Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 4 - Καλώς ήλθες, Θεοεπίλεκτε Αυγούστα - μέρος 1)

Ο χρόνος κυλούσε πάντα ο ίδιος στο ταπεινό πανδοχοκαπηλείο της Σπάρτης για τον Κρατερό και τη θυγατέρα του. Ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει στην ψυχή μέσα της Αναστασώς, απ’ τη στιγμή που γνώρισε κείνη τη νύχτα του Αυγούστου το όμορφο παλικάρι, τον Ρωμανό τον κυνηγό. Όποτε τύχαινε να τον θυμηθεί, αφαιρούνταν, παράλυση την έπιανε σε σώμα και καρδιά, και στέναζε κρυφά χωρίς να το ελέγχει βαθιά μέσα από τα αμάλαγα στήθη της. Τον είχε αποπάρει, ναι, όταν της ζήτησε φίλημα μιας βραδιάς (και σάμπως γιατί να ενέδιδε; Μια θεία της που τη νοιαζόταν της είχε πει να φυλάει ως κόρη οφθαλμού την παρθενιά της, μέσα σε τόσους άντρες που άθελά της την τριγύριζαν…), μα ήταν τόσο γοητευτικός ο Ρωμανός, ανάθεμά τον, φορές ξυπνούσε η αίσθηση από τ’ άγγιγμά του στο κορμί της κι ανατρίχιαζε και πάλι… Πόσο θα ’θελε, στα αλήθεια, να γινόταν να την κάνει εκείνος μόνο συνευνή του και κανένας άλλος, ούτε χωριάτης – «χτύπα ξύλο!» – μήτε όμως κι άρχοντας άλλος ξένος…

«Μα τι ανοησίες κάθομαι και σκέφτομαι» συλλογιόταν μετά πικραμένη. «Όχι γυναίκα του δεν πρόκειται να με κάνει, μα ούτε που θα με θυμάται τώρα πια… Να περάσει μαζί μου τη βραδιά ήθελε, κι αφού του είπα πως δε θα του δοθώ έτσι, λάκισε… Ας πάει όμως, δε θα κλάψω κιόλας για χάρη του! Είσαι υπεράνω ανδρών εσύ, Αναστασία, μια πραγματική Λάκαινα!» κατέληγε, με αγέρωχη εφηβική θηλυκή αξιοπρέπεια που ένιωθε ότι ανταποκρινόταν στην περηφάνια των αρχαίων γυναικών του τόπου της, χωρίς βέβαια να έχει την παραμικρή ιδέα τι κλήρο της επεφύλασσε η Λάχεσις, ότι σύντομα θα ηχούσανε για αυτή τα σήμαντρα του γάμου…
Εκείνη η μέρα ήταν βροχερή, και ο Κρατερός δεν περίμενε να διαβαίνει κανείς τις στράτες και να αναζητήσει σκέπη στο χάνι του. Για αυτό ξαφνιάστηκε έντονα, όταν είδε στην πόρτα του μια ομάδα ανδρών, κάποιοι νεώτεροι, κάποιοι γηραιότεροι, που μοιάζανε να έρχονται από μακριά, γιατί ποτέ του δεν τους είχε ματαδεί.
«Μα τι απαίσιος καιρός είναι αυτός!» σχολίασε ένας τους, αναρρίχνοντας στους ώμους τη βρεγμένη κουκούλα της κάπας του. «Ευτυχώς που βρέθηκε το πανδοχείο σου, καλέ άνθρωπε! Του λόγου σου είσαι ο Κρατερός, όπως μας είπαν οι συντοπίτες σου;» συνέχισε, απευθυνόμενος στον κάπελα.
«Εγώ, δεσπότες μου» αποκρίθηκε ο Κρατερός, και βλέποντάς τους φανταχτερά ντυμένους κάτω από τα πανωφόρια, πήρε το θάρρος να ρωτήσει: «Και εσείς, άραγε, πούθε έρχεστε και ποιος είν’ ο ορισμός σας;»
«Από την Πόλη ερχόμαστε, απεσταλμένοι του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, για καλό σκοπό» μίλησε τώρα ένας πιο ηλικιωμένος, με μακριά ψαρή γενειάδα και μειλίχια, ιλαρή έκφραση. «Μεγάλη χαρά και ευλογία ήρθε σε σένα και στο σπιτικό σου, Κρατερέ Λάκωνα!»
«Τι μου λέτε; Ποια χαρά και ευλογία μπορεί να περιμένει έναν ταπεινό κάπηλο εκ μέρους του ίδιου του πολυχρονεμένου βασιλέα μας;»
«Η μεγαλύτερη που μπορεί να υπάρξει για σένα και τη γενιά σου! Έχεις μια κόρη, σωστά;»
«Ναι, την Αναστασώ, το μόνο μου παιδί… Μα τι σχέση μπορεί να έχει αυτή;»
«Μάθε, λοιπόν, μακάριε εσύ, ότι θα συγγενέψεις με τη βασιλεία του και το πάνσεμνο γένος των Μακεδόνων! Διότι ο υιός του, ο συμβασιλέας Ρωμανός, εξέλεξε τη θυγατέρα σου για σύζυγό του, και εμείς ήρθαμε εδώ στη Λακεδαίμονα με δώρα πλούσια για να σου αναγγείλουμε το χαρμόσυνο νέο, και ν’ αναγάγουμε τη δέσποινα με πάσα τιμή στο Βυζάντιο για να στεφανωθεί τον νεαρό διάδοχο!»
Ο Κρατερός έστεκε βουβός, ανεπαίσθητα συνοφρυωμένος, προσπαθώντας να χωνέψει μέσα του αυτά τα απίστευτα που άκουγε, να θυμηθεί τα γεγονότα, να τα συνδυάσει και να καταλάβει. Και σύνταχα θυμήθηκε… Ο ξανθός εκείνος άγουρος, που είχε καταλύσει δυο μήνες πριν στο πανδοχείο του με τους φίλους του, που ζήτησε απ’ την Αναστασώ να τον κεράσει κρασί, κι όση ώρα αυτή χόρευε και τραγούδαγε– ναι, το είχε προσέξει ο γνοιαστικός πατέρας και μέσα του ενοχλήθηκε- την κυττούσε επίμονα… Ήταν αυτός λοιπόν το βασιλόπουλο, ο γιος του ίδιου του αυτοκράτορα…
«Ε, τι μαρμάρωσες, άνθρωπε; Δε χαίρεσαι μ’ αυτό που άκουσες; Θα γίνεις συμπέθερος του βασιλέα!»
«Πώς, πώς» άρθρωσε ο Κρατερός. «Φυσικά και χαίρομαι… Θα ήταν παράλογο να μη χαρεί κανείς με τέτοια αναγγελία! Μα συγχωρέστε με, αφέντες μου, νιώθω το βάρος της τιμής που μου γίνεται πολύ μεγάλο για την αναξιότητά μου…»
«Φώναξέ μας γρήγορα την κόρη σου, κυρ-Κρατερέ, μην αργείς» του γύρεψε αμέσως ένας μελαχρινός μεσόκοπος άντρας, προσφωνώντας τον με οικειότητα με το όνομά του, σαν να τον ήξερε από παλιά. «Επιθυμούμε όλοι μας σφοδρά να δούμε με τα μάτια μας τη μελλοντική αυγούστα, να της μεταδώσουμε το μήνυμα της χαράς που την αφορά και μαζί τον αρραβώνα που της στέλνει ο Ρωμανός, έχουμε ακούσει άλλωστε πολλά για το απαράμιλλο κάλλος της που τον ώθησε να την επιλέξει!»
«Όπως προστάξετε» έκλινε τον αυχένα ο κάπελας, και με βήματα βαριά ανέβηκε τη σκάλα για να καλέσει την Αναστασώ. Ό, τι και να μαγειρεύτηκε μεταξύ της μοναχοκόρης του και του νεαρού πρίγκιπα, ήτανε πλέον πολύ αργά να το εξετάσει, και αδύνατο ν’ αντιταχθεί στη βουλή του γόνου του βασιλιά του, του αντιπρόσωπου του Θεού επί της γης…
«Αναστασία, κατέβα, σε παρακαλώ» της είπε σοβαρά, δίχως περιστροφές. «Άνθρωποι του αυτοκράτορα έχουν έλθει κάτω και σε ζητάνε»
Λίγο έλειψε να τρυπηθεί με το αδράχτι η κοπέλα, όπου έκλωθε βαριεστημένα το μαλλί, διασκεδάζοντας την πλήξη της σπιτίσιας δουλειάς μ’ ένα λιανοτράγουδο. «Άνθρωποι του… του αυτοκράτορα; Εμένα;» έκανε, ανοίγοντας διάπλατα τα μαύρα λαμπερά της μάτια. «Τι… τι μπορεί να θέλουν;…»
«Θα γίνεις νύφη του, κόρη μου, γυναίκα του γιου του του συμβασιλέα Ρωμανού! Μεγάλη χαρά βρήκε το σπιτικό μας!» επανέλαβε τα λόγια του μαντατοφόρου, σκύβοντας το κεφάλι και μη θωρώντας τη, για να κρύψει τους θολωμένους οφθαλμούς του. Για κάθε άλλον αγαθό κι απλοϊκό πληβείο, ίσως αυτό να ήταν απόρροια ευτυχίας, όχι όμως και για τον τίμιο και ολιγαρκή Κρατερό, που δεν τ’ όλπιζε καθόλου ο έρμος ν’ αποχωριστεί τόσο γρήγορα κι απρόσμενα το παιδί του, το πιο κοντινό του στήριγμα κι αποκούμπι στην πρόσκαιρη τούτη ζωή…
«Εγώ… γυναίκα του…;» ψέλλισε με σαστιμάρα τρανή η Αναστασώ, πιέζοντας την απαλάμη στο στήθος, και μ’ εκείνη την άγουρη και αγέννητη σχεδόν χαρά που δεν έχεις ακόμα συνειδητοποιήσει ότι τη νιώθεις, όταν μαντάτο ανέλπιστο σε φτάνει. Τώρα καταλάβαινε: ήταν όντως ο γιος του βασιλιά ο Ρωμανός, όχι απλή συνωνυμία! Κι εκεί που δεν το περίμενε, ούτε καν το φανταζόταν, την είχε διαλέξει εκείνος για ταίρι του… Τσιμπήθηκε μεμιάς να δει μήπως ονειρευόταν, και η αντίδραση των αισθητηρίων νευρώνων της που την έπεισε πως ήταν εντελώς ξύπνια αποτέλεσε το έναυσμα για να φέρει μπροστά της ολοζώντανη την εικόνα του Ρωμανού και να σκιρτήσει δυνατά η καρδούλα της, σαν συλλογίστηκε πως ήταν αυτή η εκλεκτή του, η άσημη καπηλοπούλα… Ω, πράγματι δεν υπήρχε μεγαλύτερη χαρά από τούτη εδώ τη σημερνή!
«Άντε, θυγατέρα, τι στέκεσαι; Καρτερούν οι άνθρωποι» την έβγαλε η μισόβραχνη φωνή του Κρατερού από τη χαύνωση. «Έρχομαι… έρχομαι, πατέρα!» είπε και σηκώθηκε ολόρθη, πετώντας το αδράχτι χάμω, έσιαξε τα μαλλιά και το φουστάνι της και τον ακολούθησε έπειτα στο ισόγειο, όπου οι άνδρες του Κωνσταντίνου περίμεναν εναγωνίως να την αντικρίσουν.
«Ιδού η θυγατέρα μου, άρχοντες, καθώς μου αιτηθήκατε» τους την παρουσίασε ο κάπελας, και εκείνη στάθηκε απέναντί τους χαμηλώνοντας λίγο το βλέμμα, κατά τα προσχήματα της σεμνότητας που όφειλε να τηρεί μια γυναίκα, και δη μια παρθένος.
«Συ είσαι άρα η Αναστασία, η κόρη του ευτυχούς πατέρα σου του Κρατερού;» τη ρώτησε ο γηραιός επικεφαλής, που είχε πρωτύτερα μακαρίσει τον κύρη της, έχοντας μείνει έκθαμβος κι αυτός κι όλοι οι άλλοι του σύντροφοι με την έκπαγλο καλλονή της κορασιάς.
«Ναι, εγώ είμαι» παραδέχτηκε ταπεινά το κορίτσι, ενώ τα μάτια του σπάθιζαν τα πολύτιμα υφάσματα που έντυναν τους σημαίνοντες ξένους, και που θα ’ντυναν οσονούπω και την ίδια, τώρα πια που θα ανέβαινε πολλά σκαλιά, που θα τη νυμφευόταν ο διάδοχος...
«Χαίρε, λοιπόν, ωραίε κλώνε και καλλίκαρπε της Λακεδαίμονος, ρόδο πανεύοσμο και κόσμε λαμπρέ των παρθένων της Ρωμανίας, τίμιε μαργαρίτη έτοιμε για ανακτορικό διάδημα!» αναφώνησε ρητορικά ο ηλικιωμένος άνδρας. «Συ, Αναστασία, είσαι η θεοπρόβλητη και επίλεκτη του πρίγκιπα Ρωμανού νύμφη, και σου κομίζω εγώ, ο κυρ-Ιωαννίκιος, αγαλλόμενος εκ μέρους του τον δακτύλιο του αρραβώνος, κατ’ εντολήν του πατρός του και αυθέντου μου βασιλέως Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου!»
Και μ’ αυτά τα επίσημα πανηγυρικά λόγια, ένευσε στην κόρη να του δώσει το αριστερό χέρι της, στου οποίου τον αντίχειρα πέρασε τελετουργικά ένα ολόχρυσο κρικέλι με διαμαντένια πέτρα. Το κοίταζε η Αναστασώ και δε χόρταινε, δε μπορούσε να τη χωρέσει ο νους της τόση ευτυχία, είχε μουδιάσει κι αυτός κι όλο μαζί το αγνό της πλαστικό κορμί, το θρεμμένο με το γάλα και το αίμα του φτωχού λαού, που σκλάβωσε μια για πάντα τον άστατο στους έρωτες Ρωμανό, ρίχνοντάς τον στον παιδεμό της αγάπης…
«Έλα μαζί μας κι εσύ, κυρ-Κρατερέ, στην Πόλη» πρότεινε κατόπιν ένα ευπροσήγορο παλικάρι από τον μικρό όμιλο των απεσταλμένων του Κωνσταντίνου στον πατέρα της. «Θα μπεις στην τάξη των πατρικίων, θ’ αποκτήσεις πολυτελή οικία δίπλα στο Παλάτι, ανέσεις παντοδαπές, και κτήμα ακόμα εκτός των τειχών αν το επιθυμείς, από τα πιο πλούσια και εύφορα μάλιστα, αφού θα είσαι ο συμπέθερος του αυτοκράτορα. Μη μείνεις άλλο στη μίζερη ζωή του καπήλου, τώρα που αξιώνεσαι τέτοιας βασιλικής τιμής!»
«Ευχαριστώ την ευγενία σου, δεσπότη μου, αλλά δε θα το δεχτώ» του απάντησε ευθέως μετά από μια στιγμή σιωπής ο Κρατερός. «Εγώ στη Σπάρτη γεννήθηκα, και εδώ θε να πεθάνω, κι ούτε μπορώ να παρατήσω το επάγγελμα, το σπίτι και το βιος μου. Την κόρη μου πάρτε την, αφού ο πρίγκιπας Ρωμανός την επέλεξε, εμένα όμως κάντε το καλό και αφήστε με να ζήσω όπως ξέρω κι αγαπώ, κι ο Θεός να σας το ανταποδώσει πολλαπλάσιο…»
Πήγαν να φέρουν αντεπιχειρήματα οι υπόλοιποι, για να τον πείσουν, αλλά βλέποντάς τον αμετάκλητο τελικά υποχώρησαν. «Τότε, συνεπώς, δε μένει παρά να λάβουμε τη δέσποινα Αναστασία και να απέλθουμε εν ειρήνη» δήλωσε ο άρχοντας Ιωαννίκιος, κι η κοπέλα στράφηκε να χαιρετήσει στερνή φορά τον άνθρωπο που τη γέννησε και την κοιτούσε τώρα σοβαρός, αμίλητος, κάπως συννεφιασμένος.
«Μη θλίβεσαι, πατερούλη μου, και μην ανησυχείς για μένα» του είπε, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, κρατώντας τις αργασμένες του παλάμες στις δικές της απαλές χούφτες. «Να γελάς και να πανηγυρίζεις πρέπει, που η κόρη σου θα γίνει βασίλισσα! Πετάω σε μια καλύτερη ζωή, πατέρα, πολύ καλύτερη! Μα σε παρακαλώ, άλλαξε γνώμη κι έλα μαζί μου, να σ’ έχω κι εσένα πλάι μου και να μοιραστείς την καλή μου τύχη!..»
«Να πας στο καλό, παιδί μου» αντείπε απλά ο Κρατερός, κοιτώντας την ήρεμα κατάματα, με τρόπο που δε χωρούσε αντίρρηση. «Να γίνεις καλή βασίλισσα, και να σταθείς άξια δίπλα στον πορφυρόβλαστο γαμπρό που σου έλαχε» πρόσθεσε, και της φίλησε πρώτα τις ράχες των χεριών κι ύστερα το δροσερό της μέτωπο, για να την κλείσει τέλος μια στιγμή στην αγκαλιά του, σπογγίζοντας κρυφά δυο δάκρυα που ανέβηκαν στις κόγχες των ομματιών του. Δεν τα ’νιωσε η Αναστασώ, μα και να τα ’νιωθε, μάλλον θα την ξένιζαν. Όλο της το ζωηρό νεανικό είναι εντρυφούσε στη μέθη της γνώσης πως ήταν η Εκλεκτή, και τίποτα άλλο δε μπορούσε να δει, τίποτα να συναισθανθεί… Και σαν κατέβηκαν πλέον στη Μονεμβασιά και κίνησε η γαλέρα, μόλις την άλλη μέρα καθάρισε τελείως ο ουρανός απ’ τα μουντά γκρίζα ξεσκλίδια των νέφαλων της μπόρας, βγήκε στην πλώρη και στύλωσε λαίμαργο, εφίμερο το βλέμμα της στο απέραντο γλαυκό του και σύνωρα στην κυανή ανοιχτωσιά του πέλαγου, θαρρώντας πως έβλεπε απάνω τους να καθρεφτίζονται τα γαλανά μάτια του Ρωμανού, τα τρισέμορφα, τα φωτερά και ερατεινά, που εκείνη διάλεξαν να γίνει νόμιμη γυναίκα του, ευλογημένη η ώρα κι η στιγμή που τον έφερε να κυνηγήσει στον Ταΰγετο, να πιεί κρασί στο καπηλειό και να γείρει τη νύχτα στο πανδοχείο του πατέρα της…
Νύχτα έφτασε το πλοίο της χαράς στην Πόλη. Άραξε στο λιμάνι του Βουκολέοντα, και οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου πήραν την Αναστασώ και την οδήγησαν στο ανάκτορο της Δάφνης. «Πλάγιασε να κοιμηθείς, δέσποινα», της είπαν μόλις έφτασαν, «οι δούλες σου έχουν στρώσει το καλύτερο κουβούκλι. Και αύριο το πρωί θα παρουσιαστείς στον βασιλιά και τη βασίλισσα, τα πεθερικά σου, όπως αυτοί μας ζήτησαν…»
Πρώτη φορά έβλεπε τόσο μεγάλο δωμάτιο το κορίτσι, κρεβάτι με ουρανία και πόμολα χρυσά, που ’χανε σκαλισμένα πάνω τους φύλλα και κλαδιά και λούλουδα, σαν αληθινά, με σεντόνια μεταξένια, παστρικά, ευωδιαστά, και κουβέρτα μάλλινη απαλή και χνουδωτή σαν να είχε μόλις υφανθεί στον αργαλειό. Πού τώρα το λερό αχυρένιο στρώμα, το σανιδένιο κράββατο που έτριζε κι η τριμμένη μπατανία του σπιτιού της; Μια υποψία νοσταλγίας την κέντρισε στη θύμησή τους, αλλά εξανεμίστηκε τόσο γρήγορα, όσο η σταγόνα του νερού στο λιοπύρι, άμα σκέφτηκε τι μεγαλεία την περίμεναν από δω και πέρα. Κουρασμένη όπως ήταν λοιπόν από το πολυήμερο θαλασσινό ταξίδι, έγειρε πρόθυμα στην άνετη πολυτελή κλίνη, φύσηξε το κερί που της είχαν αφήσει πλάι της να σβήσει κι ο γλυκός ύπνος ήρθε αμέσως να της σφαλίσει τα ματόφυλλα με το αόρατο χέρι του. Ποιος ξέρει, ίσως να είδε εκεί τον Ρωμανό, και το ωραίο όνειρο να ήταν που ζωγράφιζε στα χείλη της ένα μικρό χαμόγελο, καθώς κοιμότανε γαλήνια, με το φεγγάρι να χαϊδεύει τα ολόμαυρα χυτά μαλλιά της και το καθάριο αλαβάστρινό της πρόσωπο πάνω στ’ ακριβό χρυσοκέντητο προσκεφάλι…


Το άλλο πρωί, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλικό ζεύγος. Ο Κωνσταντίνος καθόταν στον υψηλό του θρόνο, τον ολόχρυσο και πορφυροντυμένο με έναν μακρύ τάπητα που ξεκινούσε από το υποπόδιο και κυλούσε σαν μικρό ποτάμι στα σκαλιά του, και δίπλα του η Ελένη, σε ένα μικρότερο θρονί, με σταυρωτά τα χέρια στην ποδιά της. Παρά τα σαράντα έξι χρόνια της, η αυτοκράτειρα ακόμα έλαμπε, ιδίως τα σμαραγδένια μάτια της, που ξάνοιξαν με προσοχή την Αναστασώ και η εικόνα της που αυτά αντίκρισαν την προϊδέασε θετικότατα, καθώς το κορίτσι έπεφτε και τους προσκυνούσε, κατά πως την πρόσταξαν.
«Κωνσταντίνε, δεν ξέρω για σένα, πάντως το κορίτσι φαίνεται πολύ όμορφο και σεβαστικό, κατά τη γνώμη μου» γύρισε και είπε διακριτικά στον σύζυγό της, μα εκείνος προτίμησε να υποκριθεί πως δεν την άκουσε.
«Ό, τι λάμπει δεν είναι χρυσός, γυναίκα» μουρμούρισε, κι ύστερα με τόνο σοβαρό και επίσημο αποτάθηκε στην κοπέλα:
«Εσύ είσαι λοιπόν η Αναστασία ή Αναστασώ από τη Λακεδαίμονα, η θυγατέρα του πανδοχέα Κρατερού;»
«Μάλιστα, μεγαλειότατε» αποκρίθηκε εκείνη, αναστρέφοντας λίγο τα ασπράδια των ματιών κάτω από τα σκυμμένα ματόφυλλα για να περιεργαστεί τον μέλλοντα πεθερό της.
«Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;»
«Φυσικά»
«Και πιστεύεις ότι το αξίζεις;»
«Όχι, δεν πιστεύω ότι αξίζω τίποτα, βασιλιά» έσκυψε πιο βαθιά το κεφάλι η Αναστασώ. «Δεν το επεδίωξα να γνωριστώ με τον υιό σου, ο Θεός κι η τύχη θαρρώ το φέρανε έτσι, ούτε γνώριζα πως ήτανε αυτός που είναι, μέχρι όταν ήρθαν οι μαντατοφόροι σου στο φτωχικό του πατέρα μου… Κι ορκίζομαι στο όνομα του αληθινού Θεού ότι λέω την αλήθεια»
«Μην την ανακρίνεις άλλο, άντρα μου, δε χρειάζεται» επενέβη πάλι με τρόπο η Ελένη, μιας κι είχε πάρει χαμπάρι ότι κι ο Ρωμανός κοίταζε με λαχτάρα από τη γωνιά, αγγίζοντας το μπράτσο του Κωνσταντίνου. «Θέλω κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι, Αναστασώ» απευθύνθηκε έπειτα μεγαλόφωνα στο κορίτσι, θωρώντας την ήρεμα.
«Στους ορισμούς σου, αυγούστα» συγκατέβη υποταχτικά με μια επίκυψη του κορμού της.
«Αγαπάς το γιο μου;»
«Ελένη!» την επέπληξε σιγανά ο αυτοκράτορας. «Τι κουβέντες είναι αυτές; Εσύ, η βασίλισσα…»
«Ναι, μεγαλειοτάτη» είχε προλάβει ωστόσο να εκφέρει η Αναστασία, κι η Ελένη συνέχισε:
«Κι ορκίζεσαι να σταθείς τίμια και επάξια στο πλάι του;»
«Μάλιστα!..»
«Τότε, αυτό μου αρκεί» δήλωσε η μητέρα του, κι ο πρίγκιπας ξανάσανε με ανακούφιση, ρίχνοντας από μακριά ένα φλογάτο βλέμμα στην ποθητή του. Το ’πιασε εκείνη στον αέρα, και μυστικά του χάρισε ένα ρόδινο, υποσχετικό και θριαμβευτικό χαμόγελο, ενώ η Ελένη, σπάζοντας το πρωτόκολλο, είχε στο μεταξύ σηκωθεί από τον θρόνο της και έρθει κοντά στη μέλλουσα νύφη της.
«Από σήμερα δε θα σε λένε πια Αναστασώ, μα Θεοφανώ» της μήνυσε, και τα όμορφα μάτια της μικρής Λάκαινας διαπλατώθηκαν λαφρά και στραφτάλισαν, ευχάριστα ξαφνισμένα. «Γιατί σίγουρα ο Θεός μονάχα σε φανέρωσε στον Ρωμανό, τόσο όμορφη και σεμνή που είσαι... Καλώς ήρθες, λοιπόν, καλή μου νύφη, κόρη μου Θεοφανώ!» πρόσθεσε χαμογελαστή, φιλώντας τη με μητρική στοργή στο μέτωπο.
Θεοφανώ… Θεοφανώ… Όχι πια Αναστασώ, Θεοφανώ!… Το επαναλάμβανε διαρκώς μέσα της, να το νιώσει, να το χωνέψει, να στεριώσει στο νου και την καρδιά της το ευγενικό της όνομα το νέο, που θα τη σημάδευε για πάντα, δίχως ακόμα ούτε καν να το διανοείται, η «Σταχτοπούτα» της δυναστείας των Μακεδόνων…


Την άλλη κιόλας μέρα, έγινε ο εκκλησιαστικός αρραβώνας της νεαρής Σπαρτιάτισσας με τον διάδοχο στο ευκτήριο του Αγίου Στεφάνου της Δάφνης, και κατόπιν της δώσανε ιδιαίτερο διαμέρισμα μες στο Παλάτι. Εκεί καθόταν τώρα, πάνω σ’ έναν δίφρο με κροσσωτό ύφασμα, ντυμένη ένα ατλαζένιο φόρεμα που το έδενε στη μέση μια ασημένια ζώνη δημιουργώντας όμορφες κυματιστές πτυχώσεις, σκαλισμένες θαρρείς πάνω στο κορμάκι της, και χτένιζε αργά τα μαλλιά της με μια κοκάλινη βούρτσα στολισμένη με μικρά ρουμπίνια. Κάθε τόσο τα χάιδευε με τα δάχτυλα κι ένας μικρός, γλυκός φχαριστημένος στεναγμός έβγαινε από τα σπλάχνα της, σαν αυτό το χάιδεμα των τριχών της να της έδινε μια κρυφή ανεξήγητη ηδονή. Τότε άκουσε την πόρτα πίσω της να ανοίγει και στράφηκε με το κεφάλι προς το μέρος της, για να δει την ίδια στιγμή τον Ρωμανό να μπαίνει στο κουβούκλι.
«Πρίγκιπά μου...» τον προσφώνησε, και σηκώθηκε από τον δίφρο της, τινάζοντας λίγο τις άκρες του φουστανιού της που είχαν κολλήσει στους γοφούς. Χαμογέλασε εκείνος, και το πρόσωπό του έλαμψε πιο πολύ από τον ήλιο, που έχυνε άπλετο το φως του μέσα από τα μεγάλα παραθύρια της ωραίας κάμαρης, τόσο προσεκτικά διαλεγμένης για τη μνηστή του.
«Όταν σε πρωτόειδα τη νύχτα εκείνη στο πανδοχείο του πατέρα σου, δε με φώναξες πρίγκιπα», της είπε, προχωρώντας δυο βήματα προς το μέρος της. «Ρωμανέ σκέτο μ’ αποκάλεσες, και τούτο μ’ άρεσε πολύ, πάρα πολύ...»
«Τότε δεν ήξερα ποιος είσαι» απάντησε η κοπέλα, κι έκλινε κάπως τον αυχένα για να δείξει συσταζούμενη.
«Και τώρα που ξέρεις, τι άλλαξε; Δεν πιστεύω να με ντρέπεσαι;»
«Όχι βέβαια! Καθόλου!» έκανε πρώτα αυθόρμητα, και πρόσθεσε: «Εννοώ... Δεν έχω κανένα λόγο... Για μένα... ήσουν και θα είσαι πάντα ο ξανθός μου κυνηγός, που μου ’κλεψε την καρδιά...»
Και λέγοντας αυτά, τον άγγιξε με το χεράκι της το δεξί απαλά εκεί που άρχιζε το στέρνο, και λαμπύριζαν τα μαύρα των ματιών της, με τον τρόπο αυτό τον αθώο και προκλητικό συνάμα που μόνο των κοριτσιών το βλέμμα μπορεί να έχει...
«Περιστέρα μου..» μουρμούρισε γλυκά ο Ρωμανός, και σαν να μην είχε ποτέ πριν τολμήσει να αισθανθεί το σώμα της, πήρε στις χούφτες του τα χέρια της και τα κράτησε για μερικές ατελείωτες στιγμές, πλέκοντας τα δάχτυλά τους. Κι ύστερα ήρθε το φιλί του έρωτα, το πρώτο. Μαγνητισμένα τα χείλη, ενώθηκαν στην αρχή δειλά, ψαχουλευτά, μα όσο η σάρκα συνήθιζε την επαφή της σάρκας, τόσο φούντωνε η δίψα κι η πεθυμιά αντρειευότανε.
«Ρωμανέ…» ψέλλισε η κόρη με μισόκλειστα μάτια, το κούτελο κολλημένο στο δικό του και νιώθοντας τη γοργή ανάσα του να την καίει.
«Θεοφανώ...» ανταπέδωσε το παλικάρι, εμμένοντας θαρρείς σε κάθε συλλαβή, σαν να ’θελε να στεριώσει έτσι μέσα του τον ήχο και το νόημα του νέου ονόματός της, και με μια κίνηση ξανάρχισε πρώτος τον φλογερό πόλεμο του φιλιού τους. Τυλίχθηκαν τώρα και τα χέρια τους γύρω απ’ τα κορμιά τους, αγκαλιάστηκαν, πολιορκούσαν το ένα το άλλο, το σφριγηλό δεντρί το ντελικάτο κρίνο, και η παραφορά η ερωτική μέθυσε τα πόδια τους, τα τρέκλισε και τους έριξε, σύμπλεγμα αξεδιάλυτο, στην κλίνη. Όμως εκεί, κι ενώ ο Ρωμανός τρυγούσε με τα χείλια του ζεστά και υγραμένα το απαλό δέρμα του λαιμού της, η Αναστασώ – ή μάλλον, όχι πια η Αναστασώ, η Θεοφανώ, αφού κι εκείνος έτσι την ονόμασε - τον έσπρωξε μαλακά από πάνω της λέγοντας:
«Φτάνει… φτάνει ως εδώ… Θαρρώ πως βιάζεσαι πολύ, καλέ μου…»
«Έχεις δίκιο, αγάπη μου» συμφώνησε ο πρίγκιπας, και ανακάθισαν μαζί στο κρεβάτι, αφού πήρε τα χέρια της στα δικά του και την έσυρε μαλακά να σηκωθεί. «Μα είσαι τόσο όμορφη εσύ, κι εγώ τόσο ερωτευμένος μαζί σου, που… παρασύρθηκα, ξέρεις… Μη συγχωρείς, έτσι, γλαυκώπα μου;» τη ρώτησε κοιτώντας την δήθεν ικετευτικά, με θώρι κουταβιού και ζαρώνοντας το κεφάλι του κοντά στο στήθος της. Κι έμοιαζαν τούτη τη στιγμή οι δυο τους, σαν ένα λιονταράκι έφηβο, περήφανο, να είχε γίνει ξάφνου ήμερο γατί, και να καθόταν υποταγμένο στα πόδια αδάμαστης, καμωματούς ομήλικής του λέαινας, που το ’χε βάλει στόχο μαζί της να ζευγαρώσει…
«Σε συγχωρώ» κελάρυσε ένα μικρό ρυάκι γέλιου απ’ το λαρύγγι της Αναστασίας – Θεοφανούς είπαμε – και τόλμησε, με παιγνιώδη συγκράτηση στην αρχή, το κάνει, δε θα το κάνει, να του αφήσει ένα πεταλουδένιο, τόσο δα φίλημα στο δεξί του μάγουλο. Ξετρελάθηκε ο Ρωμανός με τούτο το τερτίπι της, και δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί στο να την αδράξει για άλλη μια φορά σφιχτά στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει ξανά ορμητικά στο στόμα.
«Δεν ξέρεις πόσο ανυπομονώ να παντρευτούμε» της ψιθύρισε με πόθο, έχοντας την ακόμα δεμένη στην αγκάλη του. «Θα σε χαίρομαι κάθε μέρα και κάθε νύχτα ύστερα, μικρή μου Λάκαινα-λύκαινα, που όμοιά σου δεν είδα ποτέ! Μ’ έχεις τρελό για σένανε, τρελό, μελαχρινό μου, θεά θνητή του Ταϋγέτου!..»
Λίγες στιγμές αργότερα βγήκε ο Ρωμανός απ’ το κουβούκλι της, όμως η αύρα του η θερμή, η απολλώνια, πλανιόταν ακόμα, και η γλύκα των ερωτικών παιχνιδισμάτων μεταξύ τους νάρκωνε το μυαλό της. Βροντοχτυπούσε η καρδιά της, τα μάγουλά της ξαναμμένα, και το είναι της ολόκληρο να κατακλύζει μια παραδείσια σχεδόν ευτυχία, που χίμαγε να βγει από τα στήθη της κραυγή.
«Μ’ αγαπάει, Θε μου!» ψέλλισε μονάχα στο τέλος. «Και… τον αγαπώ κι εγώ… Πώς να μην τον αγαπώ; Είναι όμορφος, πεντάμορφος, παλληκάρι… και είναι κι ο πρίγκιπας… πάει να πει, και βασιλέας κάποτε… Κι εγώ θα είμαι πλάι του η αγαπημένη του βασίλισσα… Φαντάσου το, Θεοφανώ, φαντάσου το: βασίλισσα, γυναίκα του Ρωμανού, του γιου του αυτοκράτορα!»
Και σαν να την κινούσαν τα ίδια της τα λόγια, έκανε μια γρήγορη στροφή γύρω από τον εαυτό της, κι αφέθηκε μετά να πέσει ανάσκελα, με την πλάτη, στο πουπουλένιο στρώμα της αρχοντικής της κλίνης, όπου έμεινε ώρα πολλή, να ατενίζει τη μαβιά ουρανία της και να ονειροπολεί…

Λίνα Δώρου