Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 2)

Σταμάτησε μισή ώρα αργότερα μπροστά από έναν τοίχο, έβγαλε τον μαρκαδόρο από την τσέπη από το τζιν σορτσάκι της και αφού έγραψε κάτι, εξαφανίστηκε την ώρα που ο ουρανός έπαιρνε μία πιο ανοιχτή απόχρωση του μπλε και έδινε σιγά σιγά τη θέση του στην αυγή.
Η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά έκλεισε πίσω της την πόρτα του διαμερίσματος και μαζί με αυτήν, τη μικρή περιπέτεια που είχε. Παρατήρησε τον χώρο γύρω της. Το συγκεκριμένο σπίτι, το οποίο χρησίμευε ως κρησφύγετο, είχε να χρησιμοποιηθεί αρκετό καιρό, ίσως και κάτι παραπάνω από έναν χρόνο. Φρόντιζε, όμως, να το διατηρεί καθαρό και εξοπλισμένο με τα απαραίτητα για στιγμές όπως εκείνη.
Αφού έγραψε κάποια πράγματα σε ένα τυχαίο τετράδιο που βρήκε, έκανε ένα ντους και έπεσε για ύπνο.
***
Ξύπνησε δώδεκα, περίπου, ώρες αργότερα, με το ρολόι στο κομοδίνο της να δείχνει πέντε το απόγευμα, με τον ήλιο να τη χτυπάει αλύπητα στο πρόσωπο, καθώς είχε ξεχάσει να κλείσει τις κουρτίνες. Το στομάχι της γουργούριζε ανεξέλεγκτα και συνειδητοποίησε πως είχε να βάλει φαγητό στο στόμα της από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας.
Όση ώρα έτρωγε, το μυαλό της ταξίδεψε πρώτα στην αδερφή της, τη Γαλήνη. Θα ήταν ασφαλής, άραγε με τους ανάδοχους γονείς της; Και μετά ταξίδεψε στην καλύτερή της φίλη, τη Ζωή. Πού τις είχε μπλέξει; Πώς τα είχε κάνει έτσι; Αυτά τα ερωτήματα τη βασάνιζαν.
Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Αλλού έπρεπε να συγκεντρωθεί εκείνη τη στιγμή. Άλλες ερωτήσεις έπρεπε να θέσει.
Ποιοι το είχαν ενορχηστρώσει όλο αυτό; Μόνο το Μαύρο Ρόδο ήθελαν; Και για ποιο
ν λόγο να φτάσουν τόσο μακριά ώστε να ανακατέψουν την Αστυνομία και τον Στρατό;
Το επόμενο βήμα είναι να μπλεχτούν και τα Φαντάσματα, σκέφτηκε, αλλά αυτοί είναι εχθροί με την οργάνωση του Μαύρου Ρόδου και ουδέτερ
οι όσον αφορά την Αστυνομία και τον Στρατό.
***
Πέμπτη 22 Ιουνίου, 00:00
Ημέρα δεύτερη.
Το ρολόι στον πάγκο της κουζίνας σήμανε μεσάνυχτα.
Το μόνο φως σε όλο το διαμέρισμα ήταν ένα πορτατίφ δίπλα από τον καναπέ στον οποίο ξάπλωνε η Χλόη.
Ακούμπησε το στυλό που κρατούσε απαλά στα χείλη της ως ένδειξη περισυλλογής. Το τετράδιο ήταν κενό μπροστά της, με το βλέμμα της αγνάντευε τη θέα από το παράθυρο.
Αχ, εκείνη η θέα! Όλη η θάλασσα απλωνόταν μπροστά της! Γινόταν ένα με το
ν νυχτερινό ουρανό και η επιφάνειά της άστραφτε σαν πολλά διαμάντια κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού!
Η κοπέλα ξεφύσησε και κοίταξε το λευκό χαρτί με τις μπλε ρίγες που είχε ακουμπισμένο στους μηρούς της. Το χέρι της αιωρούνταν από πάνω του, χωρίς όμως να σταματήσει πουθενά, χωρίς να κάνει έστω και μία μικρή μουτζούρα, γραμμή ή κουκκίδα. Έπρεπε να γράψει οπωσδήποτε κάτι, αλλά τι;
Ίσως κάτι που να αντανακλούσε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις τελευταίες είκοσι εννέα ώρες…
Κυνηγημένη
.
Ή, καλύτερα, να περιέγραφε τα συναισθήματά της…
Αδικημένη
.
Όχι, όχι, αυτό θα το άφηνε για κάποια άλλη στιγμή, πιο κατάλληλη. Ίσως όταν τελείωνε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου.
Η Χλόη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω μέχρι να ακουμπήσει το μαξιλάρι του καναπέ και έκλεισε τα μάτια, αλλά μετά από δύο δευτερόλεπτα τα άνοιξε ξανά. Άφησε το μπλε στυλό που κρατούσε και
, χωρίς να κοιτάξει, έπιασε από το τραπέζι την πένα της. Εκείνη την ξύλινη πένα, η οποία είχε χαραγμένα από τη μία πλευρά της άνθη κερασιάς και από την άλλη τους ιαπωνικούς χαρακτήρες για τη λέξη ζωή.
Τέντωσε το χέρι της προς την οροφή και με καλλιγραφικά γράμματα έγραψε στον αέρα τη λέξη "μολύβι". Η λέξη έλαμψε και το σχήμα της άλλαξε και πήρε εκείνο ενός μολυβιού, το οποίο η κοπέλα έκλεισε μέσα στην παλάμη της πριν εκείνο πέσει στην κοιλιά της.
Αυτή ήταν η δύναμή της, οι λέξεις και οι φράσεις, η δημιουργική γραφή, ο λόγος, η γλώσσα. Μπορούσε να κάνει τα πάντα, αρκεί να τα έγραφε κάπου. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν ήταν μικρότερη κυκλοφορούσε πάντα με ένα τετράδιο και ένα στυλό.
Χάρισμα και κατάρα ταυτόχρονα.
Άφησε κάτω την πένα και κάλυψε με τις παλάμες της το πρόσωπό της. Πού είχε μπλέξει πάλι; Για την ακρίβεια: πού την είχαν μπλέξει, ποιοι και γιατί; Αναρωτήθηκε για εικοστή φορά εκείνη τη μέρα.
Για το ποιοι είχε μία ιδέα κατά νου. Τα κυρίαρχα μέλη του Μαύρου Ρόδου, της οργάνωσης που της είχε στερήσει γονείς και μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Και λογικά την κυνηγούσαν για
το Μαύρο Ρόδο, το θρυλικό σπαθί, το οποίο όποιος το είχε στην κατοχή του αποκτούσε μεγάλη δύναμη. Αυτός ήταν, κιόλας, ένας από τους λόγους που αρκετοί έτρεφαν δέος και φόβο για την οργάνωση. Μέχρι πριν από δύο χρόνια, δηλαδή.
Ανοίγοντας τα μάτια της, είδε μία μαυροφορεμένη φιγούρα να την κοιτάζει και η Χλόη πετάχτηκε όρθια με την πένα στο χέρι.
«Ποιος είσαι; Τι θες; Και πώς μπήκες εδώ μέσα;»
«Δεν έχω ταυτότητα, είμαι ένα Φάντασμα και είμαι εδώ για να μιλήσουμε. Και για να απαντήσω και στην τρίτη σου ερώτηση, μπήκα δύσκολα. Έχεις κάνει πολύ καλή δουλειά με τα προστατευτικά τείχη», απάντησε εκείνος κάτω από τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή που φορούσε.
Η Χλόη άρχισε να γράφει κάτι στα γρήγορα, καθώς δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, παρά μόνο τα μάτια του και έτσι δεν μπορούσε να καταλάβει αν της έλεγε αλήθεια ή όχι. Ο άγνωστος της έπιασε με δύναμη το χέρι, σταματώντας την. Ευτυχώς, η πένα δε
ν γλίστρησε από το κράτημα της κοπέλας.
«Από τη στιγμή που δεν είσαι πια μέλος του Μαύρου Ρόδου, δεν είμαι εχθρός σου, Χλόη!»
«Αυτό δεν το γνωρίζω! Ειδικά όταν μου λες πως είσαι ένα από τα Φαντάσματα!», του απάντησε με σφιγμένα δόντια και τα μάτια της τον σκάναραν από την κορυφή ως τα νύχια. Από τις μαύρες του αρβύλες ως την περίεργη μάσκα με τη νεκροκεφαλή και την κουκούλα της δερμάτινης ζακέτας του και το φαρδύ σπαθί που κουβαλούσε στην πλάτη του. Δεν φαινόταν εύκολος αντίπαλος, αλλά από την άλλη, κανένα Φάντασμα δεν ήταν.
Η κοπέλα προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της, αλλά η λαβή του ήταν πολύ δυνατή.
«Επειδή είμαι Φάντασμα, δεν σημαίνει ότι θα σου επιτεθώ χωρίς λόγο, όπως σας λένε στην οργάνωση. Γνωρίζω πως για τον φόνο του Αβαούζου δεν είσαι εσύ υπεύθυνη».
«Δεν με πείθεις», είπε η Χλόη και σήκωσε το αριστερό της πόδι με σκοπό να τον κλωτσήσει στα πλευρά, αλλά εκείνος τής το έπιασε με το ελεύθερό του χέρι.
«Σου είπα πως δεν είμαι εχθρός σου! Να σε βοηθήσω θέλω!»
«Ωραία, λοιπόν, άφησέ με για να μιλήσουμε».
«Κι εσύ θα αφήσεις την πένα», δήλωσε το Φάντασμα και την άφησε. Η Χλόη με τη σειρά της ακούμπησε την πένα ευλαβικά πάνω σε ένα τραπεζάκι. Εξάλλου, αν πήγαινε κάτι στραβά, είχε και σχέδιο Β'. Όταν έπαιζε στην έδρα της δεν άφηνε τίποτα στην τύχη.
«Τι θες;»
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να βρεθεί το Μαύρο Ρόδο και μετά να καταστραφεί. Σε αντάλλαγμα, τα Φαντάσματα θα σε προστατεύσουμε και θα σου προσφέρουμε καταφύγιο και ό,τι άλλο χρειαστείς».
Πριν προλάβει να απαντήσει η κοπέλα με τα πράσινα μάτια, ο τοίχος δίπλα στην εξώπορτα έγινε κομμάτια, το σπίτι γέμισε καπνούς και ακούστηκε κάποιος να βήχει. Το Φάντασμα μπήκε μπροστά από τη Χλόη, καλύπτοντάς την και έχοντας το σπαθί του έτοιμο.
«Συγγνώμη για τον τοίχο, αλλά οι άμυνές σου δε μου άφησαν άλλη επιλογή», είπε μία γνώριμη φωνή, «σου υπόσχομαι, όμως, πως θα τον επισκευάσω».
Η κοπέλα άρπαξε την πένα της και έκανε ένα βήμα στο πλάι για να δει ποιος ήταν ο δεύτερος εισβολέας της βραδιάς. Ήταν ο νεαρός που την καταδίωκε την προηγούμενη μέρα, τον οποίο είχε ακούσει να τον φωνάζει Άγγελο ο επιθεωρητής Γκρέις.
Το Φάντασμα την έπιασε από το μπράτσο. Σήμα για να μην κάνει καμία κίνηση.
«Άγγελε, η κοπέλα είναι υπό την προστασία μας».Η Χλόη τα ‘χασε. Από πού κι ως πού αυτοί οι δύο γνωρίζονταν;
«Το γνωρίζω αυτό. Δεν ήρθα εδώ για να την πάρω πίσω στο τμήμα» και γυρνώντας προς την κοπέλα «για να σε προειδοποιήσω ήρθα. Είσαι στη λίστα των καταζητούμενων και γι’ αυτό οι γαλονάδες έστειλαν τον Ρίκι για να σε βρει».
Η Χλόη χλώμιασε. Τον είχε μόνο ακουστά τον Ρίκι. Ο πιο αδίστακτος κυνηγός κεφαλών στην υπηρεσία του στρατού. Ήταν ένα κτήνος σε σώμα ανθρώπου, δεν υπολόγιζε τίποτα και κανέναν, παρά μόνο κοιτούσε το συμφέρον του και την ευχαρίστησή του. Το πάθος του ήταν να σκοτώνει και να βασανίζει. Το κρυφό όπλο της κυβέρνησης.
«Κι εγώ για ποιον λόγο να σε πιστέψω;»
«Επειδή δεν θα έλεγα ποτέ ψέμματα για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Κανείς δεν κάνει πλάκα για τον Ρίκι και νομίζω το γνωρίζεις πολύ καλά αυτό».
«Γιατί να με προειδοποιήσεις, όμως;», απόρησε η κοπέλα.
«Γιατί είναι διπλός πράκτορας», της έδωσε την απάντηση το Φάντασμα.
«Ναι, και επειδή δεν πιστεύω ότι εσύ διέπραξες τον φόνο, καθώς δεν έχεις τα κότσια».
«Όντως, δεν τα έχω», αποκρίθηκε ήρεμα η Χλόη.
«Οπότε, καλύτερα να έρθεις μαζί μας».
«Μαζί σας; Με κοροϊδεύεις, έτσι;»
Ο Άγγελος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχω κανέναν λόγο να σε κοροϊδέψω».
Η κοπέλα ζύγισε τις επιλογές της. Από τη μία θα μπορούσε να ακολουθήσει το Φάντασμα και τον Άγγελο και από την άλλη θα μπορούσε να φύγει εδώ και τώρα, έχοντας στο κατόπι της τον Ρίκι. Προτίμησε το δεύτερο, καθώς ποτέ δεν ήταν άνθρωπος της συνεργασίας και της ομαδικής δουλειάς. «Εντάξει, θα έρθω μαζί σας, απλά δώστε μου δύο λεπτά να αλλάξω».
Τους είδε να γνέφουν καταφατικά και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Έβγαλε τις πιτζάμες της και φόρεσε ένα μαύρο σορτσάκι και ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι. Στη ζώνη της έδεσε μία θήκη με μαγικές πένες και έναν μαρκαδόρο και ένα κοντό σπαθί. Αν χρειαζόταν άλλα όπλα απλά θα το έγραφε ή θα χρησιμοποιούσε την άλλη της δύναμη. Η άλλη της δύναμη... Ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη της...
Φόρεσε στα γρήγορα τα αρβυλάκια της και έπιασε τα μαλλιά της σε μία ψηλή αλογοουρά. «Έτοιμη».
«Καιρός ήταν», σχολίασε ο Άγγελος, κερδίζοντας έτσι ένα δολοφονικό βλέμμα από τη Χλόη.
«Καλύτερα να πηγαίνουμε, τότε», είπε το Φάντασμα και κινήθηκε προς την μπαλκονόπορτα, απ’ όπου και είχε έρθει.
Η Χλόη περίμενε να τον ακολουθήσει και ο Άγγελος για να κάνει κίνηση, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς ο δεύτερος φώναξε: «Ψέμματα είπε! Δεν πρόκειται να έρθει μαζί μας!»
Η κοπέλα τράβηξε το κοντό σπαθί από τη θήκη του, έτοιμη για παν ενδεχόμενο.
«Άσε κάτω το σπαθί», την προειδοποίησε ο Άγγελος και εμφάνισε το δικό του σπαθί.
«Είπε αυτός που ετοιμάστηκε για μάχη».
«Αν είναι να σε πάρω μαζί μου από ‘δω μέσα».
«Αρκετά!», φώναξε το Φάντασμα, «Χλόη, νόμιζα πως θα ερχόσουν μαζί μας»
«Λάθος νόμιζες».
«Τότε θα το κάνουμε με τον δύσκολο τρόπο», δήλωσε ο Άγγελος και η κοπέλα του επιτέθηκε.
Εμφάνισε και δεύτερο σπαθί, αλλά ο νεαρός ήταν φανερά καλύτερος από εκείνη στις πολεμικές τέχνες.
Το Φάντασμα έπεσε πάνω της, κάνοντάς τη να συγκρουστεί με τα μαρμάρινα πλακάκια
. περνώντας την παλάμη του μπροστά από το πρόσωπό της και χρησιμοποιώντας μία από τις δυνάμεις του, την άφησε αναίσθητη.
«Έπρεπε να το τελειώσεις τόσο γρήγορα; Το απολάμβανα!», παραπονέθηκε ο Άγγελος.
«Δεν έχουμε χρόνο για παιχνίδια αυτή τη στιγμή. Αν θέλετε να παίξετε, κάντε το όταν θα ξυπνήσει η κοπέλα μιας που κουβαλάτε τα ίδια μυαλά και οι δυο σας!»
«Πάντως είναι αρκετά καλή. Δεν είναι τόσο άχρηστη όσο νόμιζα αρχικά. Απλά δεν θέλει να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της κανονικά».
Το Φάντασμα σήκωσε στην αγκαλιά του την κοπέλα. «Λογικά θα έχει λόγο».
«Ο οποίος σίγουρα θα έχει να κάνει με το παρελθόν της», δήλωσε σκεπτικός ο νεαρός.
«Και καλά θα κάνεις να μην ανακατευτείς», τον προειδοποίησε το Φάντασμα και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
«Μού βάζεις δύσκολα, Κρίστοφερ», μουρμούρισε ο Άγγελος και έσπευσε να ακολουθήσει τον φίλο του.


Ξανθίππη Γιωτοπούλου