ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
«ΦΙΕΡΑ.»
Η Μία έσφιξε το παιδί και το τράβηξε κοντά
της. Έμοιαζε άψυχο. Κειτόταν στο έδαφος και όσο κι αν του μιλούσε η κοπέλα, δεν
συνερχόταν. Στην αρχή είχε σκεφτεί πως κοιμόταν βαριά. Μα όταν προσπάθησε να
ακούσει την ανάσα της Φιέρας τρόμαξε. Ανάπνεε πολύ αργά, σαν να αργοπέθαινε. Ο
Σάντεν ωρυόταν δίπλα της. Ούρλιαζε, βρυχούταν και αμέσως μετά κοπανούσε το σώμα
του στους τοίχους του δωματίου. Ολόκληρο το δωμάτιο έμοιαζε να ξεχειλίζει με
τρόμο και ανησυχία. Άφησε τη Φιέρα στο πάτωμα. Η καρδιά της έσπασε όταν το σώμα
του παιδιού έπεσε χωρίς καμία αντίδραση, χωρίς καμιά αυθόρμητη κίνηση. Ο
πανικός της Μία έμοιαζε με τυφώνας που απειλούσε να την ξεσκίσει. Αν το κορίτσι
πάθαινε κάτι, αν δεν γινόταν καλά, θα ένιωθε για πάντα πως ήταν δικό της
φταίξιμο. Ακόμη κι αν την είχε βρει έτσι. Σηκώθηκε όρθια και έτρεξε προς την
πόρτα. Τράβηξε το χερούλι και η πόρτα τινάχτηκε προς το μέρος της. Δεν την είχε
τραβήξει τόσο δυνατά. Όχι. Κάποιος άλλος άνοιγε την πόρτα. Απέφυγε το τερατώδες
ξύλο που απειλούσε να την λιώσει και βρέθηκε μπροστά στον Κλέιν.
«Γλυκιά μου, το
φαντάστηκα πως θα ήσουν εδώ.» Η Μία κούνησε το χέρι της για να τραβήξει τη
προσοχή του αγχωμένα.
«Κλέιν!» Του
έδειξε με το χέρι της το πεσμένο σώμα του παιδιού. «Η Φιέρα.» Σκέφτηκε πως ο
άντρας δεν είχε ιδέα ποιο ήταν το παιδί. Ήξερε τον Εστέφαν όσο κι εκείνη, και
τις τελευταίες μέρες ήταν πολύ απασχολημένος. Δεν είχε χρόνο για να γνωρίσει το
κορίτσι που είχε φθάσει στο Μέινλοουν αναζητώντας τον Εστέφαν. «Εκείνο το παιδί
δεν αναπνέει καλά.» Η καρδιά της παλλόταν αγχωμένα όσο του μιλούσε. Ο Κλέιν την
κοίταξε κουρασμένα, κρατώντας ακόμη το χαμόγελό στα χείλη του.
«Ήλπιζα πως δεν
θα χρειαζόταν να το κάνω αυτό Μία.» Τα μάτια της γούρλωσαν μπερδεμένα και
έκπληκτα από τα λόγια του.
Τον κοίταξε με τρόμο, διακρίνοντας κάτι που
δεν είχε ξαναδεί στο βλέμμα του. Σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή ο Κλέιν ήταν το ίδιο
το σκοτάδι. Είχε τα πιο θανάσιμα μάτια και την κοίταζε με σοβαρότητα. Μέχρι και
το χαμόγελο που διατηρούσε πάντα στο πρόσωπό του έσβησε. Όσο κοίταζε τα μάτια
του τόσο πιο πολύ ο φόβος την ακινητοποιούσε. Τα πόδια της λύγισαν και τα μάτια
της έπεσαν στο πάτωμα. Μα ακόμη και έτσι, ένιωθε παγιδευμένη μέσα στο σκοτάδι
του Κλέιν. Δεν το συνειδητοποιούσε μα ολόκληρο το σώμα της διαπερνιόταν από
ρίγη. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της μα εκείνα παρέμεναν ορθάνοιχτα.
«Καλό κορίτσι.»
Είπε ο Κλέιν με φωνή που εκδήλωνε ευχαρίστηση.
Την προσπέρασε και πλησίασε την Φιέρα. Ο
Σάντεν μπήκε ανάμεσά τους και ούρλιαξε στον λεπτοκαμωμένο άντρα. Εκείνος έβγαλε
το σπαθί του από τη θήκη του και χτύπησε με αυτό το έδαφος. Ένας διαπεραστικός
ήχος ταξίδεψε μέσα στο δωμάτιο τρυπώντας τα αυτιά του δράκου. Ο Σάντεν
βρυχήθηκε κουρασμένα και αμέσως μετά το σώμα του κατέρρευσε στο πάτωμα. Ο ήχος
τον είχε κάνει να χάσει τις αισθήσεις του και αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανείς
για να προστατέψει τη Φιέρα.
«Μάθε τη θέση σου,
δράκε.» Η φωνή του Κλέιν συνέχιζε να προδίδει την ικανοποίηση που ένιωθε.
Στάθηκε μπροστά από το κορίτσι και το χαμόγελο επανήλθε στα χείλη του. «Ώστε
εδώ ήσουν Εστέφαν.» Τα μάτια του Κλέιν κοίταξαν προς τα δεξιά ενώ το πρόσωπό
του παρέμεινε ακίνητο. Ένα λεπτό αργότερα ο Εστέφαν εμφανίστηκε στο οπτικό του
πεδίο. Τα μάτια του ήταν οργισμένα και όλοι οι μύες του σώματός του σφιγμένοι.
Κοίταξε τον Κλέιν και πήρε μια βαθειά ανάσα. «Λίγες πινελιές έμειναν και θα ολοκληρωθούν
τα σχέδιά μου.» Του υπενθύμισε ο μάγος και αυτό έμοιασε να τον ηρεμεί.
«Μετά θα πρέπει
να τηρήσεις το δικό σου μέρος της συμφωνίας.» Η φωνή του Εστέφαν ήταν πιο
βραχνή από όσο συνήθως. Φαινόταν πως είχε μείνει άυπνος για μέρες. Ο Κλέιν τον
κοίταξε με μάτια σαν μισοφέγγαρα και γέλασε δυνατά.
«Φυσικά, αρκεί να
φέρεις εις πέρας την τελευταία σου αποστολή.» Του είπε πανούργα. Ο Εστέφαν έσφιξε
τα δόντια του και τα στρογγυλά ζυγωματικά του έγιναν πιο έντονα.
«Να μείνω
αμέτοχος.» Του απάντησε εκείνος και ο Κλέιν γέλασε ξανά.
«Γι’ αυτό δεν
πλησιάζει; τη Μία τώρα πια;» Τα μάτια του Εστέφαν κοίταξαν σκληρά το πάτωμα.
«Δεν με
χρειάζεται, έχει τον Λίον. Θα την
προστατεύσει.» Οι λέξεις έβγαιναν αργά από τα χείλη του, σαν να πίεζε τον εαυτό
του να τις πιστέψει. Ο Κλέιν του έριξε ένα ανατριχιαστικό και τρομακτικό
βλέμμα.
«Κι αν δεν τα
καταφέρει θα επέμβεις;» Ο Εστέφαν μόρφασε ενοχλημένος και κοπάνησε το χέρι του
στον τοίχο.
«Θα επέμβει η
κοπέλα που κατέφθασε σήμερα. Η Αισλιν.» Τα μάτια του Κλέιν γούρλωσαν απειλώντας
να πεταχτούν έχω από τις κόγχες τους. Το πρόσωπό του κοκκίνισε αμυδρά και σκιές
ξεκίνησαν να χορεύουν γύρω από το σώμα του. Το βλέμμα του έπεσε βαρύ πάνω στον
άντρα.
«Τι είπες;» Ο
Εστέφαν έκανε ένα βήμα πίσω μετανιώνοντας που είχε αναφέρει το όνομα της
κοπέλας. Τώρα μπορεί να έθετε κι εκείνη σε κίνδυνο. «Είπες Άισλιν;»
Ο Εστέφαν ένιωσε τον λαιμό του να κλείνει.
Προσπάθησε να ανασάνει μα δεν γινόταν. Αμέσως μετά ο λαιμός του άνοιξε. Αλλά
αντί για αέρα ρούφηξε νερό. Τα πνευμόνια του καίγονταν και ολόκληρο το σώμα του
αναζητούσε απεγνωσμένα οξυγόνο. Ξεκίνησε να βήχει και να ξερνάει το νερό που
είχε καταλήξει μέσα στους πνεύμονές του. Πνιγόταν και απέβαλε νερό για ένα
ολόκληρο λεπτό. Τελικά κατάφερε να πάρει ανάσα με δυσκολία.
«Την λένε Άισλιν,
ναι.» Απάντησε ηττημένα.
Ο Κλέιν κοίταξε τη Φιέρα εξοργισμένα. Οι
σκιές που τον τύλιγαν πλησίασαν το κορίτσι και ξεκίνησαν να το σηκώνουν. Όταν η
Φιέρα απείχε περίπου ένα μέτρο από το έδαφος σταθεροποιήθηκαν κάτω από το σώμα
της. Είχαν σχηματίσει ένα στρώμα σκότους που κρατούσε το σώμα της στον αέρα. Στα
μάτια του Κλέιν ξεκίνησαν να χορεύουν μαύρες σκιές, κρύβοντας το καστανό τους
χρώμα.
«Πες στη Λύριο να
την αποδυναμώσει.» Περίμενε να λάβει μια απάντηση μα ο Εστέφαν παρέμεινε
σιωπηλός. «Αν θες να πάρεις τη Φιέρα μακριά μου όταν όλα αυτά τελειώσουν.»
Συνέχισε.
Ο άντρας αυτή τη φορά ένευσε και βιάστηκε
προς την πόρτα. Τη στιγμή που πέρασε μπροστά από τη Μία δίστασε. Στα μάτια του
απεικονίστηκε θλίψη, μα μόνο στιγμιαία. Με την επόμενη ανάσα του φρόντισε να
διώξει μακριά κάθε συναίσθημα. Συνέχισε τη πορεία του και βγήκε από το δωμάτιο
ενώ η καρδιά του σπαρταρούσε σαν ψάρι στο στέρνο του. Τρομαγμένη για τη Φιέρα,
τη Μία και τον Σάντεν, που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με τον διάβολο. Άφησε
την πόστα να κλείσει και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή της Μία.
Ο
Κλέιν έφερε τα χέρια του πάνω στο κοιμισμένο σώμα του παιδιού και σκιές
ξεκίνησαν να ξεπηδούν από το κορμί του. Οι σκιές που το εγκατέλειπαν
εισχωρούσαν στο πάτωμα ακριβώς από κάτω της. Την ίδια στιγμή ολόκληρο το
δωμάτιο ξεκίνησε να σείεται. Το πρόσωπο της Φιέρας συνοφρυώθηκε και τα μάτια
της δάκρυσαν. Πέρασαν μερικά λεπτά που το δωμάτιο κουνιόταν. Συνεχώς έρρεαν
μαύρες σκιές από το σώμα του παιδιού προς το έδαφος. Όταν οι σκιές στέρεψαν, τα
βλέφαρα του κοριτσιού πετάρισαν. Μόλις τον αντίκρισε πετάχτηκε στον αέρα
τρομαγμένη, μακριά από τις σκιές του. Κοίταξε γύρω της τα πεσμένα σώματα του
δράκου και της Μία και τα υγρά της μάτια ξεκίνησαν να στάζουν φρέσκα δάκρυα. Το
παιδί άρχισε να βηματίζει προς τα πίσω μέχρι που η πλάτη της άγγιξε τον
παγωμένο τοίχο.
«Μην φοβάσαι.»
Της είπε πρόσχαρα ο μάγος. Εκείνη τρεμούλιασε και κούνησε το κεφάλι της. «Απλώς
χρειαζόσουν ζωτική ενέργεια. Αυτό είναι όλο.» Ξεκίνησε να την πλησιάζει κι
εκείνη έσκυψε το κεφάλι της. Τα δάκρυά της έσταζαν στο πάτωμα σχηματίζοντας δύο
μικρές λιμνούλες. «Σου είχα πει πως πρέπει να έρθεις σε εμένα πριν συμβεί αυτό
σωστά;» Η φωνή του ήταν εριστική.
«Συ- συγγνώμη.»
Κατάφερε να πει το κορίτσι μέσα από τα αναφιλητά του. «Απλώς αν έβγαινα από εδώ
ο Κίτζι.. Ο Κίτζι..» Οι λέξεις της έσβησαν και το παιδί ξεκίνησε να κλαίει τόσο
δυνατά που όλο της το κορμί τρανταζόταν.
«Θα σε έβλεπε κι
αν του μιλούσες θα έπρεπε να τον σκοτώσω.» Συνέχισε βαριεστημένα ο μάγος.
Πλησίασε κι άλλο το παιδί και οι σκιές που χόρευαν γύρω του σχημάτισαν ένα
σχοινί. Η σκοτεινή αλυσίδα τύλιξε το σώμα της τόσο σφιχτά που απειλούσε να το
κομματιάσει. Το παιδί ούρλιαξε από τον πόνο, μα οι σκιές συνέχισαν να το
σφίγγουν. Ούρλιαξε ξανά και ξανά, μα δεν σταματούσε η τιμωρία της. «Και ποιος
σου είπε ότι αν δεν τον δεις θα του χαρίσω τη ζωή;» Απαίτησε να μάθει τη στιγμή
που οι σκιές θρυμματίστηκαν και το σώμα της έπεσε στο πάτωμα. Το κορίτσι
συνέχισε να κλαίει για λίγο όμως μετά σιώπησε. Σκούπισε τα μάτια του και τον
κοίταξε με υπνωτισμένο βλέμμα.
«Συγχώρησέ με για
το σφάλμα μου.» Είπε με σοβαρή και σκληρή φωνή.
Τόσο η έκφρασή της, όσο και τα λόγια της,
ήταν απόκοσμα για ένα παιδί. Μόνο που δεν ήταν παιδί. Ο Κλέιν την κοίταξε
διασκεδάζοντας με το μικρό του πιόνι. Χαμογέλασε τόσο που η έκφρασή του έγινε
τρομακτική και γύρισε τη πλάτη του στο παιδί. Ξεκίνησε να αποχωρεί από το
δωμάτιο. Όταν πέρασε δίπλα από το τεράστιο κεφάλι του δράκου, το άγγιξε με το
δάχτυλό του. Μια ασημένια κλωστή ξεκίνησε να βγαίνει από το κεφάλι του Σάντεν
και να εισχωρεί στο μανίκι του Κλέιν.
«Δεν χρειάζεται
να θυμάσαι πως με είδες δράκε.» Είπε ικανοποιημένα και τον προσπέρασε.
Όταν έφτασε μπροστά από τη Μία έσκυψε για
να την δει καλύτερα. Το χέρι του έπιασε τα μαλλιά της βίαια. Χωρίς δισταγμό
τράβηξε το χέρι του προς τα πάνω. Ολόκληρο το σώμα της ξεκίνησε να ανασηκώνεται
όσο ο Κλέιν τραβούσε τα μαλλιά της. Τελικά το σώμα της στάθηκε όρθιο και ο
άντρας άφησε τα μαλλιά της να ξεχυθούν στο πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν
ορθάνοιχτα όμως δεν τον έβλεπαν. Κοίταζαν θαμπά το κενό. Ήταν χαμένα μέσα στον
φόβο που της είχε προκαλέσει. Έβαλε το χέρι του στα χείλη της σαν να της έκανε
νόημα να μην μιλήσει. Μια ακόμη ασημένια κλωστή ξεκίνησε να ταξιδεύει από το
στόμα της κοπέλας στο μανίκι του.
Ένας κρότος τάραξε τη Μία. Κοίταξε την πόρτα
αναστατωμένη. Θα ορκιζόταν πως είχε ακουστεί ο ήχος μιας πόρτας που κλείνει. Μα
δεν υπήρχε κανείς εκεί. Πλησίασε τη πόρτα και την άνοιξε. Έβγαλε το κεφάλι της
έξω εξετάζοντας το στρατόπεδο. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά στο κτήριο.
Αναστέναξε και ετοιμάστηκε να αναζητήσει βοήθεια. Έπρεπε να συνεφέρει τη Φιέρα.
Κάτι άρπαξε το παντελόνι της. Αισθάνθηκε ένα κύμα φόβου να διαπερνά όλα της τα
κύτταρα. Τα τελευταία δευτερόλεπτα ήταν πολύ αναστατωμένη και δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί. Η καρδιά της τράνταζε το σώμα της και το μυαλό της βρισκόταν
σε εγρήγορση. Κοίταξε πίσω της περιμένοντας να δει τον Σάντεν. Όμως δεν είδε
δύο κόκκινα μάτια να την κοιτάζουν. Ήταν πράσινα και μικρά. Η Φιέρα είχε
ξυπνήσει. Η κοπέλα αναστέναξε ανακουφισμένη και γονάτισε για να αγκαλιάσει το
παιδί.
«Ανησύχησα τόσο
πολύ.» Η Φιέρα ξεκίνησε να κλαίει στην αγκαλιά της Μία κι εκείνη την έσφιξε όσο
πιο πολύ μπορούσε. «Ησύχασε όλα είναι καλά. Είσαι μια χαρά εντάξει;» Η Φιέρα
συνέχισε να κλαψουρίζει για λίγη ώρα.
«Φιέρα με
θυμάσαι;» Αυτή η φωνή ήταν γνώριμη για τη Μία. Βλαστήμησε από μέσα της και
βαριανάσανε. Τι κάνει αυτή εδώ; Η
Φιέρα ένευσε καταφατικά χωρίς να απομακρυνθεί από την αγκαλιά της Μία. «Ξέρω
έναν τρόπο για να μιλήσεις κρυφά στον Κίλιαν. Κανείς δεν θα μπορέσει να
ακούσει, όσο ισχυρή μαγεία κι αν ασκεί.»
Η Φιέρα αυτή τη φορά απομακρύνθηκε από τη
κοπέλα. Τοποθέτησε τον δείκτη της στα χείλη της και τράβηξε την κοπέλα μέσα στο
δωμάτιο. Η Μία περιεργάστηκε το παιδί με απορία. Ποιος θα μπορούσε να τους
ακούσει; Βρίσκονταν στο πιο ασφαλές μέρος. Επίσης φαινόταν πως ήθελε την
βοήθεια της Άισλιν. Όταν την είχε ρωτήσει αν ήθελε να μιλήσει στον άντρα εκείνη
είχε ξεκινήσει να κλαίει τρομαγμένη. Η Μία ένιωθε μπερδεμένη, τώρα που έβλεπε
πως ήταν πρόθυμη να του μιλήσει αν γινόταν να το κάνει με μαγικό τρόπο. Ένιωσε
μια τσιμπιά ζήλιας στη κοιλιά της και κοίταξε καχύποπτα την ξανθή κοπέλα που
έμοιαζε με άγγελο.
«Για να το κάνεις
αυτό..» Ξεκίνησε να λέει το παιδί.
«Ξέρω.» Απάντησε
η Άισλιν. «Θα ακούω ότι λέτε. Αυτό είναι το αρνητικό.» Η Φιέρα κούνησε το
κεφάλι της.
«Δεν με πειράζει
Άισλιν.» Τα χείλη του παιδιού σχημάτισαν ένα αδύναμο χαμόγελο. Η κοπέλα κοίταξε
τον χώρο ενώ ξεκίνησε να αισθάνεται απειλή. Η Φιέρα το είδε και αναρρίγησε
τρομαγμένη. «Ήταν κάποιος..» Ξεκίνησε να λέει τη στιγμή που το παιδί ούρλιαξε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα μπερδεμένη και καθάρισε το μυαλό της. Ότι κι αν ήταν η
Φιέρα φαινόταν πως αντιδρούσε σε αυτό. «Τίποτα. Λάθος μου.» Συνέχισε και το
πρόσωπο του κοριτσιού γαλήνεψε.
«Γιατί θέλεις να
τους βοηθήσεις να μιλήσουν;» Ρώτησε εκνευρισμένα η Μία.
«Γιατί είναι
αδέρφια.» Απάντησε η Άισλιν δίνοντας λίγη σημασία στην κοπέλα με τις καστανές
μπούκλες. Εκείνη στραβοκατάπιε έκπληκτη. Ξεκινούσε να βγάζει νόημα που ο άντρας
ήθελε τόσο να της μιλήσει. Όμως η Φιέρα και οι αντιδράσεις της παρέμεναν ένα
μυστήριο για τη Μία.
«Γιατί θέλει να
κρατήσεις την υπόσχεσή σου.» Της είπε ο Λίον μπαίνοντας στο δωμάτιο.
Ράνια Ταλαδιανού