Το πανηγύρι στην πλατεία του χωριού είχε απ’ ώρα ανάψει, της Παναγιάς ανήμερα. Ο Βασιλικός ο Γερακάρης, τραγουδιστής γλυκόλαλος και λυράρης απ’ τους λίγους, είχε ξεσηκώσει τους χωριανούς και δεν έλεγε να τους αφήσει να σταθούν ούτε στιγμή.
Τα δάχτυλά του χόρευαν ανάλαφρα στο μπράτσο της λύρας, σαν αράχνη μεθυσμένη από φονικό οίστρο, που ύφαινε μεταξένιο ιστό τη μουσική· το δοξάρι χάιδευε τις χορδές με θριαμβικό πόθο κι απαιτητική λατρεία· τα χείλια του, μισάνοιχτα σαν αγιάτρευτη πληγή, άφηναν νότες και λέξεις να πεταρίζουν ζαλισμένες γύρω απ’ τ’ ολόφωτο μέτωπο· η καρδιά του εκστατική στον ρου της μελωδίας, που ανάβρυζε γάργαρη απ’ το βάραθρο της ψυχής του. Μα είχε στα μάτια του γαλήνη απέραντη, σάμπως η μουσική να ’ρχόταν από αλλού και το κορμί του να μην ήτανε δικό του· ο νους του, ανέμελο αλάνι, σουλατσάριζε τεμπέλικα ανάμεσα στους γλεντοκόπους.
Τότες την είδε. Πρώτο τραπέζι πλάι στην εξέδρα, το οικογενειακό του Λάμπρου του Κορωναίου, προύχοντα και πρωτόγερου του χωριού. Το Δεσποινιώ καθόταν ανάμεσα στον Πετρή, τον μεγάλο της αδερφό, και στη βάγια της, που την είχε αναστήσει από μωρό. Η μάνα της είχε ποθάνει απά στη λεχωσιά[1].
Ο Βασιλικός είχε ακουστά για τη χάρη και την εμορφιά της, μα δεν έτυχε ποτέ να τη συναπαντήσει. Τρανός σκιρτημός αναστάτωσε το μέσα του, τον έκαμε να μπουρδουκλώσει τα λόγια απ’ το τραγούδι. Ο Νικόλας ο Γαρμπής, πρώτο κλαρίνο της ορχήστρας, τον κοίταξε πονηρά κι έπιασε στον αέρα έναν ασίκικο καρσιλαμά, να του δώσει καιρό να συνέρθει. Μ’ έναν τρόπο μαγικό, σύψυχη η κομπανία ακολούθησε σαν τρένο που αλλάζει ράγες. Τότες κείνη σηκώθηκε, πήρε τον Πετρή απ’ το χέρι κι άρχισαν αντάμα το χορό.
Σφηκομεσάτη, λαμπαδοχυτή, ουρανόπλαστη, σαν όραμα από κόσμους ιδεατούς. Απάνω απ’ το κεφάλι της κυμάτιζαν τα χιονόλευκα χέρια της, σα δόξα και σαν ευλογία, τύλιγαν το στερέωμα τριγύρω στο απαλό πρόσωπο· τ’ ανάλαφρα πόδια της, σαν πεταλούδες, μόλις που αγγίζανε τη γης.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια αιώνια στιγμή κι αυτός την έκανε δικιά του με τα μάτια κι αυτή του δόθηκε δίχως δισταγμό, με αδιάντροπη φυσικότητα, σα να ’πινε ένα ποτήρι κοκκινέλι στον Παράδεισο. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι, κάθισε πάλι στο τραπέζι. Κοίταζε την εξέδρα για λίγην ώρα, ώσπου η βάγια την πήρε από το χέρι και φύγαν για το σπίτι. Ο Βασιλικός, φουντωμένος, συνέχισε να παίζει με κέφι, τραγούδια πεταχτά και σπιρτόζικα, μα ο νους του παράδερνε κιόλας στα σοκάκια γύρω απ’ το αρχοντικό του Κορωναίου.
Η σκέψη της του ’γινε τριβέλι, παραδομένος στην τυράγνια της. Ξενυχτούσε απόξω απ’ την αυλή του αρχοντικού, με τη ματιά καρφωμένη στο παραθύρι της, να ρουφάει αχόρταγα κάθε σκιά και κάθε σάλεμα πίσω από την κουρτίνα. Η αγάπη της, στενή σα φυλακή κι απέραντη όπως ο κόσμος, τον γράπωσε σαν πουλί στην ξόβεργα.
Είδε κι απόειδε κι έπιασε τον Μιχελή, γιο της Γαρουφαλιάς, της μαγείρισσας του κορωνέικου, και του ’δωκε λίρα χρυσή, να φέρει γράμμα και γραφή στο Δεσποινιώ. Τον όρκισε και τον φοβέρισε, μην του ξεφύγει λέξη, ψυχή κάτω απ’ τον ουρανό μην το μάθει.
Συναντήθηκαν στο ερημοκλήσι του Αϊ-Βαρνάβα, δίπλα στο ποτάμι. Κείνος ένιωσε τη γλώσσα του παράλυτη και το μόνο που μπόρεσε ήταν ν’ ανοίξει τα χέρια διάπλατα σαν εσταυρωμένος. Κείνη κοίταξε το φαρδύ μέτωπο και τα μεγάλα μαύρα του μάτια, που μέσα τους το πρόσωπό της κολυμπούσε σαν λευκός κύκνος στην Αχερουσία. Έπεσε στην αγκαλιά του με συγκλονιστική αυθορμησιά, θαρρείς σπρωγμένη από κάποια θύελλα. Τα χείλια τους, παρθένα ακόμη από τη μαγαρισιά των λέξεων, μπλέχτηκαν σ’ ένα ματωμένο φιλί. Ποιος έχει ανάγκη από λόγια, όταν οι αγγίζονται οι ψυχές στα Ηλύσια Πεδία.
Καθημερνά, κατά το απόβραδο, το Δεσποινιώ το ’σκαγε απ’ το πορτάκι τής πίσω αυλής και τραβούσε για το ερημοκλήσι, με κάθε προφύλαξη, να βρει τον Βασιλικό. Κι αυτός δεν είχε πια μυαλό για τίποτ’ άλλο.
Νυχτόμερα δούλευε να της γράψει ένα τραγούδι, να εκφράζει τη βαθιά ταραχή και την ουράνια χαρά που του γεννούσε και μόνο η σκέψη της. Το σμίλευε λέξη τη λέξη, κεντούσε τις νότες μία μία με μαστοριά και μεράκι, το βάφτιζε στο καμίνι του έρωτα, σαν τον αθάνατο Αχιλλέα, μα με φροντίδα περισσή, μην του αφήσει τρωτή ούτε ακρούλα.
Στο τέλος η ψυχή του γέννησε ένα Νυφιάτικο Τραγούδι, μια αρμονία απαλή μα βαθιά, απέριττη αλλά πληθωρική, γεμάτη χαρούμενο πόνο και γλυκό βάσανο. Το άλλο σούρουπο, πήρε μαζί του τη λύρα και της το τραγούδησε, εκεί στον όχτο του ποταμιού. Οι κρυστάλλινες νότες έσπερναν καθάριο φως στο σούρουπο, το τραγούδι τρικύμιζε σα φλόγα ιερή και το μούχρωμα του ’κανε σεγόντο με τη λαλιά του αηδονιού.
Το Δεσποινιώ μαγεύτηκε κι έπεσε αναλυτή στην αγκαλιά του. Ο Βασιλικός είπε πως θα το τραγουδήσει στον γάμο τους, μα κείνη κακοφανίστηκε. Ζήλια την άδραξε, του Νάρκισσου το πάθος, και του ’πε πως το ήθελε μονάχα για ελόγου της, να μην τ’ ακούσει άλλος κανείς, να ’ναι καταδικό της. Τον έβαλε και της ορκίστηκε πως δεν θα το έπαιζε παρά μόνο για τ’ αφτιά της και κείνος το ’κανε με χαρά· κι ας ήταν το καλύτερο τραγούδι που ’χε ποτέ του γράψει, που θα τον έκανε πλούσιο και ξακουστό αν το έπαιζε στους γάμους. Της έταξε πως θα γράψει κι άλλα όμορφα τραγούδια, θα οργώσει δύση κι ανατολή, θα μαζέψει μπεζαχτά[2] και θα ’ρθει να τη ζητήσει.
Μα η μοίρα αλλιώς τα θέλησε. Ο Μιχελής, ο γιος της μαγείρισσας, ξιπάστηκε με τη χρυσή λίρα που του ’δωκε ο Βασιλικός· τέτοιο πλούτος δεν είχε ματαϊδεί μήτε στα όνειρά του. Την έβγαζε όλη την ώρα από την τσέπη του και την καμάρωνε, μαγεμένος απ’ τη λάμψη της. Κι ήταν τόση η γητειά, που μια μέρα δεν πρόσεξε πως πίσω απ’ τη ράχη του στεκότανε ο Πετρής, άντρας μπρούτος και αψίκορος. Μόλις είδε τη λίρα, πονηρεύτηκε πως ο μικρός από κάπου την είχε βουτήξει και τον σβέρκωσε μεμιάς.
Τον έδειρε αλύπητα, αλλά κείνος δε μολογούσε πού τη βρήκε. Τον απείλησε με φυλακές και κάτεργα, μα κείνος πάλι δεν έβγαλε μιλιά. Στο τέλος τον φοβέρισε πως θα ’διωχνε απ’ τη δούλεψή του την κυρα-Γαρουφαλιά και θα την κατάτρεχε ώσπου να πατήσει μαύρο χιόνι. Ο Μιχελής τρομοκρατήθηκε ότι η μάνα του θα ’χε κακά υστερνά εξαιτίας του, έβαλε τα κλάματα και τα μαρτύρησε όλα.
Μόλις τα ’μαθε ο Πετρής, παραμόνεψε το Δεσποινιώ το δείλι, να ιδεί με τα μάτια του πού ξεμοναχιάζονταν οι δυο τους και τι κάμνανε. Τους έπιασε στα πράσα, ’κει πέρα στο ξωκλήσι. Όρμηξε κι άρπαξε την αδερφή του απ’ το μαλλί και την τραβολογούσε με αγριάδες και βρισιές. Ο Βασιλικός τού φώναξε πως έχει τίμιο σκοπό και θέλει να την κάμει γυναίκα του, μα κείνος του αποκρίθηκε ότι δεν την έχουνε για τα μούτρα του κι αν αγαπάει τη ζωή του να μην τον ξανάβρει εμπρός του.
Την πήγε κουβαλητή στον κύρη τους και κείνος μάνιασε σαν άκουσε τα μαντάτα. Της άστραψε δυο γερά χαστούκια και την κλείδωσε στην κάμαρή της. Την άλλη μέρα, έπεμψε και του φέρανε γιατρό από την πολιτεία, να εξετάσει μην τυχόν ο κερατάς το ’χε χαλάσει το κορίτσι. Δόξα τω Θεώ, ο γιατρός τον καθησύχασε.
Την παράλλη, μήνυσε του Θόδωρου του Τσιαμαντά, δημογέροντα σ’ ένα κοντοχώρι, που ’χε γιο της παντρειάς και του ’χε κάμει λόγο τις προάλλες, απέξω απέξω, για γάμο. Ήτανε στραβοκάνης και μαυριδερός, μα τουλάχιστον αυτός ήταν αρχοντόπουλο, της σειράς τους. Βιάστηκε να προλάβει τις φαρμακόγλωσσες, μην του γιβεντίσουνε[3] το κορίτσι και του απομείνει στο ράφι. Είχε πατήσει πια τα δεκάξι, δεν είχε πολλά περιθώρια. Ο γάμος κανονίστηκε άρον άρον, δυο Κυριακές κατόπι. Μανταλωμένη την κρατούσε ο γερο-Κορωναίος, μέχρι να φτάσει η μαύρη εκείνη μέρα.
Το γλέντι αρχίνησε το Σαββάτο, παραμονή του γάμου, και θα κρατούσε άλλα δυο μερόνυχτα. Ο Βασιλικός δεν ήταν, φυσικά, καλεσμένος. Μόλις σκόλασε το πρώτο γλέντι, που ήτανε σαν αρραβώνας, και οι χωριανοί έπεσαν πιωμένοι στα κρεβάτια τους, τα σκυλιά αρχίσανε να ουρλιάζουν θρηνητικά, σάμπως να οσμίζονταν τον Χάρο να βαδίζει στα στενορύμια του χωριού.
Ο Βασιλικός καθότανε μονάχος στο μικρό τραπέζι στην κάμαρή του και κοιτούσε το άδειο του ποτήρι λες κι ήταν μέσα σκαλισμένα τα δώδεκα βαγγέλια. Μια παράξενη γαλήνη είχε αρχίσει ν’ απλώνεται μέσα του. Η μοίρα τον ευλόγησε για λίγο με μια ευτυχία υπερβολική και το ’ξερε πως αυτή πάντα κρύβει μια μαχαιριά και μια πληγή, το λαγαρό αγάλλιασμα των αλαφρόμυαλων. Μες στο βάθος της καρδιάς του, γνώριζε απ’ την πρώτη στιγμή που την κράτησε στην αγκαλιά του πως τούτο ήταν το πιότερο που μπορούσε να προσδοκά. Αταίριαστη ένωση, ανέλπιδη.
Και ποιος θαρρούσε πως ήτανε, για να σηκώσει τα μάτια στην αρχοντοπούλα. Ένας ζωντάρφανος[4], που ο πατέρας του τον είχε απαρατήσει. Ήτανε ναυτικός, ερχότανε για λίγο κι έφευγε για πολύ. Ο Βασιλικός με το ζόρι τον θυμόταν. Κάποια μέρα έγραψε στην κυρα-Φρόσω, τη μάνα του, πως παντρεύτηκε στην Αρτζεντίνα και θα ’μενε για πάντα εκεί. Της ευχήθηκε καλή τύχη κι αυτό ήταν όλο. Μεγάλωσε ξυπόλυτος, με τις μπουκιές μετρημένες.
Κι αν δεν ήτανε ο θειος του, ο Θανάσης ο Μπούκουρας, ξάδερφος της μάνας και πλανόδιος μουζικάντης, να τον πάρει κοντά του για να του μάθει την τέχνη, μέχρι και σήμερα βρακί δε θα ’χε να φορέσει. Άνθρωπος του δρόμου, πανηγυρτζής, σε όλα παρακατιανός.
Όχι, καλύτερα που ’γιν’ έτσι. Το Δεσποινιώ είχε αγνή ψυχή, μα ήταν άβγαλτη στον κόσμο. Σαν την πλάκωναν η φτώχεια κι η καταφρόνεση, θα πικραινότανε και μια ζωή θα το μετάνιωνε. Ο γιος του Τσιαμαντά μπορεί να ήταν ασκημόθωρος, μα ήτανε καλό και τίμιο παλικάρι, θα της χάριζε μια ζωή ευτυχισμένη. Θα του έκαμνε παιδιά, θ’ αφοσιωνότανε στη φροντίδα τους, θα κύλαγαν νερό τα χρόνια· με τον καιρό θα λησμονούσε.
Όσο για κείνον, θα φχαριστούσε για πάντα τον Θεό, που τον αξίωσε για τέτοια αγάπη, και θα ’ταν ευτυχισμένος να βλέπει το Δεσποινιώ στη θέση που της αξίζει. Κάποια μέρα θα ’βρισκε μια καλή κοπέλα της σειράς του, να φτιάσει οικογένεια. Δε χρειαζόταν να ονειρεύεται περσότερα. Τα όνειρα να τα φοβάσαι, είν’ εχτροί μας ορκισμένοι.
Κι έτσι όπως ο λογισμός στάλαζε τ’ αφιόνι του στο νου και στην καρδιά του, τον έπιασε πεθυμιά. Ένα πράμα είχε μονάχα να χαρίσει στην καλή του, ένα Νυφιάτικο Τραγούδι. Κι αφού δεν ήτανε καλοδεχούμενος στον γάμο της, είπε να το παίξει τώρα δα, μονάχος του, έτσι για το καλό.
Πήρε τη λύρα, τη χόρδισε, έβαλε απάνω το δοξάρι κι άρχισε να γρατζουνίζει, μέχρι που το τραγούδι πήρε τα πάνω του κι άρχισε να κυλάει λεύτερο. Κι ο μαγευτικός σκοπός τον κύκλωνε και φαντασιοκοπούσε μαυλισμένος, πως ήτανε, λέει, σιμά του το Δεσποινιώ, τον άκουγε και του χαμογελούσε, του χάιδευε το μάγουλο και τον παρηγορούσε· έτσι απόλαψε δυο τρεις στιγμές κλεμμένης, μα γι’ αυτόν τόσο ανυπόφερτα γλυκιάς, ευτυχίας.
Ούτε που του πέρασε απ’ το νου πως το Νυφιάτικο Τραγούδι είχε ψυχή, ήτανε ζωντανό, με βούληση δικιά του. Ανυψώθηκε στους αιθέρες, κλωθογύρισε παιχνιδιάρικα, έπιασε φιλίες με το νυχτερινό αγέρι και κείνο το πήρε στη ράχη του, και το ταξίδεψε μέχρι το αρχοντικό των Κορωναίων, και τρύπωσε απ’ το μισάνοιχτο παραθύρι, και τύλιξε το Δεσποινιώ σαν ολομέταξη εσάρπα, κι ήρθε γοργή και καυτή η μελωδία, και ζεμάτισε τ’ αφτί και την καρδιά της.
Κείνη, που τόσες μέρες καταριότανε τη μαύρη της τη μοίρα κι απόψε πια δεν είχε απαντοχή, με το που τ’ άκουσε της κόπηκε η ανάσα. Όσο εύκολα συνθηκολόγησε ο Βασιλικός, άλλο τόσο αυτή δεν το μπορούσε και δεν το έστεργε. Είχε άλλα όνειρα, όχι να γίνει η πραμάτεια σ’ ένα αρχοντικό αλισβερίσι, σε μια ραφινάτη ζωοπανήγυρη.
Ίσως φταίγανε τα γράμματα. Βλέπεις, η βάγια ήτανε δασκάλα στο Κουσάντασι, πριν απ’ την Καταστροφή, και της έμαθε γραφή κι ανάγνωση. Αντί για εργόχειρο, όπως όλα τα κορίτσια με καλή ανατροφή, το Δεσποινιώ περνούσε την ώρα της μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Κι όποιος ερχόταν επίσκεψη, αλλοίμονό του αν δεν της έφερνε κάποιο.
Ο Πετρής απ’ την αρχή έβλεπε με μισό μάτι αυτούς τους νεωτερισμούς που της φουσκώνανε τα μυαλά κι έψελνε του πατέρα τους πως το Γκάζι και η Τρούμπα ήτανε γιομάτα με κορίτσια που μάθανε πιο πολλά απ’ όσα έπρεπε. Αλλά ο γερο-Λάμπρος είχε αδυναμία στη μικρή –οι φήμες οργίαζαν ότι πιο μεγάλη ακόμα είχε στη Σμυρνιά– και φάνηκε πολύ μπόσικος σε τούτη την περίπτωση.
Η καρδιά της Δεσποινιώς ήταν ανυπόταχτη και λαχταρούσε ελευτερία, σα να ’χε μες στα στήθια της φωλιάσει ο σταυραετός της κλεφτουριάς. Και δεν έτρεμε τα όνειρα. Μια τέτοια καρδιά, σαν διαλέξει πού ’ναι η θέση της, καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να την κουνήσει. Λες και τη λόγχισαν τα κέρατα του Εξαποδώ, πήρε φόρα, έτρεξε στο παραθύρι και σάλταρε στο κενό. Ένα λυπητερό μισοφαγωμένο φεγγάρι, γαντζωμένο στη φούστα της νύχτας, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας του θανατικού…
Οι χωριανοί, που ’χανε ’τοιμαστεί για ψίκι[5], πόμπεψαν το παράλλο πρωί στο ξόδι[6], μαγκωμένοι και μουγγοί, κι οι μαυρομαντιλούσες σκοτεινό πηχτό ποτάμι. Στα ουράνια οι αγγέλοι σπάραξαν σαν είδανε τη νύφη στο κιβούρι στολισμένη· θυμώσαν του Θεού, που στάλα σπλάχνος δεν είχε στην καρδιά Του, κι αρνιόνταν να κατέβουν να την πάρουν.
Ο γερο-Κορωναίος προχωρούσε στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής, μ’ ένα χαμόγελο χαμένο, κοιτούσε τρόγυρα σα να μην ήξερε πού βρισκόταν και ποιοι ήταν όλοι αυτοί που τον είχαν πάρει στο κατόπι. Είπαν πως ο καλός Θεός τον ελέησε και φύλαξε το νου του από τη φρίκη που έπεσε σαν κοράκι στο σπιτικό του. Η βάγια δεν αξιώθηκε τη Θεία Χάρη. Στηθοδερνόταν, και ούρλιαζε, και μαδιότανε, και αναθεμάτιζε τον γάμο τον κακορίζικο.
Ο Βασιλικός δεν πήγε στην κηδεία. Δεν το βαστούσε η καρδιά του, δεν το χωρούσε ο νους του, νιο κορίτσι να παντρεύεται τον Χάρο. Κι από τη μέρα κείνη, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, παρά μόνο για να πάει στις ελιές και στο αμπέλι, δυο πήχες γη που ’χε αφήσει πίσω ο γέρος του. Η ερημιά του άρχιζε μες στη στενή του κάμαρα, μα δεν τέλειωνε πια πουθενά. Ολάκερη η ψυχή του ένας κόμπος από πετρωμένα δάκρυα.
Έπιανε τη λύρα κι έκαμνε τα πάθια του τραγούδια, μα ήταν τόσο θλιβερά, που κανείς δε θα ’θελε να τ’ ακούσει. Σαν τα τραγούδαγε δυο τρεις φορές μονάχος, τα ’βρισκε αφτέρουγα κι ανάξια μπρος στην αίγλη και στο θάμπος που σκόρπιζε στο νου του το Νυφιάτικο Τραγούδι. Ήτανε θαρρείς κι οι ήχοι μεταγγίζονταν από σκιές που πάλευαν ακανόνιστες, δίχως μορφή. Κάποια μέρα κρέμασε τη λύρα από ’να καρφί στον τοίχο και δεν την ξανάπιασε άλλο πια. Τον σκέπασε η μεγάλη σιωπή.
Η έρμη η κυρα-Φρόσω είχε βαρύ καημό, που ’βλεπε το παιδί της να μαραίνεται. Γονατιστή, ολονυχτίς, ικέτευε την Παναγιά –μανούλα είν’ κι αυτή– να στείλει στον γιο της δυο στάλες παρηγόρια· θα ’δινε μ’ ευχαρίστηση τη ζωή της για να ξαναδεί ένα χαμόγελο να μπουμπουκιάζει στα πικρά του χείλια.
Τρία χρόνια αργότερα, σαν ήρθε πάλι Δεκαπενταύγουστος, ο Βασιλικός δεν άντεξε πια. Κάποια δύναμη μέσα του, θαρρείς ξένη, τον βούρλιζε και τον αναστάτωνε, τον πρόσταζε να βγει από το σπίτι. Ξάφνου ένιωσε τα ντουβάρια να τον πλακώνουν. Ξουρίστηκε, φόρεσε τα καλά του, άνοιξε την πόρτα και κίνησε, με βήμα ανόρεχτο μα σταθερό, να πάει στην πλατεία στο πανηγύρι. Η κυρα-Φρόσω δάκρυσε απ’ την απρόσμενη χαρά· σταυροκοπήθηκε μπρος στο εικόνισμα κι ευχαρίστησε τη Μεγαλόχαρη για το θάμα, ανήμερα της γιορτής Της. Έριξε κάτι απάνω της κι έτρεξε κι αυτή ξοπίσω.
Μια στιγμή προτού διαβεί την αυλόπορτα, κοντοστάθηκε. Γύρισε σπίτι, ξεκρέμασε τη σκονισμένη λύρα και βγήκε πάλι. Το νου της φλόγισε η ελπίδα, μήπως ο Βασιλικός μερακλωθεί, απά στην παραζάλη του γλεντιού, και πεθυμήσει να ξαναπαίξει. Στο δρόμο τη σκούπιζε με το μανίκι και της έλεγε γλυκόλογα, σαν παραλοϊσμένη.
Τον βρήκε στην πλατεία, να κάθεται παράμερα σ’ ένα μοναχικό τραπέζι. Άφησε διακριτικά τη λύρα στη διπλανή καρέκλα και πήγε να καθίσει με την αδερφή της, μην τον ενοχλήσει και τον κάμει να φύγει. Το πανηγύρι είχε κιόλας ανάψει. Οι χωριανοί τον είδαν αγουρογερασμένο, ξέμακρο, και δεν κοτούσε κανείς να τον ζυγώσει, ούτε καν ο Πετρής, που μουρμούραε απειλές κάτω από τα μουστάκια του.
Όσο έπαιζε η ορχήστρα κι ο κόσμος χόρευε σε κύκλο, κείνος έπινε το κρασί του, σκοταδιασμένος, τρομερός, αμίλητος σαν τον Θεό. Όταν οι μουζικάντηδες σταματήσανε να πάρουν μι’ ανάσα, ο Βασιλικός άπλωσε το χέρι αφηρημένος και πήρε τη λύρα από την καρέκλα. Μόλις ξανάπιασε την πιστή του βλάμισσα, η πάχνη που ’χε σκεπάσει την καρδιά του άρχισε να λιώνει. Μια ντροπαλή θέρμη αγκάλιασε τα σωθικά του και ξεκίνησαν τα δάχτυλα να παίζουν κάποια μελωδία. Δεν κράτησε λογαριασμό της σκέψης του και κείνη πέταξε μακριά κι ύστερα γύρισε ξανά και κουβάλαε στα φτερά της το Νυφιάτικο Τραγούδι. Κι ο λυράρης ήτανε σκλάβος, όχι αφέντης του.
Δίχως να τ’ αντιληφθεί, άρχισε να τραγουδά με τέτοιο πάθος, τόσο πόνο, που πάψαν οι φωνές κι έμειναν όλοι απολιθωμένοι με τα στόματα ανοιχτά. Ο Νικόλας ο Γαρμπής, έπιασε το κλαρίνο, έγνεψε στην υπόλοιπη κομπανία κι άρχισαν να συνοδεύουν τον Βασιλικό, μέχρι που η τρισεύγενη αρμονία κατέβασε τ’ αστέρια στη γης.
Μόλις ήρθε πάλι το μυαλό στη θέση του κι ένιωσε τι ’χε κάμει, ότι έσπασε τον όρκο του κι έπαιξε το Νυφιάτικο Τραγούδι μπροστά σε κόσμο, ο Βασιλικός τρεμοκοκάλισε από ταραχή. Σηκώθηκε όπως όπως κι έφυγε τρεχάτος για το σπίτι. Η μάνα του έμεινε σύξυλη, να κοιτάει ολάκερο το χωριό να τον σχολιάζει με τσουχτερά γελάκια.
Κι όλοι συζητούσαν το πανώριο τραγούδι για μέρες πολλές, μα όσο κι αν πασκίζανε, ούτ’ ένας μπορούσε ν’ αναθυμηθεί το σκοπό, μήτε μια λέξη απ’ τα λόγια, ακόμα κι οι μουζικάντηδες που το ’χανε συνοδέψει. Θαρρείς κι αρνιότανε με πείσμα να σταθεί στο νου κείνων που δεν τ’ άξιζαν και που δεν τους ανήκε.
Κείνη τη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το τρίξιμο της πόρτας κι ο απαλός ήχος βημάτων στα γέρικα σανίδια έβγαλαν απότομα τον Βασιλικό από το τρεμάμενο σκοτάδι του ύπνου. Φώναξε τη μάνα του, τι ’θελε τέτοιαν ώρα, μα δεν πήρε απόκριση καμιά. Άναψε ένα σπίρτο κι άπλωσε να πιάσει το καντηλέρι απ’ το κομοδίνο, όμως μια απαλή παγερή πνοή έσβησε την ταπεινή φλόγα. Μες στη σύντομη αναλαμπή, του έκαψε τα μάτια η μαρμαρένια ασπράδα του σάβανου και των γυμνών κόκαλων. Ύστερα το σκοτάδι χύθηκε στην κάμαρη σαν λάδι πηχτό κι άκουσε μια φωνή αγαπημένη να του λέει με παράπονο: «Ήταν δικό μου το τραγούδι, δικό μου μονάχα...»
Το άλλο πρωί, η κυρα-Φρόσω μπήκε στο δωμάτιο του Βασιλικού, να του φέρει το πρωινό του, μα δεν τον βρήκε ’κει. Τα στρωσίδια ήταν ανάκατα κι όλα του τα υπάρχοντα στη θέση τους, εκτός από τη λύρα. Στα σανίδια πρόσεξε μικρές σκονισμένες πατημασιές από σκελετωμένα πόδια, που μπαίνανε και βγαίναν απ’ την πόρτα. Αμέσως πήγε ο νους της στο κακό κι έτρεξε στον αστυνόμο του χωριού. Μα κείνος δεν την πίστεψε, ούτε και κανένας άλλος.
Ο Βασιλικός δεν ξαναφάνηκε ποτέ και την κυρα-Φρόσω την έφαγε τούτο το σαράκι. Όλοι είπαν πως δεν άντεξε την ενοχή και το έσκασε σαν κλέφτης. Κάποιοι επιμέναν πως τον είδανε να τραγουδά σε μακρινά πανηγύρια. Όλοι τον κατηγόρησαν πως πήρε και τη μάνα του, χώρια το Δεσποινιώ, στον άδικο λαιμό του. Οι πιο αλαφροΐσκιωτοι του χωριού ορκίζονταν πως άκουγαν παίξιμο λύρας κι ένα αχνό αξεστόμιστο τραγούδι, μεσάνυχτα, κατά τη μεριά του νεκροταφείου, μα κανείς δεν τους έδωκε σημασία.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Θεός κάλεσε επιτέλους κοντά του τον γερο-Λάμπρο –όποιον σαλεύει ο νους του, ο Χάρος τον ξεχνά–, ανοίξανε και μπήκανε ξανά στον οικογενειακό τάφο των Κορωναίων και τότες αντίκρυσαν κάτι που συντάραξε και τους πιο σκληρόκαρδους. Το φέρετρο της Δεσποινιώς ήταν ορθάνοιχτο, το καπάκι πεταμένο στο πέτρινο πάτωμα και μέσα δυο σκελετοί, ένας γυναικείος κι ένας αντρικός, σφιχταγκαλιασμένοι στην αιωνιότητα, σε μια ευτυχία παγερή κι ακατάδεκτη. Δίπλα τους στριμωχνότανε μια σαπισμένη λύρα. Η αιωνιότητα, σα μάνα κλώσα, τους είχε σκεπάσει σπλαχνικά με το μαύρο της φτερό.
Ο παπάς έκαμε τρισάγιο κι είπε του Πετρή να κάψουνε τα ξορκισμένα λείψανα και να σκορπίσουνε τη στάχτη στο ποτάμι. Έτσι κι έγινε. Μα το νερό διάλυσε τη στάχτη και πότισε τις καλαμιές στους όχθους κι άρχισαν κείνες να ψιθυρίζουν μουλωχτά, η μια στην άλλη, για δυο άμοιρους εραστές, που τους χώρισε ο θάνατος μα τους ένωσε ένα αδάμαστο τραγούδι.
Από τότες, κάθε χρόνο παραμονή Δεκαπενταύγουστου, φυσάει ένα παράξενο αγέρι μέσα απ’ τις καλαμιές κι αυτές αναβοούν το Νυφιάτικο Τραγούδι. Οι χωριανοί αμπαρώνουν πόρτες και παραθυρόφυλλα, πολλοί βουλώνουνε τ’ αφτιά τους με μπαμπάκι. Γιατί όποιος τύχει κι ακούσει την απόκοσμη μελωδία, λιώνει για πάντα απ’ το μαράζι, που η ψυχή του λαχταρά να τηνε τραγουδήσει, μα η γλώσσα δεν καταφέρνει να θυμηθεί ούτε ένα φθόγγο…
[1] Λεχωσιά: Γέννα.
[2] Μπεζαχτάς: Χρήμα, κομπόδεμα.
[3] Γιβεντίζω: Εξευτελίζω, διαπομπεύω.
[4] Ζωντάρφανος: Αυτός που έχουν χωρίσει οι γονείς του.
[5] Ψίκι: Γαμήλια πομπή.
[6] Ξόδι: Νεκρώσιμη ακολουθία, κηδεία.
Κωστής Ανετάκης
Τα δάχτυλά του χόρευαν ανάλαφρα στο μπράτσο της λύρας, σαν αράχνη μεθυσμένη από φονικό οίστρο, που ύφαινε μεταξένιο ιστό τη μουσική· το δοξάρι χάιδευε τις χορδές με θριαμβικό πόθο κι απαιτητική λατρεία· τα χείλια του, μισάνοιχτα σαν αγιάτρευτη πληγή, άφηναν νότες και λέξεις να πεταρίζουν ζαλισμένες γύρω απ’ τ’ ολόφωτο μέτωπο· η καρδιά του εκστατική στον ρου της μελωδίας, που ανάβρυζε γάργαρη απ’ το βάραθρο της ψυχής του. Μα είχε στα μάτια του γαλήνη απέραντη, σάμπως η μουσική να ’ρχόταν από αλλού και το κορμί του να μην ήτανε δικό του· ο νους του, ανέμελο αλάνι, σουλατσάριζε τεμπέλικα ανάμεσα στους γλεντοκόπους.
Τότες την είδε. Πρώτο τραπέζι πλάι στην εξέδρα, το οικογενειακό του Λάμπρου του Κορωναίου, προύχοντα και πρωτόγερου του χωριού. Το Δεσποινιώ καθόταν ανάμεσα στον Πετρή, τον μεγάλο της αδερφό, και στη βάγια της, που την είχε αναστήσει από μωρό. Η μάνα της είχε ποθάνει απά στη λεχωσιά[1].
Ο Βασιλικός είχε ακουστά για τη χάρη και την εμορφιά της, μα δεν έτυχε ποτέ να τη συναπαντήσει. Τρανός σκιρτημός αναστάτωσε το μέσα του, τον έκαμε να μπουρδουκλώσει τα λόγια απ’ το τραγούδι. Ο Νικόλας ο Γαρμπής, πρώτο κλαρίνο της ορχήστρας, τον κοίταξε πονηρά κι έπιασε στον αέρα έναν ασίκικο καρσιλαμά, να του δώσει καιρό να συνέρθει. Μ’ έναν τρόπο μαγικό, σύψυχη η κομπανία ακολούθησε σαν τρένο που αλλάζει ράγες. Τότες κείνη σηκώθηκε, πήρε τον Πετρή απ’ το χέρι κι άρχισαν αντάμα το χορό.
Σφηκομεσάτη, λαμπαδοχυτή, ουρανόπλαστη, σαν όραμα από κόσμους ιδεατούς. Απάνω απ’ το κεφάλι της κυμάτιζαν τα χιονόλευκα χέρια της, σα δόξα και σαν ευλογία, τύλιγαν το στερέωμα τριγύρω στο απαλό πρόσωπο· τ’ ανάλαφρα πόδια της, σαν πεταλούδες, μόλις που αγγίζανε τη γης.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια αιώνια στιγμή κι αυτός την έκανε δικιά του με τα μάτια κι αυτή του δόθηκε δίχως δισταγμό, με αδιάντροπη φυσικότητα, σα να ’πινε ένα ποτήρι κοκκινέλι στον Παράδεισο. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι, κάθισε πάλι στο τραπέζι. Κοίταζε την εξέδρα για λίγην ώρα, ώσπου η βάγια την πήρε από το χέρι και φύγαν για το σπίτι. Ο Βασιλικός, φουντωμένος, συνέχισε να παίζει με κέφι, τραγούδια πεταχτά και σπιρτόζικα, μα ο νους του παράδερνε κιόλας στα σοκάκια γύρω απ’ το αρχοντικό του Κορωναίου.
Η σκέψη της του ’γινε τριβέλι, παραδομένος στην τυράγνια της. Ξενυχτούσε απόξω απ’ την αυλή του αρχοντικού, με τη ματιά καρφωμένη στο παραθύρι της, να ρουφάει αχόρταγα κάθε σκιά και κάθε σάλεμα πίσω από την κουρτίνα. Η αγάπη της, στενή σα φυλακή κι απέραντη όπως ο κόσμος, τον γράπωσε σαν πουλί στην ξόβεργα.
Είδε κι απόειδε κι έπιασε τον Μιχελή, γιο της Γαρουφαλιάς, της μαγείρισσας του κορωνέικου, και του ’δωκε λίρα χρυσή, να φέρει γράμμα και γραφή στο Δεσποινιώ. Τον όρκισε και τον φοβέρισε, μην του ξεφύγει λέξη, ψυχή κάτω απ’ τον ουρανό μην το μάθει.
Συναντήθηκαν στο ερημοκλήσι του Αϊ-Βαρνάβα, δίπλα στο ποτάμι. Κείνος ένιωσε τη γλώσσα του παράλυτη και το μόνο που μπόρεσε ήταν ν’ ανοίξει τα χέρια διάπλατα σαν εσταυρωμένος. Κείνη κοίταξε το φαρδύ μέτωπο και τα μεγάλα μαύρα του μάτια, που μέσα τους το πρόσωπό της κολυμπούσε σαν λευκός κύκνος στην Αχερουσία. Έπεσε στην αγκαλιά του με συγκλονιστική αυθορμησιά, θαρρείς σπρωγμένη από κάποια θύελλα. Τα χείλια τους, παρθένα ακόμη από τη μαγαρισιά των λέξεων, μπλέχτηκαν σ’ ένα ματωμένο φιλί. Ποιος έχει ανάγκη από λόγια, όταν οι αγγίζονται οι ψυχές στα Ηλύσια Πεδία.
Καθημερνά, κατά το απόβραδο, το Δεσποινιώ το ’σκαγε απ’ το πορτάκι τής πίσω αυλής και τραβούσε για το ερημοκλήσι, με κάθε προφύλαξη, να βρει τον Βασιλικό. Κι αυτός δεν είχε πια μυαλό για τίποτ’ άλλο.
Νυχτόμερα δούλευε να της γράψει ένα τραγούδι, να εκφράζει τη βαθιά ταραχή και την ουράνια χαρά που του γεννούσε και μόνο η σκέψη της. Το σμίλευε λέξη τη λέξη, κεντούσε τις νότες μία μία με μαστοριά και μεράκι, το βάφτιζε στο καμίνι του έρωτα, σαν τον αθάνατο Αχιλλέα, μα με φροντίδα περισσή, μην του αφήσει τρωτή ούτε ακρούλα.
Στο τέλος η ψυχή του γέννησε ένα Νυφιάτικο Τραγούδι, μια αρμονία απαλή μα βαθιά, απέριττη αλλά πληθωρική, γεμάτη χαρούμενο πόνο και γλυκό βάσανο. Το άλλο σούρουπο, πήρε μαζί του τη λύρα και της το τραγούδησε, εκεί στον όχτο του ποταμιού. Οι κρυστάλλινες νότες έσπερναν καθάριο φως στο σούρουπο, το τραγούδι τρικύμιζε σα φλόγα ιερή και το μούχρωμα του ’κανε σεγόντο με τη λαλιά του αηδονιού.
Το Δεσποινιώ μαγεύτηκε κι έπεσε αναλυτή στην αγκαλιά του. Ο Βασιλικός είπε πως θα το τραγουδήσει στον γάμο τους, μα κείνη κακοφανίστηκε. Ζήλια την άδραξε, του Νάρκισσου το πάθος, και του ’πε πως το ήθελε μονάχα για ελόγου της, να μην τ’ ακούσει άλλος κανείς, να ’ναι καταδικό της. Τον έβαλε και της ορκίστηκε πως δεν θα το έπαιζε παρά μόνο για τ’ αφτιά της και κείνος το ’κανε με χαρά· κι ας ήταν το καλύτερο τραγούδι που ’χε ποτέ του γράψει, που θα τον έκανε πλούσιο και ξακουστό αν το έπαιζε στους γάμους. Της έταξε πως θα γράψει κι άλλα όμορφα τραγούδια, θα οργώσει δύση κι ανατολή, θα μαζέψει μπεζαχτά[2] και θα ’ρθει να τη ζητήσει.
Μα η μοίρα αλλιώς τα θέλησε. Ο Μιχελής, ο γιος της μαγείρισσας, ξιπάστηκε με τη χρυσή λίρα που του ’δωκε ο Βασιλικός· τέτοιο πλούτος δεν είχε ματαϊδεί μήτε στα όνειρά του. Την έβγαζε όλη την ώρα από την τσέπη του και την καμάρωνε, μαγεμένος απ’ τη λάμψη της. Κι ήταν τόση η γητειά, που μια μέρα δεν πρόσεξε πως πίσω απ’ τη ράχη του στεκότανε ο Πετρής, άντρας μπρούτος και αψίκορος. Μόλις είδε τη λίρα, πονηρεύτηκε πως ο μικρός από κάπου την είχε βουτήξει και τον σβέρκωσε μεμιάς.
Τον έδειρε αλύπητα, αλλά κείνος δε μολογούσε πού τη βρήκε. Τον απείλησε με φυλακές και κάτεργα, μα κείνος πάλι δεν έβγαλε μιλιά. Στο τέλος τον φοβέρισε πως θα ’διωχνε απ’ τη δούλεψή του την κυρα-Γαρουφαλιά και θα την κατάτρεχε ώσπου να πατήσει μαύρο χιόνι. Ο Μιχελής τρομοκρατήθηκε ότι η μάνα του θα ’χε κακά υστερνά εξαιτίας του, έβαλε τα κλάματα και τα μαρτύρησε όλα.
Μόλις τα ’μαθε ο Πετρής, παραμόνεψε το Δεσποινιώ το δείλι, να ιδεί με τα μάτια του πού ξεμοναχιάζονταν οι δυο τους και τι κάμνανε. Τους έπιασε στα πράσα, ’κει πέρα στο ξωκλήσι. Όρμηξε κι άρπαξε την αδερφή του απ’ το μαλλί και την τραβολογούσε με αγριάδες και βρισιές. Ο Βασιλικός τού φώναξε πως έχει τίμιο σκοπό και θέλει να την κάμει γυναίκα του, μα κείνος του αποκρίθηκε ότι δεν την έχουνε για τα μούτρα του κι αν αγαπάει τη ζωή του να μην τον ξανάβρει εμπρός του.
Την πήγε κουβαλητή στον κύρη τους και κείνος μάνιασε σαν άκουσε τα μαντάτα. Της άστραψε δυο γερά χαστούκια και την κλείδωσε στην κάμαρή της. Την άλλη μέρα, έπεμψε και του φέρανε γιατρό από την πολιτεία, να εξετάσει μην τυχόν ο κερατάς το ’χε χαλάσει το κορίτσι. Δόξα τω Θεώ, ο γιατρός τον καθησύχασε.
Την παράλλη, μήνυσε του Θόδωρου του Τσιαμαντά, δημογέροντα σ’ ένα κοντοχώρι, που ’χε γιο της παντρειάς και του ’χε κάμει λόγο τις προάλλες, απέξω απέξω, για γάμο. Ήτανε στραβοκάνης και μαυριδερός, μα τουλάχιστον αυτός ήταν αρχοντόπουλο, της σειράς τους. Βιάστηκε να προλάβει τις φαρμακόγλωσσες, μην του γιβεντίσουνε[3] το κορίτσι και του απομείνει στο ράφι. Είχε πατήσει πια τα δεκάξι, δεν είχε πολλά περιθώρια. Ο γάμος κανονίστηκε άρον άρον, δυο Κυριακές κατόπι. Μανταλωμένη την κρατούσε ο γερο-Κορωναίος, μέχρι να φτάσει η μαύρη εκείνη μέρα.
Το γλέντι αρχίνησε το Σαββάτο, παραμονή του γάμου, και θα κρατούσε άλλα δυο μερόνυχτα. Ο Βασιλικός δεν ήταν, φυσικά, καλεσμένος. Μόλις σκόλασε το πρώτο γλέντι, που ήτανε σαν αρραβώνας, και οι χωριανοί έπεσαν πιωμένοι στα κρεβάτια τους, τα σκυλιά αρχίσανε να ουρλιάζουν θρηνητικά, σάμπως να οσμίζονταν τον Χάρο να βαδίζει στα στενορύμια του χωριού.
Ο Βασιλικός καθότανε μονάχος στο μικρό τραπέζι στην κάμαρή του και κοιτούσε το άδειο του ποτήρι λες κι ήταν μέσα σκαλισμένα τα δώδεκα βαγγέλια. Μια παράξενη γαλήνη είχε αρχίσει ν’ απλώνεται μέσα του. Η μοίρα τον ευλόγησε για λίγο με μια ευτυχία υπερβολική και το ’ξερε πως αυτή πάντα κρύβει μια μαχαιριά και μια πληγή, το λαγαρό αγάλλιασμα των αλαφρόμυαλων. Μες στο βάθος της καρδιάς του, γνώριζε απ’ την πρώτη στιγμή που την κράτησε στην αγκαλιά του πως τούτο ήταν το πιότερο που μπορούσε να προσδοκά. Αταίριαστη ένωση, ανέλπιδη.
Και ποιος θαρρούσε πως ήτανε, για να σηκώσει τα μάτια στην αρχοντοπούλα. Ένας ζωντάρφανος[4], που ο πατέρας του τον είχε απαρατήσει. Ήτανε ναυτικός, ερχότανε για λίγο κι έφευγε για πολύ. Ο Βασιλικός με το ζόρι τον θυμόταν. Κάποια μέρα έγραψε στην κυρα-Φρόσω, τη μάνα του, πως παντρεύτηκε στην Αρτζεντίνα και θα ’μενε για πάντα εκεί. Της ευχήθηκε καλή τύχη κι αυτό ήταν όλο. Μεγάλωσε ξυπόλυτος, με τις μπουκιές μετρημένες.
Κι αν δεν ήτανε ο θειος του, ο Θανάσης ο Μπούκουρας, ξάδερφος της μάνας και πλανόδιος μουζικάντης, να τον πάρει κοντά του για να του μάθει την τέχνη, μέχρι και σήμερα βρακί δε θα ’χε να φορέσει. Άνθρωπος του δρόμου, πανηγυρτζής, σε όλα παρακατιανός.
Όχι, καλύτερα που ’γιν’ έτσι. Το Δεσποινιώ είχε αγνή ψυχή, μα ήταν άβγαλτη στον κόσμο. Σαν την πλάκωναν η φτώχεια κι η καταφρόνεση, θα πικραινότανε και μια ζωή θα το μετάνιωνε. Ο γιος του Τσιαμαντά μπορεί να ήταν ασκημόθωρος, μα ήτανε καλό και τίμιο παλικάρι, θα της χάριζε μια ζωή ευτυχισμένη. Θα του έκαμνε παιδιά, θ’ αφοσιωνότανε στη φροντίδα τους, θα κύλαγαν νερό τα χρόνια· με τον καιρό θα λησμονούσε.
Όσο για κείνον, θα φχαριστούσε για πάντα τον Θεό, που τον αξίωσε για τέτοια αγάπη, και θα ’ταν ευτυχισμένος να βλέπει το Δεσποινιώ στη θέση που της αξίζει. Κάποια μέρα θα ’βρισκε μια καλή κοπέλα της σειράς του, να φτιάσει οικογένεια. Δε χρειαζόταν να ονειρεύεται περσότερα. Τα όνειρα να τα φοβάσαι, είν’ εχτροί μας ορκισμένοι.
Κι έτσι όπως ο λογισμός στάλαζε τ’ αφιόνι του στο νου και στην καρδιά του, τον έπιασε πεθυμιά. Ένα πράμα είχε μονάχα να χαρίσει στην καλή του, ένα Νυφιάτικο Τραγούδι. Κι αφού δεν ήτανε καλοδεχούμενος στον γάμο της, είπε να το παίξει τώρα δα, μονάχος του, έτσι για το καλό.
Πήρε τη λύρα, τη χόρδισε, έβαλε απάνω το δοξάρι κι άρχισε να γρατζουνίζει, μέχρι που το τραγούδι πήρε τα πάνω του κι άρχισε να κυλάει λεύτερο. Κι ο μαγευτικός σκοπός τον κύκλωνε και φαντασιοκοπούσε μαυλισμένος, πως ήτανε, λέει, σιμά του το Δεσποινιώ, τον άκουγε και του χαμογελούσε, του χάιδευε το μάγουλο και τον παρηγορούσε· έτσι απόλαψε δυο τρεις στιγμές κλεμμένης, μα γι’ αυτόν τόσο ανυπόφερτα γλυκιάς, ευτυχίας.
Ούτε που του πέρασε απ’ το νου πως το Νυφιάτικο Τραγούδι είχε ψυχή, ήτανε ζωντανό, με βούληση δικιά του. Ανυψώθηκε στους αιθέρες, κλωθογύρισε παιχνιδιάρικα, έπιασε φιλίες με το νυχτερινό αγέρι και κείνο το πήρε στη ράχη του, και το ταξίδεψε μέχρι το αρχοντικό των Κορωναίων, και τρύπωσε απ’ το μισάνοιχτο παραθύρι, και τύλιξε το Δεσποινιώ σαν ολομέταξη εσάρπα, κι ήρθε γοργή και καυτή η μελωδία, και ζεμάτισε τ’ αφτί και την καρδιά της.
Κείνη, που τόσες μέρες καταριότανε τη μαύρη της τη μοίρα κι απόψε πια δεν είχε απαντοχή, με το που τ’ άκουσε της κόπηκε η ανάσα. Όσο εύκολα συνθηκολόγησε ο Βασιλικός, άλλο τόσο αυτή δεν το μπορούσε και δεν το έστεργε. Είχε άλλα όνειρα, όχι να γίνει η πραμάτεια σ’ ένα αρχοντικό αλισβερίσι, σε μια ραφινάτη ζωοπανήγυρη.
Ίσως φταίγανε τα γράμματα. Βλέπεις, η βάγια ήτανε δασκάλα στο Κουσάντασι, πριν απ’ την Καταστροφή, και της έμαθε γραφή κι ανάγνωση. Αντί για εργόχειρο, όπως όλα τα κορίτσια με καλή ανατροφή, το Δεσποινιώ περνούσε την ώρα της μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Κι όποιος ερχόταν επίσκεψη, αλλοίμονό του αν δεν της έφερνε κάποιο.
Ο Πετρής απ’ την αρχή έβλεπε με μισό μάτι αυτούς τους νεωτερισμούς που της φουσκώνανε τα μυαλά κι έψελνε του πατέρα τους πως το Γκάζι και η Τρούμπα ήτανε γιομάτα με κορίτσια που μάθανε πιο πολλά απ’ όσα έπρεπε. Αλλά ο γερο-Λάμπρος είχε αδυναμία στη μικρή –οι φήμες οργίαζαν ότι πιο μεγάλη ακόμα είχε στη Σμυρνιά– και φάνηκε πολύ μπόσικος σε τούτη την περίπτωση.
Η καρδιά της Δεσποινιώς ήταν ανυπόταχτη και λαχταρούσε ελευτερία, σα να ’χε μες στα στήθια της φωλιάσει ο σταυραετός της κλεφτουριάς. Και δεν έτρεμε τα όνειρα. Μια τέτοια καρδιά, σαν διαλέξει πού ’ναι η θέση της, καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να την κουνήσει. Λες και τη λόγχισαν τα κέρατα του Εξαποδώ, πήρε φόρα, έτρεξε στο παραθύρι και σάλταρε στο κενό. Ένα λυπητερό μισοφαγωμένο φεγγάρι, γαντζωμένο στη φούστα της νύχτας, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας του θανατικού…
Οι χωριανοί, που ’χανε ’τοιμαστεί για ψίκι[5], πόμπεψαν το παράλλο πρωί στο ξόδι[6], μαγκωμένοι και μουγγοί, κι οι μαυρομαντιλούσες σκοτεινό πηχτό ποτάμι. Στα ουράνια οι αγγέλοι σπάραξαν σαν είδανε τη νύφη στο κιβούρι στολισμένη· θυμώσαν του Θεού, που στάλα σπλάχνος δεν είχε στην καρδιά Του, κι αρνιόνταν να κατέβουν να την πάρουν.
Ο γερο-Κορωναίος προχωρούσε στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής, μ’ ένα χαμόγελο χαμένο, κοιτούσε τρόγυρα σα να μην ήξερε πού βρισκόταν και ποιοι ήταν όλοι αυτοί που τον είχαν πάρει στο κατόπι. Είπαν πως ο καλός Θεός τον ελέησε και φύλαξε το νου του από τη φρίκη που έπεσε σαν κοράκι στο σπιτικό του. Η βάγια δεν αξιώθηκε τη Θεία Χάρη. Στηθοδερνόταν, και ούρλιαζε, και μαδιότανε, και αναθεμάτιζε τον γάμο τον κακορίζικο.
Ο Βασιλικός δεν πήγε στην κηδεία. Δεν το βαστούσε η καρδιά του, δεν το χωρούσε ο νους του, νιο κορίτσι να παντρεύεται τον Χάρο. Κι από τη μέρα κείνη, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, παρά μόνο για να πάει στις ελιές και στο αμπέλι, δυο πήχες γη που ’χε αφήσει πίσω ο γέρος του. Η ερημιά του άρχιζε μες στη στενή του κάμαρα, μα δεν τέλειωνε πια πουθενά. Ολάκερη η ψυχή του ένας κόμπος από πετρωμένα δάκρυα.
Έπιανε τη λύρα κι έκαμνε τα πάθια του τραγούδια, μα ήταν τόσο θλιβερά, που κανείς δε θα ’θελε να τ’ ακούσει. Σαν τα τραγούδαγε δυο τρεις φορές μονάχος, τα ’βρισκε αφτέρουγα κι ανάξια μπρος στην αίγλη και στο θάμπος που σκόρπιζε στο νου του το Νυφιάτικο Τραγούδι. Ήτανε θαρρείς κι οι ήχοι μεταγγίζονταν από σκιές που πάλευαν ακανόνιστες, δίχως μορφή. Κάποια μέρα κρέμασε τη λύρα από ’να καρφί στον τοίχο και δεν την ξανάπιασε άλλο πια. Τον σκέπασε η μεγάλη σιωπή.
Η έρμη η κυρα-Φρόσω είχε βαρύ καημό, που ’βλεπε το παιδί της να μαραίνεται. Γονατιστή, ολονυχτίς, ικέτευε την Παναγιά –μανούλα είν’ κι αυτή– να στείλει στον γιο της δυο στάλες παρηγόρια· θα ’δινε μ’ ευχαρίστηση τη ζωή της για να ξαναδεί ένα χαμόγελο να μπουμπουκιάζει στα πικρά του χείλια.
Τρία χρόνια αργότερα, σαν ήρθε πάλι Δεκαπενταύγουστος, ο Βασιλικός δεν άντεξε πια. Κάποια δύναμη μέσα του, θαρρείς ξένη, τον βούρλιζε και τον αναστάτωνε, τον πρόσταζε να βγει από το σπίτι. Ξάφνου ένιωσε τα ντουβάρια να τον πλακώνουν. Ξουρίστηκε, φόρεσε τα καλά του, άνοιξε την πόρτα και κίνησε, με βήμα ανόρεχτο μα σταθερό, να πάει στην πλατεία στο πανηγύρι. Η κυρα-Φρόσω δάκρυσε απ’ την απρόσμενη χαρά· σταυροκοπήθηκε μπρος στο εικόνισμα κι ευχαρίστησε τη Μεγαλόχαρη για το θάμα, ανήμερα της γιορτής Της. Έριξε κάτι απάνω της κι έτρεξε κι αυτή ξοπίσω.
Μια στιγμή προτού διαβεί την αυλόπορτα, κοντοστάθηκε. Γύρισε σπίτι, ξεκρέμασε τη σκονισμένη λύρα και βγήκε πάλι. Το νου της φλόγισε η ελπίδα, μήπως ο Βασιλικός μερακλωθεί, απά στην παραζάλη του γλεντιού, και πεθυμήσει να ξαναπαίξει. Στο δρόμο τη σκούπιζε με το μανίκι και της έλεγε γλυκόλογα, σαν παραλοϊσμένη.
Τον βρήκε στην πλατεία, να κάθεται παράμερα σ’ ένα μοναχικό τραπέζι. Άφησε διακριτικά τη λύρα στη διπλανή καρέκλα και πήγε να καθίσει με την αδερφή της, μην τον ενοχλήσει και τον κάμει να φύγει. Το πανηγύρι είχε κιόλας ανάψει. Οι χωριανοί τον είδαν αγουρογερασμένο, ξέμακρο, και δεν κοτούσε κανείς να τον ζυγώσει, ούτε καν ο Πετρής, που μουρμούραε απειλές κάτω από τα μουστάκια του.
Όσο έπαιζε η ορχήστρα κι ο κόσμος χόρευε σε κύκλο, κείνος έπινε το κρασί του, σκοταδιασμένος, τρομερός, αμίλητος σαν τον Θεό. Όταν οι μουζικάντηδες σταματήσανε να πάρουν μι’ ανάσα, ο Βασιλικός άπλωσε το χέρι αφηρημένος και πήρε τη λύρα από την καρέκλα. Μόλις ξανάπιασε την πιστή του βλάμισσα, η πάχνη που ’χε σκεπάσει την καρδιά του άρχισε να λιώνει. Μια ντροπαλή θέρμη αγκάλιασε τα σωθικά του και ξεκίνησαν τα δάχτυλα να παίζουν κάποια μελωδία. Δεν κράτησε λογαριασμό της σκέψης του και κείνη πέταξε μακριά κι ύστερα γύρισε ξανά και κουβάλαε στα φτερά της το Νυφιάτικο Τραγούδι. Κι ο λυράρης ήτανε σκλάβος, όχι αφέντης του.
Δίχως να τ’ αντιληφθεί, άρχισε να τραγουδά με τέτοιο πάθος, τόσο πόνο, που πάψαν οι φωνές κι έμειναν όλοι απολιθωμένοι με τα στόματα ανοιχτά. Ο Νικόλας ο Γαρμπής, έπιασε το κλαρίνο, έγνεψε στην υπόλοιπη κομπανία κι άρχισαν να συνοδεύουν τον Βασιλικό, μέχρι που η τρισεύγενη αρμονία κατέβασε τ’ αστέρια στη γης.
Μόλις ήρθε πάλι το μυαλό στη θέση του κι ένιωσε τι ’χε κάμει, ότι έσπασε τον όρκο του κι έπαιξε το Νυφιάτικο Τραγούδι μπροστά σε κόσμο, ο Βασιλικός τρεμοκοκάλισε από ταραχή. Σηκώθηκε όπως όπως κι έφυγε τρεχάτος για το σπίτι. Η μάνα του έμεινε σύξυλη, να κοιτάει ολάκερο το χωριό να τον σχολιάζει με τσουχτερά γελάκια.
Κι όλοι συζητούσαν το πανώριο τραγούδι για μέρες πολλές, μα όσο κι αν πασκίζανε, ούτ’ ένας μπορούσε ν’ αναθυμηθεί το σκοπό, μήτε μια λέξη απ’ τα λόγια, ακόμα κι οι μουζικάντηδες που το ’χανε συνοδέψει. Θαρρείς κι αρνιότανε με πείσμα να σταθεί στο νου κείνων που δεν τ’ άξιζαν και που δεν τους ανήκε.
Κείνη τη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το τρίξιμο της πόρτας κι ο απαλός ήχος βημάτων στα γέρικα σανίδια έβγαλαν απότομα τον Βασιλικό από το τρεμάμενο σκοτάδι του ύπνου. Φώναξε τη μάνα του, τι ’θελε τέτοιαν ώρα, μα δεν πήρε απόκριση καμιά. Άναψε ένα σπίρτο κι άπλωσε να πιάσει το καντηλέρι απ’ το κομοδίνο, όμως μια απαλή παγερή πνοή έσβησε την ταπεινή φλόγα. Μες στη σύντομη αναλαμπή, του έκαψε τα μάτια η μαρμαρένια ασπράδα του σάβανου και των γυμνών κόκαλων. Ύστερα το σκοτάδι χύθηκε στην κάμαρη σαν λάδι πηχτό κι άκουσε μια φωνή αγαπημένη να του λέει με παράπονο: «Ήταν δικό μου το τραγούδι, δικό μου μονάχα...»
Το άλλο πρωί, η κυρα-Φρόσω μπήκε στο δωμάτιο του Βασιλικού, να του φέρει το πρωινό του, μα δεν τον βρήκε ’κει. Τα στρωσίδια ήταν ανάκατα κι όλα του τα υπάρχοντα στη θέση τους, εκτός από τη λύρα. Στα σανίδια πρόσεξε μικρές σκονισμένες πατημασιές από σκελετωμένα πόδια, που μπαίνανε και βγαίναν απ’ την πόρτα. Αμέσως πήγε ο νους της στο κακό κι έτρεξε στον αστυνόμο του χωριού. Μα κείνος δεν την πίστεψε, ούτε και κανένας άλλος.
Ο Βασιλικός δεν ξαναφάνηκε ποτέ και την κυρα-Φρόσω την έφαγε τούτο το σαράκι. Όλοι είπαν πως δεν άντεξε την ενοχή και το έσκασε σαν κλέφτης. Κάποιοι επιμέναν πως τον είδανε να τραγουδά σε μακρινά πανηγύρια. Όλοι τον κατηγόρησαν πως πήρε και τη μάνα του, χώρια το Δεσποινιώ, στον άδικο λαιμό του. Οι πιο αλαφροΐσκιωτοι του χωριού ορκίζονταν πως άκουγαν παίξιμο λύρας κι ένα αχνό αξεστόμιστο τραγούδι, μεσάνυχτα, κατά τη μεριά του νεκροταφείου, μα κανείς δεν τους έδωκε σημασία.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Θεός κάλεσε επιτέλους κοντά του τον γερο-Λάμπρο –όποιον σαλεύει ο νους του, ο Χάρος τον ξεχνά–, ανοίξανε και μπήκανε ξανά στον οικογενειακό τάφο των Κορωναίων και τότες αντίκρυσαν κάτι που συντάραξε και τους πιο σκληρόκαρδους. Το φέρετρο της Δεσποινιώς ήταν ορθάνοιχτο, το καπάκι πεταμένο στο πέτρινο πάτωμα και μέσα δυο σκελετοί, ένας γυναικείος κι ένας αντρικός, σφιχταγκαλιασμένοι στην αιωνιότητα, σε μια ευτυχία παγερή κι ακατάδεκτη. Δίπλα τους στριμωχνότανε μια σαπισμένη λύρα. Η αιωνιότητα, σα μάνα κλώσα, τους είχε σκεπάσει σπλαχνικά με το μαύρο της φτερό.
Ο παπάς έκαμε τρισάγιο κι είπε του Πετρή να κάψουνε τα ξορκισμένα λείψανα και να σκορπίσουνε τη στάχτη στο ποτάμι. Έτσι κι έγινε. Μα το νερό διάλυσε τη στάχτη και πότισε τις καλαμιές στους όχθους κι άρχισαν κείνες να ψιθυρίζουν μουλωχτά, η μια στην άλλη, για δυο άμοιρους εραστές, που τους χώρισε ο θάνατος μα τους ένωσε ένα αδάμαστο τραγούδι.
Από τότες, κάθε χρόνο παραμονή Δεκαπενταύγουστου, φυσάει ένα παράξενο αγέρι μέσα απ’ τις καλαμιές κι αυτές αναβοούν το Νυφιάτικο Τραγούδι. Οι χωριανοί αμπαρώνουν πόρτες και παραθυρόφυλλα, πολλοί βουλώνουνε τ’ αφτιά τους με μπαμπάκι. Γιατί όποιος τύχει κι ακούσει την απόκοσμη μελωδία, λιώνει για πάντα απ’ το μαράζι, που η ψυχή του λαχταρά να τηνε τραγουδήσει, μα η γλώσσα δεν καταφέρνει να θυμηθεί ούτε ένα φθόγγο…
[1] Λεχωσιά: Γέννα.
[2] Μπεζαχτάς: Χρήμα, κομπόδεμα.
[3] Γιβεντίζω: Εξευτελίζω, διαπομπεύω.
[4] Ζωντάρφανος: Αυτός που έχουν χωρίσει οι γονείς του.
[5] Ψίκι: Γαμήλια πομπή.
[6] Ξόδι: Νεκρώσιμη ακολουθία, κηδεία.
Κωστής Ανετάκης