Summer Solstice (Κεφάλαιο 8)

ΣΕΛΕΣΤ

«Μαμά!» φωνάζω τρέμοντας και προσπαθώ, να φτάσω κοντά της, αλλά το μπράτσο του Μπράιντεν που έχει τυλιχτεί σαν φίδι γύρω από τη μέση μου, δεν με αφήνει, να το κουνήσω από δίπλα του.

Η μητέρα μου είναι χειρότερα από πριν και η κατάστασή της χειροτερεύει όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνάει. Πως είναι δυνατόν μια απλή γρίπη, να μετατράπηκε σε κάτι τέτοιο; Ξεκίνησε από μια αδυναμία και ακολούθησε ο πυρετός. Τώρα εκτός του ότι καίγεται ολόκληρη, σαν να την έβρασαν σε καζάνι, τρέμει και έχει σπασμούς. Το πρόσωπό της είναι κατάχλομο σαν νεκρό και τα μαλλιά της βρεγμένα από τον ιδρώτα. Σφίγγει τα μάτια της από τον πόνο και βογκάει. Κάθε φορά που βήχει, αίμα γλιστρά από το στόμα της.

«Πάρε τη Σελέστ από εδώ». Διατάζει ο Σιρκάν και με κοιτάζει πονεμένα. «Θα κάνω αυτό, που πρέπει». Προσθέτει σιγανά.

«Όχι μη! Μην της κάνεις κακό». Τον ικετεύω καταλαβαίνοντας το κρυφό μήνυμα των λόγων του. «Σιρκάν…»

Ο Μπράιντεν με σηκώνει στον αέρα και με ρίχνει στον ώμο του παίρνοντάς με μακριά απ’ αυτό το φριχτό θέαμα. Χτυπιέμαι και φωνάζω προσπαθώντας, να απελευθερωθώ από την αρπαγή του. Με βγάζει έξω και περπατάμε για κάμποσο, ώσπου εκείνος να μου επιτρέψει, να ξαναπατήσω στη γη. Η βροχή συνεχίζει, να πέφτει δυνατή μουσκεύοντάς μας αμέσως. Πιάνει τους καρπούς μου και με τραβάει κοντά του, καθώς παλεύω, να του ξεφύγω. Γιατί δε με αφήνει ήσυχη; Γιατί δεν μου επιτρέπει, να πάω κοντά της; Με ποιο δικαίωμα αποφασίζει για μένα;

«Κάνε στην άκρη». Γρυλίζω θυμωμένα. «Ποιος νομίζεις, ότι είσαι και με εμποδίζεις, να πάω στην άρρωστη μητέρα μου;»

«Είμαι κάποιος, που νοιάζεται για σένα. Λυπάμαι, όμως δεν μπορώ, να σε αφήσω, να το δεις αυτό. Ότι και αν γίνει στη σπηλιά, θα είναι κάτι… που θα σε στοιχειώνει για πολύ καιρό». Λέει διστακτικά.

Να με στοιχειώνει ποιο; Ο Σιρκάν στ’ αλήθεια πρόκειται, να σκοτώσει τη μητέρα μου, να την απαλλάξει από τον πόνο της; Τι θα απογίνει ο πατέρας μου, αν εκείνη πεθάνει; Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου θολώνοντας την όρασή μου. Ανακατεύονται με τις σταγόνες της βροχής και ξεπλένονται πέφτοντας στο έδαφος. Αναφιλητά τραντάζουν άγρια το κορμί μου και δεν καταφέρνω, να κρύψω την οδύνη από την ψυχή μου. Ο Μπράιντεν με αγκαλιάζει σφιχτά στο στέρνο του και εγώ κλαίω βουβά στον ώμο του. Η εξάντληση και ο πόνος μαυρίζουν τις αισθήσεις μου.

Αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι από εκείνο το βράδυ στις σπηλιές. Ανοίγω δειλά τα μάτια μου και κοιτάζω ζαλισμένα τις σκιές, που τρεμοπαίζουν στο ταβάνι. Η κούραση έχει φύγει, όμως ο πόνος της απώλειας παραμένει επίμονος και ενοχλητικός στερώντας μου όλες τις δυνάμεις. Έχουν περάσει πέντε μέρες από εκείνο το συμβάν και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάθε μέρα ξυπνάω με την αίσθηση, ότι θα γίνει καλά και χάνω τις αισθήσεις μου από την κούραση. Σήμερα είναι μια νέα μέρα και ελπίζω από τα βάθη της ψυχής μου για ένα θαύμα.

Οι αχτίδες του ήλιου τρυπώνουν από τα κλειστά παντζούρια. Δεν είναι αρκετές, για να φωτίσουν το δωμάτιο, όμως εγώ ξυπνάω έτσι και αλλιώς. Η διακριτική διακόσμηση και τα απλά έπιπλα μου δείχνουν, πως βρίσκομαι στο δωμάτιό μου. Πάντα κοιμάμαι κοντά στο προσκέφαλό της και ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου στο δωμάτιό μου. Νιώθω τόσο απελπισμένη, που… έχω χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, έχω πάψει, να συνειδητοποιώ, τι είναι σωστό και τι όχι.

Τραβάω τα σκεπάσματα από πάνω μου και σηκώνομαι. Παραπατάω για λίγο, σαν να μαθαίνω τώρα τα πρώτα μου βήματα και τρίβω τα νυσταγμένα μου μάτια. Πλησιάζω το παράθυρό μου και το ανοίγω επιτρέποντας στον λαμπερό ήλιο, να εισβάλει στο δωμάτιο. Μια φιγούρα αναδεύεται από την πολυθρόνα κοντά στον τοίχο και δεν μπορώ, να κρύψω ένα χαμόγελο στην αστεία γκριμάτσα, που παραμορφώνει το αγουροξυπνημένο πρόσωπο του Μπράιντεν. Εκεί κοιμήθηκε πάλι; Όταν τα μάτια μας συναντιούνται τινάζεται όρθιος και με τρία βήματα έρχεται κοντά μου.

«Πως νιώθεις;» με ρωτάει ανήσυχος και πιάνει τους ώμους μου.

«Δεν ξέρω». Σαρκάζω. «Άδεια υποθέτω. Την είδες καθόλου;»

«Δεν έχει συνέλθει, όμως είμαι σίγουρος, ότι θα γίνει καλά. Μην ανησυχείς τόσο πολύ γι’ αυτό. Θα ξυπνήσει και θα επιστρέψετε σύντομα στο Κρέομορ…» λέει αλλά δεν με πείθει με τη σιγουριά του.

Γέρνω προς τα πίσω και ακουμπάω νωχελικά πάνω στον τοίχο. Ο Μπράιντεν σκύβει προς το μέρος μου και στηρίζει το χέρι του στον τοίχο ακριβώς δίπλα από το πρόσωπό μου. Το βλέμμα του είναι ανήσυχο γεμάτο έγνοια και τα χείλη του τραβιούνται διστακτικά σε ένα μικρό χαμόγελο. Το άλλο του χέρι χαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπό μου, τα χείλη μου και έπειτα φωλιάζει στον σβέρκο μου. Με τραβάει ελαφρά προς το μέρος του και τα μάτια μας δεν αφήνουν καθόλου το ένα το άλλο. Τα κλείνω πρώτη, όταν νιώθω την ανάσα του ασφυκτικά κοντά μου. Το στόμα του ακουμπάει απαλά πάνω στο δικό μου και η γλώσσα του ανοίγει τα χείλη μου κλέβοντας το πρώτο μου φιλί.

Στρέφω αλλού το πρόσωπό μου, πριν επεκταθεί περισσότερο. Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό και εγώ πρέπει, να συγκεντρωθώ στο παρόν. Απομακρύνομαι από κοντά του και παίρνοντας το πεταμένο σακάκι από το κρεβάτι μου βγαίνω με κατεύθυνση το δωμάτιο της μητέρας μου. Ο Σιρκάν στέκεται έξω από την πόρτα της και το βλέμμα του δε δείχνει, να εστιάζει κάπου. Σηκώνει τα μάτια του πάνω μου και μου χαμογελάει ψυχρά. Τι είναι τώρα αυτό;

«Τι νομίζεις, ότι κάνεις;» με ρωτάει. Σμίγω τα φρύδια μου μπερδεμένη. Τι είναι τώρα αυτό;

«Εεε… τι!» σαστίζω.

«Μιλάω για το φιλί σου με εκείνον τον πειρατή. Το είδα. Είχε χώσει την γλώσσα του μέσα στον λαιμό σου και εσύ τον άφηνες, να σου κάνει…» μορφάζει από αηδία. «Σοβαρά… τι κάνεις;»

«Με συγχωρείς. Δεν σκεφτόμουν. Ούτε που αντιδρούσα». Προσπαθώ, να δικαιολογηθώ. Αλήθεια γιατί άφησα τον Μπράιντεν, να με φιλήσει; Δεν είναι, ότι μου αρέσει ή ότι υπάρχει περίπτωση, να είμαστε μαζί. «Τι συμβαίνει με τη μητέρα μου; Γιατί την άφησες μόνη;»

«Δεν είναι μόνη. Έχει έρθει ο γιατρός πάλι και την εξετάζει. Δεν έχει συνέλθει ακόμα». Με ενημερώνει ανέκφραστος. «Κοίτα Σελέστ… δε θέλω, να πιέσω την κατάσταση, όμως νομίζω, πως πρέπει, να γυρίσουμε στο Κρέομορ. Ο πατέρας σου θα πρέπει, να το μάθει αργά ή γρήγορα».

«Αν το μάθει, θα τον χάσω. Θα επιστρέψουμε στο Κρέομορ και θα βρούμε μια καλή δικαιολογία για τον λόγο, που η μητέρα μου δε με συνόδευσε. Λόγους ξεκούρασης ίσως». Αποκρίνομαι ξεφυσώντας παγιδευμένη. «Υποθέτω, ότι δεν μπορούμε, να κάνουμε τίποτα για εκείνη, όσο παραμένει αναίσθητη. Πρέπει, να φροντίσω και τον πατέρα μου».

Ο γιατρός βγαίνει συνοφρυωμένος και όταν τον πλησιάζουμε για απαντήσεις, το μόνο που κάνει, είναι, να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά. Φαίνεται απογοητευμένος, κάτι που στέλνει κύματα φόβου κατευθείαν στον εγκέφαλό μου. Π… πέθανε;

«Δεσποινίς… η κατάστασή της δεν έχει αλλάξει. Αλλά… δεν είναι άρρωστη. Το πρόβλημα είναι ένα σπάνιο δηλητήριο, που δυστυχώς δεν γνωρίζω. Έχω διαβάσει για τα συμπτώματά του. Ειλικρινά λυπάμαι». Υποκλίνεται λυπημένος και φεύγει.

«Δηλητήριο;» επαναλαμβάνω σοκαρισμένη. «Που πήρε δηλητήριο;»

«Σίγουρα όχι στο Κρέομορ. Θα είχατε επηρεαστεί και εσείς». Ο Σιρκάν με βάζει σε ακόμα βαθύτερες σκέψεις.

«Στην Μπουργκότζια». Αναφωνώ. «Αυτή είναι η μόνη καλή εξήγηση. Υπήρχαν τόσοι ευγενείς και φαντάζομαι άλλοι τόσοι δολοφόνοι. Σκότωσαν τον βασιλιά Ρόλοφ και προσπάθησαν, να βγάλουν από τη μέση και εμένα. Γιατί όχι και τη μητέρα μου;» τον ρωτάω. «Κάποιος προσπαθεί, να ξεκινήσει πόλεμο και βγάζει από τη μέση πρώτα τους πιο ευάλωτους. Εκτός και αν… ο θάνατος του Ρόλοφ ήταν απλά ένα μικρό παιχνίδι, ώστε να μην δώσουν σημασία στον θάνατο των Κίλμπορν. Αν κάποιος ξέρει για την Κρήνη του Σύμπαντος, τότε θα έχει πολύ καλό λόγο, για να θέλει, να μας εξαφανίσει».

«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;»

«Απόλυτα! Σε παρακαλώ, κάνε μου μια χάρη. Μπορείς, να κανονίσεις την επιστροφή μας στο Κρέομορ; Απόψε αν γίνεται». Τον διατάζω έμμεσα και χάνομαι πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου της μητέρας μου.

Είναι σκοτεινά, για να μην την ενοχλεί ο ήλιος. Παντού τριγύρω υπάρχουν λεκάνες με νερό και πανιά. Πλησιάζω κοντά της και κάθομαι στο πλάι του κρεβατιού, που είναι ξαπλωμένη. Κοιμάται ήρεμα και η ανάσα της βγαίνει ρυθμικά προδίδοντας, πως είναι ακόμα ζωντανή. Αχ μαμά! Τι να κάνω, για να ανακουφίσω τον πόνο σου;

«Ο Σιρκάν και εγώ θα επιστρέψουμε στο Κρέομορ για χάρη του μπαμπά, όμως θα ξανάρθω. Το υπόσχομαι». Ψιθυρίζω φιλώντας την στο μέτωπο. «Ο Μπράιντεν θα σε φροντίσει καλά και θα σε προστατέψει, αν χρειαστεί. Κανείς δεν πρόκειται, να σε πειράξει πάλι. Είμαι σίγουρη, ότι θα βρεθεί ο ένοχος, που σε δηλητηρίασε και όταν γίνει, θα τον τιμωρήσω, όπως του αξίζει».

Νιώθω το χέρι της, να σφίγγει το δικό μου στιγμιαία, αλλά όταν κοιτάζω εξεταστικά το πρόσωπό της, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Απογοητεύομαι, που ήταν μόνο η ιδέα μου. Ξαπλώνω δίπλα της και κουλουριάζομαι κοντά στο σώμα της, σαν να θέλω, να νιώσω για μια τελευταία φορά την ζεστασιά του. Απόψε θα γυρίσουμε στο Κρέομορ και ποιος ξέρει, τι με περιμένει εκεί. Αν ο Τζένσεν έχει ξαναζητήσει το χέρι μου ή ο πατέρας μου του έχει δώσει την ευχή του, τότε σύντομα θα πρέπει, να φύγω μαζί του. Το θέμα του γάμου μου είναι σαν αγκάθι στην ψυχή μου τούτη τη στιγμή.

Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμιέμαι και όταν ξυπνάω, νιώθω εντελώς αποπροσανατολισμένη. Ο Σιρκάν με ταρακουνάει απαλά και χαμογελάει καθησυχαστικά, όταν τα βλέμματά μας ανταμώνουν. Το πρόσωπό του είναι σφιγμένο και μου νεύει σιωπηλά. Ήρθε η ώρα λοιπόν. Σηκώνομαι και αναστενάζω λυπημένη, που θα την αφήσω μόνη. Σκύβω προς το μέρος της μητέρας μου και της αφήνω ένα παρατεταμένο, γεμάτο αγάπη φιλί στο μέτωπο. Σ’ αγαπώ πολύ μαμά. Σε παρακαλώ, γίνε σύντομα καλά και γύρνα στο σπίτι μας.

Ο Μπράιντεν προτίθεται, να μας πάει ο ίδιος στο Κρέομορ, όμως ο Σιρκάν είναι τελείως κάθετος με την απόφαση αυτή και εγώ δεν φέρνω καμία αντίρρηση. Εξάλλου ο Μπράιντεν καλό θα είναι, να προσέχει τη μητέρα μου. Όποιος προσπάθησε, να την βγάλει από τη μέση θα το ξανακάνει, ώσπου να τα καταφέρει. Έτσι γυρίζουμε στο Κρέομορ με ένα μικρό ιστιοφόρο. Προφανώς δεν υπήρξε κάποιος άλλος πρόθυμος, να μας μεταφέρει απέναντι. Από τη μία είναι υπέρ μας γιατί ταξιδεύουμε αρκετά γρήγορα και από την άλλη κατά διότι τα κύματα που σκάνε στην πλώρη, το τραντάζουν τόσο έντονα, που πολύ φοβάμαι, ότι θα το αναποδογυρίσουν. Το στομάχι μου έχει σκαρφαλώσει στο στόμα μου.

Στο Κρέομορ φτάνουμε αργά το απόγευμα, όταν ο ουρανός έχει αρχίσει ήδη, να νυχτώνει. Στο λιμάνι και στην πόλη δεν κυκλοφορεί κανείς κάνοντάς τα, να μοιάζουν στοιχειωμένα. Φυσάει έναν παγωμένο τρομακτικό αέρα, ενώ μια πυκνή, απόκοσμη ομίχλη σηκώνεται από το έδαφος. Σαν φαντάσματα που βγαίνουν την βόλτα τους. Σφίγγομαι μέσα στο πανωφόρι μου και ακολουθώ σιωπηλή τον Σιρκάν, καθώς με οδηγεί στο σπίτι του. Αυτό που κάνω… σίγουρα θα με στιγματίσει, αν κάποιος το ανακαλύψει, όμως… δε θέλω, να γυρίσω στο Ρίβερντεϊλ. Δε θέλω, να ανησυχήσω τον πατέρα μου με την τόσο ξαφνική επιστροφή μου. Όσο για την ψυχολογική μου κατάσταση είναι πολύ εύθραυστη. Δεν θα καταφέρω, να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το, να ξεσπάσει, αν ο πατέρας μου με ρωτήσει για την απουσία της μητέρας μου.

Το σπίτι του Σιρκάν βρίσκεται χωμένο σε κάτι στενοσόκακα τρία τετράγωνα μακριά από το λιμάνι και είναι η μοναδική μονοκατοικία τριγύρω. Είναι χτισμένο από απλό, σκούρο, καφέ ξύλο και αποτελείται μόνο από δύο δωμάτια. Την κρεβατοκάμαρα και την κουζίνα. Ο Σιρκάν με οδηγεί αμήχανος μέσα και κλείνει πίσω μας την πόρτα. Αφήνω την τσάντα μου, να γλιστρήσει από τον ώμο μου στο πάτωμα και ψάχνω στα τυφλά, για τα κεριά. Μέσα στο σκοτάδι ο Σιρκάν με πιάνει από τον ώμο και με τραβάει πάνω του αγκαλιάζοντάς με σφιχτά. Ανταποδίδω και κρύβω το κεφάλι μου στο φαρδύ του στέρνο δαγκώνοντας άγρια τα χείλη μου, για να μη ξεσπάσω σε κλάματα.

«Θα είναι εντάξει». Με καθησυχάζει χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. «Πήγαινε, να κοιμηθείς μέσα. Εγώ θα πάρω τον καναπέ».

«Όχι… όχι ακόμα». Τον σταματάω. «Βρίσκομαι σε ένα δίλημμα, να πάω ή να μην πάω στον πατέρα μου. Πεθαίνω, να δω, αν είναι καλά».

«Θα σε ακολουθήσω, για ότι και αν αποφασίσεις. Αλλά… ξέρεις το σοκ, που θα πάρει, όταν σε δει». Λέει προβληματισμένος. «Παρόλα αυτά μπορούμε, να πάμε ως το Ρίβερντεϊλ, να ρίξουμε μια ματιά. Ίσως μέχρι να φτάσουμε, να έχεις αποφασίσει, τι θα κάνεις». Με χτυπάει απαλά στην πλάτη και έπειτα ξαναβγαίνουμε έξω.

Ο δρόμος προς το σπίτι μου είναι έρημος και δεν υπάρχει ψυχή. Δεν είναι περίεργο; Και άλλες φορές έχει χειροτερέψει ο καιρός στο Κρέομορ, όμως κανείς δεν έχει κλειστεί μέσα στο σπίτι του. Μήπως συμβαίνει τίποτα άλλο; Ανοίγω το βήμα μου φοβισμένη. Αν έχει πάθει κάτι ο πατέρας μου… δεν ξέρω και εγώ τι θα κάνω. Δηλητηρίασαν τη μητέρα μου, προσπάθησαν, να πνίξουν εμένα. Ποιος ξέρει, τι σχέδιο έχουν για τον πατέρα μου. Το στήθος μου σφίγγεται από τρόμο και ούτε η παρουσία του Σιρκάν δίπλα μου δε μου παρέχει την ασφάλεια, που θέλω.

Το Ρίβερντειλ είναι το ίδιο ήσυχο. Τα φώτα του είναι σβηστά, σαν να μη βρίσκεται κανείς εκεί. Που να είναι ο πατέρας μου; Είναι νωρίς, για να κοιμήθηκε από τώρα σωστά; Προσπαθώ, να ηρεμήσω τις ανήσυχες σκέψεις, που κάνει το μυαλό μου, αλλά δεν τα καταφέρνω πολύ καλά. Τρέχουν συνέχεια προς το κακό. Ο Σιρκάν με κοιτάζει συνοφρυωμένος και κάτι παρόμοιο πρέπει, να περνάει από το δικό του μυαλό.

«Ας μπούμε από πίσω». Λέει σιγανά και σφίγγει το σπαθί στη ζώνη του. «Στην περίπτωση, που δεν είμαστε μόνοι, ας είσαι τουλάχιστον καλυμμένη».

Προσεγγίζουμε το σπίτι από τον κήπο. Ο Σιρκάν πηδάει χωρίς δισταγμό τον φράχτη και έπειτα βοηθάει και εμένα. Τριγύρω έχουν εξαφανιστεί και οι στρατιώτες. Τώρα έχω αρχίσει πράγματι, να ανησυχώ. Μπουσουλώντας σχεδόν σερνόμαστε μπροστά από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού και κρυφοκοιτάζουμε, όμως είναι πολύ σκοτεινά. Αν και… νομίζω, πως κάτι διακρίνω.

«Άνθρωπος είναι αυτό το κουβάρι κάτω από το πιάνο ή χαλί;» ρωτάω τον Σιρκάν.

«Θα πάω, να ελέγξω. Πήγαινε κρύψου πίσω από τους θάμνους. Ο φράχτης από πίσω θα σου παρέχει ασφάλεια και θα είσαι προστατευμένη».

«Τι!» σαστίζω. Δεν περιμένει, να υπακούσω σωστά; «Μα Σιρκάν».

Φεύγει, πριν μου δώσει την ευκαιρία, να του φέρω αντίρρηση και αναγκαστικά υπακούω. Περίπου δηλαδή. Πλησιάζω τον φράχτη και ακολουθώ την περίμετρό του κατασκοπεύοντας τριγύρω το σπίτι. Κάποια στιγμή σκοντάφτω κάπου και πέφτω πάνω σε κάτι σκληρό. Το κεφάλι μου χτυπάει και ο ήχος που βγαίνει είναι μεταλλικός. Τινάζομαι ξαφνιασμένη και με κόπο πνίγω το ουρλιαχτό, που ξεφεύγει από τα χείλη μου. Υπάρχει ένας άντρας από κάτω μου και φοράει πανοπλία. Ο λαιμός του είναι γυρισμένος σε μια αφύσικη στάση και τα μάτια του ορθάνοιχτα. Είναι στρατιώτης του Ρίβερντεϊλ.

Δαγκώνω τα χείλη μου ξέροντας, πως πρέπει, να πάρω μια δύσκολη απόφαση αργά ή γρήγορα. Σηκώνομαι όρθια και τρέχω προς τη πόρτα του σαλονιού. Την ανοίγω αβίαστα και μπαίνω μέσα. Το χέρι ενός άλλου άντρα εξέχει από το πιάνο και αποστρέφω αλλού το βλέμμα μου από το φριχτό αυτό θέαμα. Μπαμπά. Το φουαγιέ είναι έρημο, έτσι ανεβαίνω ανενόχλητη τη σκάλα. Που να πάω πρώτα; Τα διαμερίσματά του είναι τα πρώτα στον διάδρομο και συγκεκριμένα το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Ορμάω μέσα λαχανιασμένη με την νευρικότητα, να χτυπάει κόκκινο στους κροτάφους μου.

Τον βλέπω. Κάθεται στην πολυθρόνα του μπροστά από το τζάκι ακίνητος και ήρεμος. Τα πόδια του είναι σκεπασμένα με την κουβέρτα, που του έπλεξα στα γενέθλιά του και πάνω τους είναι ακουμπισμένο ένα ανοιχτό βιβλίο. Τα μάτια του είναι κλειστά και μοιάζει, να κοιμάται. Πλησιάζω κοντά του και τον αγγίζω. Η μικρή ταραχή που προκαλώ στο σώμα του, κάνει το κεφάλι του, να γύρει μπροστά αποκαλύπτοντας τον χωμένο χαρτοκόπτη πίσω στον αυχένα του.

«Όχι!» φωνάζω με φωνή σπασμένη από τα αναφιλητά. «Γιατί;»

Ο δυνατός γδούπος που ακούγεται ξαφνικά από πίσω μου, με τινάζει όρθια και γυρνώντας βλέπω έναν άγνωστο άντρα, να στέκεται απέναντί μου έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά από το στήθος του. Τα μάτια του είναι γεμάτα περιέργεια, καθώς με περιεργάζονται από την κορυφή ως τα νύχια και όταν του αρέσει αυτό, που βλέπει, μου χαμογελάει στραβά.

«Να υποθέσω, πως είσαι η κόρη». Λέει με τραχιά, βαριά φωνή. «Που κρυβόσουν;»

«Τι είναι αυτά, που λες; Ποιος είσαι;» ρωτάω θυμωμένη, έξαλλη από τον πόνο της απώλειας. «Γιατί είσαι εδώ;»

«Με πλήρωσαν, για να εξαφανίσω την οικογένειά σου. Ο πατέρας σου είναι νεκρός, εσύ θα τον ακολουθήσεις σύντομα και έπειτα έχει σειρά η μητέρα σου». Με ενημερώνει χαμογελώντας, κάτι που δεν ταιριάζει καθόλου με την παρούσα κατάσταση. «Που είναι η μητέρα σου;»

Ο άντρας έρχεται κοντά μου και με πλησιάζει συνεχώς, ενώ εγώ απομακρύνομαι. Κάνουμε κύκλους ο ένας από τον άλλο. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και ο φόβος με πελαγώνει. Οπισθοχωρώ αβοήθητη και βάζω το βαρύ, σκαλιστό γραφείο ανάμεσά μας. Τι θα κάνω; Πως θα του ξεφύγω;

«Που νομίζεις, ότι πας; Έλα εδώ γυναίκα». Με διατάζει κάνοντας προσποίηση, πως θα με χτυπήσει και ορμάει μπροστά.

Κρύβομαι πίσω από την βαριά καρέκλα του γραφείου την ώρα, που ο πειρατής ορμάει πάνω στο γραφείο, για να με γραπώσει. Τραβιέμαι πίσω τόσο πολύ, που η πλάτη μου ακουμπάει στο παράθυρο. Δεν μπορώ, να ξεφύγω από τα δεξιά ούτε από τ’ αριστερά. Η μόνη μου επιλογή είναι, να πηδήξω από το παράθυρο, αλλά είναι πολύ ψηλά, για να τα καταφέρω και ένας τραυματισμός θα με καθυστερήσει, αν δεν με σκοτώσει. Εν τέλη πείθω τον εαυτό μου, να ηρεμήσει και να σκεφτεί ψύχραιμα και καθαρά τις επιλογές, που έχει.

Η πρώτη μου επιλογή είναι, να βγω από τα δεξιά του γραφείου. Εκείνος θα προσπαθήσει, να με πιάσει, οπότε αναγκαστικά θα γυρίσω πίσω και θα τρέξω στην αντίθετη κατεύθυνση, για να αρπάξω τη μασιά, που κρέμεται δίπλα στο τζάκι και να τον χτυπήσω, με ρίσκο να χάσω το κεφάλι μου από το σπαθί του. Η άλλη μου επιλογή είναι, να αρπάξω το σταχτοδοχείο, που βρίσκεται πάνω στο γραφείο και να του το πετάξω στο κεφάλι. Αν όμως το αποφύγει, τότε… είμαι νεκρή. Δεν θα παίζουμε για πάντα τη γάτα και το ποντίκι.

Το επιθετικό βλέμμα που μου ρίχνει, είναι στιγμιαίο και του χαρίζω ένα χαμόγελο. Προσποιούμαι, πως θα τρέξω από τα δεξιά και εκείνος κάνει το ίδιο. Αμέσως αλλάζω κατεύθυνση προς τ’ αριστερά, για να πιάσω τη μασιά, όμως είναι πιο γρήγορος, απ’ όσο περίμενα και με προλαβαίνει, πριν καταφέρω, να την αρπάξω. Το σπαθί του κατεβαίνει χιαστί από τ’ αριστερά προς το μέρος μου και πηδάω ενστικτωδώς προς τα πίσω. Η άκρη του με βρίσκει χαμηλά στην κοιλιά και σχεδιάζει μια επιφανειακή αμυχή ως κάτω το γόνατό μου. Γυρίζω βογκώντας προς τα πίσω και εκείνος πάλι με μιμείται. Πιάνω το πέτρινο τασάκι από το γραφείο και του το πετάω με όλη μου τη δύναμη, την ώρα που το σπαθί του κατεβαίνει ξανά προς το μέρος μου. Μου σκίζει το αριστερό μπράτσο. Η τσιγαροθήκη είναι βαριά και δεν πηγαίνει τόσο ψηλά, όσο ευελπιστώ, όμως τον πετυχαίνω στον ώμο.

Το υγρό, αηδιαστικό κρακ που ακούγεται, ορθώνει τις τριχούλες στον σβέρκο μου και εκείνος μουγκρίζει από τον πόνο, καθώς ο ώμος του εξαρθρώνεται. Το σπαθί του πέφτει από τα μουδιασμένα του δάχτυλα και αυτός παραπατάει. Στο βλέμμα του γυαλίζει ξεκάθαρα το μίσος και ο θυμός του. Λες και έχει δικαίωμα, να με μισεί για κάτι. Λυσσασμένος πηδάει πάνω στο γραφείο και μετά πάνω μου, όμως ξεγλιστράω ίντσες μακριά του. Φεύγοντας αρπάζω την διακοσμητική πένα του πατέρα μου και σφίγγοντάς την στην γροθιά μου, του επιτίθεμαι. Γρατσουνίζει βαθιά τον λαιμό του πριν σκαλώσει στο δέρμα του και σπάσει. Ο πειρατής πέφτει κάτω.

Ξεφεύγω και βγαίνω τρέχοντας έξω στον διάδρομο. Με τον πανικό να με καταβάλλει πάλι, κατεβαίνω δύο-δύο τα σκαλοπάτια και είμαι σχεδόν στα μισά της σκάλας, όταν κάτι έρχεται σφυρίζοντας προς το μέρος μου. Ένα σχοινί τυλίγεται γύρω από τα πόδια μου και τα βαρίδια στις άκρες του χτυπούν επώδυνα τα γόνατά μου. Παραπατάω και πέφτω, κουτρουβαλιάζομαι στις σκάλες και σωριάζομαι ζαλισμένη στο πάτωμα. Το κεφάλι μου γυρίζει και η όρασή μου αρχίζει, να θολώνει. Ο πειρατής πληγωμένος και καταματωμένος πλησιάζει ήρεμα προς το μέρος μου, χωρίς να βιάζεται και με κλοτσάει στα πλευρά. Μουγκρίζω από τον πόνο και γυρίζω στο πλάι φτύνοντας σάλιο ανακατεμένο με αίμα.

Φυλακίζοντας το σώμα μου ανάμεσα στα πόδια του σκύβει από πάνω μου και περνάει την ζώνη του γύρω από τον λαιμό μου. Ρυθμισμένη με τέτοιον τρόπο, που να θυμίζει πνίχτη, τραβάει με δύναμη την άκρη της στερώντας μου τον πολύτιμο αέρα. Τα δάχτυλά μου παλεύουν, να την χαλαρώσουν, όμως μέσα στην ταραχή μου τα νύχια μου γρατσουνίζουν το δέρμα μου. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν βασανιστικά αργά και χτυπάω τα πόδια μου από τον πανικό του θανάτου. Αρπάζει το κεφάλι μου από τα μαλλιά και το χτυπάει με όλη του την οργή στο πάτωμα.

Η πόρτα της εισόδου ανοίγει απότομα και δύο άντρες μπαίνουν μέσα με πρόσωπα ανέκφραστα. Ο πρώτος ξεκρεμάει ένα τόμαχοκ από την ζώνη του και το πετάει προς το μέρος μας. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου φοβισμένη. Η ζώνη στον λαιμό μου χαλαρώνει και ο πειρατής πέφτει στο πλάι με ανοιγμένο το κεφάλι του στα δύο. Βήχω προσπαθώντας, να εισπνεύσω όσο περισσότερο αέρα χωράνε τα πνευμόνια μου. Χάνω τις αισθήσεις μου, όταν οι δυο άντρες με προσεγγίζουν σιωπηλά.



Ηλιάνα Κλεφτάκη