Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 36) - The holy oath"

Damian's POV

Τη στιγμή που έκλεινα εκείνη την πόρτα, ήξερα ότι δεν υπήρχε γυρισμός. Δε θα την έβλεπα ξανά. Και κανονικά θα έπρεπε να ήμουν εντάξει με αυτό. Διάλεγα τον αδερφό μου. Τη φύση μου. Τον όρκο που είχα δώσει τη στιγμή της δημιουργίας. Όμως ο Πατέρας είχε κάνει κάπου λάθος. Μας είχε δώσει ανθρώπινα συναισθήματα και μια καρδιά που χτυπούσε. Και η δική μου χτυπούσε για εκείνη. Μόνο κοντά της μπορούσα να αναπνέω. Μόνο κοντά της μπορούσα να υπάρχω. Και μόνο κοντά της ένιωθα ολόκληρος μετά από χιλιάδες χρόνια μοναξιάς. Ακούμπησα το κεφάλι μου στην κάσα της πόρτας. Μπορούσα να κοροϊδέψω τους πάντες ότι είχα σκοπό να παλέψω για τον αδερφό μου και όχι για εκείνη; Μπορούσα να κρατήσω αυτόν τον καταραμένο Ζοφιήλ, που δε θα λογάριαζε οτιδήποτε μπροστά στο Ιερό του Καθήκον, μακριά της;

«Εσύ;» άκουσα μια γνώριμη φωνή που με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου. Το σπαθί εμφανίστηκε στο χέρι μου και γύρισα αργά παίρνοντας στάση άμυνας. Ξανασυναντιόμαστε παλιόφιλε, σκέφτηκα την ώρα που το καστανό κεφάλι του Κάιλ εμφανιζόταν στο οπτικό μου πεδίο. Κοίταξε μια εμένα και μια την πόρτα. Το είδα στο βλέμμα του ότι κατάλαβε ότι ο στόχος του ήταν πίσω από την πόρτα. «Την προστατεύεις;» με ρώτησε με βλέμμα που πετούσε φωτιές. «Από μένα; Γιατί;»

«Κάνε μου μια χάρη Κάιλ,. Για εκείνους τους καιρούς. Πάρε την από ‘δω. Σώσε την. Μην την αφήσεις».
 Το έκπληκτο βλέμμα του ήταν κάτι που είχα να δω για αιώνες και μου προκαλούσε ακόμα το ίδιο συναίσθημα. Με έκανε να διασκεδάζω και ασυναίσθητα ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου.

«Νοιάζεσαι για εκείνη; Γιατί;» Την ίδια ερώτηση έκανα και εγώ στον εαυτό μου ξανά και ξανά. Γιατί νοιαζόμουν; Γιατί δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι; Γιατί να ήταν ο Πειρασμός μου. Κατέβασα το σπαθί μου.

«Δεν ξέρω τι είναι για σένα, αν και μπορώ να υποθέσω. Για μένα όμως είναι ο λόγος που πολεμάω. Μου θύμισε για ποιον λόγο δημιουργηθήκαμε. Τη χρειάζεστε. Ο Παράδεισος θα είναι ένα τίποτα χωρίς εκείνη. Είναι η Αναγέννηση, Κάιλ. Και η Αποπλάνηση...» ο Κάιλ έσκυψε το κεφάλι, ενώ είδα ένα απαλό κόκκινο χρώμα να βάφει τα μάγουλα του. «Το φως στο σκοτάδι που απλώσαμε. Η Ελπίδα. Θα θυμίσει στους ανθρώπους την αγάπη του Θεού. Θα επαναφέρει την πίστη. Όπως επανέφερε τη δική μου».
 Ο Κάιλ με κοίταξε με ελπίδα. Με πλησίασε συγκινημένος και στάθηκε απέναντί μου.
«Θα πολεμήσεις μαζί μας;» με ρώτησε με φωνή που μετά βίας ακουγόταν. Αναστέναξα. Μικρέ μου, Κάιλ. Πάντα αθώος.

«Όχι».

«Μα τότε...;» Ακούμπησα την παλάμη μου στον ώμο του και τινάχτηκε στην επαφή.

«Επανέφερε την πίστη μου, αλλά θυμάσαι τον όρκο μας; “Στο πλάι των αδερφών μας να έρθει το τέλος μας”. Και έτσι πρέπει να γίνει, σύντροφε...»
Άνοιξα τα φτερά μου και απομακρύνθηκα από εκείνον. Σταμάτησα στη γωνία και γύρισα να τον κοιτάξω. Είχε σηκώσει τη γροθιά του για να χτυπήσει και σήκωσα το φρύδι μου. Κούνησα το κεφάλι μου. Αθώε άγγελε...

Liliana's POV

«Κάιλ;» Για μερικά δευτερόλεπτα, όσο το πόμολο γυρνούσε, η καρδιά μου αναθάρρησε. Αλλά μόνο για λίγο, μέχρι το πρόσωπο του Κάιλ να φανεί από το άνοιγμα.

«Λιλιάνα, είσαι καλά;» Το έκδηλο ενδιαφέρον του που είχε χρωματίσει τη φωνή και τα χαρακτηριστικά του, με έκαναν να τρέμω από οργή.

«Ο Ντέιμιαν;» ψιθύρισα.

«Δεν ξέρω. Πρέπει να φύγουμε» τον είδα να κοιτάει έξω από την πόρτα με επιφύλαξη και μετά πάλι εμένα.

«Δεν πάω πουθενά...» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου κοιτώντας το πάτωμα.

«Μην κάνεις σαν παιδί!» απαίτησε ανυπόμονα.

«Εσύ μην κάνεις σαν πατέρας μου...»

«Αν είσαι τσαντισμένη, επειδή δεν ήρθα νωρίτερα, εντάξει. Αλλά τώρα πρέπει να φύγουμε!» με έπιασε από τον καρπό και τράβηξα το χέρι μου με δύναμη.

«Δεν πάω πουθενά. Δεν τον αφήνω» φώναξα αποφασισμένη και σηκώθηκα, βάζοντας συνάμα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ μας.

«Τον Ντέιμιαν;» Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. «Λιλιάνα, σήκω!»

«Όχι!» τον κοίταξα στα μάτια με μίσος.

«Οκ, τότε θα σε πάρω σηκωτή!» έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και προέταξα το χέρι μου. Το πλάσμα με τύλιξε ταξιδεύοντας στις φλέβες μου κάνοντας τον Κάιλ να πάρει αμυντική στάση.

«Άλλο ένα βήμα και θα δω, αν λειτουργεί πάνω σου...» του γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.

«Δεν ξέρεις να το χειρίζεσαι...» Ο πανικός στην φωνή του με έκανε να χαμογελάσω σαρδόνια.

«Αλήθεια; Και εσύ που το ξέρεις; Τόσους μήνες που ήσουν;» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή.

«Έψαχνα τρόπο να σε σώσω...»

«Ψεύτη!»
Αναστέναξε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.

«Λέγε ό,τι θες, αλλά τώρα έλα μαζί μου».

«Όχι!» φώναξα και το πλάσμα τρεμόπαιξε. Με πλησίασε με αργά βήματα

«Λιλιάνα, το ξέρεις και το ξέρω ότι δε θα το κάνεις».

«Πάμε στοίχημα;»
Οι τοίχοι γύρω μας σείστηκαν από την ορμή των Αγγέλων που έφταναν στις στοές κατά χιλιάδες. Στα αυτιά μου έφταναν οι ήχοι από μέταλλα που κροτάλιζαν και πολεμικές ιαχές. Άραγε, εάν ο Κάιλ σταματούσε να μιλάει, να μπορούσα να τον ακούσω;

«Ξέχασες το φιλί μας τόσο γρήγορα;» Ξεροκατάπια και κατέβασα ελάχιστα το χέρι μου. Όχι δεν το είχα ξεχάσει. Δάκρυα ήρθαν πάλι στα μάτια μου. Ο Άαρον έλεγε ότι πάντα θα είμαι έρμαιο των συναισθημάτων μου. Εάν μονάχα είχα μείνει στην έλξη που ένιωθα για τον Κάιλ ίσως να μην είχαμε φτάσει ως εδώ. Ίσως οι Δαίμονες να μην σφαγιάζονταν τώρα κατά μυριάδες. Ίσως οι Άγγελοι να μην είχαν αναγκαστεί να πολεμήσουν τα αδέρφια τους. Ίσως ο Ντάμιαν να ήταν ασφαλής και εγώ να μην είχα μάθει ποτέ για τις ρίζες μου. Κοίταξα τον Κάιλ με μάτια θολά.

«Το φιλί μας ήταν αυτό που με κράτησε τις πρώτες μέρες εδώ..» ψιθύρισα, ενώ ένας λυγμός ξέφευγε από τα χείλη μου.

«Μόνο τις πρώτες μέρες;» είδα την απογοήτευση να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του. Κούνησα το κεφάλι μου με πόνο.

«Δεν ήταν αρκετό, Κάιλ...» Βρισκόταν πια μπροστά μου και μου χάιδεψε τον ώμο απαλά. Περισσότερα δάκρυα έτρεξαν.

«Πάμε να φύγουμε».

«Όχι!» ούρλιαξα, ενώ ο Κάιλ ξεδίπλωνε τα φτερά του και με άρπαζε σε μια σφιχτή αγκαλιά που εγκλώβιζε τα χέρια μου. Προσπάθησα να ελευθερώσω το πλάσμα, αλλά το κορμί μου τρανταζόταν από τους λυγμούς μου, εμποδίζοντας με από το να συγκεντρωθώ. «Ντάμιαν!» ούρλιαζα το όνομα του ξανά και ξανά, ενώ έβλεπα τις στοές να καταρρέουν. Ο πόνος στο στήθος μου με ξέσκιζε στα δυο, ενώ η φωνή μου έκλεινε από τα ουρλιαχτά μου. Ένιωσα τα σιωπηλά δάκρυα του Κάιλ να πέφτουν στο πρόσωπο μου και εγώ πλέον να φτύνω αίμα αντί για λόγια. Κοίταξα τον άγγελο με απελπισία και μίσος, ενώ εκείνος απέφυγε το βλέμμα μου. Τον χτυπούσα με όλο μου το είναι. Με λόγια που έσταζαν δηλητήριο και άκρα καλά εκπαιδευμένα από τον Άαρον. Εκείνος απλά με κοιτούσε με απογοήτευση. Στα μάτια του αυτό ήμουν. Μια απογοήτευση. Ένας άγγελος, που ερωτεύτηκε έναν δαίμονα. Όμως ήμουν πολλά παραπάνω... Όταν επιτέλους γύρισε να με κοιτάξει, το ένιωθα ότι δεν ήταν για καλό. Ο Κάιλ πάλευε να με ρίξει στον αγιασμένο ύπνο για μια ακόμα φορά για να σταματήσει τις κραυγές μου. Αλλά καθώς έβλεπα τις στοές να πέφτουν και πέτρα να καλύπτει τα πάντα, οι φωνές σώπασαν μόνες τους. Έστρεψα το βλέμμα μου στον ουρανό. Στο φεγγάρι που δεν είχε βγει απόψε. Ένα τελευταίο, σιωπηλό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Τα λόγια του Ντάμιαν μια παρόμοια νύχτα εισέβαλλαν ξαφνικά από κάποια θαμμένη γωνιά του μυαλού μου. Δεν είναι μόνο καλό ή κακό. Φως ή σκοτάδι. Κάθε φως κρύβει ένα σκοτάδι και κάθε σκοτάδι κρύβει ένα φως. Δεν ήμουν άγγελος. Δεν ήταν δαίμονας. Δεν είχα χάσει έναν εραστή απόψε. Είχα χάσει τον εαυτό μου...

NADIA