Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 10)

Έπιασε αποφασιστικά το πόμολο της εξώπορτας και βγήκε από το διαμέρισμα του Άγγελου. Ωστόσο δίστασε να το αφήσει και να κλείσει τελείως την πόρτα πίσω της. Μπορεί ο νεαρός να της είχε πει να τον πάρει τηλέφωνο για να έρθει να την πάρει, πράγμα περίεργο για το άτομο του Άγγελου, αλλά κάτι μέσα της την έκανε να μην χαλαρώσει το κράτημά της.
«Ελα, Χλόη, σύνελθε, είπε πως θα έρθει να σε πάρει, άσε το πόμολο στην ησυχία του!» μουρμούρισε στον εαυτό της η κοπέλα και με βαριά καρδιά άφησε το πόμολο. Είχε να ασχοληθεί με σοβαρότερα πράγματα.
Βασικά, εδώ που τα λέμε
, την έψαχνε η αστυνομία, ο στρατός και το Μαύρο Ρόδο και αυτή θα πήγαινε μέχρι την κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη σαν να μην έτρεχε τίποτα;
«Είμαι χαζή, αλλά το κάνω για καλό σκοπό», έλεγε και ξανάλεγε όσο κατέβαινε τις σκάλες. Έπρεπε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για το καλό της πόλης. Έπρεπε να ψάξει, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος για να θυμηθεί, να σπάσει το ξόρκι που σφράγιζε τις αναμνήσεις της.
Η αλήθεια ήταν πως η ίδια είχε δοκιμάσει αρκετά πράγματα για να το σπάσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αυτό που έκανε ήταν μία τρύπα στο νερό και γιαυτό προτίμησε να πάει προς τη βιβλιοθήκη. Ίσως αν διάβαζε για το μύθο να τη βοηθούσε κάπως να θυμηθεί.
Ναι, για τον Σμαραγδένιο Δράκο δεν το είχε σκεφτεί καν. Αυτή η δύναμη, σύμφωνα με τη Χλόη, έπρεπε να μείνει μέσα της και να μην ξαναβγεί. Ήταν επικίνδυνη, τόσο για την ίδια, όσο και για τους γύρω της. Ένας λόγος που την κρατούσε κρυφή και δεν την άφηνε να κάνει την εμφάνισή της, ή καλύτερα, ο κύριος λόγος. Διότι, χάρη σε αυτήν ένας άνθρωπος είχε χάσει τη ζωή του, μπορεί να ήταν ο ισχυρότερος μαφιόζος της πόλης, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος, με σάρκα και οστά.
Μπορεί να είχε απειλήσει την αδερφή της, αλλά αυτό δεν ήταν αιτία για φόνο. Μπορεί ο Χατζόπουλος να είχε καταστρέψει δεκάδες ζωές, αλλά η Χλόη δεν ήταν η αρμόδια για να τον κρίνει. Μόνο η αστυνομία και οι δικαστές είχαν αυτό το δικαίωμα.
Και σε μια στιγμή αδυναμίας, τα συναισθήματα την κυρίεψαν, η κρίση της θόλωσε και απελευθέρωσε τον Σμαραγδένιο Δράκο. Τόσο απλά.
Και μετά από δύο ημέρες
, μάζεψε τα υπάρχοντά της και το έσκασε από την οργάνωση. Τόσο απλά.
Κούνησε βίαια το κεφάλι της και εστίασε το βλέμμα της στο φανάρι, το οποίο είχε ανάψει πράσινο για τους πεζούς και πέρασε με γοργά βήματα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ακόμα δεν είχε καλά καλά τελειώσει ο Ιούνιος. Η Χλόη δεν ήθελε να φανταστεί τι θα γινόταν τους υπόλοιπους μήνες του καλοκαιριού. Σίγουρα το θερμόμετρο θα έδειχνε από τριάντα πέντε βαθμούς κελσίου και άνω.
Έστριψε σε μία γωνία και τα πράσινα μάτια της κόλλησαν πάνω στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε να επεξεργάζεται το εσωτερικό του. Ήταν μικρό, αν έκρινε από τη διακόσμησή του, σίγουρα παλιό και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε έκανε τον πελάτη να θέλει να ξανάρθει. Μπορεί τον περισσότερο χώρο να τον καταλάμβαναν στοίβες με καινούρια και παλιά βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, αλλά αυτά αποτελούσαν το βασικό συστατικό που έκανε τον χώρο άνετο, μαγευτικό και βγαλμένο από μία διαφορετική εποχή.
Ξεφύλλισε μερικά βιβλία πριν ρωτήσει τον μεσήλικα υπάλληλο πο
ύ θα μπορούσε να βρει βιβλία σχετικά με τους μύθους και τους θρύλους. Εκείνος ίσιωσε τα γυαλιά του και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο πίσω μέρος του μαγαζιού.
Ο μικροσκοπικός χώρος δεν είχε παράθυρα και μοναδική πηγή φωτός αποτελούσε μία γυμνή λάμπα, η οποία κρεμόταν από την οροφή. Τα ράφια των ξύλινων βιβλιοθηκών, αν και υπερφορτωμένα, ήταν καθαρά και τακτοποιημένα.
«Τα βιβλία για τους μύθους και τους θρύλους της πόλης, μαζί και τις παραδόσεις και τα έθιμά της, βρίσκονται σε αυτά τα ράφια», της είπε και έδειξε με το χέρι του μία ολόκληρη βιβλιοθήκη. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο και ξεκίνησε την αναζήτηση.
Έβγαλε μία από τις πένες της και έγραψε κάτι και στη συνέχεια τρία φωτεινά βελάκια εμφανίστηκαν, δείχνοντας τρία βιβλία.
Πήρε ένα καφέ
, δερματόδετο βιβλίο στα χέρια της και το ξεφύλλισε. Οι σελίδες του δεν ξεπερνούσαν τις διακόσιες, αλλά ήταν πυκνογραμμένο, σχετικά παλιό και με διάφορες εικόνες. Θα το αγόραζε.
Τεντώθηκε με σκοπό να πιάσει ένα άλλο βιβλίο από το τελευταίο ράφι. Εκείνο ήταν πιο χοντρό από το προηγούμενο. Με μία γρήγορη ματιά είδε πως είχε περισσότερες λεπτομέρειες και εκδοχές του μύθου που ήθελε. Θα το αγόραζε κι εκείνο.
Κάθισε στις φτέρνες της και έβγαλε και το τρίτο βιβλίο από το ράφι του. Εκείνο ήταν το πιο παλιό απ
όλα, με τη σκόνη να έχει καθίσει για τα καλά στο σκληρό του εξώφυλλο, του οποίου τα γράμματα είχαν ξεθωριάσει τόσο, που μετά βίας κατάφερε να διαβάσει τον τίτλο. Αναρωτήθηκε πόσο καιρό είχε μείνει ξεχασμένο εκεί και το πήρε στην αγκαλιά της μαζί με τα άλλα δύο βιβλία και κατευθύνθηκε προς το ταμείο.
Τα εναπόθεσε μαλακά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του επίπλου.
«Αυτά θα πάρω», ανακοίνωσε στον υπάλληλο, ο οποίος χτύπησε κάποια νούμερα στην ταμειακή μηχανή.
«Τριάντα κορώνες είναι».
Η Χλόη έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα και το έτεινε προς το μέρος του. Πήρε είκοσι κορώνες ρέστα μαζί με δύο χάρτινες σακούλες με τα βιβλία. Αποχαιρέτησε τον κύριο και βγήκε από το μικρό βιβλιοπωλείο.
Επόμενη στάση: κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη.
Χρειάστηκε να περπατήσει δεκαπέντε λεπτά μέχρι να δει το κτίριο και να διασχίσει το κατώφλι του.
Στο γραφείο της υποδοχής καθόταν μία κοπέλα, η οποία φαινόταν κοντά στα είκοσι, με σκούρα καστανά μαλλιά που τής έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους, γκρι μάτια, γλυκά χαρακτηριστικά. Ήταν αδύνατη και μετρίου αναστήματος, έτσι όπως την έκοψε η Χλόη χωρίς να σηκωθεί.
«Καλημέρα».
Η κοπέλα γύρισε και την κοίταξε και στο πρόσωπό της απλώθηκε ένα φιλικό χαμόγελο. «Καλημέρα, πώς μπορώ να βοηθήσω;»
«Ψάχνω βιβλία σχετικά με τους μύθους και τους θρύλους», απάντησε η Χλόη και διέκρινε την έκπληξη στην έκφραση της κοπέλας και το πώς έσφιξε το κράτημά της στο στυλό που κρατούσε.
Η κοπέλα σηκώθηκε από τη θέση της και άρχισε να περπατάει πιο βαθιά στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης. «Ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο;»
«Ναι, για τον μύθο του Μαύρου Ρόδου», είπε και το μετάνιωσε σχεδόν αμέσως, καθώς την έψαχναν για το ξίφος και σίγουρα η νεαρή βιβλιοθηκάριος θα είχε υποπτευθεί κάτι.
«Άκουσα πως υπάρχει και πως έχει εξαφανιστεί», σχολίασε εκείνη σκεφτική.
«Αλήθεια;»
Η κοπέλα με τα γκρι μάτια έγνεψε καταφατικά και της έδειξε δύο ράφια με το χέρι της. «Λένε πως όποιος το έχει είναι ανίκητος και γιαυτό το ψάχνουν όλοι. Εν πάση περιπτώσει, εδώ θα βρεις ό,τι θέλεις για τον μύθο του Ρόδου. Αν θέλεις να τα διαβάσεις εδώ τα βιβλία, έχει μερικά τραπέζια στον επάνω όροφο, που είναι το αναγνωστήριο, αλλιώς μπορείς να τα δανειστείς», ένωσε τις παλάμες της και έστρεψε το βλέμμα της προς την κοκκινομάλλα, «αυτά από εδώ. Να ξέρεις, αν με χρειαστείς για οτιδήποτε, θα είμαι στο γραφείο στην είσοδο».
«Ωραία, ευχαριστώ πολύ», απάντησε η Χλόη και η νεαρή βιβλιοθηκάριος έκανε να φύγει, αλλά η κοπέλα ρώτησε κάτι κι εκείνη γύρισε. «Μήπως υπάρχει και κανένα βιβλίο για τον Σμαραγδένιο Δράκο;»
«Τον Σμαραγδένιο Δράκο;» επανέλαβε και τοποθέτησε το χέρι της στο πιγούνι για δύο δευτερόλεπτα, πριν αρχίσει να ξεφυλλίζει κάποια από τα βιβλία στα ράφια. «Κανονικά θα έπρεπε να γράφει γιαυτόν στα βιβλία σχετικά με το Μαύρο Ρόδο, γιατί ξέρεις, αυτά τα δύο συνδέονται», εξήγησε χωρίς να σταματήσει το ψάξιμο. «Να πάρει, κάπου είχα βρει ένα βιβλίο για τον Σμαραγδένιο Δράκο και πρόσφατα, μάλιστα! Αχ, πού είναι, δεν θυμάμαι να το δανείστηκε κάποιος!»
Η κοπέλα κινούνταν γρήγορα και θύμιζε στη Χλόη σβούρα για κάποιο παράξενο λόγο. Ναι, ήταν σβέλτη και γεμάτη ενέργεια, από το λίγο που την είχε δει μέσα σε αυτά τα λεπτά.
«Εύρηκα!» αναφώνησε και γύρισε στην κοπέλα με τα πράσινα μάτια. Έτεινε προς το μέρος της ένα βιβλίο με κυπαρισσί εξώφυλλο. «Εδώ έχει πληροφορίες κυρίως για τον Σμαραγδένιο Δράκο».
Η Χλόη πήρε το βιβλίο στα χέρια της, ελαφρώς προβληματισμένη, πράγμα το οποίο δεν έμεινε απαρατήρητο από την άλλη κοπέλα. «Είσαι εντάξει;»
«Ορίστε;»
«Λέω, είσαι εντάξει;»
«Ε, ναι, μια χαρά είμαι, μην ανησυχείς», την καθησύχασε.
«Σίγουρα;»
«Ναι!»
«Παρεμπιπτόντως, με λένε Μυρτώ», είπε η κοπέλα και χαμογέλασε.
«Χάρηκα, είμαι η Χλόη», απάντησε και στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Μέσα στην αναμπουμπούλα των τελευταίων ημερών είχε ξεχάσει ότι η ζωή στην πόλη κυλούσε με φυσιολογικούς ρυθμούς.
Η Μυρτώ πήγε να συνεχίσει τη δουλειά της, αφήνοντας τη Χλόη μόνη της, παρέα με τα βιβλία. Αφού πήρε μερικά στα χέρια της, κατευθύνθηκε προς το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης και βολεύτηκε σε ένα απομονωμένο τραπέζι, στη γωνία της αίθουσας. Άφησε τα βιβλία στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού, μαζί με τα βιβλία που είχε αγοράσει νωρίτερα και έβγαλε από την τσάντα της ένα τετράδιο και ένα στυλό. Η ώρα της μελέτης είχε φτάσει.
Ξεκίνησε με τα βασικά, δηλαδή με το
ν μύθο που περιτριγύριζε το ξίφος με το όνομα "Μαύρο Ρόδο".Γύρω στα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα, λέγεται πως υπήρξε μία πολύ όμορφη κοπέλα, κόρη του αρχηγού φρουράς του βασιλείου. Το δέρμα της, λευκό σαν το χιόνι, τα μαλλιά της μαύρα σαν τη νύχτα, μεταξένια και μακριά, τα χείλη της κόκκινα σαν ώριμο μήλο. Ήταν έξυπνη, μορφωμένη, με γνώσεις πολεμικών τεχνών, ιππασίας, χορού και μουσικής. Η πιο περιζήτητη νύφη σε όλο το βασίλειο, πιο πολύ ακόμα και από την ίδια την πριγκίπισσα με την οποία ήταν φίλες από μικρή ηλικία. Απ’ όπου κι αν περνούσε, μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα, ήταν αγαπητή σε όλους, παρόλο που ήταν ένας κλειστός χαρακτήρας.
Μια μέρα που είχε βγει για κυνήγι, προνόμιο το οποίο απολάμβανε χάρη στον πατέρα της, μπήκε τόσο βαθιά μέσα στο δάσος, που έχασε τον δρόμο της επιστροφής. Κατέληξε να κάνει κύκλους με τη μαύρη της φοράδα, ώσπου να αποφασίσει να σταματήσει για να ξεκουραστεί. Ο ήλιος είχε πέσει εδώ και αρκετή ώρα και η νεαρή είχε κρίνει πως ήταν πιο ασφαλές να μείνει σε εκείνο το σημείο, παρά να κόβει βόλτες μέσα στο σκοτάδι. Άλλωστε το δάσος γινόταν πολύ επικίνδυνο τις βραδινές ώρες και μέχρι το πρώτο φως της αυγής.
Παρόλο που ήταν άνοιξη, η κοπέλα έσφιξε τη χοντρή κάπα γύρω της και προσπάθησε να κοιμηθεί, ξαπλωμένη στις ρίζες ενός μεγάλου δέντρου, αλλά ο ύπνος δεν την έπαιρνε ό,τι κι αν έκανε. Άλλαζε πλευρό ξανά και ξανά, ώσπου αποφάσισε να σηκωθεί και να περπατήσει λίγο. Δεν είχε καμία δάδα στη διάθεσή της, αλλά το φεγγάρι τής ήταν αρκετό για τα τρία μέτρα που επρόκειτο να περπατήσει. Ή έτσι νόμιζε.
Στα αυτιά της έφτασε ο ήχος από τρεχούμενο νερό. Γνώριζε πως το δάσος το χώριζε στη μέση το ποτάμι από το οποίο έπαιρνε νερό η πόλη κι έτσι κατευθύνθηκε προς την πηγή του ήχου. Δε
ν χρειάστηκε να περπατήσει παραπάνω από πενήντα μέτρα, ώσπου να δει το ποτάμι μπροστά της. Χαρούμενη, έκανε να γυρίσει πίσω στο άλογό της, αλλά συνειδητοποίησε πως είχε πάει πιο μακριά απ’ όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να χάσει τον δρόμο της επιστροφής για ακόμη μία φορά. Αναστέναξε ηττημένη και προτίμησε να μείνει κοντά στο ποτάμι, καθώς είχε πιο πολλές πιθανότητες να τη βρούνε, αν την έψαχναν. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε με σκοπό να βρει καταφύγιο κάτω από κανένα μεγάλο δέντρο. Πρόσεξε πως κοντά της υπήρχε μία μεγάλη τριανταφυλλιά, με πολλά άνθη πάνω της, την οποία έλουζε το ασημένιο φως του φεγγαριού. Χωρίς να ξέρει το γιατί, κατευθύνθηκε προς το μέρος της και την επεξεργάστηκε, όσο μπορούσε μέσα στο σκοτάδι. Τα άνθη της, κατέληξε πως ήταν πολύ σκουρόχρωμα για να είναι κόκκινα, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μαύρα. Η λογική τής έλεγε ότι ήταν αδύνατο να υπάρχουν τριαντάφυλλα με τέτοιο χρώμα, όμως βαθιά μέσα της γνώριζε πως αυτά τα άνθη δεν ήταν συνηθισμένα.
Η κοπέλα έκανε να αγγίξει ένα τριαντάφυλλο από περιέργεια, αλλά μία ανδρική φωνή τη σταμάτησε.
«Πρόσεχε τα αγκάθια».
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η νεαρή τον άγνωστο άντρα.
Εκείνος την πλησίασε και στάθηκε απέναντί της, σε απόσταση αναπνοής. «Σεμπάστιαν ονομάζομαι και είμαι αυτός που μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες σου».
«Δεν το νομίζω».
«Το ξέρω πως πάντα ήθελες δύναμη, Κριστίν και γι’ αυτό θα την έχεις», δήλωσε εκείνος, έκοψε ένα μαύρο τριαντάφυλλο και της το έδωσε.
Εκείνη το πήρε διστακτικά από το χέρι του και ένα αγκάθι την τρύπησε.
«Σου είπα να προσέχεις τα αγκάθια, μικρή μου πριγκίπισσα».
Εκνευρισμένη από τα παιχνίδια του άντρα και μπερδεμένη, ταυτόχρονα, τον κάρφωσε με ένα ψυχρό βλέμμα. «Τι θέλεις από μένα;»
«Μόνο να σε βοηθήσω να πετύχεις τους στόχους σου», απάντησε και της χαμογέλασε.
«Και πώς θα το κάνεις αυτό;»
«Πιστεύεις στη μαγεία, Κριστίν;»
Η Κριστίν άρχισε να γελάει. «Φυσικά και όχι! Ποιος λογικός άνθρωπος πιστεύει σε τέτοια πράγματα!»
Ο Σεμπάστιαν χτύπησε ελαφρά τα δάχτυλά του και μεμιάς το τριαντάφυλλο που κρατούσε η κοπέλα μεταμορφώθηκε σε ένα κομψό ξίφος, με σκαλιστή λάμα και μαύρη λαβή. «Αυτό είναι δικό σου από 'δω και μπρος και ονομάζεται Μαύρο Ρόδο».


Ξανθίππη Γιωτοπούλου