταν στη δική μου γειτονιά, θα είχε γείρει ο δείκτης κάποιου άλλου ανθρώπου δεύτερης γενεάς.

Στρίβω στη γωνία της οδού Λάτια και προχωρώ κατά μήκος της Ρέιλς. Η όσφρηση μου ξεκινά να με ζαλίζει. Σταματώ μπροστά από ένα αδιέξοδο. Ανακατεύομαι και τα γόνατά μου λυγίζουν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ενώ προσπαθώ να καταστείλω την εντατική λειτουργία της μύτης μου. Μόλις καταφέρνω να την επαναφέρω στα φυσιολογικά πλαίσια, προχωρώ. Ακούω έναν συνεχή θόρυβο. Κάτι μεταλλικό γρατζουνά την άσφαλτο. Βρίσκεται πίσω από τον σφαιρικό κάδο απορριμμάτων.

Όσο περπατώ αθόρυβα, ετοιμάζω την αμπούλα. Το χέρι μου την κλείνει προσεκτικά και τραβιέται από την κρυφή τσέπη. Το παρεκκλίνον άτομο έχει μπει πια στο οπτικό μου πεδίο. Δεν μπορεί να με προσέξει. Κλαίει. Εγώ όμως μπορώ να δω πως δεν είναι μεγαλύτερο από δεκαέξι ετών. Το κορίτσι σφαδάζει σαν να αισθάνεται κάποιον φρικτό πόνο και γέρνει προς τα πόδια του. Τα χέρια της σφίγγουν τη μεταλλική της ταυτότητα και τη σέρνουν ρυθμικά κατά μήκος του εδάφους.

«Τι συμβαίνει;» μουρμουρίζω, ενώ μειώνω την απόσταση, για να σκύψω μπροστά της.

«Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ!» φωνάζει υστερικά και έπειτα ρίχνεται στην αγκαλιά μου.

«Δεν μπορείς» επαναλαμβάνω μηχανικά, αντικρίζοντας με φρίκη τα μακριά καστανά μαλλιά, τα οποία με πνίγουν, συνωμοτώντας με την ενοχή μου.

«Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά νοιάζομαι για εσένα. Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να σταματήσω την καρδιά μου».

Τραγική ειρωνεία.

«Γιατί δε ζήτησες να τοποθετηθείς στους Ευαίσθητους…»

«Όταν μας χώριζαν, μου είπαν πως θα έμπαινα σε αυτή την κατηγορία μόνο αν κάποιος Ευαίσθητος θυσιαζόταν για εμένα».

Κάνω πίσω μηχανικά, αποφεύγοντας την επαφή με το μικρό κορίτσι. Την παρατηρώ προβληματισμένος και ξεροβήχω. Έχει μεγάλα πράσινα μάτια και πολυάριθμες φακίδες. Το βλέμμα της έχει τη θέρμη και τη δύναμη να λιώσει ό,τι κοιτάζει. Δεν μπορεί… «Δεν είναι δυνατόν να μη βρέθηκε κανείς για να θυσιαστεί για εσένα» λέω δύσπιστα.

«Ήθελε η μητέρα μου, αλλά χωρίς εκείνη δε θα άντεχα ούτε μια μέρα…»

Η νεαρή μαζεύεται, σαν να θέλει να συρρικνωθεί. Χώνει το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και αγκαλιάζει τα γόνατά της. Έπειτα, ξεσπάει ξανά σε λυγμούς. Το χέρι μου κάνει να κινηθεί καθησυχαστικά προς το μέρος της. Στα μισά της διαδρομής παγώνει. Μένω να το κοιτάζω με έκδηλη απορία.

Τι νομίζεις ότι κάνεις; επιπλήττω τον εαυτό μου. Ήταν επιλογή της. Η ζωή της, η κατάταξή της… όλα ήταν επιλογή της.

Το κεφάλι της σηκώνεται αργά. Το βλέμμα της, πονηρεμένο πια, ακινητοποιείται στα κρυμμένα μου μάτια. Ξεπλέκει τα τρεμάμενα χέρια της και κατεβάζει τα γυαλιά προσεκτικά. Το κάτω χείλος μου σείεται. Με πιέζει να μιλήσω. Να πω κάτι, οτιδήποτε. Μα δεν μπορώ να βρω τη μιλιά μου. Το πρόσωπό της συσπάται από φόβο και δέος. Χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο και σφαλίζει βλέφαρα.

«Σωστά. Είναι η ώρα» μονολογεί.

Τα χείλη της κινούνται, μέχρι που σχηματίζουν ένα αχνό χαμόγελο. Σκουπίζει το βρεγμένο της πρόσωπο και ορμάει κατά πάνω μου. Ο εγκέφαλός μου παλεύει να επεξεργαστεί την πληροφορία, καθώς το κορίτσι χύνεται στην αγκαλιά μου. Τα χείλη της συναντούν το μάγουλό μου.

«Τι στο–»

«Σ’ ευχαριστώ. Είχα κουραστεί πολύ. Δεν αντέχω άλλο» ψιθυρίζει, ενώ όλο της το σώμα διαφωνεί. Σπαρταρά από τον φόβο. «Πώς θα το κάνεις;»

«Δε θα το κάνω εγώ» απαντώ τραχιά. «Θα ήταν πολύ προσβλητικό, αν σου ζητούσα να σεβαστείς τον προσωπικό μου χώρο;»

Κάνει πίσω και κλέβω απευθείας την ευκαιρία να σηκωθώ και να ισιώσω το κορμί μου. Αυτό το παιδί είναι αλλόκοτο. Έχω δει ξανά άτομα ευαίσθητα να ξεσπούν, μα ποτέ δε με προσέγγιζαν τόσο έντονα.

«Με λένε Έλια, εσένα;»

Κλείνω τα μάτια εξουθενωμένα και της δίνω την αμπούλα. Της ζητώ να τη σπάσει μέσα στο στόμα της, αποφεύγοντας να χτίσω περισσότερη οικειότητα με τη μελλοθάνατη.

«Εγώ θα σε αποκαλούσα…» τοποθετεί τον δείκτη στην άκρη των χειλιών της και σκέφτεται «Άντριαν» αποφασίζει.

Την παρακαλώ να σπάσει την αμπούλα, χωρίς να χρονοτριβεί. Δεν είναι ευχάριστο για εμένα να περνώ χρόνο με τους παρεκκλίνοντες που πρέπει να θανατωθούν. Αφότου νεύει, απομακρύνομαι με αργά βήματα. Κρατώ το τηλέφωνό μου και ετοιμάζομαι να καλέσω τους καθαριστές. Αντί να δώσει ένα τέλος στη ζωή της, η Έλια σηκώνεται, ακλουθώντας με. Ακινητοποιούμαι. Το κεφάλι μου στρέφεται αργά για να συναντήσει τα ενθουσιώδη πράσινα μάτια της.

«Δεν μπορώ να σε καταλάβω».

«Απλά, ήθελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις, πριν να πεθάνω». Ξεροκαταπίνει. «Πώς είναι να είσαι άνθρωπος δεύτερης γενεάς;»

«Όχι όσο ιδιαίτερο μπορεί να νομίζεις».

«Είσαι ευτυχισμένος που σου επιτρέπουν να ζήσεις όπως επιθυμείς;»

Σφίγγω τις παλάμες μου σε γροθιές και κλείνω την απόσταση που μας χωρίζει. Το πρόσωπό της επισκιάζεται από τρόμο, ενώ παρασέρνω στο λεπτοκαμωμένο της σώμα. Πιάνω την μπλούζα της και την τραβώ κοντά μου, μηδενίζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά την απόσταση.

«Αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι πολύ άσχημο. Δε θα σε αφήσω να ζήσεις απλά και μόνο επειδή το παίζεις αξιαγάπητη και συναισθηματική. Δε χωράς στον κόσμο. Η ευαισθησία σου είναι περιττή. Αν ήταν αναγκαία δε θα χρειαζόμασταν τόσο λίγους Ευαίσθητους. Μπορείτε να χρησιμεύσετε μόνο σε ανθρωπιστικά λειτουργήματα ή να διασώζετε ζώα και φυτά.

»Δε θα ανεχτώ τέτοιες νύξεις. Όχι, από ένα μικρό παιδί! Η ζωή μου είναι μια χαρά. Οι ικανότητές μου ικανοποιητικές και ναι, ζω ακριβώς όπως το επιθυμώ. Πολλοί θα ήθελαν να είναι στη θέση μου» κλείνω το στόμα μου, βαριανασαίνοντας.

«Σσσς».

Καταλήγω μέσα στην αγκαλιά του κοριτσιού, με το κεφάλι βυθισμένο στο στέρνο της. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια νιώθω αγνό φόβο. Η οργή μου υποχωρεί και αισθάνομαι γυμνός και εκτεθειμένος. Τινάζομαι σαν ελατήριο και γυρνώ την πλάτη μου.

«Σταμάτα να είσαι τόσο δοτική χωρίς λόγο».

«Μα χρειάζεσαι αγάπη» ψελλίζει τρεμουλιαστά. «Πίσω από τα λόγια σου κρυβόταν μια κραυγή αγωνίας. Είσαι κουρασμένος. Δε βρίσκεις το νόημα στη ζωή και την ελευθερία που σου παρέχουν».

«Φτάνει» γρυλίζω προς το μέρος της.

«Καλησπέρα» ακούγεται μια φωνή πίσω από τον ώμο μου.

Ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων, εικόνων και συναισθημάτων περιστρέφεται μέσα στο στομάχι μου. Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην ακινησία και τη φυγή. Η γνώριμη γυναικεία σιλουέτα με τους καλοσχηματισμένους γλουτούς και τη λεπτή μέση φτάνει στο πλευρό μου. Με χαιρετά, παίζοντας νευρικά και χαριτωμένα με ένα από τα μικρά κέρατα, τα οποία ξεφυτρώνουν στο μέτωπό της, κάτω από την κορυφογραμμή των ξανθών της μαλλιών.

«Ίντιθ» ανταποκρίνομαι παγερά.

«Δεν μπορεί. Έγινε κάποιο λάθος μάλλον».

«Τι συνέβη; Συνήθως δε στέλνουν δύο Φύλακες για ένα μόνο άτομο».

«Νομίζω πως ο μετρητής έπιασε έντονο συναισθηματισμό από δύο άτομα». Οι ματιές μας συναντώνται. Φορά γυαλιά, αλλά αυτό δε στέκεται εμπόδιο στην επικοινωνία μας. «Μάλλον θα ήταν κάποια δυσλειτουργία του συστήματος» βιάζεται να προσθέσει.

Η Έλια έχει κολλήσει με την πλάτη στον τούβλινο τοίχο του αδιέξοδου. Κοιτάζει σαν να φλέγεται από την περιέργεια για τους Φύλακες, αλλά και σαν να τους φοβάται ταυτόχρονα. Η ταυτότητά της, στην οποία χαράσσεται η λέξη «Αναλώσιμη», βρίσκεται ακόμη εγκλωβισμένη στην παλάμη της.

«Ω, είναι μόνο ένα μικρό και τρομαγμένο κορίτσι».

Όσο η Ίντιθ πλησιάζει την έφηβη, εγώ αδυνατώ να μην προσέξω κάθε λεπτομέρεια που την αφορά. Έχει επιλέξει μια κόκκινη τσάντα και την έχει συνδυάσει με τις ψηλές γόβες της. Ένα κοντό φόρεμα γκρίζου χρώματος πέφτει απαλά, τονίζοντας τις καμπύλες της. Τα καρέ μαλλιά της, μετά βίας αγγίζουν τους ώμους της. Έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση, μα παραμένει το ίδιο όμορφη.

«Πώς σε λένε;» ρωτά τη μικρή, σκύβοντας ελάχιστα.

«Έλια. Εσένα;»

«Εγώ είμαι η Ίντιθ. Μη σε τρομάζει ο Νόρμαν. Απλά προσποιείται πως είναι αδιάφορος» με σχολιάζει, κερδίζοντας μια επικριτική ματιά.

«Μπορώ να δω τα μάτια σου;»

Η γυναίκα γελά και σκύβει λίγο, ώστε τα πρόσωπά τους να βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Τα φρύδια της ανυψώνονται προκλητικά.

«Είσαι σίγουρη πως δε θα τρομάξεις;»

Η μικρόσωμη Ευαίσθητη κουνά το κεφάλι πάνω κάτω αποφασιστικά. Μέχρι να αποκαλυφθούν τα μάτια της Ίντιθ, η Έλια κρατά την ανάσα της. Αμέσως μετά, ξεφυσά εμβρόντητη.

«Είναι ασημένια σαν το φεγγάρι. Και ο Άντριαν έχει χρυσό, σαν τον ήλιο».

Η Ίντιθ, γυρνά για να με αντικρύσει. Το βλέμμα της εξεταστικό και απρόσωπο. Βλέπω κάτω από τη μάσκα. Αυτή η γυναίκα… Η καρδιά μου χτυπά δυνατά και γυρνώ το πρόσωπο προς τον μεταλλικό κάδο, ανίκανος να αντέξω την οπτική επαφή.

«Άκουσέ με» ψιθυρίζει τόσο χαμηλόφωνα, που κανένα αυτί ανθρώπου πρώτης γενεάς δεν μπορεί να το αντιληφθεί.

«Όχι».

«Μην είσαι ξεροκέφαλος».

Τινάζομαι και πλησιάζω το παιδί. Ανοίγω το στόμα της δια της βίας και τα μάτια της υγιαίνονται ξαφνικά.

«Θέλω να ζήσω» καταφέρνει να αρθρώσει.

Το χέρι μου βρίσκει την αμπούλα και η Ίντιθ δακρύζει.






Ράνια Ταλαδιανού