Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 6)

«Άγγελε!», αναφώνησε η Χλόη και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, με αποτέλεσμα τα βλέμματά τους να διασταυρωθούν.
«Πες το».
«Νομίζω πως αποκρυπτογράφησα τις πρώτες φράσεις και λέξεις».
Ο Άγγελος ύψωσε το ένα του φρύδι ως ένδειξη ενδιαφέροντος και την παρότρυνε να συνεχίσει. «Για λέγε».
«Η πρώτη-πρώτη λέξη είναι η πλάση».
«Ναι, και;»
«Πλάση ήταν το υποκοριστικό που με φώναζε όταν ήταν στις καλές της η Ισμήνη, λόγω του ονόματός μου».
«Άρα, αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε σένα», δήλωσε ο νεαρός με τα καστανά μάτια.
«Η δεύτερη φράση, καλύτερα να πάω να καθαρίσω το δωμάτιο, μιας που περιμένουμε επισκέψεις, είναι άλλη μία μεταφορά».
«Φωτεινός παντογνώστης είσαι», τη διέκοψε.
«Θες να το βουλώσεις για να μάθεις τι βρήκα;» απάντησε ψυχρά κι εκείνος μειδίασε και σήκωσε τα χέρια του ως ένδειξη παραίτησης.
«Εντάξει, σκάω».
«Ωραία. Η Ισμήνη χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη φράση για να δηλώσει αγανάκτηση και να πει έμμεσα πως πρέπει κάτι να κάνει για την όλη κατάσταση, η οποία είχε ξεφύγει. Εν ολίγοις, είναι ένα γράμμα και οι προτάσεις είναι κρυμμένες μέσα στα βιβλία, αλλά μόνο με τις κομμένες σελίδες μπορεί κάποιος να βγάλει νόημα, καθώς εκεί βρίσκεται το ζουμί».
«Να ρωτήσω αν τώρα μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου για να το αποκωδικοποιήσεις;» ρώτησε ο Άγγελος.
«Το έχω ήδη κάνει. Το γράμμα ακόμα δεν έχει αποκωδικοποιηθεί, άρα θα πρέπει να περιμένουμε μερικά λεπτά».
«Είσαι αργή».
Η Χλόη σηκώθηκε απότομα από τη θέση της, με αποτέλεσμα η καρέκλα να πέσει στο πάτωμα και χτύπησε θυμωμένα το τραπέζι με τις παλάμες της. «Αρκετά! Εσείς μου ζητήσατε τη βοήθειά μου! Δεν ξέρω τι δύναμη έχεις, πάντως η δική μου έτσι δουλεύει! Και στην τελική, αν δεν σου αρέσει, να το κάνεις μόνος σου!»
Μάζεψε τα πράγματά της και εξαφανίστηκε από τον χώρο της κουζίνας, αφήνοντας εμβρόντητο τον νεαρό.
Εκείνος έτριψε το
ν σβέρκο του, κατανοώντας την αμηχανία της στιγμής και πως τα είχε κάνει θάλασσα. «Το παράκανα», μουρμούρισε στον εαυτό του και άκουσε μία πόρτα να κλείνει με θόρυβο.
Το μάτι του έπεσε πάνω στο βιβλίο που είχε μπροστά του και στο τετράδιο. Τι είχε πει η Χλόη; Πως οι κομμένες σελίδες ήταν το κλειδί για το νόημα του κειμένου. Επομένως, μέσα σε αυτές τις λέξεις και φράσεις που είχε υπογραμμίσει η Ισμήνη, κάποιες θα ήταν άχρηστες, ουσιαστικά μόνο για να παραπλανήσουν τον αναγνώστη.
Και αν δε
ν γνώριζες τον τρόπο σκέψης της κοπέλας, οι πιθανότητες λάθους άγγιζαν και το εκατό τοις εκατό.
Γι’ αυτό έπρεπε να παραδεχτεί την Χλόη. Είχε το μυαλό και το χρησιμοποιούσε και γνώριζε και τον τρόπο σκέψης της παλιάς της φίλης. Ο ίδιος, για παράδειγμα, δε θα μάντευε ποτέ χωρίς να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του ότι η λέξη πλάση σήμαινε Χλόη.
Ο Άγγελος σηκώθηκε νωχελικά από την καρέκλα του και σήκωσε εκείνη που είχε ρίξει η Χλόη στο πάτωμα. Έπρεπε να της ζητήσει συγγνώμη, αλλά δεν ήξερε αν η νεαρή θα τη δεχόταν. Άξιζε, παρόλα αυτά, να δοκιμάσει την τύχη του κι έτσι κατευθύνθηκε προς τη μοναδική κλειστή πόρτα του σπιτιού. Εκείνη του δωματίου της Χλόης.
Η κοπέλα έφυγε φορτσάτη από την κουζίνα με προορισμό το δωμάτιό της και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Πέταξε το τετράδιο και τα βιβλία πάνω στο γραφείο και στη συνέχεια η ίδια βρέθηκε με έναν πήδο ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, με το πρόσωπό της χωμένο στο μαξιλάρι.
«Τι ηλίθιος!», μουρμούρισε και το κράτημά της έσφιξε γύρω από το μαξιλάρι. Αλήθεια, για ποιον λόγο νοιαζόταν τόσο πολύ για τα λεγόμενα του Άγγελου, ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα τον είχε απλά αγνοήσει;
Δεν ήξερε.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και σηκώθηκε από το κρεβάτι τη στιγμή που ακούστηκε ένα ασθενές κουδούνισμα, σημάδι πως η αποκωδικοποίηση του γράμματος είχε λήξει. Πήρε το τετράδιο με τρεμάμενα χέρια, αλλά δεν πρόλαβε να διαβάσει ούτε την πρώτη λέξη, καθώς κάποιος χτύπησε ελαφρά την ξύλινη πόρτα.
«Χλόη…»
«Δίνε του», απάντησε εκνευρισμένα.
«Χλόη, μπορώ να περάσω;» επέμεινε ο Άγγελος.
«Είπα, φύγε».
«Εντάξει, μπαίνω», είπε και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ο νεαρός αντίκρισε το θυμωμένο της βλέμμα, αλλά δεν πτοήθηκε.
«Δεν θυμάμαι να σου είπα να μπεις! Το αντίθετο, σου είπα να του δίνεις!»
«Θα το κάνω. Αλλά πρώτα θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη που ήμουν τόσο…»
«Μαλάκας;» τον διέκοψε η κοκκινομάλλα, «Κόπανος; Βλάκας;»
«Ναι, όλα αυτά. Παραφέρθηκα και δεν έπρεπε. Ζητήσαμε τη βοήθειά σου, επομένως είμαστε μία ομάδα, τώρα πια. Με συγχωρείς».
Η Χλόη γύρισε το βλέμμα της από την αντίθετη μεριά και ένιωσε το στέρνο της να ανεβοκατεβαίνει πιο γρήγορα από το κανονικό. Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε, αλλά προσπάθησε να μη δώσει σημασία. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μία βαθιά ανάσα. «Το κείμενο είναι έτοιμο».
Εκείνος έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. «Μπορώ να το δω;»
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε και έγνεψε καταφατικά.
«Όχι, καλύτερα να το διαβάσεις εσύ πρώτη, εσύ έκανες όλη τη δουλειά και σε σένα απευθύνεται», είπε και της χαμογέλασε.
«Εντάξει, τότε», απάντησε και κατευθύνθηκε στο σαλόνι όπου και κάθισε σε έναν από τους καναπέδες και ο Άγγελος τη μιμήθηκε.
«Έτοιμη;»
Η Χλόη έγνεψε καταφατικά.
Αλλά δεν πρόλαβε να το διαβάσει, καθώς η εξώπορτα κατέρρευσε, το σαλόνι γέμισε σκόνη και ο Ρίκι μπήκε μέσα. Ήταν κοντά στα δύο μέτρα, φαρδύς σαν ντουλάπα από τις ουσίες, με βλέμμα ενός ψυχοπαθή και ένα διεστραμμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Στο χέρι του κράδαινε ένα μεταλλικό ρόπαλο, κόκκινο από το αίμα, φρέσκο και μη.
«Σε βρήηκα!», είπε τραγουδιστά και οι δύο νέοι πήραν θέση μάχης. Πριν, όμως, κάνουν οτιδήποτε, το Φάντασμα με τα πράσινα μάτια επιτέθηκε στον Ρίκι, ο οποίος απέκρουσε το χτύπημά του και γύρισε ξανά προς το μέρος της Χλόης. «Δεν θα μου ξεφύγεις, μικρό γατάκι!»
«Μικρό γατάκι; Σοβαρά τώρα;» μουρμούρισε ο Άγγελος και εμφάνισε το σπαθί του με σκοπό να επιτεθεί στο ορκ, αλλά η φωνή του Κρίστοφερ τον απέτρεψε.
«Άγγελε, πάρε την κοπέλα και φύγετε! Τον Ρίκι τον κανονίζω εγώ!», φώναξε ανάμεσα στις κλαγγές των όπλων.
«Είσαι σίγουρος;»
«Απόλυτα!»
«Πάτε καλά; Εσείς είστε που πρέπει να φύγετε! Ο Ρίκι είναι δική μου υπόθεση!», διαμαρτυρήθηκε η Χλόη και εμφάνισε ένα σπαθί, αλλά ο νεαρός την έπιασε από τον αγκώνα, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει.
«Δεν έχεις να επιτεθείς σε κανέναν! Φεύγουμε από εδώ!», είπε ο Άγγελος και την σήκωσε στην αγκαλιά του παρά τις διαμαρτυρίες της κοκκινομάλλας. «Κλείσε τα μάτια σου για ένα λεπτό».
Άθελά της υπάκουσε και στη συνέχεια, ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να τη χτυπάει. «Μπορώ να τα ανοίξω τώρα;»
«Ναι».
Άνοιξε τα πράσινα μάτια της και πρόσεξε πως βρισκόταν πάνω σε μία ταράτσα. Ο ήλιος είχε δύσει και η μέρα έδινε σιγά σιγά τη θέση της στη νύχτα, η ώρα του λυκόφωτος, όπως ήταν γνωστή εκείνη η ώρα.
«Εντάξει, άφησέ με κάτω, μπορώ να περπατήσω ξέρεις!»
«Αφού επιμένεις», της απάντησε και την άφησε στο έδαφος.
«Και τώρα, πού πάμε, Άγγελε;»
«Βασικά τώρα απλά με ακολουθείς και γρήγορα».
Κατέβηκαν τρέχοντας τα σκαλιά που τους χώριζαν από τον έκτο όροφο μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας.
«Δεν μου απάντησες, πού θα πάμε τώρα;», ρώτησε ξανά η Χλόη.
«Έκπληξη».
Έστριψαν σε μία διασταύρωση και βγήκαν σε έναν πιο ήρεμο δρόμο από τον προηγούμενο και πιο έρημο.
«Άγγελε, σε παρακαλώ, πες!»
«Μην είσαι ανυπόμονη! Θα μάθεις πού πάμε!», τη μάλωσε και έστριψε ξανά. Και οι δυο προσπαθούσαν να μην τρέχουν, αλλά περπατούσαν με γοργό ρυθμό.
«Όταν φτάσουμε θα μάθω;»
«Ναι».
«Τότε θα είναι αργά», μουρμούρισε φανερά εκνευρισμένη η κοκκινομάλλα κοπέλα.
«Ας είναι», της απάντησε ο Άγγελος και έστριψε για ακόμα μία φορά.
«Θα σου πρότεινα να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου για να πάμε εκεί που θες, αλλά θα μας ανιχνεύσουν».
«Θα το κάνουν», έστριψε ξανά και σταμάτησε, με αποτέλεσμα η Χλόη να πέσει πάνω του. Έκανε ένα βήμα στο πλάι για να δει τι είχε κάνει τον νεαρό να σταματήσει τόσο απότομα. Αυτό που αντίκρισε δεν της έφερε και τις πιο χαρούμενες αναμνήσεις στον νου.
Παραταγμένοι σε μία ευθεία πέντε μέτρα μπροστά από αυτούς ήταν κάποιοι από το Μαύρο Ρόδο, με στολή για μάχη και όπλα.
Η Χλόη δε
ν χρειαζόταν να γυρίσει το κεφάλι για να γνωρίζει πως τους είχαν περικυκλώσει και πως είχαν τοποθετήσει και άτομα σε όποιο ύψωμα ήταν διαθέσιμο. Άνηκε και αυτή κάποτε στην οργάνωση, ήξερε απ’ έξω τις τεχνικές τους.
«Βρε βρε, για δείτε, η Χλόη πήγε με το μέρος των φλώρων της Στρατιωτικής Ακαδημίας!», αναφώνησε ένας νεαρός, «πόσα σου έταξαν για να πας με αυτούς;»
«Δουλειά σου, Άρθουρ!», γρύλισε η κοπέλα.
«Μα, τη δουλειά μου κάνω! Αλήθεια, πώς και έμπλεξες με τον συγκεκριμένο φλώρο;»
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Μέι», απάντησε ο Άγγελος, «αν και με τόσα τραύματα που σου άφησα την προηγούμενη φορά, θα περίμενε κανείς ότι θα βρισκόσουν ακόμη στο κρεβάτι».
Το βλέμμα του Άρθουρ έγινε ακόμα πιο σκληρό, αλλά αγνόησε τα λεγόμενα του νεαρού. «Ξέρεις, Χλόη, ο μικρός Άλεξ έχει γίνει ολόκληρος άντρας πλέον».
Στο άκουσμα του ονόματος του μικρού, η κοπέλα παραλίγο να του χιμήξει.
«Σε ζητάει κάθε μέρα, βλέπεις. Γιατί δεν έρχεσαι να τον δεις;»
«Με ζητάει, ε;»
«Από τότε που τον άφησες».
«Λάθος!», αναφώνησε η Χλόη, «κάνεις λάθος, Άρθουρ! Όταν εγώ πρότεινα στον Άλεξ να με ακολουθήσει, εκείνος αρνήθηκε! Και ξέρεις γιατί; Για να μη σε αφήσει μόνο, εσένα, τη μοναδική του οικογένεια! Τον μονάκριβό του αδερφό!»
Ο νεαρός είχε κοκκινίσει από τον θυμό του, αλλά δεν μίλησε.
«Άρθουρ, ο Άλεξ είναι ο καλύτερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Δεν θέλει να σε αποχωριστεί, γι’ αυτό δεν έφυγε μαζί μου. Επειδή, σύμφωνα με αυτόν, το σπίτι του είναι όπου κι εσύ!»
«Μη λες ψέματα, Χλόη, δεν είναι σωστό», έκανε ο Άρθουρ.
«Πας καλά, άνθρωπέ μου;»
«Εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι εδώ για τον Άλεξ».
«Για το ξίφος είσαι εδώ», υπέθεσε η Χλόη.
«Ναι, πολύ σωστά, πάντα έλεγα πως είσαι ικανή να διαβάζεις πέρα απ’ τις γραμμές. Και επίσης, ήρθα για να σε πάρω πίσω. Σε θέλουν στο Ρόδο, Χλόη, έχεις ταλέντο, το οποίο είναι κρίμα να μείνει ανεκμετάλλευτο».
Η κοπέλα κάγχασε. «Και θυμηθήκατε πως έχω ταλέντο δύο χρόνια αφού έφυγα; Ειλικρινά, περιμένεις να πιστέψω το παραμύθι που μου πουλάς;», τα πράσινα μάτια της πετούσαν φωτιές. Ήταν αρκετά εξοργισμένη και έτοιμη να επιτεθεί.
«Δεν είναι παραμύθι!», διαμαρτυρήθηκε ο Άρθουρ.
«Και τότε τι είναι; Γιατί η πραγματικότητα αποκλείεται! Λέτε εμάς της Ακαδημίας φλώρους, αλλά τουλάχιστον εμείς δεν είμαστε ψεύτες και απατεώνες σαν εσάς!», είπε ο Άγγελος.
«Εσύ μην μπλέκεσαι, μαριονέτα της κυβέρνησης!», του φώναξε κάποιος από πίσω του και ο νεαρός τον αγριοκοίταξε, κάνοντάς τον να μαζευτεί στη θέση του.
«Αν εγώ θεωρούμαι μαριονέτα μία φορά, εσείς είστε δέκα!»
«Μαριονέτες ή μη, τουλάχιστον εμείς…»
«Εμείς τι;», φώναξε ο Άγγελος, «την ίδια δουλειά δεν κάνουμε; Βγάζουμε απ’ τη μέση όσους ενοχλούν τ’ αφεντικά μας!»
Όλοι σώπασαν στο άκουσμα των λόγων του. Είχε δίκιο και το ήξεραν αυτό. Απλά δεν ήθελαν να το παραδεχτούν.
Ο Άρθουρ αναστέναξε, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή.
«Και τώρα περιμένεις έτσι απλά να γίνουμε σύμμαχοι, Άγγελε; Δεν το νομίζω», είπε και μετά γύρισε προς τη Χλόη, «θα έρθεις μαζί μας».
Η κοπέλα εμφάνισε το σπαθί της και ο Άγγελος τη μιμήθηκε. «Να δώσεις τα φιλιά μου στον Άλεξ», απάντησε και είδε τον Άρθουρ να εμφανίζει το μεταλλικό του κοντάρι.
«Ας είναι! Πήρες την απόφασή σου, αλλά έχω να σου κάνω μία τελευταία ερώτηση».
«Καν’ την, να τελειώνουμε», γρύλισε η κοπέλα με τα πράσινα μάτια.
«Πού έχεις κρύψει το Μαύρο Ρόδο;»
«Δεν το έχω εγώ! Λάθος άτομο κυνηγάτε!»
Ο Άρθουρ χτύπησε την άκρη του κονταριού στην άσφαλτο. «Ωραία, λοιπόν, αφού δεν μας λες, θα σε αναγκάσουμε να μας πεις!», δήλωσε και επιτέθηκε στην κοπέλα, η οποία μπλόκαρε το κοντάρι του με το σπαθί της. Με μία απότομη κίνηση τον έδιωξε από πάνω της, αλλά δεν επιχείρησε να επιτεθεί η ίδια.
Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Άγγελο, που και αυτός είχε υιοθετήσει μία αμυντική στάση προς τα μέλη της οργάνωσης. Ήρθε πλάι της και κόλλησε την πλάτη του στη δική της.
«Με εμπιστεύεσαι τόσο ώστε να φυλάω τα νώτα σου;», τον ρώτησε η Χλόη.«Ναι», απάντησε και με μία κίνηση του χεριού του, σταμάτησε στον αέρα τα βέλη και τις σφαίρες που τους σημάδευαν.
«Πρέπει να παραδεχτώ πως είσαι καλός».
«Και πού να δεις και τα υπόλοιπα κόλπα μου», είπε ο Άγγελος και λευκός καπνός τούς χώρισε από τα άτομα της οργάνωσης. Χωρίς να χάσει χρόνο, γύρισε προς τη Χλόη, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και με έναν πήδο βρέθηκε σε ένα κοντινό μπαλκόνι.
«Άφησέ με! Δεν είμαι καμιά αβοήθητη δεσποσύνη για να με σηκώνεις όλη την ώρα, που να σε πάρει!», διαμαρτυρήθηκε και εξαφάνισε το σπαθί που κρατούσε.
Ο νεαρός γέλασε και άρχισε να τρέχει με τη βοήθεια των δυνάμεών του στον αέρα, πάνω από τις πολυκατοικίες και κάτω από τον έναστρο ουρανό.
«Θα σε αφήσω μόλις φτάσουμε στον προορισμό μας. Μέχρι τότε, απλά μπορείς να απολαύσεις τη βόλτα και τη θέα».
«Έτσι τις ρίχνεις όλες;»
«Αυτά τα κρατάω μόνο για σένα», της απάντησε και της έκλεισε το μάτι.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου