Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 7)

ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    Η ΈΝΤΑΣΗ ΉΤΑΝ ΑΚΟΜΗ ΑΙΣΘΗΤΗ μέσα στο πλήθος. Μία μπάντα με βιολιά στο βάθρο προσπαθούσε να γαληνέψει τον κόσμο και να τον παρασύρει μέσα στον ρομαντισμό. Η ατμόσφαιρα σιγά σιγά ξεκινούσε να θυμίζει χορό και όχι εξέγερση. Μερικές μικρές λάμπες σκορπούσαν απαλό λευκό φωτισμό στο κέντρο της πόλης. Οι άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι ή λικνίζονταν ανεπαίσθητα στη μελωδία της μουσικής.
Ο Εστέφαν διεκδίκησε τη Μία σε έναν χορό. Τράβηξε το χέρι της με δύναμη και τα σώματά τους συγκρούστηκαν. Μόλις τα μάτια τους συναντήθηκαν η Μία μόρφασε ενοχλημένη.
«Νόμιζα πως θα ήσουν στη σκηνή μου.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της ενώ επέτρεπε στο χέρι του να φωλιάσει στη μέση της.
«Θα ήμουν αν με περίμενες εκεί.» Της απάντησε με θυμό εκείνος και την έκανε μια πιρουέτα χωρίς προειδοποίηση. Εκείνη κόντεψε να χάσει την ισορροπία της όμως πίεσε τον εαυτό της να βρει τα βήματά του. Χωρίς να το καταλάβει δάγκωσε τα χείλη της κι εκείνος την κοίταξε ερωτικά.
«Χμ, ακριβώς έτσι σε φανταζόμουν.» Της ψιθύρισε φέρνοντας τα χείλη του στο αυτί της. Εκείνη αναρίγησε και απομάκρυνε το πρόσωπό της από το δικό του. «Θέλεις να πάμε σε ένα μέρος;» Της πρότεινε σαγηνευτικά. Εκείνη τον κοίταξε κουρασμένα. Δεν τα παρατούσε με τίποτα.
«Εστέφαν, πιστεύεις στα αλήθεια..» Τα λόγια της πνίγηκαν.
    Ήταν μια νότα βιολιού. Αλλά αντήχησε σαν να ήταν λεπίδα. Ολόκληρο το Μεινλοουν σιώπησε. Εκτός από ένα παιδί που έκλαιγε με αναφιλητά. Μια ακόμη νότα και ολόκληρος ο κόσμος της Μία ξεκίνησε να γκρεμίζεται. Τα μάτια της θόλωσαν και κάτι υγρό ξεκίνησε να ρέει από τα αυτιά της. Άγγιξε το υγρό με τα χέρια της και ύστερα κοίταξε με δυσκολία τη παλάμη της. Ήταν κόκκινο. Προσπάθησε να κοιτάξει το βάθρο αλλά η όρασή της την πρόδιδε. Έβαλε τα δυνατά της και είδε το παιδί που έκλαιγε, με δυσκολία. Ήταν η Φιέρα. Προσπάθησε να κουνηθεί, μα η επόμενη νότα του βιολιού αχρήστεψε όλο της το σώμα.
    Τα κορμιά των ανθρώπων στο κέντρο του Μέινλοουν κατέρρευσαν ταυτόχρονα. Όλα εκτός από το μικρό σώμα του κοριτσιού που κρατούσε το βιολί και έκλαιγε γοερά. Η επόμενη νότα προκάλεσε ποτάμια αίματος. Ανάβλυζαν από τα αυτιά των πεσμένων ανθρώπων. Αμέσως μετά άλλη μια νότα. Οι περισσότεροι έχασαν τις αισθήσεις τους. Η Μία πάλεψε να σηκωθεί αδύναμα. Ο Αντρέ όρμησε στο παιδί σαν θηρευτής. Η Άισλιν δεν μπορούσε να κουνήσει τα χείλη της. Αν μπορούσε.. Θα άλλαζε τα πάντα. Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους μέχρι να τα αισθανθεί. Τα μάτια της έγιναν υγρά όπως και τα αυτιά της. Η τελευταία νότα της θανατηφόρας σονάτας ξεκίνησε να ηχεί.
«Τε..» Ψέλλισε η Άισλιν. Η όρασή της την ενημέρωνε πως η Φιέρα κινδύνευε. «-Τρουμ!» Ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη.
    Η Μία πρόσεξε έκπληκτη πως η θαμπή εικόνα γέμισε φως. Ηταν λευκό φως. Μάλλον είχε φτάσει το τέλος της. Έκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας να είναι ανώδυνο. Μα αντί για αυτό ένιωσε μια θέρμη, σαν να την αγκάλιαζε κάποιος. Μισάνοιξε τα μάτια της και πρόσεξε πως η όραση της είχε καθαρίσει. Το φως την τύφλωνε μα έβλεπε ξεκάθαρα πως ερχόταν από τη Άισλιν. Ο κόσμος ξεκίνησε να ανασηκώνεται. Μια διάφανη ασπίδα περιέβαλλε όλους όσους βρίσκονταν στο κέντρο του Μέινλοουν. Ήταν τόσο απέραντη που η Μία αναγκάστηκε να περιστρέψει το κεφάλι της για να την δει. Στο κέντρο της βρισκόταν η Άισλιν και άπλετο λευκό φως ξεχυνόταν από μέσα της. Το φως οδηγούταν ψηλά, στο κέντρο της ασπίδας.
    Η Μία ήξερε πως μόνο μια εξήγηση υπήρχε. Η Φιέρα κρατούσε το βιολί, οι νότες του τους σκότωναν. Το παιδί είχε προσπαθήσει να τους σκοτώσει. Μα τότε γιατί η Φιέρα ήταν καλυμμένη με την ασπίδα; Και ποιος ήταν ο άντρας που χτυπούσε με δύναμη και οργή πάνω στην ασπίδα σαν να προσπαθούσε να την κομματιάσει; Η Μία ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και έτσι απλά ο άντρας με τη μαύρη κουκούλα και τον μπορντό μανδύα εξαφανίστηκε. Ίσως είχε ψευδαισθήσεις. Σκούπισε το αίμα που είχε σχηματίσει ρυάκια στο πρόσωπό της. Όλοι ξεκινούσαν να σηκώνονται μπερδεμένοι. Μα η Μία ήταν πιο μπερδεμένη από όλους. Γιατί δεν μπορούσε να βρει τον λόγο που η Φιέρα είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει όλη τη λευκή αυτοκρατορία. Κοίταξε τον Εστέφαν που έμοιαζε καταβεβλημένος όπως κι εκείνη. Η Φιέρα είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Εστέφαν. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Οι σκέψεις της Μία δεν ταίριαζαν με όσα ήξερε και όσα πίστευε.
    Η Άισλιν έπαψε να φέγγει και κατέρρευσε. Μαζί με εκείνη χάθηκε και η ασπίδα. Η Έις έτρεξε στο πλευρό της κόρης της. Όχι, τώρα δεν ήταν ηγέτης. Τώρα ήταν μια μητέρα που είχε δει το παιδί της να σώζει τον κόσμο. Δάκρυα και αίματα έσταζαν στο πρόσωπό της. Προσπερνούσε τα σώματα σκοντάφτοντας και παραπατώντας. Τελικά έφτασε στην Άισλιν και την τράβηξε κοντά της σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να την δει.
«Λύριο νόμιζα πως σου ζήτησα κάτι.» Η φωνή του Κλέιν αντήχησε σε ολόκληρο το στρατόπεδο χωρίς δυσκολία. Έτσι κι αλλιώς όλοι κοίταζαν το σώμα της Άισλιν βουβοί. Τα κεφάλια γύρισαν προς το άκουσμα της φωνής. Το ίδιο και της Μία. Η Λύριο είχε υποφέρει το ίδιο με τους υπόλοιπους. Ήταν γονατισμένη με αίματα στα αυτιά και το πρόσωπό της.
«Ναι αλλά μου φαινόταν καλή. Και ήταν. Μας έσωσε.» Μερικές εξαντλημένες επευφημίες ακολούθησαν τα λόγια της.
    Αλλά η Μία αισθανόταν μια δυσφορία. Σαν κάτι γλιστερό και κρύο να κολυμπούσε στο στομάχι της. Δεν μπορούσε να βρει τι εξ αιτίας των μπλεγμένων σκέψεών της. Πρόσεξε καλύτερα τον Κλέιν. Αυτό ήταν. Εκείνος στεκόταν όρθιος. Όχι σαν να είχε καταφέρει με το ζόρι να σταθεί, αλλά σαν να ήταν πολύ εύκολο. Δεν ήταν μόνο αυτό. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό. Δεν είχε αίματα στα αυτιά του. Φαινόταν ανέγγιχτος από ότι είχε μόλις συμβεί. Επίσης.. Είχε στα χέρια του το σπαθί του. Γιατί το σπαθί του βρισκόταν έξω από τη θήκη του;
«Λύριο!» Ούρλιαξε η Μία και ξεκίνησε να ανασηκώνεται. Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Το κεφάλι της γυναίκας γύρισε προς τη Μία και την κοίταξε με το πιο ζεστό βλέμμα του κόσμου.
«Σου είχα πει να μην μπεις εμπόδιο στα σχέδιά μου.» Τα μάτια του Κλέιν σκοτείνιασαν.
    Η Λύριο ακόμη κοίταζε τη Μία. Εκείνο το δευτερόλεπτο το σπαθί του Κλέιν βυθίστηκε στο σώμα της. Ότι υπήρχε μέσα στο στομάχι της Μία ανέβηκε στο λαιμό της από την αηδία και τον τρόμο που ένιωθε. Τα ζεστά μάτια της Λύριο έχασαν τη θέρμη τους και γούρλωσαν. Απέμειναν να κοιτάζουν τον κόσμο παγωμένα και απλανή. Η Μία έπεσε κάτω τρομαγμένη, μα η αδρεναλίνη είχε επιστρέψει στο σώμα της. Δεν ήθελε να κάνει ούτε βήμα πιο κοντά στον φρικιαστικό άντρα που είχε σκοτώσει εν ψυχρώ την αδερφή του. Το σώμα της ξεκίνησε να τρέμει από την υπερένταση. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα μάτια της Λύριο. Σηκώθηκε όρθια ενώ το σώμα της ταρακουνιόταν και ξεκίνησε να πλησιάζει τον Κλέιν. Το ένστικτό της ούρλιαζε πως έπρεπε να κάνει το αντίθετο μα δεν την ένοιαζε.
«Τι έκανες;» Ψέλλισε εξοργισμένα. Τα μάτια της ήταν εξίσου γουρλωμένα και απλανή με της Λύριο. «Τι έκανες;» Επανέλαβε ενώ ο κόσμος ανασηκωνόταν ταραγμένος γύρω της. Ο Κλέιν της χάρισε ένα από τα γλοιώδη, μεγάλα του χαμόγελα και το στομάχι της αναταράχτηκε επικίνδυνα.
«Αφού λοιπόν το αρχικό μου σχέδιο απέτυχε, έχω κι ένα δεύτερο που αποκλείεται να αποτύχει.» Ούρλιαξε εκστασιασμένος ο Κλέιν.
    Έτσι, δίχως άλλη προειδοποίηση, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ένας μαύρος στρόβιλος ξεκίνησε να τους πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα. Οι κόρες της Μία στένεψαν και ο Εστέφαν στήριξε το σώμα της. Το μαύρο που αρχικά θύμιζε σύννεφο έφτασε πιο κοντά τους και ξεκίνησαν να ξεχωρίζουν πελώριες σιλουέτες. Ήταν τόσο πολλές που ξεπερνούσαν σε αριθμό τους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στο Μέινλοουν.
«Δράκοι.» Ψιθύρισε τρομοκρατημένη η Μία.


Ράνια Ταλαδιανού