Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 27)


ΡΕΙΒΕΝ

               Το μαστίγιο σκάει με πάταγο στην πλάτη μου, σκίζοντας ρούχα και σάρκα μαζί, αλλά εγώ δεν κλαίω. Δεν μορφάζω, ούτε καν φωνάζω. Απλώς ακουμπάω το κεφάλι μου στον πάσσαλο, όπου με έχουν δέσει από τα χέρια και κοιτώ ανέκφραστη τη βασίλισσα Μοργκάνα, που κάθεται στον θρόνο της και χαμογελά ευχαριστημένη. Ο Λένιξ και η θεία Κέιτ, ο Φρέντερικ, η Μάργκορι και η Ντάρια, ο Άσερ και τέλος εγώ, είμαστε οι μόνοι που της αντιστεκόμαστε ακόμα. Ο Άβαλαν και ο Γκέιλ, ο Αζούρα και η Βασάλτη, έχουν υποκύψει από ώρα στα τραύματά τους και κρέμονται νεκροί από τους πασσάλους τους, ενώ οι υπόλοιποι έχουν παραταχθεί στο πλευρό της.

               Αυτός είναι ο μεγαλύτερος πόνος. Ένας πόνος που δεν έχει δημιουργήσει κανένα μαστίγιο ή σπαθί. Ο πόνος της προδοσίας. Βλέπω τον Μπρόουν, τον Μισέρι την Φλάριον και τον Μαλέφι, ακόμα και τον αγαπημένο Ντρέβεν της Σαφίρα, να στέκονται με ζήλο στο πλευρό της. Όλοι τους Φύλακες που κάποτε είχαν ορκιστεί να προστατεύουν τους Κόσμους, τώρα υπηρετούν εκείνη…
               Η φωνή της λογικής μέσα μου προσπαθεί να βρει μια δικαιολογία. Γιατί να την υπηρετούν; Έχουμε χάσει. Έχουμε αποτύχει και το Αιώνιο Τίποτε βασιλεύει πλέον. Η ευκαιρία να ζήσουν κάμποσα χρόνια ακόμα κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους. Θα είναι ανόητοι, αν δεν την αρπάξουν αμέσως.
               Κλείνω τα μάτια κουρασμένη και σφίγγομαι πάνω στον πάσσαλο, όταν το μαστίγιο σκάει ξανά πάνω μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν με βασανίζουν αιώνια, μόνο να μην στέκονται εκείνοι μπροστά μου. Έχουν κάνει την επιλογή τους. Γιατί όμως είναι θλιμμένοι και τσιτωμένοι σε κάθε χτύπημα; Αυτό δεν θέλουν; Ξεροκαταπίνω και σφίγγοντας τα δόντια και τα δεσμά μου, σηκώνομαι στα πόδια μου.
               «Μα τι κάνεις;» ρωτά η Φλάριον φοβισμένη. «Κάτσε κάτω!»
               «Όχι!» φωνάζω. «Είμαι η πριγκίπισσα Αζάλεα Μπάρλοου. Φύλακας της Φλόγας και του Αιθέρα και μαθητευόμενη Ψιθυρίστρια. Κόρη του βασιλιά Φρέντερικ του Οίκου των Μπάρλοου και της βασίλισσας Κρίστα του Οίκου των Κόνορ. Αρχόντισσα του Ρασάτ και του Όνταρ, και υπερασπίστρια των Φωτοφόρων». Τους κοιτώ όλους έναν προς έναν. Όλους όσους νομίζουν ότι έχουν κερδίσει την τιμή με το να βρίσκονται στο πλάι της Μοργκάνα. «Δεν έχω μάθει να υποκλίνομαι σ’ εκείνους, που δεν αξίζουν το σεβασμό μου».
               «Τολμηρά λόγια βγαίνουν από το όμορφο στόμα σου». Σαρκάζει ο Μπρόουν με βλέμμα παγωμένο. «Αλλά μπορεί το κορμί σου να τα υποστηρίξει;»
               «Δοκίμασέ με». Τον προκαλώ κάνοντας τη μητέρα μου, ν’ αφήσει μια πνιχτή κραυγή και τον πατέρα μου να τραβήξει άγρια τα δεσμά του για να με προστατέψει.
               Ο Βίκτορ Λάντεν που εκτός από χρέη Διοικητή εκτελεί και χρέη Δήμιου, με πλησιάζει γελώντας ύπουλα και χτυπά στο πόδι του έναν βούρδουλα με σιδερένια άκρη. Χαμηλώνω το κεφάλι μου περιμένοντας υπομονετικά το αναπάντεχο χτύπημα. Η Μοργκάνα σηκώνει το χέρι της και τον σταματά. Μαζί με τους Προδότες κατεβαίνει τα σκαλιά του θρόνου της και στέκεται μπροστά μας. Ένας τους για κάθε έναν από εμάς. Η Μοργκάνα για την Μάργκορι, ο Μαλέφις στον Φρέντερικ, ο Μπρόουν όπως είναι φυσικό, με το μίσος που τρέφει διαλέγει τον Άσερ, ο Ντέιμον τον Λένιξ, η Φλάριον την Ντάρια. Εμένα με έχει επιλέξει ο Ντρέβεν.
               Στέκεται μπροστά μου σαν σκοτεινός πρίγκιπας έτσι ντυμένος στο μαύρο βελούδο και το ατσάλι του. Αντίθετα με τους άλλους, εκείνος έχει κρατήσει τον δικό του θυρεό, την δικέφαλη λευκή τίγρη της Λατβέρια. Γυαλίζει περήφανη, χαραγμένη στο κέντρο τής μαύρης του πανοπλίας. Ξαφνικά ο Ντρέβεν τραβά ένα μαχαίρι από τη ζώνη του, το σφίγγει στο χέρι του και με παρατηρεί με τα σμαραγδένια του μάτια. Κατόπιν χώνει το μαχαίρι στα δεσμά μου και τα κόβει αποφασιστικά. Τρίβω τους καρπούς μου, για να κυκλοφορήσει το αίμα και μετά σηκώνω θαρρετά το χέρι μου και τον αγγίζω στο πρόσωπο. Χαϊδεύω το μάγουλό του, τα χείλη του, το πιγούνι του. Σκύβω μπροστά και τον φιλώ περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα από τα καστανόξανθα μαλλιά του.
               «Σ’ αγαπάω». Ψιθυρίζω νιώθοντας το κοφτερό μέταλλο, να γδέρνει το δέρμα μου. Όσα δάκρυα έχω προσπαθήσει να συγκρατήσω τώρα ξεχύνονται απότομα αυλακώνοντας το λερωμένο με αίματα και χώμα πρόσωπό μου. «Για πάντα…».
               Με τραβά άγρια πάνω του και με φιλά με τέτοια ορμή, που νομίζω ότι θα λιώσουν τα κόκαλα του προσώπου μου. Κι εκεί που με κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του, χώνει το στιλέτο του ανάμεσα στα πλευρά μου τρυπώντας τους πνεύμονές μου.
               «Δεν είμαι ο Ντρέβεν. Το όνομά μου είναι Ελάθαν».


Ηλιάνα Κλεφτάκη