Summer Solstice (Κεφάλαιο 7)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

Ο τρόμος που βλέπω στο βλέμμα της, όταν ανακαλύπτουν τον νεκρό βασιλιά με σοκάρει, είναι λες και έχασε κάτι σημαντικό από την ζωή της. Με τα μάτια της ψάχνει ανήσυχη τριγύρω στην αίθουσα και φεύγει τρέχοντας. Με αφήνει μόνο, να στέκομαι άναυδος και να την παρατηρώ, καθώς εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος. Σελέστ! Η παρουσία των αδελφών μου γεμίζει ξαφνικά το οπτικό μου πεδίο και δεν μπορώ να μην στηλώσω τα μάτια μου στις φιγούρες τους. Φαίνονται τελείως χαλαροί, ίσως και ευχαριστημένοι με τα γεγονότα. Δεν θα μου έκανε εντύπωση, αν εκείνοι βρίσκονταν πίσω από την επίθεση. Ο βασιλιάς Ρόλοφ και ο βασιλιάς Κορνέλ πάντα ήταν ένα αγκάθι για το Στάρενιθ και η Ραϊκούρια ένας τρόπος για να κάνουμε το βασίλειό μας ακόμα πιο πλούσιο.

Την ακολουθώ βιαστικά, αλλά μένω αρκετά πιο πίσω, μη θέλοντας, να της δώσω την εντύπωση πως την παρακολουθώ. Το πτώμα του βασιλιά Ρόλοφ είναι ξαπλωμένο στην αρχή των σκαλοπατιών. Η Σελέστ παγώνει στη θέα του. Ο σωματοφύλακάς της την τραβάει μακριά, όταν ένα βλήμα, από το πουθενά, τον χτυπά χαμηλά στο στομάχι, σωριάζοντάς τον κάτω. Η Σελέστ αφήνει ένα φοβισμένο ουρλιαχτό. Πνίγω την επιθυμία μου να πάω κοντά της. Στρέφομαι προς το μέρος του άντρα που πυροβόλησε, και γλιστρώ αθόρυβα προς το μέρος του, αγγίζοντας το μαχαίρι, που έχω κρυμμένο στα ρούχα μου.

Υπάρχει ένας ακόμα μισθοφόρος, που δεν είδα και κατευθύνεται προς το μέρος της, αλλά είναι ήδη αργά, για να φτάσω κοντά της. Ο άντρας τυλίγει το χέρι του γύρω από τον λαιμό της και την σφίγγει παίρνοντας μακριά τις αισθήσεις της. Ο άλλος μισθοφόρος με βλέπει και μου επιτίθεται προσπαθώντας, να με χτυπήσει με το όπλο του, όμως είμαι πιο γρήγορος και έχω δεχτεί καλύτερη εκπαίδευση από τις σπασμωδικές κινήσεις του. Εμφανίζω την λεπίδα και, αποφεύγοντας με έναν ελιγμό, την επίθεσή του την τεντώνω προς τον λαιμό του. Το ατσάλι τρυπάει αμέσως το λακκάκι στον λαιμό του και διαπερνά τον σβέρκο του στερώντας του την ζωή. Το άψυχο σώμα του πέφτει στα πόδια μου και η λίμνη αίματος που απλώνεται στο πάτωμα, λερώνει τις μπότες μου.

Γυρίζω πίσω αλλά ο μισθοφόρος, που επιτέθηκε στην Σελέστ έχει εξαφανιστεί και εκείνη το ίδιο. Ανάθεμα! Κοιτάζω θυμωμένος τριγύρω. Που την πήγε; Γιατί την απήγαγε; Ελπίζω, να μείνει λιπόθυμη. Αν αυτός ο μπάσταρδος αποφασίσει, να της κάνει οτιδήποτε, εγώ προσωπικά θα τον αντιμετωπίσω. Βγαίνω έξω στην παγωμένη νύχτα και μόνο τότε τους βλέπω, να κατευθύνονται ψηλά στον γκρεμό. Το μοναδικό απότομο σημείο που έχει απευθείας επαφή με τη θάλασσα, που αφρίζει από κάτω. Γιατί να μπει στον κόπο, να την πετάξει στον ωκεανό; Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να την πνίξει. Εκτός και αν… η δεσποινίς Κίλμπορν είναι κάτι, που οι μισθοφόροι δεν προέβλεψαν.

Η Σελέστ είναι σαν άψυχη κούκλα στα χέρια του και εκείνος την σέρνει μαζί του σαν παιχνίδι. Τι να κάνω, για τον σταματήσω; Αν πλησιάσω και με πάρει είδηση, θα την πετάξει αμέσως στον γκρεμό ή, χειρότερα, θα την σφάξει σαν ζώο. Αν από την άλλη δεν κάνω τίποτα, πάλι θα την πετάξει στη θάλασσα. Εν τέλει, το ρισκάρω και πλησιάζω κοντά τους.

«Για να δούμε, τι έχεις εδώ, γυναίκα» σφυρίζει χυδαία και χουφτώνει βίαια τα στήθη της Σελέστ. Εκείνη μορφάζει πονεμένα, όμως, δεν ξυπνάει.

Αρπάζει τον γιακά του φορέματός της και τον τραβά, ξηλώνοντας τα πρώτα κουμπιά. Ορμάω οργισμένος προς το μέρος του και τον χτυπάω στο σαγόνι ξαφνιάζοντάς τον. Είναι πολύ κοντά στον γκρεμό και προς μεγάλη μου έκπληξη παραπατά και πέφτει, όμως, πριν εξαφανιστεί εντελώς, αρπάζει τον ποδόγυρο από το φόρεμα της Σελέστ και την τραβάει μαζί του στο κενό. Η δική μου αντίδραση δεν είναι αρκετή, για να ανακόψει την πτώση της, και τη χάνω σαν αέρα μέσα από τα χέρια μου.

Πού να πάρει και να σηκώσει!

Βγάζω το σακάκι μου και ορμάω ξοπίσω της, χωρίς να το σκεφτώ. Την πιάνω και την σφίγγω στην αγκαλιά μου πριν τα σώματά μας προσκρούσουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Η μεγάλη πίεση που ασκείται στο σώμα μου, στέλνει τις αισθήσεις μου στιγμιαία στο κενό. Η Σελέστ βουλιάζει μέσα στο απύθμενο σκοτάδι. Το φόρεμά της είναι υπερβολικά βαρύ και δυσκολεύομαι να την ξαναβγάλω στην επιφάνεια. Πιάνω το φόρεμά της και το σκίζω, ελευθερώνοντας την.

Όταν καταφέρνω να την σύρω έξω στην ακτή, από το κάστρο ακούγονται ταραγμένες φωνές, οι οποίες πνίγονται κάθε τόσο κάτω από το κροτάλισμα των πανοπλιών και τα βαριά βήματα των αντρών. Αλλά μέσα σε όλη αυτήν την αναταραχή ευελπιστώ ότι κάποιος θα μας αναζητήσει σύντομα.στο κάστρο έχει δημιουργηθεί μια πρωτόγνωρη αναταραχή και ευελπιστώ ότι θα μας βρουν σύντομα. Οι δυνάμεις μου θα με εγκαταλείψουν από στιγμή, σε στιγμή. Την ξαπλώνω πάνω στην άμμο και σκύβω προς το μέρος της. Τα χείλη μας σμίγουν, καθώς φυσάω αέρα μέσα στα πνευμόνια της και κάνω μαλάξεις στο στήθος της. Η Σελέστ βήχει και γυρνάει στο πλάι ξερνώντας το νερό, που μπήκε στους πνεύμονές της.

«Καλό κορίτσι» ψιθυρίζω, πέφτοντας προς τα πίσω, ανακουφισμένος.

Ανοίγω τα μάτια και ξεφυσάω νευρικά. Όσος καιρός και αν περάσει από την Μπουργκότζια, δεν θα ξεχάσω τον τρόμο που ένιωσα, όταν η Σελέστ κινδύνεψε. Ήταν λες και είδα ολόκληρη την ζωή της να περνά μπροστά από τα μάτια μου, δίχως να είμαι ικανός να πάρω μέρος σε κάποιο της κομμάτι. Ήταν λες και έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Πώς να είναι τώρα; Πού να είναι τώρα; Το μυαλό μου στριφογυρίζει στην τελευταία μας συνάντηση, στο Κρέομορ. Πριν φύγω, δεν καταδέχτηκε καν να με κοιτάξει, έμοιαζε τόσο θυμωμένη. Δεν ξέρω, όμως, τι έκανα, για να την προσβάλω. Και από την άλλη… προβληματίζομαι με την στάση του πατέρα της. Αρνήθηκε να μου τη δώσει παρά την καλή προσφορά, που του έκανα.

Είναι νωρίς για μένα, να παντρευτώ, όμως, αργά ή γρήγορα το Κρέομορ θα χρειαστεί προστασία. Όταν ξεσπάσει ο πόλεμος, το Κρέομορ θα είναι το πρώτο που θα πέσει από το Στάρενιθ, και δεν θα ήθελα η Σελέστ, να πουληθεί ως σκλάβα σε κανέναν. Ο μόνος που θα την έχει, είμαι εγώ και δεν πρόκειται να επιτρέψω σε οποιονδήποτε άλλον, να την αγγίξει. Ακόμα και αν χρειαστεί, να παρανομήσω, για να την προστατέψω.

Τρίβω το πρόσωπό μου εκνευρισμένος με την κατάσταση των πραγμάτων. Σηκώνομαι από την καρέκλα, εφόσον το μυαλό μου είναι πολύ απασχολημένο, για να συγκεντρωθεί με τα πολιτικά προβλήματα του Στάρενιθ. Μαζεύω τα απλωμένα χαρτιά από το γραφείο μου και βγαίνω στον διάδρομο, ελπίζοντας ότι ο Φρεντέρικο θα είναι σε καλή διάθεση, για να αναλάβει και τη δική μου δουλειά.

Το γραφείο του είναι λίγες πόρτες μακριά από το δικό μου. Όταν φτάνω, η πόρτα του είναι μισάνοιχτη. Από μέσα ακούγονται φωνές και δεν καταφέρνω να πνίξω την παρόρμηση να κρυφακούσω. Είναι με τον Άλμπερτ και διαφωνούν για κάτι. Ό,τι και αν είναι αυτό, με συμφέρει να το ξέρω για την εκδίκησή μου. Ο Φρεντέρικο είναι ο πρώτος πρίγκιπας και ο Άλμπερτ ο δεύτερος. Γεννήθηκαν από την ίδια γυναίκα, όμως εγώ γεννήθηκα από την ερωμένη του πατέρα μου, η οποία είναι η τωρινή βασίλισσα. Τα αδέρφια μου δεν με συμπαθούν και ποτέ δεν με αγάπησαν. Οι σχέσεις μας πλέον είναι τελείως τυπικές, όμως, ο πόνος που δημιούργησαν μέσα μου, έχει θεριέψει και μετατραπεί σε μίσος. Θα τους κάνω να πληρώσουν, αργά ή γρήγορα.

«Το Κρέομορ είναι το επόμενο, που θα πέσει» λέει ο Φρεντέρικο αυστηρά και αμετάκλητα. «Η δολοφονία του βασιλιά Ρόλοφ δεν προκάλεσε καμία σοβαρή αναταραχή στην Μπουργκότζια και θα είναι χάσιμο χρόνου, να φροντίσουμε για την δολοφονία του βασιλιά Κορνέλ. Είναι θέμα χρόνου, η Ραϊκούρια να πέσει από τις δυνάμεις μας».

«Και γιατί συγκεκριμένα το Κρέομορ; Δεν είναι κανένα σπουδαίο νησί. Δεν έχει καν στρατό. Αν θες να κάνεις αίσθηση στη Μπουργκότζια, τότε κατάλαβε το Ντράγκονσπαϊρ ή δολοφόνησε κάποιον από τους άλλους Περιφερειάρχες» διαφωνεί ο Άλμπερτ.

Γιατί δεν θέλει να πέσει το Κρέομορ; Για μένα είναι σημαντικό λόγω της Σελέστ, όμως, εκείνος τι θα κερδίσει απ’ αυτό; Το εμπόριο; Το όμορφο νησί; Τη Σελέστ; Σφίγγω τις γροθιές μου νιώθοντας, τον θυμό του να φουντώνει και να ξεσπάει άγρια στους κροτάφους μου γεμίζοντας με κόκκινα σημαδάκια το οπτικό μου πεδίο.

«Το Κρέομορ είναι το σημαντικότερο νησί στην Μπουργκότζια. Μπορεί να μην έχει στρατό, όμως, έχει τη καλύτερη δύναμη πάνω στο εμπόριο. Όλα από κει περνάνε και φεύγουνε. Αν το καταλάβουμε… η Μπουργκότζια θα χάσει το καλύτερο χαρτί της». Συνεχίζει ο Φρεντέρικο και χαμογελάει ύπουλα. «Επίσης προστατεύουν ένα αντικείμενο, που με ενδιαφέρει».

«Υπάρχει άμαχος πληθυσμός. Δεν μπορούμε, απλά, να μπούμε και να τους σφάξουμε όλους. Αυτό… είναι ντροπή για τον οποιονδήποτε» λέει ο Άλμπερτ. Πρώτη φορά, τον ακούω να μιλά με τόση σωφροσύνη.

«Και από πότε νοιάζεσαι, εσύ; Όσοι δεν σκοτωθούν, θα πουληθούν. Θα υπάρχουν τόσες όμορφες σκλάβες, για να γεμίσουν το κρεβάτι μας, δεν συμφωνείς;» γελά χαιρέκακα. Ο Άλμπερτ σφίγγεται.

«Εντάξει κάνε ό,τι νομίζεις. Όμως υπάρχει ένα άτομο, που δε θέλω, να αγγιχτεί από κανέναν». Κάνει μια παύση κεντρίζοντάς μου την περιέργεια. «Η κόρη του Περιφερειάρχη είναι δική μου. Εγώ θα αποφασίσω για το μέλλον της».

«Όχι. Οι Κίλμπορν θα δολοφονηθούν, όπως έχει κανονιστεί. Όλοι, χωρίς εξαιρέσεις. Δεν θέλω κάποιον, που κάποια στιγμή θα γυρέψει εκδίκηση, να τριγυρνάει στα πόδια μου. Το κορίτσι θα πεθάνει, αν όμως νοιάζεσαι τόσο… θα κανονίσω, να μην υποφέρει τις τελευταίες στιγμές της» δηλώνει, ανέκφραστος. «Όσο για τις ορέξεις σου… βρες καμιά πόρνη να παίξεις».

«Και ο μπαμπάς θα το μάθει;»

«Όχι, βέβαια! Είναι πολύ ανόητος σε αυτά τα θέματα και έχει επαναπαυτεί στη Συνθήκη Ειρήνης. Ο καιρός του πέρασε, είναι καιρός, να αναλάβει κάποιος ικανότερος. Επίσης υπάρχει κάτι ακόμα… Έχουν στην κατοχή τους ένα όπλο, που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο. Το θέλω και θα το κατακτήσω, ακόμα και αν χρειαστεί να τυλίξω την κάθε χώρα στις φλόγες, για να το βρω».

Δεν μπορώ να κρύψω το σοκ απ’ όσα άκουσα. Γνώριζα ότι ο Φρεντέρικο ήταν ένας ηλίθιος μπάσταρδος, αλλά ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Φεύγω βιαστικά, ελπίζοντας να βρω τον πατέρα μου στα διαμερίσματά του. Έχω μια δήλωση να του κάνω, που δεν παίρνει άλλη αναβολή. Η Σελέστ πρόκειται να δολοφονηθεί; Για τους γονείς της και οποιονδήποτε άλλο, δεν με ενδιαφέρει, όμως, δεν μπορώ να αφήσω εκείνη, να πάθει κακό. Επίσης, ξέρω για ποιο όπλο μιλούν. Δεν είναι κάτι, που έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις ή να κατακτήσεις. Δεν το δημιούργησε άνθρωπος και δεν γίνεται να χρησιμοποιηθεί από άνθρωπο.

Τον βρίσκω στην προσωπική του βιβλιοθήκη. Είναι ένας χώρος μεγάλος και στρογγυλός. Όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με εκατοντάδες βιβλία, χάρτες και ρολά χαρτιών, εκτός από μια που είναι φορτωμένη με διακοσμητικές πένες. Έχει συλλέξει φτερά όλων των ειδών και πολλών χρωμάτων. Οι περισσότερες είναι διακοσμημένες με ασημένιες και χρυσές λεπτομέρειες. Στο κέντρο υπάρχει ένα βαρύ, σκούρο καφέ γραφείο με ανάγλυφα σχέδια και τριγύρω του ασορτί πολυθρόνες. Το πάτωμα είναι ντυμένο με παχύ, κόκκινο χαλί, στο οποίο είναι ξαπλωμένα τα δυο κυνηγόσκυλα του βασιλιά.

«Κύριε». Λέω και υποκλίνομαι με σεβασμό στην θέα του. «Λυπάμαι, που σας απασχολώ, όμως… υπάρχει κάτι, που θέλω, να σας πω».

Γκρίζα, σγουρά μαλλιά κυκλώνουν γοητευτικά το πρόσωπό του, ενώ έντονα πράσινα μάτια γυαλίζουν στις βαθιές κόγχες τους, παρατηρούν ανέκφραστα την είσοδό μου στη βιβλιοθήκη του. Ένα παλιό ατύχημα του έχει αφήσει ένα κόκκινο σημάδι, ξεκινώντας ακριβώς κάτω από το δεξί του φρύδι. Κατεβαίνει διαγώνια προς την πλευρά της αριστερής γωνίας του στόματός του και τελειώνει κάτω από το μάτι της ίδιας πλευράς, αφήνοντας μια λυπητερή ανάμνηση του ζοφερού παρελθόντος του. Πολλές φορές μοιάζει τρομακτικός σε όσους δεν τον γνωρίζουν πραγματικά, όμως, στην πραγματικότητα είναι ένας άντρας με πολύ ευγενική ψυχή. Πάντα καλοσυνάτος και δίκαιος απέναντι στον λαό του.

Ο πατέρας μου σηκώνει νωχελικά το βλέμμα του από το βιβλίο που διαβάζει, με κοιτάζει σιωπηλός. Είμαι σίγουρος ότι θα λυπηθεί πολύ, όταν μάθει για τη συνωμοσία των δυο μεγάλων γιών του, αλλά δεν είναι δική μου ευθύνη, να του το αποκαλύψω αυτό. Θα τον προστατέψω με τον τρόπο μου, δίχως να καρφώσω κανέναν. Όσο για τη δολιότητα των αδελφών μου… κάτι θα σκεφτώ, για να την σταματήσω. Κάθομαι απέναντί του και ξεφυσάω νευρικά.

«Θα είμαι σύντομος» λέω δαγκώνοντας τα χείλη μου, μην έχοντας ιδέα, για το πως να του αποκαλύψω αυτό που θέλω. «Ξέρω, ότι είναι νωρίς για μένα, αλλά αποφάσισα, να παντρευτώ».

«Αλήθεια; Αυτά είναι ευχάριστα νέα. Είμαι σίγουρος, ότι η πριγκίπισσα Λουίζα θα χαρεί πολύ». Χαμογελά ενθουσιασμένος, ενώ γουρλώνω τα μάτια με την παρεξήγηση, που πρόκειται να δημιουργηθεί.

Η πριγκίπισσα Λουίζα Μοριάνο είναι η μεγάλη κόρη του βασιλιά Ντέλμαρ Μοριάνο, του Σάλεκαν. Είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερη από μένα και, για να είμαι ειλικρινής, πάντα έτρεφε αισθήματα για μένα. Ο πατέρας της, όπως και ο δικός μου, επιθυμούν την ένωσή μας, όμως… δεν ενθουσιάζομαι καθόλου με αυτή την ιδέα. Η Λουίζα δεν είναι ακριβώς το θηλυκό που έχει στο μυαλό του ο κάθε άντρας. Αλλά η εξωτερική εμφάνιση δεν παίζει μεγάλο ρόλο στα συναισθήματά μου. Με ενδιαφέρει μια γυναίκα γλυκιά, ευγενική και, σίγουρα, υπάκουη. Με την συμπεριφορά της Σελέστ ο γάμος μας θα είναι μια πρόκληση.

Η πριγκίπισσα Λουίζα είναι το ακριβώς το αντίθετο. Άχαρη, χωρίς τρόπους και πολύ κακομαθημένη. Η οικογένειά της διοικεί ένα μικρό βασίλειο, που ανήκει στη χώρα μας και εκείνη φέρεται, σαν να της ανήκει ο κόσμος ολάκερος. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να συνυπάρξω με μια τέτοια γυναίκα. Σε ένα αντρόγυνο ο άντρας έχει κάθε δικαίωμα να τιμωρήσει τη γυναίκα του με οποιονδήποτε τρόπο, αν εκείνη τον προσβάλλει. Θέλω να αποφύγω να σκοτώσω τη μελλοντική γυναίκα μου στο ξύλο και αν, παντρευτώ κάποια σαν την Λουίζα, που δεν έχει επαφή με τη λέξη «κανόνας», ειλικρινά… θα βγω εκτός εαυτού.

«Όχι. Δεν ενδιαφέρομαι για την δεσποινίδα Μοριάνο. Είναι ένα άλλο κορίτσι, που μου έχει κλέψει την καρδιά» του αποκαλύπτω και ο πατέρας μου στενεύει τα μάτια του καχύποπτος γι’ αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει. Του χαμογελάω καθησυχαστικά. «Δεν είναι κανένα κοινό κορίτσι. Ενδιαφέρομαι για τη Σελέστ Κίλμπορν, την κόρη του Περιφερειάρχη Κάλντερ και της Ράινα Κίλμπορν».

«Δεν είναι πριγκίπισσα. Δεν έχει καν βασίλειο». Αντιδράει ο πατέρας μου αρνητικά.

«Έχει κάτι περισσότερο. Την Κρήνη του Σύμπαντος. Η δεσποινίς Κίλμπορν είναι από τους εκλεκτούς, και αν την παντρευτώ, τότε αυτό το εργαλείο θα γίνει δικό μας. Επίσης, το νησί της είναι πλούσιο σε υλικά αγαθά. Θα ήταν έξυπνο να το εκμεταλλευόμασταν». Επιμένω με επιχειρήματα. «Θέλω την άδειά σας, για να την φέρω στο Στάρενιθ και, πριν το κάνω, πρέπει να είμαι σίγουρος πως θα την αποδεχτείτε ως γυναίκα μου».

«Μμ… η πριγκίπισσα Λουίζα θα απογοητευτεί, αν μάθει τα σχέδιά σου, γιε μου. Γνωρίζεις καλά, πόση αδυναμία σου έχει» μορφάζει ο βασιλιάς, σαν να το διασκεδάζει. «Σου δίνω την άδειά μου, να την φέρεις στο Στάρενιθ. Όμως το αν θα την παντρευτείς ή όχι, είναι νωρίς, για να σου το απαντήσω. Επίτρεψέ μου, να γνωρίσω πρώτα το εκλεκτό κορίτσι της καρδιάς σου».

Χαμηλώνω το κεφάλι μου σε μια μικρή υπόκλιση και φεύγω ευγνωμονώντας τον. Την άδεια την πήρα. Τώρα, θα κανονίσω για τους σωματοφύλακες.

Φεύγω από το παλάτι βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, και, παίρνοντας το άλογό μου, κατεβαίνω στην πόλη. Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει παγωμένη και αφιλόξενη. Το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης είναι φτιαγμένο από λευκή πέτρα και οι σκεπές από γκρίζα κεραμίδια, ενώ το άλλο, το παλιό και παρακμιακό είναι φτιαγμένο από ξεθωριασμένο, ξασπρισμένο ξύλο. Μοιάζει εντελώς παράταιρο.

Η ταβέρνα, στην οποία συχνάζει ο καλός μου φίλος Φόστερ, είναι ένα από αυτά τα κτίρια. Είναι δύσκολο να δεις μέσα από τα βρώμικα παράθυρα, αλλά τα τραγούδια, τα γέλια και οι φωνές ακούγονται ως έξω προσκαλώντας τους διστακτικούς να ρίξουν μια ματιά στο εσωτερικό της. Όταν μπαίνεις στην ταβέρνα, μέσα από τις βαριές, μεταλλικές πόρτες, καλωσορίζεσαι από το έντονο άρωμα του φαγητού και των καμένων φύλλων. Καπνός ανεβαίνει και φωλιάζει στην οροφή, κάνοντας την ατμόσφαιρα βαριά. Κανένας δεν προσέχει την παρουσία μου και ο άντρας πίσω από το μπαρ, κοιτάζει σαν χαμένος το πουθενά.

Το εσωτερικό της ταβέρνας είναι πολύ πιο αριστοκρατικό από το εξωτερικό της. Μαρμάρινες κολόνες στηρίζουν το δεύτερο πάτωμα και οι σειρές των μικρών, κίτρινων κεριών τη φωτίζουν απ’ άκρη, σ’ άκρη. Οι τοίχοι είναι φορτωμένοι με κάθε λογής αναμνηστικά, πολλά από τα οποία έχουν γίνει δυσδιάκριτα από την σκόνη, τους ιστούς αράχνης και άλλων βρωμιές. Σε κάποιον άγνωστο, η ταβέρνα θα φαινόταν τελείως εγκαταλελειμμένη και οι λιγοστοί θαμώνες της, κάποιοι αργόσχολοι, που δεν έχουν να κάνουν τίποτα στην άτυχη ζωή τους. Αλλά κάποια πράγματα δεν είναι αυτά που φαίνονται.

Στην πραγματικότητα, σε τούτη την ταβέρνα μπορείς να βρεις από δολοφόνους και μισθοφόρους, έως άρχοντες που θέλουν να ανέβουν αμέσως στην ιεραρχία, χρησιμοποιώντας δόλιους τρόπους. Οι αργόσχολοι δεν ανήκουν σε αυτό το μέρος. Η αλήθεια είναι πως δεν έχει το καλύτερο όνομα στην πόλη, όμως, όσοι βρίσκονται εδώ, δεν φαίνεται να νοιάζονται.

Εντοπίζω τον Φόστερ στο βάθος των τραπεζιών. Στα πόδια του κάθεται μια κοπέλα με γυμνό στήθος, φιλώντας τον απροκάλυπτα, ενώ εκείνος χουφτώνει τα μπούτια και τις καμπύλες της. Μορφάζω ειρωνικά. Και να φανταστείς ότι αυτός ο άντρας, κάποτε, ήταν ιππότης. Τον πλησιάζω και μόλις με βλέπει, σηκώνεται έκπληκτος. Η κοπέλα πέφτει από πάνω του, με ένα πονεμένο βογκητό. Μας πετάει μια θυμωμένη βρισιά και εξαφανίζεται, κρύβοντας τα στητά στήθη της.

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ, σε τι οφείλω αυτή την τιμή;» ρωτά νευρικός.

«Θέλω να κάνεις κάτι για μένα» λέω απότομα. «Θα πας στο Κρέομορ και θα βρεις τη Σελέστ Κίλμπορν. Θα την ενημερώσεις πως ενδιαφέρομαι να την παντρευτώ. Δεν θα την αφήσεις να κάνει το παραμικρό και θα την προσέχεις είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα. Μην τολμήσεις να την υποτιμήσεις. Για γυναίκα, είναι πολύ απρόβλεπτη».

«Εεε… σίγουρα». Αποκρίνεται διστακτικά. «Πότε θέλετε να φύγω;»

«Τώρα. Δεν ξέρω πως θα το καταφέρεις, όμως, θέλω, να βρίσκεσαι στο Κρέομορ ως το βράδυ», διατάζω και με αυτά τα λόγια φεύγω. «Εγώ θα έρθω αργότερα».



Ηλιάνα Κλεφτάκη