«Η καλύτερη εκδίκηση είναι η μαζική επιτυχία»- Frank Sinatra
Χτυπάω νευρικά τα δάχτυλά μου στο τιμόνι του αυτοκινήτου χαζεύοντας βλοσυρός τις σταγόνες τις βροχής να σκάνε πάνω στο τζάμι του οδηγού. Δαγκώνω τα χείλη μου και ξεφυσάω περιμένοντας με ανυπομονησία το κινητό μου να χτυπήσει επιτέλους. Η Μάκινο έχει καθυστερήσει. Μήπως οι Γιογκασάκι αποφάσισαν να μη φύγουν σήμερα από το σπίτι; Όχι, αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε προσπαθήσαμε άπειρες φορές να προσεγγίσουμε την Τούκα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ποτέ δεν ήταν μόνη ή κάποιος από εμάς δε βρισκόταν στον σωστό τόπο τη σωστή στιγμή. Απόψε είναι το γκαλά στο νοσοκομείο και αν δεν πάρουμε την Τούκα ότι έχουμε οργανώσει για να σταματήσουμε τους Γιογκασάκι θα πάνε όλα χαμένα. Ο Τόγκα και οι δίδυμοι Χάκου και Αόι συγκέντρωσαν έναν εύλογο αριθμό ατόμων που επιθυμούν την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Γιογκασάκι, ενώ η Κρυστάλ έχει γίνει μια καταπληκτική κατάσκοπος. Οτιδήποτε κάνουν και λένε δεν περνάει απαρατήρητο από τη μητέρα της. Η κόρη της είναι πανέξυπνη για να την ψαρέψει δίχως εκείνη να καταλάβει το τι γίνεται. Όταν έρθει η ώρα, η Μία θα κάνει τα υπόλοιπα. Με το που θα μπει στο σώμα της θα έχουμε οπτική και ακουστική επαφή, ενώ ανά πάσα στιγμή θα ξέρουμε πού είναι και τι κάνει.
«Φοβάσαι;» η φωνή της βγαίνει τρεμουλιαστή από το ακουμπισμένο κινητό στα γόνατά μου, περνάει μέσα από τα λευκά ακουστικά και σκάει στο κεφάλι μου ως υπενθύμιση της ύπαρξής της. «Θα φύγουν. Θα θελήσουν να επιβλέψουν τα πάντα για το βράδυ. Δε θα ρισκάρουν να στραβώσει κάτι. Οπότε, απλά ας ελπίσουμε ότι δε θα πάρουν την Τούκα μαζί τους».
«Αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να κερδίσουμε το παιχνίδι. Αν τα πειράματα βγουν παραέξω και μαθευτούν στον κύκλο των παράνομων εταιρειών, σαν αυτή που σε έφτιαξε, τότε θα γίνει σάλος. Η κλωνοποίηση των ανθρώπων ή των οργάνων τους θα επιφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα σε όσους μπορούν να χρηματοδοτήσουν. Τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους; Δε θα είναι και τόσο ευχάριστο υποθέτω» λέω γνωρίζοντας πως οι σκέψεις μου έχουν περάσει σε ένα πολύ πιο βαθύ επίπεδο απ’ ότι τα λόγια μου.
Η Μία αφήνει έναν σιγανό ψίθυρο, σαν να συμφωνεί και έπειτα σωπαίνει. Υπάρχει περίπτωση να φοβάται και εκείνη; Δεν είναι κάτι που θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε στην περίπτωση που μας τσακώσουν. Τουλάχιστον οι Γιογκασάκι δεν φημίζονται για την ευσπλαχνία τους. Είμαι τόσο βυθισμένος στην παρακολούθηση για την αποχώρηση των Γιογκασάκι, που όταν ο Τόγκα ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, έχω την αίσθηση ότι χτυπάω τρομοκρατημένος το κεφάλι μου στην οροφή του αυτοκινήτου.
Με κοιτάζει σαστισμένος για λίγο και έπειτα χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει. Εφόσον είναι αυτός, ο οποίος θα με καλύψει για τις κινήσεις των Γιογκασάκι παίρνω το κινητό με τη συνδεδεμένη Μία και εγκαταλείπω το αυτοκίνητο. Παρακολουθώντας τον δρόμο δεξιά και αριστερά για ύποπτες κινήσεις διασχίζω το τετράγωνο πριν από την πολυκατοικία των Γιογκασάκι και προσεγγίζω την πίσω πλευρά του. Υπάρχει μια εξωτερική σκάλα κινδύνου που οδηγεί στη στέγη, ενώ σε κάθε όροφο των διαμερισμάτων υπάρχει μια βαριά μεταλλική πόρτα με κωδικό για την απενεργοποίηση του συναγερμού.
Η καρδιά μου πονάει στη θέα των δεκαοχτώ ορόφων που πρέπει να ανέβω για να φτάσω στο ρετιρέ των Γιογκασάκι.
«Με την ησυχία σου» σαρκάζει η Μία στο αυτί μου. Μορφάζω αποδοκιμαστικά με την αντίδρασή της προσπαθώντας να κερδίσω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ.
«Σκάλες. Πολλές σκάλες» λέω ξέπνοος κάπου στα μισά και βγάζω το κινητό μου έξω, όμως πριν προλάβω να το ανοίξω ένα μήνυμα από τον Τόγκα εμφανίζεται στην οθόνη. Οι Γιογκασάκι μόλις εγκατέλειψαν το κτίριο. Του τηλεφωνώ αμέσως. «Βρες μου τον κωδικό τη πόρτας για τον ένατο όροφο. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω να φτάσω έγκαιρα από τις σκάλες» λαχανιάζω.
«Δώσε μου ένα λεπτό» απαντάει βιαστικά. Τον ακούω να πληκτρολογεί μανιωδώς. «ΤΒ95ΟΑ90».
Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Παίρνω πολλές βαθιές ανάσες, ώσπου να σταματήσει το έντονο χτυποκάρδι μου και το αναπνευστικό μου να επιστρέψει στο κανονικό του. Βγαίνω στον διάδρομο προσποιούμενος ότι όλα είναι καλά, ώστε να μην τραβήξω ανεπιθύμητα βλέμματα πάνω μου.
«Το ασανσέρ είναι στο αριστερό σου χέρι στα είκοσι μέτρα περίπου. Ένας θυρωρός θα σου ζητήσει τον κωδικό ασφαλείας για το διαμέρισμα. Να είσαι πολύ προσεκτικός» λέει ο Τόγκα. Θυμάμαι πάνω κάτω τον κωδικό. Ήταν…
«450Β» απαντάει η Μία στις άτακτες σκέψεις μου. Ναι, αυτό νομίζω.
«Στο ρετιρέ» λέω στον θυρωρό με το που ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και γράφω τον κωδικό στην προσθήκη κάτω από τα κουμπιά των ορόφων. Υποκλίνεται ευγενικά και υπακούει στην εντολή μου, μόλις το ασανσέρ αποδέχεται τον κωδικό μου.
Η Μάκινο σαν να έχει μαντέψει την κάθε μου κίνηση, ανοίγει την πόρτα πριν χτυπήσω το κουδούνι, με τραβάει μέσα και κλείνει βιαστικά την πόρτα πίσω μου. Μου δίνει ένα τηλεκοντρόλ και μου δείχνει το δωμάτιο της Μία.
«Χρησιμοποίησε το κόκκινο κουμπί για να την ακινητοποιήσεις. Αλλά κράτα το πατημένο μόνο για δέκα δευτερόλεπτα, αλλιώς θα βραχυκυκλώσεις το σύστημά της».
Βαδίζω αβέβαια προς το δωμάτιό της και ταλαντεύομαι πριν κατεβάσω το χερούλι της πόρτας της και μπω μέσα. Η Τούκα στο σώμα της Μία είναι το ίδιο όμορφη. Τα εβένινα μαύρα της μαλλιά ξεχύνονται στην πλάτη της δημιουργώντας εντυπωσιακές μπούκλες. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της και με κοιτάζει απορημένη μ’ ένα ζευγάρι βαθιά, γαλανά μάτια σαν τον ήρεμο ωκεανό. Σκαλώνω στη θέα της. Αν δε γνώριζα την κατάσταση, θα νόμιζα πως πραγματικά είναι η Μία. Διστάζω.
«Με εκνευρίζεις. Τελείωνε καμιά φορά πριν αγριέψει. Δε θα ξέρεις από πού θα σου έρθει» μου φωνάζει αγριεμένη η αληθινή Μία.
Η προσταγή της με προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα και το δάχτυλό μου πατάει ασυναίσθητα το κόκκινο κουμπί που μου υπέδειξε η Μάκινο. Η Τούκα μου ρίχνει μια φοβισμένη ματιά πριν βογκήξει από τον πόνο και πέσει στα γόνατα. Τα νύχια της γραπώνονται στο κολάρο της και το τραβούν με μανία προσπαθώντας να το βγάλουν απεγνωσμένα. Φωνάζει, ώσπου οι κινήσεις της γίνονται όλο και πιο αργές, ώσπου σταματούν. Τι είδους αρρωστημένο πράγμα εφεύραν οι Γιογκασάκι; Οργή με πλημμυρίζει στη σκέψη του ανεξέλεγκτου πόνου που έχουν προκαλέσει. Τόσο στην Τούκα όσο και στη Μία φαντάζομαι.
«Στην κορυφή του κεφαλιού της υπάρχει ένα αμυδρό εξόγκωμα. Τράβα το ελαφρά προς τα έξω, ώσπου να ανασηκωθεί το κάλυμμα του κεφαλιού. Η κάρτα γραφικών και το μικροτσίπ είναι τα πρώτα που φαίνονται».
Ακολουθώ με προσοχή τις οδηγίες της και μένω έκπληκτος με την πολύπλοκη σχεδίαση του εγκεφάλου της. Κάτω από τη λεπτή στρώση του δέρματός της, το κρανίο της μοιάζει κρυστάλλινο, ενώ ένας ανθρώπινος κατά το ήμισυ εγκέφαλος στέλνει πληροφορίες στο υπόλοιπο σώμα μέσω κανονικών και τεχνητών νευρώνων. Με κομμένη την ανάσα αλλάζω πολύ προσεχτικά τα μικροτσίπ και απενεργοποιώντας το κινητό μου συνδέω τη Μία στο σώμα της. Νιώθω, σαν να στέκομαι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς την περιμένω να συνέλθει. Θέλω να πιστεύω πως θα ξυπνήσει.
Η Μάκινο μπαίνει ξαφνικά μέσα φανερά ταραγμένη.
«Οι Γιογκασάκι επέστρεψαν» λέει αναστατωμένα. Τινάζομαι σοκαρισμένος, όμως με αρπάζει από το μπράτσο, πριν κάνω καμία βιαστική ανοησία. «Δεν έχεις χρόνο να φύγεις. Θα σε δουν. Κρύψου κάτω από το κρεβάτι».
«Και τι θα γίνει με τη Μία; Ίσως…» με σπρώχνει βίαια προς το κρεβάτι και όταν βεβαιώνεται πως είμαι καλά κρυμμένος τραβάει ελαφρά το πάπλωμα καλύπτοντας τα κενά στα πλαϊνά που μπορεί να με προδώσουν.
«Μη μιλάς. Θα σου πω, όταν είναι εντάξει» ψιθυρίζει ανυπόμονα και κλωτσάει το πόδι του κρεβατιού για να με κάνει, να σωπάσω. «Θα το φροντίσω εγώ».
Ακούω τους Γιογκασάκι στο σαλόνι να πλησιάζουν. Ανασηκώνω ελαφρά το κάλυμμα του κρεβατιού και κρυφοκοιτάζω. Ο Τόμας είναι ο πρώτος που μπαίνει στο δωμάτιο και δεν μοιάζει καθόλου χαρούμενος. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει σαν ουρανός που πρόκειται να φέρει τον κατακλυσμό, όταν βλέπει τη Μία πεσμένη στο πάτωμα. Η Μάκινο σταματάει να συγυρίζει δήθεν το δωμάτιο και οπισθοχωρεί προς την ντουλάπα σφίγγοντας το τηλεκοντρόλ του κολάρου στα νευρικά χέρια της. Τι θα της κάνουν; Ο Τόμας την αρπάζει από τον καρπό φέρνοντάς με στα όριά μου για να βγω έξω και να καβγαδίσω.
«Τι της έκανες;» τη ρωτάει τραντάζοντάς την. Η Μάκινο υποκλίνεται απολογητικά και του δίνει το τηλεχειριστήριο.
«Λοιπόν, η δεσποινίς Μία ήταν πολύ ανήσυχη σήμερα. Φώναζε και πετούσε πράγματα από δω και από κει. Μπήκα στο δωμάτιό της, μόνο και μόνο για να την ηρεμήσω και να τακτοποιήσω, κύριε». Τραυλίζει φοβισμένα.
«Ανάθεμά σε, Μάκινο. Αν πάθει κάτι, πίστεψέ με, θα σε κάνω να το πληρώσεις» την απειλεί. Δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό. Ποιος νομίζει ότι είναι;
«Άσε τη γυναίκα ήσυχη, Τόμας. Το ρομπότ σου θα συνέλθει» παρεμβαίνει ο Σον Γιογκασάκι γέρνοντας πάνω στην πόρτα του δωματίου. «Μάκινο επέστρεψε στις δουλειές σου σε παρακαλώ. Και συγχώρησε την αγένεια του γιου μου. Είναι αρκετά πιεσμένος για το αποψινό γκαλά». Η Μάκινο υποκλίνεται με ευγένεια και αποχωρεί σιωπηλή. Στρέφεται προς τον Τόμας. «Έχουμε πρόβλημα με τους αγοραστές. Δεν ενδιαφέρονται για τα αντίγραφα. Θέλουν το πρωτότυπο. Δίνουν όσα ζητήσουμε».
«Τι! Όχι βέβαια! Δεν πρόκειται να δώσουμε τη Μία. Όλη η δουλειά μου είναι βασισμένη πάνω της και δεν πρόκειται να την πουλήσω για ψίχουλα» αντιδράει θυμωμένα ο Τόμας σφίγγοντας τις γροθιές του. «Δε ρίσκαρα τη ζωή μου για χάρη της στην Σκωτία για να την πουλήσω τώρα σε καλή τιμή».
«Μα δε με άφησες να σου πω τι ακριβώς μας προσφέρουν. Ίσως και να αλλάξεις γνώμη» του χαμογελάει ενθουσιασμένος. «Πάμε να συζητήσουμε ήρεμα στο γραφείο μου, ώσπου να ξυπνήσει ο θησαυρός σου».
Για λίγο μένω εντελώς ακίνητος με το βλέμμα μου καρφωμένο στο στρώμα του κρεβατιού και ξεφυσάω αργά, μέχρι να υποχωρήσει το σοκ που πλημμυρίζει τον εγκέφαλό μου. Θέλουν να πουλήσουν τη Μία; Δ… δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Ό,τι κατασκεύασμα και αν υπάρχει στο σώμα της, παραμένει άνθρωπος. Πρέπει να επικοινωνήσω άμεσα με τους υπόλοιπους. Βγαίνω δειλά από την κρυψώνα μου και γονατίζω πάνω από τη Μία. Συνεχίζει να είναι αναίσθητη. Έλα κορίτσι μου. Ψάχνω στο σώμα της για κάποιο κουμπί επανεκκίνησης, αλλά το μόνο που βρίσκω και με εκπλήσσει ευχάριστα, είναι το πειραγμένο ρολόι-πομπός της. Ανακάθομαι στις φτέρνες μου και ρίχνω μια κλεφτή ματιά από την χαραμάδα της πόρτας. Με τους Γιογκασάκι στο σπίτι δεν ξέρω, αν αξίζει να ριψοκινδυνεύσω μια απόδραση. Καλύτερα να περιμένω λίγο ακόμα. Βγάζω το κινητό μου έξω για να ενημερώσω τον Τόμας για τα νέα δεδομένα της κατάστασης και βλέπω ένα σωρό χαμένες κλήσεις και αδιάβαστα μηνύματα.
Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει, ώσπου να δω τη Μία να κινείται ξανά. Πρώτα μερικές σπαστικές κινήσεις των δαχτύλων της και στη συνέχεια όλο της το σώμα. Στριφογυρίζει για λίγο με δυσκολία στο πάτωμα, καθώς παλεύει να σταθεί στα πόδια της.
«Μία!» ψιθυρίζω σιγανά ξεπροβάλλοντας το κεφάλι μου κάτω από το κρεβάτι. Η Μία συνοφρυώνεται μπερδεμένη μέχρι να αναγνωρίσει την ταυτότητά μου. «Πως νιώθεις;» ρωτάω γεμάτος ενδιαφέρον και περιέργεια. Δε μου έχει τύχει ποτέ να αλλάξω σώμα, ούτε και να μπω σε έναν υπολογιστή.
«Λες και είμαι φτιαγμένη από ζελέ. Νομίζω ότι όλα ταλαντεύονται γύρω μου. Αλλά κατά τ’ άλλα κάπως ανακουφισμένη. Μου αρέσει που έχω και πάλι το σώμα μου πίσω» χαμογελάει ανακουφισμένη τεντώνοντας τα μέλη της για να ξεπιαστούν. «Εσύ όμως τι κάνεις εδώ; Θα έπρεπε να έχεις φύγει και όχι να κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μου».
«Κόλλησα. Και όσο οι Γιογκασάκι παραμένουν στο σπίτι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα» απαντάω αγχωμένα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Θέλω να πιστεύω πως θα φύγουν σύντομα. «Ελπίζω τα αγόρια να είναι εντάξει μόνα τους».
«Μην ανησυχείς, Μητέρα Τερέζα. Μια χαρά θα είναι. Αλλά…» ψελλίζει αγγίζοντας με δάχτυλα τρεμάμενα το κολάρο στο λαιμό της και την ακουμπάω απαλά στο πόδι, σαν να θέλω να της μεταδώσω λίγη από την ψυχραιμία μου. «Και αν το σχέδιό μας δεν πάει καλά; Τι θα συμβεί σε μας τότε;»
«Τίποτα δε θα συμβεί. Ούτε σε σένα, ούτε και σε κανέναν άλλο. Ο σχεδιασμός μας ήταν πολύ προσεχτικός και ο καθένας ανέλαβε την ιδανικότερη θέση. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζεσαι με αυτά. Κοίτα να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα με τους Γιογκασάκι. Ό,τι και αν σχεδιάζουν, δεν είναι καλό».
Διακρίνω μια σπίθα ευγνωμοσύνης να γυαλίζει στα όμορφα γαλάζια μάτια της, όμως είναι τόσο στιγμιαία που ίσως και να τη φαντάστηκα. Της ανταποδίδω το χαμόγελο. Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά αναγκάζοντάς με να επιστρέψω βιαστικά στην κρυψώνα μου. Κατά λάθος χτυπάω το κεφάλι μου στο ξύλινο πλαϊνό του κρεβατιού και πνίγω μια κραυγή πόνου. Τα μάτια μου δακρύζουν και θολώνουν στη θέα της Μια. Στέκεται προσοχή στην καχύποπτη φιγούρα του Τόμας που μπαίνει στο δωμάτιο. Οργώνει προσεχτικά τον χώρο με το βλέμμα του, σαν να διαισθάνθηκε την παρουσία ενός τρίτου ατόμου και έπειτα στρέφεται προς το μέρος της.
«Επιτέλους ξύπνησες. Ωραία» λέει παγωμένα ο Τόμας και την πλησιάζει. Βάζει το χέρι του απειλητικά πίσω από τον σβέρκο της και πιάνει μερικές τούφες μαλλιών. Της τραβάει το κεφάλι προς τα κάτω για να της ανασηκωθεί το πρόσωπο και έπειτα την φιλάει στα χείλη. Το πρόσωπό του αποκτάει μια χαιρέκακη όψη που με αηδιάζει και με θυμώνει ταυτόχρονα. «Έχουμε δουλειά κάνουμε. Θυμάσαι ποιο είναι το καθήκον σου έτσι;»
Η Μία σφίγγει τα χείλη της για να αντισταθεί στο τσούξιμο εξαιτίας της βιαιότητάς του και της αηδίας που την γεμίζει.
«Απλά απάντα με ένα ναι ή ένα όχι, ηλίθιο κατασκεύασμα» την τραντάζει.
Η Μία νεύει καταφατικά και ο Τόμας μορφάζοντας αποδοκιμαστικά την παίρνει μαζί του. Κάποια στιγμή ακούω ομιλίες από το σαλόνι, αν και δεν διακρίνω ξεκάθαρα τη συζήτηση και μετά την πόρτα να κλείνει. Η ακοή μου δεν πιάνει τίποτα άλλο εκτός από τα υπόκωφα βήματα της Μάκινο.
«Πεδίο ελεύθερο. Σε συμβουλεύω να βιαστείς, αν θες να προλάβεις τη δεξίωση» λέει η Μάκινο χαμογελώντας μου πονηρά. «Καλή τύχη. Να προσέχετε».
Αφήνω βιαστικά το διαμέρισμα των Γιογκασάκι και προσπερνάω με μια άνεση μπροστά από τον απορημένο θυρωρό, λες και φεύγω από κάποια επίσκεψη. Υποκλίνομαι ευγενικά μπροστά του και του νεύω καλοσυνάτα. Μόλις βγαίνω έξω και απομακρύνομαι τόσο, ώστε να μην κινήσω υποψίες, βάζω στα πόδια μου φτερά. Το φορτηγάκι του Τόγκα λείπει από το σημείο που με άφησε, οπότε αλλάζω κατεύθυνση προς το νοσοκομείο των Γιογκασάκι. Είναι περασμένες εφτά, άρα οι δίδυμοι, ο Τόγκα και η Κρυστάλ θα έχουν λάβει τις θέσεις τους.
Φτάνω λίγο καθυστερημένα και όταν μπαίνω στο φορτηγάκι, ο Τόγκα ήδη κάθεται μπροστά από μια σειρά οθόνες έχοντας υποκλέψει το σήμα από τις κάμερες παρακολούθησης μέσα στο νοσοκομείο. Ο Χάκου και ο Αόι φρόντισαν να δουλέψουν ως σερβιτόροι του κέτερινγκ που εφοδίασε τον πλούσιο μπουφέ για να παρατηρούν τον κόσμο που μπαίνει και βγαίνει από την αίθουσα της δεξίωσης, ενώ η Κρυστάλ κόβει απαρατήρητη κίνηση ανάμεσα στην ελίτ, αλλά και προσέχει τα νώτα τους. Εμείς από την άλλη εκτελούμε χρέη συντονιστών με καθήκον την ενημέρωση των καταστάσεων που δεν αντιλαμβάνονται εκείνοι, αλλά και τη θέση όλων των μελών της ομάδας μας.
«Οι Γιογκασάκι έχουν σκοπό να πουλήσουν τη Μία απόψε. Τα μάτια σας δεκατέσσερα» λέω φορώντας το ακουστικό μου. Διακρίνω μια ξαφνική ταραχή στα πρόσωπά τους, η οποία καλύπτεται αμέσως από τις μάσκες της ηρεμίας. Το πρόσωπο της Μία όμως δεν συνεργάζεται τόσο πρόθυμα. «Φέρ’ σου όσο πιο φυσιολογικά γίνεται και άσε εμάς να ανησυχούμε για τα υπόλοιπα» την καθησυχάζω, πριν αρχίσει, να πανικοβάλλεται για τα καλά.
Τα μάτια του Τόγκα και τα δικά μου είναι στραμμένα στην αίθουσα δεξιώσεων, όπου βρίσκεται η Μία και ο Σον. Κάποια στιγμή έπειτα από τις σύντομες χαιρετούρες με τους καλεσμένους και τις απαραίτητες συστάσεις, ο Σον ανεβαίνει στην εξέδρα που έχει στηθεί μόνο για εκείνον και χαμογελάει πλατιά. Όταν όλα τα φλας και τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω στον οικοδεσπότη της δεξίωσης, ο Τόμας πλησιάζει τη Μία και την παίρνει μακριά τους. Τον ακολουθούμε μεταφέροντας την εικόνα στον υπολογιστή μας από κάθε κάμερα που περνούν.
Σιωπηλός την οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο με διάφορα ιατρικά μηχανήματα, εργαλεία, φάρμακα και πολλά άλλα αντικείμενα που μπορεί να χρειαστούν σε ένα νοσοκομείο.
«Προετοίμασε τον λόγο σου, όση ώρα θα σε ετοιμάζει ο Σότζι. Και φρόντισε να είσαι συγκεντρωμένη» της λέει ο Τόμας και την σπρώχνει μέσα στο δωμάτιο.
Χάνω την εικόνα της από την κάμερα που παρακολουθώ και ρίχνω μια σύντομη ματιά στις υπόλοιπες, όμως δεν μπορώ να την βρω. Το δωμάτιο δεν πρέπει να παρακολουθείται. Ο Τόγκα παρατηρεί σφιγμένα την παρουσίαση του Γιογκασάκι. Τον λεπτομερή λόγο του βάση στο πείραμά του και την σειρά των εικόνων που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκειά τους. Οι δίδυμοι και η Κρυστάλ περιφέρονται διακριτικά ανάμεσά τους προσφέροντας εδέσματα και μιλώντας τους αντίστοιχα. Όλα καλά προς το παρόν, αν και δεν έχουμε εντοπίσει ακόμα τους αγοραστές. Κάπου θα πρέπει να εμφανιστούν.
Μην έχοντας άλλη επιλογή συνδέομαι με τον κεντρικό εγκέφαλο της Μία και με μερικές εντολές στο πρόγραμμά της, αποκτώ επαφή με τα μάτια της προβάλλοντας οτιδήποτε και αν βλέπει στην οθόνη του υπολογιστή μου. Τον επιστήμονα που έχει μπροστά της, τον Σότζι όπως τον αποκάλεσε ο Τόμας. Δεν τον γνωρίζω. Δεν δούλευε με τους Γιογκασάκι, όταν έπαιζαν με μένα και με αγχώνει το γεγονός που δεν ξέρω πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει.
«Πώς είσαι, Τούκα;» ρωτάει τη Μία χαμογελώντας στραβά. «Είσαι έτοιμη γι’ απόψε;»
«Καλύτερα γνέψε ελαφρά» την προτρέπω, μόλις δεν αντιδράει. Υπακούει και το χαμόγελο του Σότζι γίνεται ακόμα πλατύτερο.
Πλησιάζει κοντά της κρατώντας στα χέρια του μια νοσοκομειακή ρόμπα και την ακουμπάει απαλά δίπλα της στο νοσοκομειακό κρεβάτι που κάθεται και μετά αρχίζει να την γδύνει αγγίζοντάς την πολύ πιο τρυφερά απ’ όσο θα έπρεπε για να μη θεωρηθεί το χάδι του ερωτικό. Πιάνω τα κύματα πανικού της Μία και δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι το ίδιο σαστισμένος με εκείνη.
«Μην αντιδράσεις» λέει ο Τόγκα στη θέση μου. «Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος».
Η Μία σφίγγει τα δόντια της και τις γροθιές της απαγορεύοντας στον εαυτό της να κρυφτεί από ντροπή. Ο Σότζι στενεύει τα μάτια του ξαφνικά και της ανασηκώνει απότομα το πρόσωπο πιάνοντάς την από το σαγόνι. Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Την κατάλαβε; Σηκώνει το χέρι του αστραπιαία και προσποιείται πως θα την χτυπήσει στο πρόσωπο με δύναμη. Η Μία σκύβει αντανακλαστικά πέφτοντας κατευθείαν στην παγίδα του. Ο Σότζι τη ρίχνει κάτω και την ακινητοποιεί με μια λαβή που φαντάζει επίπονη.
«Οι Γιογκασάκι είπαν ότι εξαφανίστηκες. Τι έκανες στην Τούκα;» την τραντάζει άγρια.
«Πού μπορώ να πάω δίχως το σώμα μου; Το ήθελα πίσω. Η Τούκα δεν ξέρω τι απέγινε. Ίσως αυτό που προσπάθησαν να κάνουν με μένα» του απαντάει γρυλίζοντας. «Έχω δικαίωμα στη ζωή και είμαι διατεθειμένη να παλέψω γι’ αυτήν».
«Αυτό… ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Αναρωτιέμαι, αν μπορείς να το κάνεις κιόλας. Επειδή… πάντοτε σε συμπαθούσα, δε θα σε προδώσω, αλλά εσύ θα φροντίσεις, ώστε κανένας να μη σε ανακαλύψει. Αν όμως συμβεί, θα είσαι η μόνη που θα βιώσει την οργή των Γιογκασάκι. Δε θα σε καλύψω» την αφήνει και της δίνει τη λευκή ρόμπα. «Ο Τόμας θα σε πάει σε κάποιους που ενδιαφέρονται για σένα. Απλά κάνε ο,τι σου πει και… μη δείξεις συναισθήματα» τονίζει αυστηρά.
Ο Τόμας μπαίνει στο δωμάτιο χτυπώντας ανυπόμονα το ρολόι του και ο Σότζι σπρώχνει τη Μία προς το μέρος του. Σκύβω αγχωμένα προς την οθόνη του υπολογιστή μου. Τι θα της κάνουν; Ο Τόγκα μου ρίχνει μια καθησυχαστική ματιά, αν και εκείνος δεν πείθει τόσο τον εαυτό του. Ενεργοποιεί τη συνομιλία του με την Κρυστάλ.
«Ο Τόμας παίρνει τη Μία με το ασανσέρ» της λέει σύμφωνα με τις ακριβής κινήσεις του. «Δες, αν μπορείς να κατέβεις με τις σκάλες. Πηγαίνουν χαμηλά. Προφανώς στο εργαστήριο της Unitex».
Οδηγεί τη Μία σε μια εντυπωσιακή ψηλοτάβανη σάλα σαν ξενοδοχείου με ακριβή και προσεγμένη διακόσμηση. Ένα πλήθος καλοντυμένων αντρών και γυναικών που κάθονται σε λευκούς δερμάτινους καναπέδες, ενώ μια ντουζίνα μαυροντυμένων αντρών στέκονται παράμερα στον τοίχο. Τι, σωματοφύλακες είναι αυτοί; Έχουν όπλα και δε μοιάζουν καθόλου μα καθόλου φιλικοί. Το ίδιο και οι φύλακες της εταιρείας. Γιατί τόση ασφάλεια για το τίποτα; Σίγουρα σε έναν πλειστηριασμό κανένας δεν πρόκειται να κλέψει ή να σκοτώσει κάποιον. Τουλάχιστον όχι σε ένα τέτοιο μέρος. Όσο καλή ηχομόνωση και αν έχει το κτίριο, αν πέσουν πυροβολισμοί, δε θα περάσουν απαρατήρητοι.
Σηκώνονται ταυτόχρονα στην άφιξή τους λες και η Μια είναι ο επίτιμος καλεσμένος τους. Τα μάτια τους λαμπυρίζουν από διαβολική ανυπομονησία κάνοντας τη Μία να ζαρώσει ανεπαίσθητα. Ο Τόμας την τραβολογάει και την στήνει μπροστά τους βγάζοντας την ρόμπα της. Την ξεγυμνώνει.
«Καλησπέρα, κυρίες και κύριοι. Συγχωρήστε μας για την καθυστέρηση και την απουσία του πατέρα μου, όμως καταλαβαίνετε τη λεπτότητα της συνάντησής μας. Έλαβα τα μηνύματά σας για το ότι είστε διατεθειμένοι να την αποκτήσετε, οπότε ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη περιγραφή της και τον πλειστηριασμό» λέει ο Τόμας ανοίγοντας έναν προβολέα μπροστά σε κινηματογραφικό, λευκό πανί. Εικόνες αρχίζουν να τρέχουν σαν κινηματογραφικό φιλμ παρουσιάζοντας τη ζωή της με… μια δόση κατασκευαστικής αλήθειας.
»Πρώτα απ’ όλα όπως βλέπετε το αντικείμενο βρίσκεται σε άριστη κατάσταση. Το δέρμα της είναι φτιαγμένο από ένα αναβαθμισμένο καουτσούκ. Δεν σκίζεται, δεν καίγεται». Σηκώνει τα χέρια της και την στριφογυρίζει ολόκληρη για να την δουν όλοι. «Τα μάτια της είναι κάμερες και έχουν αισθητήρες, ώστε να ανταποκρίνονται στα διάφορα ερεθίσματα. Ο σκελετός της είναι φτιαγμένος από μέταλλο το ίδιο και τα όργανά της. Ενώ το υδρογόνο της επιτρέπει…»
«Ό,τι και αν είναι μου αρέσει. Τη θέλω» πετάγεται μια γυναίκα με γκρι ταγέρ και εντυπωσιακά κόκκινα μαλλιά. Μια οχλοβοή εξαπλώνεται ξαφνικά ανάμεσά τους. «Πληρώνω όσο είναι».
«Δίνω περισσότερα» φωνάζει κάποιος άλλος παραμερίζοντάς την. «Δέκα εκατομμύρια».
«Δεκαπέντε εκατομμύρια» τσιρίζει μια άλλη γυναίκα κουνώντας μανιασμένα το ταμπελάκι με τον αριθμό της.
Δεκαπέντε εκατομμύρια για τη Μία; Κοιτάζω σαστισμένος τον Τόγκα και έπειτα το πλήθος που συνεχίζει να ανεβάζει την τιμή της. Γιατί τη θέλουν τόσο πολύ; Τι θα την κάνουν; Συνοφρυωμένος παρατηρώ τον αγοραστή που κερδίζει στον πλειστηριασμό να πλησιάζει τον Τόμας και να του σφίγγει το χέρι. Ο Γιογκασάκι από το σακάκι του βγάζει το συμβόλαιό της τυλιγμένο σε ρολό και δεμένο με μαύρη κορδέλα, όμως ο άντρας δεν το παίρνει. Αντίθετα παραμερίζει στο πλάι τραβώντας μαζί του τη Μία από το μπράτσο. Ένας πυροβολισμός ξεσπάει ξαφνικά από τη σειρά των σωματοφυλάκων και χτυπάει ακαριαία τον Τόμας χαμηλά στην κοιλιά. Πέφτει.
Τινάζομαι ταυτόχρονα όρθιος με τον Τόγκα μην μπορώντας να συγκρατήσω την έκπληξη και την ανησυχία μου για τη Μία.
«Θα έπρεπε να το σκεφτείς δύο φορές, πριν μας προδώσεις και κλέψεις κάτι που δε σου ανήκε» γρυλίζει προς το μέρος του Τόμας και έπειτα στρέφεται προς τη Μία. «Ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι, δις Μέρφι» την αρπάζει, πριν καταφέρει να κάνει οτιδήποτε και τη σέρνει μακριά.
«Πάρε την αστυνομία. Εγώ θα σταματήσω αυτόν» λέω και ορμάω έξω από το βαν.
Προσπερνάω τρέχοντας τη σάλα και ορμάω προς τη σκάλα κινδύνου. Ούτε που ξέρω πόσα σκαλιά κατεβαίνω μαζί πριν φτάσω στο τελευταίο επίπεδο, εκεί όπου η κατάβασή μου τελειώνει. Δεν προχωράει άλλο και η ατσάλινη πόρτα μπροστά μου χρειάζεται κωδικό. Γαμώτο μου! Χτυπάω οργισμένα τα χέρια μου πάνω της και αμέσως μετά ακούω έναν δυνατό ήχο σαν ποδοβολητό να έρχεται προς το μέρος μου. Αναθεματίζω για το πλήθος των αγοραστών που ορμάει έξω πανικόβλητο και παραλίγο να με πάρει σβάρνα.
«Τόγκα» φωνάζω στο ακουστικό μου, ελπίζοντας για την καθοδήγησή του. Κάπου εδώ κοντά πρέπει να είναι το ασανσέρ.
«Στα εκατό μέτρα αριστερά σου» με ενημερώνει. «Η Μία του δίνει και καταλαβαίνει. Θύμισέ μου να μην τα βάλω ποτέ μαζί της» σαρκάζει ενθουσιασμένος.
Δεν πιάνω τον συνειρμό του, όμως όλα ξεδιαλύνονται μπροστά μου, όταν τη βλέπω να εξασκεί τις πραγματικές της ικανότητες. Τα κατεστραμμένα, τα λερωμένα και σε ολόκληρο το δωμάτιο σώματα αναίσθητα και άλλα νεκρά. Εκεί που πριν ήταν πεσμένος ο Τόμας, πλέον υπάρχει ένα κενό και μια γενναιόδωρη κηλίδα αίματος.
«Μία!» της φωνάζω. «Φτάνει. Θα τον σκοτώσεις» τη σταματάω από το να σπάσει το κεφάλι του αγοραστή της. Υπάρχει τόσο μίσος στο βλέμμα της που με κάνει να οπισθοχωρήσει τρομοκρατημένος.
«Αυτός ήταν, Ανζάι. Αυτός σκότωσε τον πατέρα μου» δαγκώνει τα χείλη της, σαν να θέλει να κρύψει τους λυγμούς της. «Θα εκδικηθώ γι’ αυτό. Θα κάνω τα πάντα για να σταματήσω όσους μας εμπορεύονται. Ό,τι και αν είμαστε, έχουμε δικαιώματα και είμαι πρόθυμη να παλέψω γι’ αυτά».
Βγάζω το μπουφάν μου και το ρίχνω στους ώμους της για να κρύψω τη γύμνια της και ρίχνω μια ματιά ολόγυρα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μη μας βρουν οι αστυνομικοί εδώ. Την αγκαλιάζω από τους ώμους και τη σφίγγω αβέβαιος πάνω μου και μου κάνει εντύπωση που δε με απορρίπτει, έπειτα απ’ ό,τι συνέβη μεταξύ μας.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Χτυπάω νευρικά τα δάχτυλά μου στο τιμόνι του αυτοκινήτου χαζεύοντας βλοσυρός τις σταγόνες τις βροχής να σκάνε πάνω στο τζάμι του οδηγού. Δαγκώνω τα χείλη μου και ξεφυσάω περιμένοντας με ανυπομονησία το κινητό μου να χτυπήσει επιτέλους. Η Μάκινο έχει καθυστερήσει. Μήπως οι Γιογκασάκι αποφάσισαν να μη φύγουν σήμερα από το σπίτι; Όχι, αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε προσπαθήσαμε άπειρες φορές να προσεγγίσουμε την Τούκα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ποτέ δεν ήταν μόνη ή κάποιος από εμάς δε βρισκόταν στον σωστό τόπο τη σωστή στιγμή. Απόψε είναι το γκαλά στο νοσοκομείο και αν δεν πάρουμε την Τούκα ότι έχουμε οργανώσει για να σταματήσουμε τους Γιογκασάκι θα πάνε όλα χαμένα. Ο Τόγκα και οι δίδυμοι Χάκου και Αόι συγκέντρωσαν έναν εύλογο αριθμό ατόμων που επιθυμούν την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Γιογκασάκι, ενώ η Κρυστάλ έχει γίνει μια καταπληκτική κατάσκοπος. Οτιδήποτε κάνουν και λένε δεν περνάει απαρατήρητο από τη μητέρα της. Η κόρη της είναι πανέξυπνη για να την ψαρέψει δίχως εκείνη να καταλάβει το τι γίνεται. Όταν έρθει η ώρα, η Μία θα κάνει τα υπόλοιπα. Με το που θα μπει στο σώμα της θα έχουμε οπτική και ακουστική επαφή, ενώ ανά πάσα στιγμή θα ξέρουμε πού είναι και τι κάνει.
«Φοβάσαι;» η φωνή της βγαίνει τρεμουλιαστή από το ακουμπισμένο κινητό στα γόνατά μου, περνάει μέσα από τα λευκά ακουστικά και σκάει στο κεφάλι μου ως υπενθύμιση της ύπαρξής της. «Θα φύγουν. Θα θελήσουν να επιβλέψουν τα πάντα για το βράδυ. Δε θα ρισκάρουν να στραβώσει κάτι. Οπότε, απλά ας ελπίσουμε ότι δε θα πάρουν την Τούκα μαζί τους».
«Αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να κερδίσουμε το παιχνίδι. Αν τα πειράματα βγουν παραέξω και μαθευτούν στον κύκλο των παράνομων εταιρειών, σαν αυτή που σε έφτιαξε, τότε θα γίνει σάλος. Η κλωνοποίηση των ανθρώπων ή των οργάνων τους θα επιφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα σε όσους μπορούν να χρηματοδοτήσουν. Τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους; Δε θα είναι και τόσο ευχάριστο υποθέτω» λέω γνωρίζοντας πως οι σκέψεις μου έχουν περάσει σε ένα πολύ πιο βαθύ επίπεδο απ’ ότι τα λόγια μου.
Η Μία αφήνει έναν σιγανό ψίθυρο, σαν να συμφωνεί και έπειτα σωπαίνει. Υπάρχει περίπτωση να φοβάται και εκείνη; Δεν είναι κάτι που θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε στην περίπτωση που μας τσακώσουν. Τουλάχιστον οι Γιογκασάκι δεν φημίζονται για την ευσπλαχνία τους. Είμαι τόσο βυθισμένος στην παρακολούθηση για την αποχώρηση των Γιογκασάκι, που όταν ο Τόγκα ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, έχω την αίσθηση ότι χτυπάω τρομοκρατημένος το κεφάλι μου στην οροφή του αυτοκινήτου.
Με κοιτάζει σαστισμένος για λίγο και έπειτα χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει. Εφόσον είναι αυτός, ο οποίος θα με καλύψει για τις κινήσεις των Γιογκασάκι παίρνω το κινητό με τη συνδεδεμένη Μία και εγκαταλείπω το αυτοκίνητο. Παρακολουθώντας τον δρόμο δεξιά και αριστερά για ύποπτες κινήσεις διασχίζω το τετράγωνο πριν από την πολυκατοικία των Γιογκασάκι και προσεγγίζω την πίσω πλευρά του. Υπάρχει μια εξωτερική σκάλα κινδύνου που οδηγεί στη στέγη, ενώ σε κάθε όροφο των διαμερισμάτων υπάρχει μια βαριά μεταλλική πόρτα με κωδικό για την απενεργοποίηση του συναγερμού.
Η καρδιά μου πονάει στη θέα των δεκαοχτώ ορόφων που πρέπει να ανέβω για να φτάσω στο ρετιρέ των Γιογκασάκι.
«Με την ησυχία σου» σαρκάζει η Μία στο αυτί μου. Μορφάζω αποδοκιμαστικά με την αντίδρασή της προσπαθώντας να κερδίσω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ.
«Σκάλες. Πολλές σκάλες» λέω ξέπνοος κάπου στα μισά και βγάζω το κινητό μου έξω, όμως πριν προλάβω να το ανοίξω ένα μήνυμα από τον Τόγκα εμφανίζεται στην οθόνη. Οι Γιογκασάκι μόλις εγκατέλειψαν το κτίριο. Του τηλεφωνώ αμέσως. «Βρες μου τον κωδικό τη πόρτας για τον ένατο όροφο. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω να φτάσω έγκαιρα από τις σκάλες» λαχανιάζω.
«Δώσε μου ένα λεπτό» απαντάει βιαστικά. Τον ακούω να πληκτρολογεί μανιωδώς. «ΤΒ95ΟΑ90».
Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Παίρνω πολλές βαθιές ανάσες, ώσπου να σταματήσει το έντονο χτυποκάρδι μου και το αναπνευστικό μου να επιστρέψει στο κανονικό του. Βγαίνω στον διάδρομο προσποιούμενος ότι όλα είναι καλά, ώστε να μην τραβήξω ανεπιθύμητα βλέμματα πάνω μου.
«Το ασανσέρ είναι στο αριστερό σου χέρι στα είκοσι μέτρα περίπου. Ένας θυρωρός θα σου ζητήσει τον κωδικό ασφαλείας για το διαμέρισμα. Να είσαι πολύ προσεκτικός» λέει ο Τόγκα. Θυμάμαι πάνω κάτω τον κωδικό. Ήταν…
«450Β» απαντάει η Μία στις άτακτες σκέψεις μου. Ναι, αυτό νομίζω.
«Στο ρετιρέ» λέω στον θυρωρό με το που ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και γράφω τον κωδικό στην προσθήκη κάτω από τα κουμπιά των ορόφων. Υποκλίνεται ευγενικά και υπακούει στην εντολή μου, μόλις το ασανσέρ αποδέχεται τον κωδικό μου.
Η Μάκινο σαν να έχει μαντέψει την κάθε μου κίνηση, ανοίγει την πόρτα πριν χτυπήσω το κουδούνι, με τραβάει μέσα και κλείνει βιαστικά την πόρτα πίσω μου. Μου δίνει ένα τηλεκοντρόλ και μου δείχνει το δωμάτιο της Μία.
«Χρησιμοποίησε το κόκκινο κουμπί για να την ακινητοποιήσεις. Αλλά κράτα το πατημένο μόνο για δέκα δευτερόλεπτα, αλλιώς θα βραχυκυκλώσεις το σύστημά της».
Βαδίζω αβέβαια προς το δωμάτιό της και ταλαντεύομαι πριν κατεβάσω το χερούλι της πόρτας της και μπω μέσα. Η Τούκα στο σώμα της Μία είναι το ίδιο όμορφη. Τα εβένινα μαύρα της μαλλιά ξεχύνονται στην πλάτη της δημιουργώντας εντυπωσιακές μπούκλες. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της και με κοιτάζει απορημένη μ’ ένα ζευγάρι βαθιά, γαλανά μάτια σαν τον ήρεμο ωκεανό. Σκαλώνω στη θέα της. Αν δε γνώριζα την κατάσταση, θα νόμιζα πως πραγματικά είναι η Μία. Διστάζω.
«Με εκνευρίζεις. Τελείωνε καμιά φορά πριν αγριέψει. Δε θα ξέρεις από πού θα σου έρθει» μου φωνάζει αγριεμένη η αληθινή Μία.
Η προσταγή της με προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα και το δάχτυλό μου πατάει ασυναίσθητα το κόκκινο κουμπί που μου υπέδειξε η Μάκινο. Η Τούκα μου ρίχνει μια φοβισμένη ματιά πριν βογκήξει από τον πόνο και πέσει στα γόνατα. Τα νύχια της γραπώνονται στο κολάρο της και το τραβούν με μανία προσπαθώντας να το βγάλουν απεγνωσμένα. Φωνάζει, ώσπου οι κινήσεις της γίνονται όλο και πιο αργές, ώσπου σταματούν. Τι είδους αρρωστημένο πράγμα εφεύραν οι Γιογκασάκι; Οργή με πλημμυρίζει στη σκέψη του ανεξέλεγκτου πόνου που έχουν προκαλέσει. Τόσο στην Τούκα όσο και στη Μία φαντάζομαι.
«Στην κορυφή του κεφαλιού της υπάρχει ένα αμυδρό εξόγκωμα. Τράβα το ελαφρά προς τα έξω, ώσπου να ανασηκωθεί το κάλυμμα του κεφαλιού. Η κάρτα γραφικών και το μικροτσίπ είναι τα πρώτα που φαίνονται».
Ακολουθώ με προσοχή τις οδηγίες της και μένω έκπληκτος με την πολύπλοκη σχεδίαση του εγκεφάλου της. Κάτω από τη λεπτή στρώση του δέρματός της, το κρανίο της μοιάζει κρυστάλλινο, ενώ ένας ανθρώπινος κατά το ήμισυ εγκέφαλος στέλνει πληροφορίες στο υπόλοιπο σώμα μέσω κανονικών και τεχνητών νευρώνων. Με κομμένη την ανάσα αλλάζω πολύ προσεχτικά τα μικροτσίπ και απενεργοποιώντας το κινητό μου συνδέω τη Μία στο σώμα της. Νιώθω, σαν να στέκομαι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς την περιμένω να συνέλθει. Θέλω να πιστεύω πως θα ξυπνήσει.
Η Μάκινο μπαίνει ξαφνικά μέσα φανερά ταραγμένη.
«Οι Γιογκασάκι επέστρεψαν» λέει αναστατωμένα. Τινάζομαι σοκαρισμένος, όμως με αρπάζει από το μπράτσο, πριν κάνω καμία βιαστική ανοησία. «Δεν έχεις χρόνο να φύγεις. Θα σε δουν. Κρύψου κάτω από το κρεβάτι».
«Και τι θα γίνει με τη Μία; Ίσως…» με σπρώχνει βίαια προς το κρεβάτι και όταν βεβαιώνεται πως είμαι καλά κρυμμένος τραβάει ελαφρά το πάπλωμα καλύπτοντας τα κενά στα πλαϊνά που μπορεί να με προδώσουν.
«Μη μιλάς. Θα σου πω, όταν είναι εντάξει» ψιθυρίζει ανυπόμονα και κλωτσάει το πόδι του κρεβατιού για να με κάνει, να σωπάσω. «Θα το φροντίσω εγώ».
Ακούω τους Γιογκασάκι στο σαλόνι να πλησιάζουν. Ανασηκώνω ελαφρά το κάλυμμα του κρεβατιού και κρυφοκοιτάζω. Ο Τόμας είναι ο πρώτος που μπαίνει στο δωμάτιο και δεν μοιάζει καθόλου χαρούμενος. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει σαν ουρανός που πρόκειται να φέρει τον κατακλυσμό, όταν βλέπει τη Μία πεσμένη στο πάτωμα. Η Μάκινο σταματάει να συγυρίζει δήθεν το δωμάτιο και οπισθοχωρεί προς την ντουλάπα σφίγγοντας το τηλεκοντρόλ του κολάρου στα νευρικά χέρια της. Τι θα της κάνουν; Ο Τόμας την αρπάζει από τον καρπό φέρνοντάς με στα όριά μου για να βγω έξω και να καβγαδίσω.
«Τι της έκανες;» τη ρωτάει τραντάζοντάς την. Η Μάκινο υποκλίνεται απολογητικά και του δίνει το τηλεχειριστήριο.
«Λοιπόν, η δεσποινίς Μία ήταν πολύ ανήσυχη σήμερα. Φώναζε και πετούσε πράγματα από δω και από κει. Μπήκα στο δωμάτιό της, μόνο και μόνο για να την ηρεμήσω και να τακτοποιήσω, κύριε». Τραυλίζει φοβισμένα.
«Ανάθεμά σε, Μάκινο. Αν πάθει κάτι, πίστεψέ με, θα σε κάνω να το πληρώσεις» την απειλεί. Δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό. Ποιος νομίζει ότι είναι;
«Άσε τη γυναίκα ήσυχη, Τόμας. Το ρομπότ σου θα συνέλθει» παρεμβαίνει ο Σον Γιογκασάκι γέρνοντας πάνω στην πόρτα του δωματίου. «Μάκινο επέστρεψε στις δουλειές σου σε παρακαλώ. Και συγχώρησε την αγένεια του γιου μου. Είναι αρκετά πιεσμένος για το αποψινό γκαλά». Η Μάκινο υποκλίνεται με ευγένεια και αποχωρεί σιωπηλή. Στρέφεται προς τον Τόμας. «Έχουμε πρόβλημα με τους αγοραστές. Δεν ενδιαφέρονται για τα αντίγραφα. Θέλουν το πρωτότυπο. Δίνουν όσα ζητήσουμε».
«Τι! Όχι βέβαια! Δεν πρόκειται να δώσουμε τη Μία. Όλη η δουλειά μου είναι βασισμένη πάνω της και δεν πρόκειται να την πουλήσω για ψίχουλα» αντιδράει θυμωμένα ο Τόμας σφίγγοντας τις γροθιές του. «Δε ρίσκαρα τη ζωή μου για χάρη της στην Σκωτία για να την πουλήσω τώρα σε καλή τιμή».
«Μα δε με άφησες να σου πω τι ακριβώς μας προσφέρουν. Ίσως και να αλλάξεις γνώμη» του χαμογελάει ενθουσιασμένος. «Πάμε να συζητήσουμε ήρεμα στο γραφείο μου, ώσπου να ξυπνήσει ο θησαυρός σου».
Για λίγο μένω εντελώς ακίνητος με το βλέμμα μου καρφωμένο στο στρώμα του κρεβατιού και ξεφυσάω αργά, μέχρι να υποχωρήσει το σοκ που πλημμυρίζει τον εγκέφαλό μου. Θέλουν να πουλήσουν τη Μία; Δ… δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Ό,τι κατασκεύασμα και αν υπάρχει στο σώμα της, παραμένει άνθρωπος. Πρέπει να επικοινωνήσω άμεσα με τους υπόλοιπους. Βγαίνω δειλά από την κρυψώνα μου και γονατίζω πάνω από τη Μία. Συνεχίζει να είναι αναίσθητη. Έλα κορίτσι μου. Ψάχνω στο σώμα της για κάποιο κουμπί επανεκκίνησης, αλλά το μόνο που βρίσκω και με εκπλήσσει ευχάριστα, είναι το πειραγμένο ρολόι-πομπός της. Ανακάθομαι στις φτέρνες μου και ρίχνω μια κλεφτή ματιά από την χαραμάδα της πόρτας. Με τους Γιογκασάκι στο σπίτι δεν ξέρω, αν αξίζει να ριψοκινδυνεύσω μια απόδραση. Καλύτερα να περιμένω λίγο ακόμα. Βγάζω το κινητό μου έξω για να ενημερώσω τον Τόμας για τα νέα δεδομένα της κατάστασης και βλέπω ένα σωρό χαμένες κλήσεις και αδιάβαστα μηνύματα.
Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει, ώσπου να δω τη Μία να κινείται ξανά. Πρώτα μερικές σπαστικές κινήσεις των δαχτύλων της και στη συνέχεια όλο της το σώμα. Στριφογυρίζει για λίγο με δυσκολία στο πάτωμα, καθώς παλεύει να σταθεί στα πόδια της.
«Μία!» ψιθυρίζω σιγανά ξεπροβάλλοντας το κεφάλι μου κάτω από το κρεβάτι. Η Μία συνοφρυώνεται μπερδεμένη μέχρι να αναγνωρίσει την ταυτότητά μου. «Πως νιώθεις;» ρωτάω γεμάτος ενδιαφέρον και περιέργεια. Δε μου έχει τύχει ποτέ να αλλάξω σώμα, ούτε και να μπω σε έναν υπολογιστή.
«Λες και είμαι φτιαγμένη από ζελέ. Νομίζω ότι όλα ταλαντεύονται γύρω μου. Αλλά κατά τ’ άλλα κάπως ανακουφισμένη. Μου αρέσει που έχω και πάλι το σώμα μου πίσω» χαμογελάει ανακουφισμένη τεντώνοντας τα μέλη της για να ξεπιαστούν. «Εσύ όμως τι κάνεις εδώ; Θα έπρεπε να έχεις φύγει και όχι να κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μου».
«Κόλλησα. Και όσο οι Γιογκασάκι παραμένουν στο σπίτι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα» απαντάω αγχωμένα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Θέλω να πιστεύω πως θα φύγουν σύντομα. «Ελπίζω τα αγόρια να είναι εντάξει μόνα τους».
«Μην ανησυχείς, Μητέρα Τερέζα. Μια χαρά θα είναι. Αλλά…» ψελλίζει αγγίζοντας με δάχτυλα τρεμάμενα το κολάρο στο λαιμό της και την ακουμπάω απαλά στο πόδι, σαν να θέλω να της μεταδώσω λίγη από την ψυχραιμία μου. «Και αν το σχέδιό μας δεν πάει καλά; Τι θα συμβεί σε μας τότε;»
«Τίποτα δε θα συμβεί. Ούτε σε σένα, ούτε και σε κανέναν άλλο. Ο σχεδιασμός μας ήταν πολύ προσεχτικός και ο καθένας ανέλαβε την ιδανικότερη θέση. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζεσαι με αυτά. Κοίτα να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα με τους Γιογκασάκι. Ό,τι και αν σχεδιάζουν, δεν είναι καλό».
Διακρίνω μια σπίθα ευγνωμοσύνης να γυαλίζει στα όμορφα γαλάζια μάτια της, όμως είναι τόσο στιγμιαία που ίσως και να τη φαντάστηκα. Της ανταποδίδω το χαμόγελο. Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά αναγκάζοντάς με να επιστρέψω βιαστικά στην κρυψώνα μου. Κατά λάθος χτυπάω το κεφάλι μου στο ξύλινο πλαϊνό του κρεβατιού και πνίγω μια κραυγή πόνου. Τα μάτια μου δακρύζουν και θολώνουν στη θέα της Μια. Στέκεται προσοχή στην καχύποπτη φιγούρα του Τόμας που μπαίνει στο δωμάτιο. Οργώνει προσεχτικά τον χώρο με το βλέμμα του, σαν να διαισθάνθηκε την παρουσία ενός τρίτου ατόμου και έπειτα στρέφεται προς το μέρος της.
«Επιτέλους ξύπνησες. Ωραία» λέει παγωμένα ο Τόμας και την πλησιάζει. Βάζει το χέρι του απειλητικά πίσω από τον σβέρκο της και πιάνει μερικές τούφες μαλλιών. Της τραβάει το κεφάλι προς τα κάτω για να της ανασηκωθεί το πρόσωπο και έπειτα την φιλάει στα χείλη. Το πρόσωπό του αποκτάει μια χαιρέκακη όψη που με αηδιάζει και με θυμώνει ταυτόχρονα. «Έχουμε δουλειά κάνουμε. Θυμάσαι ποιο είναι το καθήκον σου έτσι;»
Η Μία σφίγγει τα χείλη της για να αντισταθεί στο τσούξιμο εξαιτίας της βιαιότητάς του και της αηδίας που την γεμίζει.
«Απλά απάντα με ένα ναι ή ένα όχι, ηλίθιο κατασκεύασμα» την τραντάζει.
Η Μία νεύει καταφατικά και ο Τόμας μορφάζοντας αποδοκιμαστικά την παίρνει μαζί του. Κάποια στιγμή ακούω ομιλίες από το σαλόνι, αν και δεν διακρίνω ξεκάθαρα τη συζήτηση και μετά την πόρτα να κλείνει. Η ακοή μου δεν πιάνει τίποτα άλλο εκτός από τα υπόκωφα βήματα της Μάκινο.
«Πεδίο ελεύθερο. Σε συμβουλεύω να βιαστείς, αν θες να προλάβεις τη δεξίωση» λέει η Μάκινο χαμογελώντας μου πονηρά. «Καλή τύχη. Να προσέχετε».
Αφήνω βιαστικά το διαμέρισμα των Γιογκασάκι και προσπερνάω με μια άνεση μπροστά από τον απορημένο θυρωρό, λες και φεύγω από κάποια επίσκεψη. Υποκλίνομαι ευγενικά μπροστά του και του νεύω καλοσυνάτα. Μόλις βγαίνω έξω και απομακρύνομαι τόσο, ώστε να μην κινήσω υποψίες, βάζω στα πόδια μου φτερά. Το φορτηγάκι του Τόγκα λείπει από το σημείο που με άφησε, οπότε αλλάζω κατεύθυνση προς το νοσοκομείο των Γιογκασάκι. Είναι περασμένες εφτά, άρα οι δίδυμοι, ο Τόγκα και η Κρυστάλ θα έχουν λάβει τις θέσεις τους.
Φτάνω λίγο καθυστερημένα και όταν μπαίνω στο φορτηγάκι, ο Τόγκα ήδη κάθεται μπροστά από μια σειρά οθόνες έχοντας υποκλέψει το σήμα από τις κάμερες παρακολούθησης μέσα στο νοσοκομείο. Ο Χάκου και ο Αόι φρόντισαν να δουλέψουν ως σερβιτόροι του κέτερινγκ που εφοδίασε τον πλούσιο μπουφέ για να παρατηρούν τον κόσμο που μπαίνει και βγαίνει από την αίθουσα της δεξίωσης, ενώ η Κρυστάλ κόβει απαρατήρητη κίνηση ανάμεσα στην ελίτ, αλλά και προσέχει τα νώτα τους. Εμείς από την άλλη εκτελούμε χρέη συντονιστών με καθήκον την ενημέρωση των καταστάσεων που δεν αντιλαμβάνονται εκείνοι, αλλά και τη θέση όλων των μελών της ομάδας μας.
«Οι Γιογκασάκι έχουν σκοπό να πουλήσουν τη Μία απόψε. Τα μάτια σας δεκατέσσερα» λέω φορώντας το ακουστικό μου. Διακρίνω μια ξαφνική ταραχή στα πρόσωπά τους, η οποία καλύπτεται αμέσως από τις μάσκες της ηρεμίας. Το πρόσωπο της Μία όμως δεν συνεργάζεται τόσο πρόθυμα. «Φέρ’ σου όσο πιο φυσιολογικά γίνεται και άσε εμάς να ανησυχούμε για τα υπόλοιπα» την καθησυχάζω, πριν αρχίσει, να πανικοβάλλεται για τα καλά.
Τα μάτια του Τόγκα και τα δικά μου είναι στραμμένα στην αίθουσα δεξιώσεων, όπου βρίσκεται η Μία και ο Σον. Κάποια στιγμή έπειτα από τις σύντομες χαιρετούρες με τους καλεσμένους και τις απαραίτητες συστάσεις, ο Σον ανεβαίνει στην εξέδρα που έχει στηθεί μόνο για εκείνον και χαμογελάει πλατιά. Όταν όλα τα φλας και τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω στον οικοδεσπότη της δεξίωσης, ο Τόμας πλησιάζει τη Μία και την παίρνει μακριά τους. Τον ακολουθούμε μεταφέροντας την εικόνα στον υπολογιστή μας από κάθε κάμερα που περνούν.
Σιωπηλός την οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο με διάφορα ιατρικά μηχανήματα, εργαλεία, φάρμακα και πολλά άλλα αντικείμενα που μπορεί να χρειαστούν σε ένα νοσοκομείο.
«Προετοίμασε τον λόγο σου, όση ώρα θα σε ετοιμάζει ο Σότζι. Και φρόντισε να είσαι συγκεντρωμένη» της λέει ο Τόμας και την σπρώχνει μέσα στο δωμάτιο.
Χάνω την εικόνα της από την κάμερα που παρακολουθώ και ρίχνω μια σύντομη ματιά στις υπόλοιπες, όμως δεν μπορώ να την βρω. Το δωμάτιο δεν πρέπει να παρακολουθείται. Ο Τόγκα παρατηρεί σφιγμένα την παρουσίαση του Γιογκασάκι. Τον λεπτομερή λόγο του βάση στο πείραμά του και την σειρά των εικόνων που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκειά τους. Οι δίδυμοι και η Κρυστάλ περιφέρονται διακριτικά ανάμεσά τους προσφέροντας εδέσματα και μιλώντας τους αντίστοιχα. Όλα καλά προς το παρόν, αν και δεν έχουμε εντοπίσει ακόμα τους αγοραστές. Κάπου θα πρέπει να εμφανιστούν.
Μην έχοντας άλλη επιλογή συνδέομαι με τον κεντρικό εγκέφαλο της Μία και με μερικές εντολές στο πρόγραμμά της, αποκτώ επαφή με τα μάτια της προβάλλοντας οτιδήποτε και αν βλέπει στην οθόνη του υπολογιστή μου. Τον επιστήμονα που έχει μπροστά της, τον Σότζι όπως τον αποκάλεσε ο Τόμας. Δεν τον γνωρίζω. Δεν δούλευε με τους Γιογκασάκι, όταν έπαιζαν με μένα και με αγχώνει το γεγονός που δεν ξέρω πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει.
«Πώς είσαι, Τούκα;» ρωτάει τη Μία χαμογελώντας στραβά. «Είσαι έτοιμη γι’ απόψε;»
«Καλύτερα γνέψε ελαφρά» την προτρέπω, μόλις δεν αντιδράει. Υπακούει και το χαμόγελο του Σότζι γίνεται ακόμα πλατύτερο.
Πλησιάζει κοντά της κρατώντας στα χέρια του μια νοσοκομειακή ρόμπα και την ακουμπάει απαλά δίπλα της στο νοσοκομειακό κρεβάτι που κάθεται και μετά αρχίζει να την γδύνει αγγίζοντάς την πολύ πιο τρυφερά απ’ όσο θα έπρεπε για να μη θεωρηθεί το χάδι του ερωτικό. Πιάνω τα κύματα πανικού της Μία και δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι το ίδιο σαστισμένος με εκείνη.
«Μην αντιδράσεις» λέει ο Τόγκα στη θέση μου. «Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος».
Η Μία σφίγγει τα δόντια της και τις γροθιές της απαγορεύοντας στον εαυτό της να κρυφτεί από ντροπή. Ο Σότζι στενεύει τα μάτια του ξαφνικά και της ανασηκώνει απότομα το πρόσωπο πιάνοντάς την από το σαγόνι. Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Την κατάλαβε; Σηκώνει το χέρι του αστραπιαία και προσποιείται πως θα την χτυπήσει στο πρόσωπο με δύναμη. Η Μία σκύβει αντανακλαστικά πέφτοντας κατευθείαν στην παγίδα του. Ο Σότζι τη ρίχνει κάτω και την ακινητοποιεί με μια λαβή που φαντάζει επίπονη.
«Οι Γιογκασάκι είπαν ότι εξαφανίστηκες. Τι έκανες στην Τούκα;» την τραντάζει άγρια.
«Πού μπορώ να πάω δίχως το σώμα μου; Το ήθελα πίσω. Η Τούκα δεν ξέρω τι απέγινε. Ίσως αυτό που προσπάθησαν να κάνουν με μένα» του απαντάει γρυλίζοντας. «Έχω δικαίωμα στη ζωή και είμαι διατεθειμένη να παλέψω γι’ αυτήν».
«Αυτό… ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Αναρωτιέμαι, αν μπορείς να το κάνεις κιόλας. Επειδή… πάντοτε σε συμπαθούσα, δε θα σε προδώσω, αλλά εσύ θα φροντίσεις, ώστε κανένας να μη σε ανακαλύψει. Αν όμως συμβεί, θα είσαι η μόνη που θα βιώσει την οργή των Γιογκασάκι. Δε θα σε καλύψω» την αφήνει και της δίνει τη λευκή ρόμπα. «Ο Τόμας θα σε πάει σε κάποιους που ενδιαφέρονται για σένα. Απλά κάνε ο,τι σου πει και… μη δείξεις συναισθήματα» τονίζει αυστηρά.
Ο Τόμας μπαίνει στο δωμάτιο χτυπώντας ανυπόμονα το ρολόι του και ο Σότζι σπρώχνει τη Μία προς το μέρος του. Σκύβω αγχωμένα προς την οθόνη του υπολογιστή μου. Τι θα της κάνουν; Ο Τόγκα μου ρίχνει μια καθησυχαστική ματιά, αν και εκείνος δεν πείθει τόσο τον εαυτό του. Ενεργοποιεί τη συνομιλία του με την Κρυστάλ.
«Ο Τόμας παίρνει τη Μία με το ασανσέρ» της λέει σύμφωνα με τις ακριβής κινήσεις του. «Δες, αν μπορείς να κατέβεις με τις σκάλες. Πηγαίνουν χαμηλά. Προφανώς στο εργαστήριο της Unitex».
Οδηγεί τη Μία σε μια εντυπωσιακή ψηλοτάβανη σάλα σαν ξενοδοχείου με ακριβή και προσεγμένη διακόσμηση. Ένα πλήθος καλοντυμένων αντρών και γυναικών που κάθονται σε λευκούς δερμάτινους καναπέδες, ενώ μια ντουζίνα μαυροντυμένων αντρών στέκονται παράμερα στον τοίχο. Τι, σωματοφύλακες είναι αυτοί; Έχουν όπλα και δε μοιάζουν καθόλου μα καθόλου φιλικοί. Το ίδιο και οι φύλακες της εταιρείας. Γιατί τόση ασφάλεια για το τίποτα; Σίγουρα σε έναν πλειστηριασμό κανένας δεν πρόκειται να κλέψει ή να σκοτώσει κάποιον. Τουλάχιστον όχι σε ένα τέτοιο μέρος. Όσο καλή ηχομόνωση και αν έχει το κτίριο, αν πέσουν πυροβολισμοί, δε θα περάσουν απαρατήρητοι.
Σηκώνονται ταυτόχρονα στην άφιξή τους λες και η Μια είναι ο επίτιμος καλεσμένος τους. Τα μάτια τους λαμπυρίζουν από διαβολική ανυπομονησία κάνοντας τη Μία να ζαρώσει ανεπαίσθητα. Ο Τόμας την τραβολογάει και την στήνει μπροστά τους βγάζοντας την ρόμπα της. Την ξεγυμνώνει.
«Καλησπέρα, κυρίες και κύριοι. Συγχωρήστε μας για την καθυστέρηση και την απουσία του πατέρα μου, όμως καταλαβαίνετε τη λεπτότητα της συνάντησής μας. Έλαβα τα μηνύματά σας για το ότι είστε διατεθειμένοι να την αποκτήσετε, οπότε ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη περιγραφή της και τον πλειστηριασμό» λέει ο Τόμας ανοίγοντας έναν προβολέα μπροστά σε κινηματογραφικό, λευκό πανί. Εικόνες αρχίζουν να τρέχουν σαν κινηματογραφικό φιλμ παρουσιάζοντας τη ζωή της με… μια δόση κατασκευαστικής αλήθειας.
»Πρώτα απ’ όλα όπως βλέπετε το αντικείμενο βρίσκεται σε άριστη κατάσταση. Το δέρμα της είναι φτιαγμένο από ένα αναβαθμισμένο καουτσούκ. Δεν σκίζεται, δεν καίγεται». Σηκώνει τα χέρια της και την στριφογυρίζει ολόκληρη για να την δουν όλοι. «Τα μάτια της είναι κάμερες και έχουν αισθητήρες, ώστε να ανταποκρίνονται στα διάφορα ερεθίσματα. Ο σκελετός της είναι φτιαγμένος από μέταλλο το ίδιο και τα όργανά της. Ενώ το υδρογόνο της επιτρέπει…»
«Ό,τι και αν είναι μου αρέσει. Τη θέλω» πετάγεται μια γυναίκα με γκρι ταγέρ και εντυπωσιακά κόκκινα μαλλιά. Μια οχλοβοή εξαπλώνεται ξαφνικά ανάμεσά τους. «Πληρώνω όσο είναι».
«Δίνω περισσότερα» φωνάζει κάποιος άλλος παραμερίζοντάς την. «Δέκα εκατομμύρια».
«Δεκαπέντε εκατομμύρια» τσιρίζει μια άλλη γυναίκα κουνώντας μανιασμένα το ταμπελάκι με τον αριθμό της.
Δεκαπέντε εκατομμύρια για τη Μία; Κοιτάζω σαστισμένος τον Τόγκα και έπειτα το πλήθος που συνεχίζει να ανεβάζει την τιμή της. Γιατί τη θέλουν τόσο πολύ; Τι θα την κάνουν; Συνοφρυωμένος παρατηρώ τον αγοραστή που κερδίζει στον πλειστηριασμό να πλησιάζει τον Τόμας και να του σφίγγει το χέρι. Ο Γιογκασάκι από το σακάκι του βγάζει το συμβόλαιό της τυλιγμένο σε ρολό και δεμένο με μαύρη κορδέλα, όμως ο άντρας δεν το παίρνει. Αντίθετα παραμερίζει στο πλάι τραβώντας μαζί του τη Μία από το μπράτσο. Ένας πυροβολισμός ξεσπάει ξαφνικά από τη σειρά των σωματοφυλάκων και χτυπάει ακαριαία τον Τόμας χαμηλά στην κοιλιά. Πέφτει.
Τινάζομαι ταυτόχρονα όρθιος με τον Τόγκα μην μπορώντας να συγκρατήσω την έκπληξη και την ανησυχία μου για τη Μία.
«Θα έπρεπε να το σκεφτείς δύο φορές, πριν μας προδώσεις και κλέψεις κάτι που δε σου ανήκε» γρυλίζει προς το μέρος του Τόμας και έπειτα στρέφεται προς τη Μία. «Ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι, δις Μέρφι» την αρπάζει, πριν καταφέρει να κάνει οτιδήποτε και τη σέρνει μακριά.
«Πάρε την αστυνομία. Εγώ θα σταματήσω αυτόν» λέω και ορμάω έξω από το βαν.
Προσπερνάω τρέχοντας τη σάλα και ορμάω προς τη σκάλα κινδύνου. Ούτε που ξέρω πόσα σκαλιά κατεβαίνω μαζί πριν φτάσω στο τελευταίο επίπεδο, εκεί όπου η κατάβασή μου τελειώνει. Δεν προχωράει άλλο και η ατσάλινη πόρτα μπροστά μου χρειάζεται κωδικό. Γαμώτο μου! Χτυπάω οργισμένα τα χέρια μου πάνω της και αμέσως μετά ακούω έναν δυνατό ήχο σαν ποδοβολητό να έρχεται προς το μέρος μου. Αναθεματίζω για το πλήθος των αγοραστών που ορμάει έξω πανικόβλητο και παραλίγο να με πάρει σβάρνα.
«Τόγκα» φωνάζω στο ακουστικό μου, ελπίζοντας για την καθοδήγησή του. Κάπου εδώ κοντά πρέπει να είναι το ασανσέρ.
«Στα εκατό μέτρα αριστερά σου» με ενημερώνει. «Η Μία του δίνει και καταλαβαίνει. Θύμισέ μου να μην τα βάλω ποτέ μαζί της» σαρκάζει ενθουσιασμένος.
Δεν πιάνω τον συνειρμό του, όμως όλα ξεδιαλύνονται μπροστά μου, όταν τη βλέπω να εξασκεί τις πραγματικές της ικανότητες. Τα κατεστραμμένα, τα λερωμένα και σε ολόκληρο το δωμάτιο σώματα αναίσθητα και άλλα νεκρά. Εκεί που πριν ήταν πεσμένος ο Τόμας, πλέον υπάρχει ένα κενό και μια γενναιόδωρη κηλίδα αίματος.
«Μία!» της φωνάζω. «Φτάνει. Θα τον σκοτώσεις» τη σταματάω από το να σπάσει το κεφάλι του αγοραστή της. Υπάρχει τόσο μίσος στο βλέμμα της που με κάνει να οπισθοχωρήσει τρομοκρατημένος.
«Αυτός ήταν, Ανζάι. Αυτός σκότωσε τον πατέρα μου» δαγκώνει τα χείλη της, σαν να θέλει να κρύψει τους λυγμούς της. «Θα εκδικηθώ γι’ αυτό. Θα κάνω τα πάντα για να σταματήσω όσους μας εμπορεύονται. Ό,τι και αν είμαστε, έχουμε δικαιώματα και είμαι πρόθυμη να παλέψω γι’ αυτά».
Βγάζω το μπουφάν μου και το ρίχνω στους ώμους της για να κρύψω τη γύμνια της και ρίχνω μια ματιά ολόγυρα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μη μας βρουν οι αστυνομικοί εδώ. Την αγκαλιάζω από τους ώμους και τη σφίγγω αβέβαιος πάνω μου και μου κάνει εντύπωση που δε με απορρίπτει, έπειτα απ’ ό,τι συνέβη μεταξύ μας.
Ηλιάνα Κλεφτάκη