Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 3 - Του Έρωτος θελήματα - μέρος 2)

Για δυο ολόκληρους μήνες, ο Ρωμανός με τους φίλους του περιόδευαν στα θέματα του σημερινού ελλαδικού χώρου, από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο, ανακαλύπτοντας νέους κυνηγότοπους, κι όποτε βρισκόταν η ευκαιρία εντρυφούσαν και στις άλλες ηδονές του σώματος. Αύγουστο πια, η στράτα τους τούς έφερε στη Λακωνία, και βγήκαν ένα πρωινό να εξασκήσουν το αγαπημένο τους άθλημα στον κατάφυτο και πλούσιο σε πανίδα Ταΰγετο. Η μέρα ήταν αίθρια, ζεστή και ποιητική με ευχάριστο δροσερό αεράκι, μόνο λίγα σύννεφα είχαν γαντζωθεί εδώ κι εκεί στον γαλανό καμβά του ουρανού, και το άπλετο φως του ήλιου που έλουζε πέρα προς την ανατολή τον κάμπο του Ευρώτα μάγευε το βλέμμα των τριών παλικαριών και γέμιζε τα κορμιά τους ευφορία και οργασμό δυνάμεων.«Λοιπόν, αδέλφια, ας μη χασομεράμε» πρότεινε ο Μηνάς. «Καλή λεία μας περιμένει εδώ πέρα σ’ αυτά τα δάση, είμαι σίγουρος, και ζώα και πουλιά…»

Κι έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. Συμφώνησαν μαζί του οι άλλοι δύο, και ο Θεόδωρος πρόσθεσε:
«Να είμαστε κοντά, μην απομακρυνθούμε. Οι αρκούδες κι οι λύγκες καραδοκούν, και δε θα ήταν ευχάριστο να γίνουμε εμείς το γεύμα τους…»
«Ας τολμήσει να ’ρθει η αρκούδα να με φάει, και θα την πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια!» πετάχτηκε ο Ρωμανός με έπαρση, κι οι φίλοι του γέλασαν και τον χτύπησαν πειραχτικά στην πλάτη. Ύστερα φορτώθηκαν πάνω τους τα τόξα και τα δίχτυα, φόρεσαν τα χειρόχτια[1] τους, μάζωξαν κοντά τους τα λαγωνικά και ξεκίνησαν. Μόνοι τους ήταν, δίχως γερακάρηδες κι άλλους βοηθούς, όπως στα κυνήγια τους στα πέριξ του Βυζαντίου, μα έτσι ακριβώς ένιωθαν να απολαμβάνουν πιότερο την ελευθερία τους. Χάζευε ο πρίγκιπας το τοπίο γύρω του, που όσο ανέβαιναν το βουνό άλλαζε, τα μυρωδάτα θυμάρια, τα πουρνάρια και οι σκίνοι έδιναν τη θέση τους στα πεύκα, τα έλατα και τους κέδρους, με τον ήλιο να παιχνιδίζει και να χρυσώνει τις φυλλωσιές, άκουγε γύρω του ρυάκια να κελαρύζουνε γλυκά, την ακοή του χάιδευαν οι μελωδικές λαλίτσες των πουλιών, και σιγά-σιγά δίχως να το καταλάβει ξεστράτισε, ενώ τα σκόρπια νέφη συνάχτηκαν και πύκνωσαν, μαύρισαν και φόρτωσαν νερό. Ήδη οι πρώτες στάλες άρχιζαν να πέφτουν, όταν το πήρε είδηση ο Ρωμανός πως είχε χωριστεί απ’ την παρέα του.
«Να πάρει η οργή! Τώρα έπρεπε να βρέξει;» βλαστήμησε απεγνωσμένος. Γύρω του μόνο απλωταριές, πλαγιές και χαράδρες έβλεπε, πουθενά ένα καταφύγιο. Μα να, προχωρώντας λίγο ακόμα, φάνηκε εμπρός του μια σπηλιά, σκαμμένη στον βράχο και σκεπασμένη στην κορφή από βρύα και λειχήνες.
«Σώθηκα! Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου!» αναφώνησε ανακουφισμένος, και σφύριξε στα ζαγάρια του να τον ακολουθήσουν. Εκεί θα έμπαιναν όλοι τους, άνθρωπος και σκυλιά, μέχρι να κοπάσει η απρόσμενη καλοκαιρινή βροχή, που όσο πήγαινε γινόταν καταιγίδα…


Η Αναστασώ είχε βγει στο βουνό να μαζέψει χόρτα για να κάνει πίτα, και βότανα για την περίπτωση που χρειαζόταν να φτιάξει θεραπευτικά μαντζούνια. Της τα ’χε μάθει μια γριά μαμή, σαβανώτρα, φαρμακεύτρια και πρακτική γιάτρισσα συνάμα, όταν τον περασμένο χειμώνα ο Κρατερός έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και το κορίτσι φοβήθηκε τρανά μήπως τον χάσει τον κύρη της κι απομείνει μοναχή στον κόσμο. Όμως η σοφή γερόντισσα τον γιατροπόρεψε αποτελεσματικά, και σε λιγότερο από μισό φεγγάρι ήτανε πάλι όρθιος στα πόδια του, περδίκι. Την ευχαρίστησε χίλιες φορές η Αναστασία για τη σωτηρία του πατέρα της, τα χέρια της φίλησε και την ασήμωσε, κι η κυρούλα σε αντάλλαγμα της πρόσφερε όλες τις γνώσεις της. Απροετοίμαστη την έπιασε κι εκείνην η μπόρα, και δόξαζε τον Θεό που βρέθηκε κοντά της το σπηλιάρι. Μα όπως είχε κουρνιάσει σε μια κόγχη με το καλαμένιο κανίσκι της στα χέρια, άκουσε όχι πολύ μακριά της ένα γάβγισμα, και στρέφοντας τον λαιμό της είδε ένα πιτσιλωτό σκυλί να κουνά ζωηρά πέρα-δώθε την ουρά του.
«Έι… Τι θες εσύ εδώ;» του μίλησε, κι έκανε ένα βήμα να το ζυγώσει. Το κυνηγόσκυλο γάβγισε ξανά, κροταλώντας το κουδούνι που είχε περασμένο στον λαιμό του, σαν τρομαγμένο της φάνηκε, αλλά μπορεί να έπαιζε κιόλας.
«Έλα, έλα… Καλό κυνάρι…» πρόφερε μισοψιθυριστά η Αναστασώ κι άπλωσε θαρρετά το χέρι της προς το μέρος του. Τότε, όμως, πίσω του ξεπρόβαλαν άλλα δυο τρία σκυλιά, κι η κοπέλα ζάρωσε βγάζοντας μια φοβισμένη αδύναμη κραυγή:
«Α!..»
Τη γροίκησε ο Ρωμανός φτάνοντας στο έμπα της σπηλιάς και κοντοστάθηκε παραξενεμένος. Τέτοια λαλιά δεν ταίριαζε σε αγρίμι, ούτε ελάφι, ούτε ζαρκάδι… Τα λαγωνικά του ωστόσο κυμάτιζαν τις ουρές τους κι αλυχτούσαν, και πρώτο-πρώτο αυτό το πιτσιλό, το αγαπημένο του, που οδηγούσε πάντα την αγέλη κι έβγαζε τα πιο θρεμμένα και εκλεκτά θηράματα.
«Αζόρ! Τι;..» φώναξε, και την επόμενη στιγμή, ρίχνοντας το βλέμμα του μπροστά, έμεινε άναυδος. Μια κόρη λυγερή, πεντάμορφη, πιο όμορφη από κάθε άλλη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του, στεκόταν απέναντί του, κι η καρδιά του νεαρού πρίγκιπα σταμάτησε θαρρείς να χτυπά στη θέα της…
«Ποια είσαι εσύ, κυρά μου;» ψέλλισε έκθαμβος, μόλις ξανάβρε τη μιλιά του. «Μια Νύμφη, μια νεράιδα, ή μήπως η θεά Άρτεμη, που κυνηγά στα όρη και λούζεται στις πηγές τους;»
Ακίνητη η Αναστασώ, κι αμίλητη, είχε στυλώσει τη ματιά στο άγνωστο παλικάρι και το παρατηρούσε ολόκληρο. Ήταν ψηλός, σκουρόξανθος, με μάτια φωτεινά, στέρνο πλατύ και ώμους, και γαμψή μύτη που καθόλου όμως δεν αμαύρωνε την ομορφιά του προσώπου του. Κι απ’ τον κοντό χιτώνα που φορούσε, τα καλίκια[2] του και τη φαρέτρα με τα βέλη που κρεμόταν αριστερά στη μέση του, υπέθεσε πως είχε να κάνει μ’ έναν νεαρό κυνηγό, που θα τον πέτυχε κι αυτόν ο υετός επί το έργον…
«Μίλησέ μου» συνέχισε ο Ρωμανός και την πλησίασε. «Ή, αλλιώς, άσε με λίγο να σ’ αγγίξω, να δω αν είσαι πλάσμα από σάρκα και οστά, γυναίκα, ή μια άυλη οπτασία…»
«Μη!» έκραξε αμέσως η μικρή Λάκαινα πισωπατώντας, κι η φωνή της, αν κι απότομη και ραγισμένη, ήχησε στα αυτιά του κρυστάλλινη, γλυκιά, σαν ψαλμωδία χερουβική.
«Μη φοβάσαι… Δε θα σου κάνω κακό…» προσπάθησε να τη μερώσει, κι όπως είχε λουφάξει και τον τηρούσε επιφυλακτική, έμοιαζε τώρα με λαφίνα, που τρέμει μπροστά στη σαΐτα του κυνηγού και τον θωρεί παρακλητικά με τα υγρά της μάτια να της χαρίσει τη ζωή. Κι εκείνος, αν είναι πιο ευαίσθητος, στο τέλος λιγοψυχά, ματώνουν τα σωθικά του, κατεβάζει το τόξο και την αφήνει λεύτερη, μα μέσα του έχει γίνει άνω κάτω… Έτσι λοιπόν κι ο πρίγκιπας, τηρώντας το ωραίο πρόσωπο και τα κάρβουνα μάτια της ανέγνωρής του κορασιάς, ένιωσε λάβωμα γλυκό να έρπει στην καρδιά του, αποκάρωμα λυσιμελές, σαν να τον κέρναγαν αψύ, μεθυστικό πιοτό…
«Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου… Αν και δεν υπάρχει όνομα στον κόσμο που να ταιριάζει στην ομορφιά σου…»
Έξω η νεροποντή λιγόστευε, πλατάγιζε πιο ήσυχα στη γης απάνω και τις πέτρες. Χαμπάρι δεν πήρε ο Ρωμανός, απορροφημένος να τηρά την Αναστασώ και να μη χορταίνει, ώσπου εκείνη μίλησε:
«Κόπασε η βροχή… Πρέπει να φύγω…»
Και παίρνοντας το καλάθι της, βγήκε από τη σπηλιά αφήνοντάς τον μόνο. Στέναξε απογοητευμένο λιγάκι το βασιλόπουλο, μάζεψε έπειτα τα λαγωνικά του και κατηφόρισε κι αυτός να γυρίσει πίσω, να αναζητήσει τους συντρόφους του. Αλλά η εικόνα της μυστηριώδους νέας, που ’μοιαζε θνητή μαζί και θέαινα, δεν έλεγε να ξεθωριάσει απ’ το μυαλό του…


Κι η Αναστασία το συλλογιόταν έντονα το παλικάρι, καθώς έβραζε τα χόρτα στο τσουκάλι, άπλωνε το ζυμάρι κι άνοιγε το φύλλο για την πίτα κείνο το μεσημέρι, λίγο μετά τη συνάντησή τους, προσπαθώντας να μαντέψει κιόλας από πού τάχα να κρατούσε η σκούφια του. Ξένος πρέπει να ’τανε, αλλά δεν έπαιρνε και όρκο – σάμπως γνώριζε όλους τους συντοπίτες της έναν προς έναν; Κι αν όντως ήταν ξένος, απ’ τα γύρω μέρη θα τον είχε φέρει ο δρόμος στον Ταΰγετο να κυνηγήσει. Την Καλαμάτα ίσως, την Κορώνη, ή κάνα χωριό, αν και φάνταζε πολύ αρχοντικός για άγροικος, κι οι χωριάτες συνήθως δεν έχουν χρόνο για τέτοιες ασχολίες…
«Αναστασώ, πώς πας με το φαΐ;» διέκοψε τις σκέψεις της η ερώτηση του Κρατερού.
«Μια χαρά, πατέρα, μείνε ήσυχος! Τώρα τελειώνω την πίτα, έχω πυρώσει τον ξυλόφουρνο και πάω να τη βάλω να ψηθεί!» απάντησε μεγαλόφωνα η κοπελίτσα, αναστενάζοντας για μια στιγμή μέσα της. «Πού θα πάει», μουρμούρισε, «κάποτε θα μου φέρνουν το φαγητό μου έτοιμο, δε θα λερώνομαι μήτε θα κοπιάζω και θα ιδρώνω για να το φτιάξω…»


Το ίδιο απόβραδο, δεύτερη ώρα της νυκτός περίπου[3], ενώ πατέρας και κόρη δούλευαν όπως πάντα στο καπηλειό, χλιμίντρισμα και ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε απ’ έξω, και βγαίνοντας ο Κρατερός να δει τι τρέχει ήρθε αντιμέτωπος με τρεις νέους καβαλάρηδες, που ο ένας ίππευε άτι λευκό, ο άλλος μαύρο κι ο άλλος γρίβα[4]. Τραβήξανε τα χάμουρα, σταθήκανε μπροστά του, και τον ρώτησε ο πρώτος, καθήμενος ακόμα στη σέλα του, που δεν ήταν άλλος από τον Ρωμανό:
«Καλώς σε βρήκαμε, άνθρωπε του Θεού! Δικό σου είναι τούτο δω το πανδοχείο;»
«Ναι, αφέντες μου, δικό μου, πάππου προς πάππο μάλιστα…»
«Κι εσύ, άνθρωπε, θα ’σαι ο Κρατερός με τ’ όνομα, ε;» συμπλήρωσε μειδιώντας φιλικά ο Θεόδωρος.
«Όσο περιώνυμος μπορεί να είναι ένας φτωχός κάπηλος, νεαρέ δεσπότη μου… Μα θα ’στε κουρασμένοι απ’ την οδοιπορία, θαρρώ. Κοπιάστε να σας περιποιηθούμε, να φάτε, να πιείτε και να πλαγιάσετε ύστερα»
«Αυτό ακριβώς σκοπεύαμε να κάνουμε» τον βεβαίωσε ο Ρωμανός, πεζέψανε κι έδωσε εντολή στους δούλους να πάνε τα άλογα στον στάβλο, ενώ ο ίδιος και οι φίλοι του προχώρησαν μέσα στην ισόγεια ταβέρνα. Οι λιγοστοί θαμώνες τρωγόπιναν, άλλοι παίζανε τα ζάρια, στα πήλινα κακάβια[5] έβραζε φαγητό και παντού απλωνόταν η γαργαλιστική ευωδιά του κρασιού, καλύπτοντας τη δυσοσμία του ξινού ιδρώτα που ανέδιδαν τα αντρικά σώματα, λόγω της κάψας της θερινής εσπέρας που ακόμα δεν είχε καλοπέσει.
«Καθίστε, παλικάρια μου» τους έδειξε ο Κρατερός μια άδεια τάβλα, κι αφού βολεύτηκαν επέστρεψε ζωσμένος την ποδιά του για να τους υπηρετήσει.
«Τι ορίζετε; Απ’ όλα τα καλά έχουμε, όσα μας δίνει φυσικά ο Πανάγαθος…»
«Φέρε μας κρασί κι ό, τι καλύτερο σου βρίσκεται προσφάι» απάντησε ο Ρωμανός εκ μέρους όλων τους. «Κι αν έχεις κόρη εύμορφη, βαλ’ την να μας κεράσει…»
«Όπως πεθυμάς, αφέντη μου» συγκατένευσε ο κάπελας, και πηγαίνοντας στο μαγειρείο του έδωσε την παραγγελιά του πρίγκιπα χαμηλόφωνα στην Αναστασία, δείχνοντας τους τρεις νέους διακριτικά μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του:
«Ο άγουρος αυτού θέλει να πας να τους κεράσεις, θυγατέρα, αυτόν και την παρέα του. Δεν ξέρω ποιος είναι, μα μην το αρνηθείς, γιατί μου φαίνεται αφεντόπουλο…»
Με εξημμένη την περιέργεια απ’ τα λόγια του πατέρα της, η κοπέλα στράφηκε μια στιγμή να δει, και τα μάτια της τα όμορφα και κοφτερά ξεδιάλυναν ανάμεσό τους τον νεαρό κυνηγό, που τόσο απρόσμενα συνέτυχε το πρωί στο όρος. Σκίρτησε η εφηβική καρδιά της, οι τρυφεροί μαστοί της σαν να φούσκωσαν ξαφνικά, και βιάστηκε να στρίψει να γεμίσει την κανάτα απ’ το βαρέλι, για να μην πάρει είδηση ο Κρατερός τα ροδισμένα της μάγουλα. Έπειτα, με βάδισμα λικνιστό δορκάδας, πλησίασε τον Ρωμανό και τους συντρόφους του.
«Κρασί θέλουν τα παλικάρια, απ’ τα χεράκια μου; Ορίστε, σας το φέρνω!» τους είπε, χαμογελώντας ναζιάρικα, σαν έφτασε δίπλα στο τραπέζι τους. Σήκωσε ο Ρωμανός το βλέμμα να την αντικρίσει, κι έμεινε ενεός από την έκπληξη.
«Εσύ…;» μουρμούρισε.
«Ναι, εγώ. Γιατί, τί σε παραξενεύει;» τον ρώτησε, σκύβοντας μια στάλα ομπρός, και το άρωμα του κόρφου της διαχύθηκε και άγγιξε ζαλιστικά τους μυκτήρες του.
«Μα εσύ… δεν είσαι… η Νύμφη των δασών; Η θεά που αντάμωσα στη σπηλιά;»
«Είδες τελικά που δεν είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά;» γέλασε η Αναστασώ. «Άνθρωπος είμαι, με σάρκα και οστά, μια ταπεινή θνητή κόρη πανδοχοταβερνιάρη…»
«Ώστε για αυτό μας έλεγες ότι απάντησες θεά, κατεργαράκο!» μπήκε στη μέση ο Μηνάς, κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Ρωμανό. «Τέτοιες γυναίκες δε βρίσκονται ούτε στα καλύτερα σπίτια της Βασιλεύουσας!»
«Από την Πόλη είσαστε, λοιπόν;» υπέλαβε η Αναστασώ, κοιτώντας τους όλους προσεκτικά. Ο ένας ήταν καστανός, γλυκόθωρος και πράος, σαν έφηβος άγιος· ο άλλος, αυτός που ’χε μιλήσει τώρα δα, πιο ανοιχτός στα χρώματα, και με το βλέμμα του κατακτητή. Όμως κανείς τους δεν ξεπερνούσε σ’ ομορφιά τον κυνηγό της, και τώρα που ’βλεπε ξανά τα μάτια του, διαπίστωνε πως ήταν καταγάλανα, σαν του καθάριου ουρανού τα ατλάζια…
«Ναι, από την Πόλη. Τη βασιλίδα των πόλεων, τη θεόσωστη» έκανε με στόμφο ο Μηνάς, εισπράττοντας μια προειδοποιητική ματιά από τον Ρωμανό, την οποία ωστόσο δεν αντιλήφθηκε καθόλου.
«Και… τι σας φέρνει άραγε στη Λακεδαιμονία; Είναι μεγάλο ταξίδι ως εδώ» συνέχισε τις ερωτήσεις το κορίτσι, δίχως να ντρέπεται που, γυναίκα ούσα, έστηνε ψιλή κουβέντα με ξένους άντρες. Επιτέλους, είχε βρει ανθρώπους της ηλικίας της να μιλήσει στη γερουσία του καπηλειού, κι ας ήταν σερνικοί…
«Εμείς που μας βλέπεις, είμαστε κυνηγοί δεινοί» καυχήθηκε τώρα ο Μηνάς ξανά, ακουμπώντας την παλάμη του στο στήθος. «Μα ο δεξιότερος απ’ τους τρεις είναι ο Βενιαμίν μας, ο Ρωμανός από δω!» συμπλήρωσε, περνώντας το ένα του μπράτσο στους ώμους του φίλου του. «Κι από καλή γενιά, πολύ καλή…»
«Πολλά είπες, Μηνά!» τον σκούντηξε απότομα ο Ρωμανός, να χαλινώσει τη γλώσσα του, και συνάμα έριξε μια ανήσυχη κλεφτή ματιά τριγύρω του. Δεν είχε καμιά όρεξη να μαθευτεί τίποτα για την καταγωγή του και να μπλεχτούν σε ιστορίες, επειδή ο φίλος του ήταν προπέτης... Της Αναστασίας όμως, ακούγοντας το όνομα του παλικαριού που την κέντρισε, καμπανάκι χτύπησε στο νου της.
«Ρωμανός… Κι είναι κι απ’ την Πόλη, κι από καλή γενιά… Έτσι δε λένε πως ονομάζεται κι ο γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, του Πορφυρογέννητου; Λες να…;» συλλογίστηκε, μαργωμένη απ’ το ασύλληπτο ενδεχόμενο, κι αμέσως: «Όχι, αδύνατον! Δε μπορεί να ’ναι αυτός ο διάδοχος του θρόνου! Τι δουλειά θα ’χε εξάλλου ένας πρίγκιπας στη Λακωνία, τόσα μίλια μακριά απ’ το παλάτι του;…»
Απορροφημένη στις σκέψεις της, είχε μείνει με την κανάτα στα χέρια της να ατενίζει τον Ρωμανό, σχεδόν ξεχνώντας γιατί ήρθε κοντά στους τρεις εφήβους. «Τι στέκεσαι, κόρη, και δε μας κερνάς;» της μίλησε εκείνος, με τη βαθιά και ήρεμη φωνή του, κι η Αναστασώ συνήλθε ευθύς από το σάστισμα.
«Συγγνώμη, χρόνισα στ’ αλήθεια» πρόφερε και έγειρε το στόμιο του κανατιού στα μουχρούτια τους, αφήνοντας τη ρετσίνα να ρεύσει και να χοχλακίσει πέφτοντας μέσα τους, μέχρι να φτάσει κοντά στα χείλη.
«Μη χολοσκάς» ξανάπε ο νεαρός πρίγκιπας μ’ ένα αχνό χαμόγελο. «Καλύτερα μείνε, μ’ αρέσει πολύ να σε κοιτώ… Ήξερα πως οι αρχαίες Λάκαινες ήταν όμορφες πολύ και δυναμικές, μα δεν περίμενα ποτέ ότι θα γνώριζα μια αληθινή θυγατέρα της Γοργούς και της Ωραίας Ελένης…»
Η Γοργώ και η Ωραία Ελένη. Βασίλισσες κι οι δυο, καθώς είχε ακούσει στους θρύλους της πατρίδας της μικρή η Αναστασώ, η μία σύνευνη του Λεωνίδα, η άλλη του Μενέλαου, η πιο όμορφη γυναίκα που υπήρξε ποτέ, λέγανε, κι η πιο μοιραία, αφού για χάρη της ξεκίνησε ο πόλεμος της Τροίας… Και τώρα, το παλικάρι αυτό, που την εντρόπιαζε και την αναστάτωνε γλυκά, πρωτόγνωρα, η θωριά του, τη σύγκρινε μαζί τους κι έλεγε πως ήθελε να τη στέκει εμπρός του να τη βλέπει…
«Καλοσύνη σου να το λες αυτό… Στην υγειά σου» του απάντησε, ενώ τα βλέμματά τους είλκυαν δυνατά το ένα τ’ άλλο, όπως το σίδερο ο μαγνήτης.
«Ε, Αναστασώ! Δε θα μας χορέψεις απόψε;» φώναξε ένας πελάτης παραδίπλα με απαιτητικό παλαμάκι, κι η χαίτη του κοριτσιού ανέμισε μόλις γύρισε το κεφάλι της, φέρνοντας μια μυρωμένη αύρα από δαφνόλαδο στο πρόσωπο του Ρωμανού.
Αναστασώ… Αναστασώ τη λέγανε την άσπρη περιστέρα… Το επαναλάμβανε στο νου του, συνέχεια, παραληρηματικά, και υπνωτιζότανε…
«Μα και βέβαια» απάντησε εκείνη στην προσταγή του άντρα, έχοντας τα μάτια διαρκώς στραμμένα στον Ρωμανό. «Απόψε ο χορός μου είναι αφιερωμένος στα παλικάρια!» πρόσθεσε, μόλις πήρε στις χούφτες της τα ξύλινα κρόταλα, κι αφού τον κοίταξε ξανά με αθώα ηδυπάθεια, άρχισε να σείει και να λυγάει αργά-αργά το κορμάκι της μ’ έναν σκοπό παθιάρικο, ερωτικό στα χείλη, που ’λεγε λόγια σαν αυτά περίπου:
Το πουλί, το χελιδόνι
αχ, κοντά μου δε ζυγώνει
Κάθεται και με τηράει
και σκληρά με τυραννάει
Έλα, φως των ομματιώ μου
γίνε ταίρι πια δικό μου
Έλα μες στην αγκαλιά μου
να σου δώσω τα φιλιά μου
Κροτούσαν κυματιστά τον αέρα τα λεπτά ραδινά χεράκια της δεκαπεντάχρονης έφηβης, φίδια γητεμένα από αυλητή, έσπαγε πότε δω και πότε κει η μέση της η δαχτυλιδάτη κι οι γοφοί οι τορνευτοί, που μόλις διαγράφονταν κάτω απ’ το στούππινο σαγίο της, και μες στα σωθικά του Ρωμανού άναβε ο ίμερος. Ήπιε την κούπα του μονορούφι, ζήτησε κι άλλο κρασί να του φέρει ο κάπελας. Κι όσο τον μαύλιζε το πιοτό, τόσο πιο έντονα σκεφτόταν πώς θα ’ταν να ’σμιγε μαζί της, να θώπευε την απαλή σταρένια σάρκα και τους μαστούς τους κοπελίστικους, που τους μάντευε κρουστούς και σπαργωμένους σαν μήλα της Περσίας[6], και να ’μπαινε ανάμεσα στα σκέλια τα καλλίγραμμα, που τον τρέλαιναν χτυπώντας ρυθμικά τις ξυπόλητες φτέρνες τους…
«Αυτά για σένα» της είπε, μόλις εκτέλεσε τον χορό της, κι απέθεσε στο τραπέζι δυο ολόκληρα κεράτια. Διστακτικά τα άγγιξε πρώτα η Αναστασώ με τα ακροδάχτυλα, μα νιώθοντας πως είχαν την αφή του τυπωμένη πάνω στο μέταλλό τους, τα γράπωσε κατόπιν στις κλειδώσεις των δαχτύλων της με ανεξήγητη λαχτάρα. Κι ο Ρωμανός καθόλου δεν την αναγέλασε, μον’ την κοίταγε με πόθο, ρίχνοντας βέλη ερωτικά στο αμάλαγό της σώμα…
«Τι κάνεις, Ρωμανέ; Μη σπαταλάς το βαλάντιό μας για μια χορεύτρια!» τον συμβούλεψε επιτατικά ο Θεόδωρος, μόλις η κοπέλα απομακρύνθηκε.
«Δεν πειράζει, Θεόδωρε, έχουμε ακόμα αρκετά μαζί μας» αντέλεξε ήρεμα ο πρίγκιπας μ’ ένα νεύμα της χειρός του. «Και τούτη εδώ πράγματι τ’ αξίζει…»
Προχώρησε η νύχτα, κι οι νεαροί ταξιδιώτες ανέβηκαν να πλαγιάσουν στην κάμαρη που τους ετοίμασε ο Κρατερός. Είχαν βέβαια συνηθίσει σε στρωσίδια μαλακά, πουπουλένια, κι όχι τα αχυρόγεμα του πανδοχείου, αλλά κουρασμένοι όπως ήταν απ’ τη μέρα ούτε που τους ένοιαξε. Ο Θεόδωρος κι ο Μηνάς αποκοιμήθηκαν γρήγορα, του Ρωμανού τα βλέφαρα μονάχα δε βάραιναν και δεν ερχόταν ο ύπνος να του τα σφαλίσει. Συλλογιόταν διαρκώς την Αναστασώ, και του κορμιού το πύρωμα τον έκανε να νιώθει τη λίγη ζέστη της βραδιάς αφόρητη. Δεν τον δρόσιζε διόλου μήτε ο λαφρύς βοριάς που φύσαγε στο δώμα απ’ το μικρό παραθύρι, στριφογύριζε στο στρώμα του ανήμερος, το στήθος του κι η πλάτη του, γυμνά, είχαν σμυριδωθεί απ’ τον ιδρώτα.
«Κοιμήσου, μωρέ» μουρμούρισε νυσταλέα ο Μηνάς, που αντιλήφθηκε στο πρωτοΰπνι την ανησυχία του. «Ζιζάνια έχεις;»
Ο Ρωμανός δεν αποκρίθηκε. Άλλαξε πάλι πλευρό, καρφώνοντας τα μάτια διάπλατα προς το βήλο που αντικαθιστούσε το πορτόφυλλο. Είχε μείνει ανοιχτό μια παλάμη, κι απ’ αυτό το άνοιγμα είδε μετά από λίγο τη φιγούρα της Αναστασίας να διασχίζει το βαστέρνιο[7]. Πετάχτηκε όρθιος, με τρόπο πάντως ώστε να μην ξυπνήσει τους άλλους δύο, τράβηξε πέρα το βήλο κι εμφανίστηκε μπροστά της.
«Αναστασώ…»
Άκουσε εκείνη τη φωνή του, κοντοστάθηκε κι έστρεψε ξαφνιασμένη προς το μέρος του. Κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα λαδολύχναρο, που έκανε πιο αμυδρές τις σκιές που δημιουργούσε το φως των αναμμένων δαδών στη δική της πλευρά του τοίχου και φώτισε ακόμα πιο ξεκάθαρα το παλικάρι στο οπτικό πεδίο της.
«Ρωμανέ» μόρφωσε αβέβαια το όνομά του το λαρύγγι της, σαν να φοβόταν μήπως κάνει λάθος. «Συμπάθα με, νόμιζα πως κοιμάσαι…»
«Πώς να κοιμηθώ, αφού με παιδεύεις εσύ; Δε μπορώ να σε βγάλω στιγμή απ’ το νου μου, Αναστασώ…»
Η απόσταση που τους χώριζε ήταν πάρα πολύ μικρή, ούτε μια οργιά. Ο Ρωμανός την κάλυψε με δυο βήματα κι ήρθε και στάθηκε απέναντί της, τόσο κοντά που οι ανάσες τους μπερδεύονταν.
«Τι μου ’χεις κάνει;» ψιθύρισε, αγκαλιάζοντας με τις παλάμες του τα μπράτσα της, κι η Αναστασία ψυχόρμητα ανατρίχιασε και ρίγησε ολόκληρη απ’ την κορφή ως τα νύχια.
«Τι… τι σου ’χω κάνει;» ψέλλισε αδύναμα, ενώ το χέρι της έτρεμε και το λυχνάρι λίγο έλειπε να πέσει και να βάλει φωτιά στο σανιδένιο πάτωμα.
«Είσαι πεντάμορφη, το ξέρεις; Με μάγεψες… Για μια νύχτα μαζί σου θα ’δινα τα πάντα! Σε παρακαλώ, χάρισέ μου την! Σε θέλω, σε ποθώ τρελά…»
Την κράταγε απ’ τη μέση λέγοντάς της αυτά τα παθιασμένα λόγια, τα κινημένα απ’ την ερωτική δίψα, τα χείλη του ήταν υγρά, έτοιμα να γευτούνε ακόρεστα τα δικά της, και τα χέρια του να ερευνήσουνε με χάδια σπιθαμή τη σπιθαμή το άγουρο θηλυκό της σώμα. Μα τότε η Αναστασώ τραβήχτηκε, ξέφυγε απ’ το άγγιγμά του, και του αρνήθηκε με σθένος, κοφτά, λακωνικά, κοιτώντας τον ίσια στα μάτια.
«Δεν έδωσα ποτέ σε άντρα το κορμί μου για λεφτά, ούτε σε σένα θα το δώσω απόψε, Ρωμανέ… Μπορεί να ’μαι φτωχή και κόρη ταβερνιάρη, όμως πάνω απ’ όλα βάζω την τιμή μου. Κι αν θες να μ’ έχεις, θα με πάρεις τίμια, με δαχτυλίδι και στεφάνι, αλλιώς δε γίνομαι δικιά σου…»
Χλόμιασε ο Ρωμανός με την απόκρισή της, που δεν την περίμενε καθόλου. Όλη η προηγούμενη θέρμη που τον είχε περιζώσει εξανεμίστηκε, και ένα ψυχρό μυρμήγκιασμα κέντησε τώρα τις άκρες των δακτύλων του.
«Πώς θα γίνει αυτό, Αναστασώ; Εγώ…» πήγε να πει, και δαγκώθηκε, προτού ξεστομίσει κάτι που δεν έπρεπε. Η κόρη ωστόσο η Σπαρτιάτισσα συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο, με στυλωμένα απάνω του, περήφανα, τα μάτια της τα φλογερά που τον είχαν πια αγιάτρευτα σαϊτέψει:
«Όποιος κι αν είσαι… Αυθέντης, βγενικός,… ο γιος του βασιλιά ακόμη…»
Και γυρνώντας του τα νώτα, τρύπωσε στη δική της κάμαρη, αφήνοντας τον ερωτοχτυπημένο πρίγκιπα να τσιτσιρίζεται ολάκερος, όμοια με το λάδι που σώνεται στην καντήλα…




[1] Γάντια

[2] Καλίκια= υποδήματα σαν μπότες (από το λατινικό calliga)

[3] Γύρω στις 8 η ώρα. Οι Βυζαντινοί μετρούσαν την ώρα διαιρώντας την ημέρα σε δύο δωδεκάωρα, και η διάρκεια των ωρών ποίκιλλε αναλόγως την εποχή. Πρώτη ώρα της ημέρας οριζόταν αυτή της ανατολής του ήλιου, και πρώτη της νύχτας αντίστοιχα αυτή της δύσης του.

[4]Το γκρίζο άλογο

[5] Είδος βαθιού μαγειρικού σκεύους

[6] «Περσικόν μήλον» αποκαλείτο το ροδάκινο, λόγω της προέλευσής του

[7] Διάδρομος
Λίνα Δώρου