Summer Solstice (Κεφάλαιο 9)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

Γέρνω νωχελικά πάνω στην κουπαστή και παρατηρώ από το κατάστρωμα του Τίβερτον το μακρινό λιμάνι του Κρέομορ. Άργησα πολύ. Η πόλη είναι έρημη και η νεκρική σιγή που την έχει καλύψει, μοιάζει το δρεπάνι του θανάτου, που από στιγμή σε στιγμή θα την θερίσει. Εκεί που άλλοτε κυμάτιζαν περήφανα τα λάβαρα της Δημοκρατίας της Μπουργκότζια, τώρα κρέμονται άψυχα μαύρα πανιά. Το Κρέομορ είναι μια από τις περιφέρειες της Μπουργκότζια και φέρει την ίδια σημαία με την πρωτεύουσα. Είναι κόκκινη, μαύρη και άσπρη. Έχει δυο κόκκινες λωρίδες δεξιά και αριστερά, άλλες δύο λεπτές άσπρες κοντά στις κόκκινες και μια χοντρή, μαύρη στο κέντρο, ενώ άλλη μια μαύρη κόβει οριζόντια στη μέση όλη τη σημαία. Το σύνολο το τελειώνει ένα σχέδιο. Είναι μια τριγωνική καμάρα και περιλαμβάνει δύο σύμβολα. Έναν σταυρό που δηλώνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κράτους και ένα σπαθί για την προστασία του.

Το Κρέομορ δεν είναι έτσι, όπως ήταν. Η πλατεία είναι το σημαντικότερο μέρος στο νησί. Έχει θέα το λιμάνι και την υπέροχη θάλασσα και ολόγυρα βρίσκονται τα πιο ακριβά καταστήματα, που έχουν κάνει το εμπόριο τόσο σημαντικό σε τούτο μέρος. Όμως τώρα δεν υπάρχει τίποτα και κανένας. Τα χρώματα και οι φωνές χάθηκαν. Έχουν αντικατασταθεί από αυτά τα μαύρα πανιά, που στολίζουν και την υπόλοιπη πόλη. Ο παγωμένος αέρας φυσάει απαλά από τη θάλασσα και ταράζει το ψηλό γρασίδι στα αφρόντιστα παρτέρια λίγων ημερών, κατά τη διάρκεια που άγριοι, πυκνοί θάμνοι καταλαμβάνουν την κάθε γωνιά, που μπορούν, να απλώσουν τις ρίζες τους ανενόχλητοι. Μερικές πόρτες είναι κλεισμένες ερμητικά, ενώ άλλες σπασμένες, λες και κάποιος πέλεκυς έπεσε πάνω τους με ορμή. Κάποιες είναι βίαια γκρεμισμένες και κάποιες άλλες απλά έχουν καταρρεύσει στο πάτωμα. Κανένας δεν ασχολήθηκε, με το να τις ξαναβάλει στη θέση τους.

Σπασμένα κεραμίδια είναι σκορπισμένα στους δρόμους και η μπογιά έχει ξεφλουδίσει από τους μαυρισμένους τοίχους. Αρκετές ξύλινες κατασκευές τριγύρω έχουν γίνει στάχτη και κοντά στα καμένα σπίτια ένα λευκό γαρίφαλο υποδηλώνει τον θάνατο του κατόχου του. Ο ήχος του ξύλου που καίγεται και το μέταλλο που τρίζει, όταν έρχεται σε επαφή με άλλο μέταλλο, νομίζω, πως αυτοί οι ήχοι θα γεμίσουν από στιγμή σε στιγμή τα αυτιά μου. Όποιον και αν έστειλαν οι αδελφοί μου, για να δολοφονήσουν τους Κίλμπορν, προφανώς τους πλήρωσαν, για κάτι περισσότερο. Πόσες οικογένειες, να πέθαναν και να υπέφεραν; Πόσες οικογένειες έμειναν στον δρόμο βλέποντας το σπίτι τους, να καίγεται;

Δεν μπορείς, να κάνεις τίποτα περισσότερο από το, να νιώθεις λύπηση για το Κρέομορ πλέον, ακόμα και αν ξέρεις, ποια ήταν η πραγματική του αίγλη. Είναι ένα μοναχικό μέρος γεμάτο ξεχασμένες αναμνήσεις για αυτό, που ήταν. Όμως ότι και αν έχει γίνει, τουλάχιστον όσοι παρέμειναν στο νησί, θα καταφέρουν, να το ξαναχτίσουν από την αρχή, όσο δύσκολο και αν είναι. Ο περιφερειάρχης τους, το μοναδικό στήριγμα στις ζωές τους εξαφανίστηκε και ώσπου να διοριστεί κάποιος άλλος, θα πρέπει, να παλέψουν μόνοι τους στον κόσμο της ίντριγκας και της απληστίας.

Σήμερα είναι η κηδεία του περιφερειάρχη Κάλντερ Κίλμπορν και το μυαλό μου δεν παύει, να σκέφτεται την Σελέστ. Πόσο θα πονάει. Τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Ο Φόστερ με ενημέρωσε για την παραλίγο εκτέλεσή της. Στο παρά πέντε πρόλαβαν τον πειρατή και τον σταμάτησαν, πριν την στραγγαλίσει, αλλά την πλήγωσε αρκετά. Έσπασε δυο από τα πλευρά της, ενώ δημιούργησε μώλωπες και γδαρσίματα στο πρόσωπο και ολόκληρο το κορμί της. Με γεμίζει θυμό, που δεν ήμουν εκεί, για να την προστατέψω ο ίδιος, όμως… από τη στιγμή που αποφάσισα, να την κάνω γυναίκα μου, έπρεπε, να κανονίσω αρκετά πράγματα στην πατρίδα. Φυσικά τα περισσότερα αφορούσαν τον Φρεντέρικο και τον Άλμπερτ, που για κάποιο λόγο φάνηκαν πολύ αρνητικοί και έδειξαν για πρώτη φορά το ψεύτικο ενδιαφέρον τους για μένα μπροστά στον πατέρα. Τι είδους μπάσταρδοι πληρώνουν πειρατές, να σκοτώσουν γυναικόπεδα;

«Κύριε…» ξεροβήχει ένας ναύτης και υποκλίνεται τραβώντας με έξω από τις σκοτεινές σκέψεις μου. «Είμαστε έτοιμοι, να αποβιβαστούμε στο λιμάνι».

Το λιμάνι έχει γεμίσει με πλοιάρια και μεγάλα δίπατα πλοία ευγενών της Μπουργκότζια και βασιλιάδων όλου του κόσμου. Το Τίβερτον είναι αρκετά μεγάλο και φαρδύ πλοίο, για να χωθεί ανάμεσά τους, γι’ αυτό έχουμε αγκυροβολήσει στα ανοιχτά. Ένας ναύτης ρίχνει τη βάρκα στο νερό και κατεβαίνω από την ξύλινη σκάλα. Η απόσταση δεν είναι μακρινή ως την ακτή και ώσπου να φτάσουμε οι άντρες μου έχουν αρχίσει, να μορφάζουν από κούραση. Δε θα ξεχάσω, να απαλλαγώ από αυτούς τους ανίκανους, όταν επιστρέψω στην πατρίδα.

Στην προβλήτα με περιμένει ο Φόστερ με ένα λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του και ακριβώς δίπλα του στέκεται ο Δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν. Οι πρόγονοί του κατάγονταν από την Μπουργκότζια, ώσπου πρόδωσαν το κράτος και κατατάχτηκαν στους πολίτες του Στάρενιθ. Οι Βαν Άλεν απέκτησαν αρκετούς τίτλους με το πέρασμα των χρόνων και η βασιλική οικογένεια τους εμπιστεύεται απόλυτα. Ο Χάμελιν διοικεί το πολεμικό ναυτικό της χώρας και είναι ο καλύτερος στη δουλειά του, όμως… πολλές φορές ακολουθεί μόνο το συμφέρον του. Δεν τον κάλεσα σε αυτή την αποστολή για την προστασία της Σελέστ, οπότε σε ένα μόνο πράγμα με οδηγεί η παρουσία του. Πως ήρθε για λογαριασμό του Φρεντέρικο. Υποθέτω, πως έχει ήδη ενημερωθεί για την σχέση μου με την δεσποινιδα Κίλμπορν, οπότε αν κάνει καμία απόπειρα εναντίον της, δε νομίζω, πως θα συγκρατήσω τον εαυτό μου.

Λίγοι γνωρίζουν τον αληθινό Χάμελιν Βαν Άλεν. Οι περισσότεροι νομίζουν, ότι είναι ένας ευγενικός νέος με εκλεπτυσμένους τρόπους και γνώσεις σε όλα τα θέματα. Ικανός να διοικήσει μια χώρα από μόνος του. Λίγοι όμως τον γνωρίζουν πραγματικά. Δυο πράγματα που κανένας δεν πρόκειται, να ξεχάσει, είναι, πως κάτω από την φιλική του επιφάνεια, κρύβεται ένα σαδιστικό, αλαζονικό πρόσωπο. Φυσικά είναι έξυπνος, πονηρός και διπλωμάτης, αλλά είναι λιγότερο σημαντικά μπροστά στην κακία που φωλιάζει στο στήθος του. Η ευγενικότητά του ωστόσο είναι αυτή, που τραβά και κουμαντάρει τους ανθρώπους.

Το μπλε, βελούδινο παλτό του με τα μακριά μανίκια τον καλύπτει ως τους αστραγάλους του και κλείνει με κουμπιά στην αριστερή πλευρά του. Χρυσό φιλιγκράν στολίζει με απίστευτη λεπτομέρεια τις γωνίες και τα έντονα κοψίματα. Τα μανίκια του είναι στενά ως τον καρπό του και έπειτα ανοίγουν ελαφρά σε μια ομπρέλα από φραμπαλάδες. Το παλτό του έχει ένα φαρδύ, ορθογώνιο άνοιγμα αποκαλύπτοντας το λευκό, ιδιαίτερο πουκάμισό του. Στη σειρά των κουμπιών υπάρχει μια επένδυση από δαντέλα και στο λαιμό του είναι δεμένο μπροστά στον λαιμό του ένα φουλάρι από σατέν. Το μαύρο παντελόνι του είναι επίσης ιδιαίτερο. Από τον καβάλο ως τους αστραγάλους έχει διακοσμητικά κουμπιά στα πλαϊνά. Φοράει ψηλές μαύρες μπότες, λευκά γάντια και δερμάτινη ζώνη με χρυσή πόρπη.

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ Ολιβάρες». Λέει με ένα ψυχρό χαμόγελο στο πρόσωπό του και υποκλίνεται. «Τιμή μου που σας βλέπω».

«Τι έχετε για μένα; Κάτι… που πρέπει, να ξέρω;» ρωτάω ανέκφραστος.

«Η κηδεία του περιφερειάρχη θα γίνει το μεσημέρι. Η δεσποινίς Κίλμπορν έχει αρχίσει, να αναρρώνει και να φέρεται με ψυχραιμία». Με ενημερώνει ο Φόστερ, όμως υπάρχει μια απροσδιόριστη ανησυχία στη φωνή του. «Υπάρχει μια ταβέρνα δύο τετράγωνα μακριά. Μπορούμε, να περιμένουμε εκεί ως την κηδεία».

«Θέλω, να δω την δεσποινίς Κίλμπορν». Δηλώνω κοφτά περπατώντας μπροστά.

Ο Φόστερ με αρπάζει από το μπράτσο και με σταματάει, πριν κάνω βήμα παραπέρα. Τα χείλη του είναι σφιγμένα σε μια πονεμένη γκριμάτσα, που με ανησυχεί. Ποιο είναι το πρόβλημα, του να δω τη μέλλουσα γυναίκα μου;

«Λυπάμαι, όμως δεν θα ήταν συνετό, να κάνατε κάτι τέτοιο τώρα. Το κορίτσι μόλις έχασε τον πατέρα του και η μητέρα της αγνοείται. Το να μάθει για το γάμο της τούτη τη στιγμή, νομίζω, ότι θα προκαλέσει μόνο προβλήματα. Η ψυχολογία της είναι λίγο εύθραυστη, για να την αντιμετωπίσετε». Συνεχίζει ο Φόστερ και ξεφυσάει, σαν να βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Πολύ περίεργο γι’ αυτόν.

«Από πότε σε φέρνουν σε δύσκολη θέση οι γυναίκες;» σαρκάζω.

«Από τότε που ξεκίνησαν, να ανοίγουν κεφάλια με τασάκια». Αποκρίνεται αυθόρμητα και δαγκώνεται. Τι έκανε λέει; «Η δεσποινίς Κίλμπορν ήταν σχεδόν μια εβδομάδα εξαφανισμένη, όταν φτάσαμε στο νησί και εμφανίστηκε χθες από το πουθενά. Δεν είδαμε κανένα πλοίο στο λιμάνι. Ο περιφερειάρχης είχε ήδη δολοφονηθεί και ο πειρατής που παρέμεινε στο σπίτι, την περίμενε. Η δεσποινίς Σελέστ αμύνθηκε και του έσπασε τον ώμο με μια τσιγαροθήκη».

Αυτό και αν είναι έκπληξη. Όχι ότι περίμενα κάτι λιγότερο από εκείνη. Είναι αυθόρμητη και παρορμητική. Όταν κάποιος πάει, να την στριμώξει, θα τον αντιμετωπίσει ακόμα και αν πληγωθεί. Από τη μια μου αρέσει η δυναμικότητά της, όμως από την άλλη δεν είναι δουλειά της, να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Αυτή είναι η δική μου δουλειά και όταν θα γίνει γυναίκα μου, δε θα πηγαίνει πουθενά μόνη της. Παρόλα αυτά επιθυμώ, να την δω. Δε θα είμαι απαραίτητα κοντά της, έτσι και αλλιώς δεν έχω σκοπό, να της αποκαλύψω κάτι πριν τελειώσει η κηδεία του πατέρα της. Το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή, είναι, να την προσέχω από μακριά για λίγο. Να δω, πως αισθάνεται, πως φέρεται και πόσο επικίνδυνη μπορεί, να γίνει, αν κάποιος την πιέσει…

Σε αντίθεση με την πόλη το Ρίβερντεϊλ σφύζει από ζωή. Πολλοί ευγενείς ντυμένοι στα μαύρα κουβεντιάζουν στο φουαγιέ και στο σαλόνι, καπνίζουν έξω στον κήπο ή περιφέρονται από εδώ και από κει δίχως σκοπό. Ανάμεσά τους διακρίνω τον βασιλιά Κορνέλ Πρόιτερ της Μπικάλστεα και τους υπόλοιπους περιφερειάρχες της Μπουργκότζια. Βιαστικά τους προσπερνάω όλους και ανεβαίνω την σκάλα για τον δεύτερο όροφο. Οι καμαριέρες που τρέχουν από δωμάτιο σε δωμάτιο για να φροντίσουν τους ξενώνες των ευγενών δε δίνουν καμία σημασία σε μένα και τους άντρες μου, όμως με τον σωματοφύλακα της Σελέστ δε στέκομαι τόσο τυχερός.

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ μπορώ, να σας βοηθήσω σε κάτι;» με ρωτάει καχύποπτος και έπειτα θυμάται την θέση του και υποκλίνεται.

«Που είναι η κυρία σου;» μπαίνω στο θέμα δίχως πολλές περιστροφές και πηγαίνω, να μπω στο δωμάτιο της Σελέστ, αλλά ο Σιρκάν αρπάζει βίαια το μπράτσο μου. Τον κοιτάζω στενεύοντας τα μάτια μου.

«Επειδή πρόκειται, να την κάνετε γυναίκα σας, με όλο τον σεβασμό δεν έχετε το δικαίωμα, να μπαινοβγαίνετε στο δωμάτιό της, σαν να είστε ο εραστής της. Είναι μια ανύπαντρη γυναίκα, η οποία ξεκουράζεται στα διαμερίσματά της. Είναι ανεπίτρεπτη η παρουσία σας εδώ».

«Χαλάρωσε φίλε. Δεν πρόκειται, να την φάει». Το χέρι του Φόστερ πέφτει απειλητικά πάνω στον ώμο του και τον εμποδίζει, από το να με ακολουθήσει μέσα στο σωμάτιο της δεσποινίδας Κίλμπορν.

Κλείνω σιγανά την πόρτα του δωματίου της πίσω μου και αφήνω το βλέμμα μου, να πλανηθεί για λίγο ολόγυρα. Ο καιρός είναι μουντός και λυπημένος κάνοντας αισθητή την παρουσία του παντού εδώ μέσα. Οι μοναδικές κουρτίνες που είναι τραβηγμένες στο πλάι, είναι αυτές από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι της Σελέστ. Πλησιάζω κοντά της και την παρακολουθώ, καθώς κοιμάται κουλουριασμένη σαν μωρό. Το πρόσωπό της παραμορφώνεται από άσχημα όνειρα και κάθε τόσο βογκάει. Είτε από πόνο, είτε από μια πονεμένη ανάμνηση. Απλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω το γρατσουνισμένο της μάγουλο, τα πρησμένα της χείλη και το κόψιμο στο μέτωπό της. Οι βλεφαρίδες της δημιουργούν μυτερές σκιές κάνοντας τους μαύρους κύκλους της, να φαίνονται εντονότεροι.

«Ήρθες, για να με σκοτώσεις;» ψιθυρίζει αδύναμα. Τα μάτια της μισανοίγουν, όμως δε φαίνεται, να εστιάζουν κάπου. «Κάντο, αν θέλεις…»

«Κανείς δεν πρόκειται, να σε αγγίξει». Αποκρίνομαι, παρόλο που γνωρίζω, ότι δε με ακούει πραγματικά. Όλο αυτό ήταν μέσα στο παραλήρημά της.

Πιάνω την τσαγιέρα από το κομοδίνο της και σηκώνω το καπάκι της μυρίζοντας το περιεχόμενό της. Βαλεριάνα. Ώστε αυτό της έδωσαν, για να αποκοιμηθεί. Η βαλεριάνα λειτουργεί ως υπνωτικό και αγχολυτικό και μερικές φορές δημιουργεί ήπιες παραισθήσεις. Θέλω, να μείνω περισσότερο μαζί της, όμως δεν μπορώ, να το κάνω. Όπως είπε ο σωματοφύλακάς της, η παρουσία μου στο δωμάτιό της είναι ανεπίτρεπτη από τη στιγμή, που δεν την έχω κάνει ακόμα γυναίκα μου. Την αποχαιρετώ με ένα χάδι στον λαιμό. Έχω, να ετοιμάσω την πρόταση γάμου και τα συλλυπητήριά μου.

Η κηδεία προετοιμάζεται για το μεσημέρι και γίνεται στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Σε ένα πλάτωμα ψηλά στο βουνό, όπου από τη μία οι παρευρισκόμενοι μπορούν, να ανέβουν και από την άλλη να έχουν πανοραμική θέα του τόπου, που αναπνέει ολόγυρά τους. Ψιχαλίζει και φυσάει, λες και ο άνεμος θέλει, να κάνει αισθητή την δική του λύπη. Οι ευγενείς σφίγγονται στα πανωφόρια τους, όμως τη Σελέστ δε μοιάζει, να την επηρεάζει τίποτα απολύτως. Μόνο με το απλό, μαύρο της φόρεμα και το σάλι να κυματίζει στα πιασμένα της μαλλιά, στέκεται δίπλα στο φέρετρο του πατέρα της και κοιτάζει το κενό. Τα μελανιασμένα από το κρύο δάχτυλά της χαϊδεύουν το παγωμένο πρόσωπό του, ενώ δάκρυα κυλούν κάθε τόσο από τα μάτια της. Η τόση βουβή θλίψη που συσσωρεύεται στο στήθος της, πονάει την καρδιά μου.

«Κυρίες και Κύριοι,» ξεκινάει, «Εάν η απώλεια είναι συνάρτηση της προσφοράς, τότε το κενό που αφήνει ο θάνατος του Κάλντερ Κίλμπορν, Περιφερειάρχη του όμορφου Κρέομορ και πατέρα μου, είναι τεράστιο, καθώς ήταν ένας πραγματικός άρχοντας. Δίκαιος και σοφός. Ποτέ του δεν έκανε τίποτα, που θα έβλαπτε τον λαό του Κρέομορ, ούτε των υπόλοιπων χωρών. Περιφερειάρχης δε σημαίνει μόνο, να επιτελείς με επιτυχία, τα θεσμικά σου καθήκοντα, αλλά να επιφέρεις την βελτίωση με τον καλύτερο τρόπο».

»Το Κρέομορ κάποτε ήταν ένας άγριος τόπος και εκείνος κατάφερε, να το αλλάξει. Με την υπερβατική του προσωπικότητα, το έκανε, να βγει από τις στάχτες, που το είχε θάψει η σκοτεινή μαγεία και του επέτρεψε, να λάμψει, να αποκαλύψει τα πραγματικά διαμάντια, που φυλούσε στην καρδιά του. Τις δημόσιες παρεμβάσεις του θα τις έχουμε τόσο ανάγκη από δω και πέρα. Η σιωπή από την απουσία τους σε όλα τα θέματα για την επιβίωσή μας θα ακούγεται πολύ ηχηρή στ’ αυτιά μας. Ως συνεπή επωδός για όλα αυτά που θέλουμε, να φτάσουμε και επιδιώκουμε, να αποφύγουμε, ακούγονται στ’ αυτιά μας τα δικά του λόγια. Θυμάστε, τι είπε τελευταίο, σωστά;» ρωτάει τους παρευρισκόμενους απέναντί της και κυρίως τον λαό του Κρέομορ.

«Κανένα κακό δεν επιβιώνει και καμία κρίση δε ριζώνει, αν η κοινωνία δεν το δέχεται ή δεν το ανέχεται». Επαναλαμβάνουν όλοι με μια φωνή. Λόγια με τόση δύναμη, που πλέον αφήνει μια πίκρα στο στόμα. Έναν πόνο ανεξήγητο.

«Είσαι ο θησαυρός, που θα φυλάω για πάντα στην καρδιά μου και ποτέ κανένας… δε θα καταφέρει, να σε κλέψει από εμένα. Ελπίζω, να είσαι χαρούμενος εκεί, που πηγαίνεις. Σε αποχαιρετώ». Κλείνει βιαστικά και δαγκώνει τα χείλη της, για να μην ξεσπάσει σε κλάματα.

Κάποιοι ευγενείς, οι πιο κοντινοί στον περιφερειάρχη μιλάνε εκ μέρους του, όμως κάποιοι άλλοι έχουν ήδη αποχωρήσει. Η Σελέστ στέκεται σαν ράκος δίπλα στον σωματοφύλακά της και υπομένει το μαρτύριο, καθώς ένας ένας περνούν από μπροστά της και της σφίγγουν το χέρι. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο και το βλέμμα της δεν εστιάζει πάνω στα πρόσωπά τους. Μοιάζει έτοιμη, να καταρρεύσει. Εγώ μένω πίσω στη σειρά και την παρακολουθώ σιωπηλός. Ένας άντρας πηγαίνει κοντά της και ακουμπάει το χέρι του καθησυχαστικά στον ώμο της κάνοντας τον σωματοφύλακά της, να κινηθεί νευρικά πίσω της. Στενεύω τα μάτια μου με την εγγύτητά τους, όμως δε συμβαίνει τίποτα άλλο και εκείνος φεύγει. Πλησιάζω τελευταίος και στέκομαι μπροστά της. Πιάνω το ξυλιασμένο της χέρι μέσα στο γαντοφορεμένο δικό μου και το σφίγγω απαλά. Η Σελέστ σηκώνει τα μάτια της και με κοιτάζει, σαν να μην πιστεύει σε αυτό, που βλέπει. Τα χείλη της σφίγγονται.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» με ρωτάει επιθετικά. Ξαφνιάζομαι. «Γιατί ήρθες;»

«Να σας… συλλυπηθώ». Απαντάω άβολα. Τι συμβαίνει; Έμαθε για τον γάμο μας; «Σκέφτηκα, ότι θα ήταν ευγενικό εκ μέρους μου…»

«Ευγενικό». Σαρκάζει. «Και από πότε ενδιαφέρεσαι για εμάς; Δεν είμαστε βασιλιάδες και προφανώς φέρνουμε ντροπή στις βασιλικές οικογένειες με τις αρμοδιότητες, που έχουμε, γιατί πιστεύουμε σε μια ελεύθερη χώρα, που δεν διοικείται από κανένα άτομο, παρά μόνο από ένα σύνολο ανθρώπων, που έχουν σκοπό την ευημερία του λαού τους». Μου φωνάζει με δάκρυα στα μάτια. Φωνάζει λόγια, που εγώ ξεστόμισα κάποτε. «Φύγε. Δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ».

«Δεσποινίς Κίλμπορν…» δεν ξέρω, τι να πω, πως να δικαιολογηθώ και να την ηρεμήσω. «Όσα ακούσατε, δεν αφορούσαν συγκεκριμένα την οικογένειά σας. Ούτε θεωρώ, πως οι βασιλικές οικογένειες είναι σημαντικότερες. Απλά…» σταματάω. «Δε θα δικαιολογηθώ σε εσάς για την γνώμη μου δεσποινίς Κίλμπορν. Ο καθένας έχει τις πεποιθήσεις του. Εσείς γνωρίζετε ήδη τις δικές μου».

«Σε παρακαλώ, φύγε». Ψιθυρίζει ήρεμα, σαν να προσπαθεί, να συγκρατήσει τον εαυτό της από κάτι.

«Θα γυρίσω στο πλοίο μου». Λέω, όταν ο Φόστερ και ο Χάμελιν μπαίνουν στο οπτικό μου πεδίο. «Όμως η επίσκεψή μου στο Κρέομορ δεν αφορά μόνο την κηδεία του πατέρα σας. Ήρθα, για να σας πάρω στο Στάρενιθ».

«Συγγνώμη!» ξεφωνίζει έκπληκτη. «Ως τι θα έρθω στο Στάρενιθ; Δε χρειάζομαι την λύπησή σου».

«Καμία λύπηση. Θα έρθεις ως γυναίκα μου». Απαντάω ήρεμα κάνοντάς την, να σοκαριστεί ξανά. «Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο νησί, ζήτησα το χέρι σας από τον πατέρα σας και μου το έδωσε. Φυσικά δεν είχα προβλέψει, ότι τα πράγματα θα κατέληγαν έτσι, οπότε θα γίνει μόνο με τον δικό μου τρόπο και όχι τις παραδόσεις σας». Την ενημερώνω. Η Σελέστ δεν μπορεί, να αρθρώσει λέξη. «Έχεις είκοσι τέσσερις ώρες, για να ηρεμήσεις, να πενθήσεις και να ετοιμαστείς. Δυστυχώς οι υποχρεώσεις μου στην πατρίδα δεν μου επιτρέπουν άλλο την παραμονή μου στο Κρέομορ. Οι άντρες μου θα σας βοηθήσουν, με ότι χρειάζεστε και αύριο το πρωί θα σαλπάρουμε για το Στάρενιθ».



Ηλιάνα Κλεφτάκη