Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 8)

ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    Η ΆΙΣΛΙΝ ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ όλη της την ενέργεια. Τα βλέφαρά της ήταν ερμητικά κλειστά ενώ ο κόσμος γύρω της ούρλιαζε πανικόβλητος. Η Έις κοίταξε τα τρομοκρατημένα βλέμματα των υπηκόων της. Ύστερα η ματιά της έπεσε στο καταβεβλημένο της παιδί που της είχε δείξει για πρώτη φορά πόσο δυνατό ήταν. Και αμέσως μετά τα μάτια της διαστάλθηκαν στην όψη των μαύρων δράκων που πλησίαζαν το Μέινλοουν. Η κρίση της είχε αποδειχθεί λανθασμένη. Είχε επιτρέψει σε έναν προδότη να την εξαπατήσει. Βλαστήμησε από μέσα της και έσφιξε τα δόντια της. Υπήρχε τρόπος να σώσει τόσους ανθρώπους;

Λύσε με γρήγορα. Η φωνή του ήταν στο κεφάλι της και οι ματιές τους συναντήθηκαν την ίδια στιγμή.
Ξέρεις ότι δεν μπορώ. Ξεκίνησε να λέει εκείνη μα ο Κίλιαν την διέκοψε.
Ο Κέζελθ στέλνει στρατεύματα για να βοηθήσει αυτή τη στιγμή. Είμαστε σύμμαχοι κι αυτή είναι μαύρη μαγεία Έις. Λύσε με. Η γυναίκα αναστέναξε και το βλέμμα της έπεσε στην λιπόθυμη Άισλιν που κρατούσε στην αγκαλιά της. Κοίταξε κουρασμένα τον ουρανό.
«Λατα ξέντιορ νου μπριτά.» Είπε μέσα από τα δόντια της.
    Τίποτα δεν συνέβη όμως. Ο Κίλιαν βρισκόταν ακόμη δεμένος πάνω σε έναν κορμό δέντρου. Ο δεσμός του φωτός ξεκίνησε να σπάει όσο η Έις επαναλάμβανε εκείνη τη πρόταση. Είκοσι σημαντικά δευτερόλεπτα έφυγαν έτσι. Σκοτεινές φιγούρες δράκων απειλούσαν να κατατροπώσουν το στρατόπεδο σε λιγότερο από ένα λεπτό. Η γυναίκα σταμάτησε να κοιτάζει τον ουρανό και ξεδίπλωσε δύο μεγαλοπρεπή λευκά φτερά. Έκλεισε τα βλέφαρά της και προσπάθησε να ελέγξει τους άρρυθμους χτύπους της καρδιάς της. Δεν είχε χρόνο για δεύτερες σκέψεις. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ισχυρότερη λευκή μαγεία που υπήρχε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Άπερον, το σκοτάδι απειλούσε να κατασπαράξει το φως. Αλλά δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο, όχι όσο εκείνη κρατούσε το φως στις παλάμες της.
    Έμοιαζε με άγγελο τώρα. Δύο τεράστια λευκά φτερά είχαν σκίσει τη πλάτη της. Ήταν τόσο μεγάλα που σέρνονταν στο έδαφος. Μόνο που ο σκοπός ήταν να φτάσει στον ουρανό. Έσκυψε και κουλουριάστηκε σαν να ήθελε να μικρύνει. Τα φτερά της ξεδιπλώθηκαν και φώτισαν τα τρομαγμένα πρόσωπα των υπηκόων της. Με ένα χτύπημα των φτερών το σώμα της εκτοξεύτηκε στον ουρανό σαν να ήταν πούπουλο. Η Έις τυλίχτηκε με αυτά και ξεκίνησε να στροβιλίζεται γρήγορα. Η ταχύτητά της αυξανόταν ραγδαία.
    Το σώμα της ήταν ολοκληρωτικά κρυμμένο μέσα σε κάτι που θύμιζε λευκή σφαίρα. Το φώς της ξεκίνησε να σβήνει καθώς περνούσε μέσα από μαύρες σκιές που είχαν την μορφή δράκων. Πολλοί βρυχούνταν και εξ αιτίας τους το Μέινλοουν σειόταν. Άλλοι έριχναν καταπάνω της μαύρες φλόγες. Μόλις έφτασε αρκετά ψηλά και βρέθηκε στο κέντρο του σκοτεινού στροβίλου, έμεινε ακίνητη. Ήταν ακόμη τυλιγμένη με τα λευκά φτερά, αλλά το φως της καλυπτόταν από το σκοτάδι του ουρανού. Οι μαύροι δράκοι όρμησαν κατά πάνω της με τα σαγόνια τους ορθάνοιχτα και τα νύχια τους έτοιμα να ξεσκίσουν το φως.
    Τα λευκά φτερά αποτελούνταν από πολυάριθμες ακίδες φωτός. Αυτές οι ακίδες εκτοξεύτηκαν προς κάθε κατεύθυνση διαπερνόντας τα κορμιά των δράκων. Η πορεία τους φαινόταν ανεπηρέαστη από τα τερατώδη κορμιά. Ουρλιαχτά πόνου ξεκίνησαν να αντηχούν σε ολόκληρο το Μέινλοουν. Οι δράκοι ξεκίνησαν να χάνουν το σχήμα τους. Μετατράπηκαν σε σκοτάδι και ξεκίνησαν να ρέουν προς το έδαφος. Η Έις είχε χάσει τα φτερά της κι έτσι η πτώση της ήταν αναπόφευκτη. Ήξερε πως ήταν το τέλος της, αλλά δεν την ένοιαζε. Χαμογέλασε κοιτάζοντας το γαλάζιο του ουρανού για μια ακόμη φορά. Έπεφτε και όσο βυθιζόταν, τόσο πιο ζωντανή γινόταν η εικόνα της Άισλιν στο μυαλό της. Απείχε μόλις μισό μέτρο από το έδαφος και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει το σώμα της ήταν αξιοσημείωτη. Αυτό είναι αντίο, σκέφτηκε θλιμμένα. Η πρόσκρουση ήταν πιο μαλακή από όσο περίμενε. Ήταν σαν να μετατράπηκε σε κάμπια μέσα σε μια στιγμή. Έτσι έμοιαζε η ζεστή αίσθηση και το σκοτάδι που την τύλιξε. Ναι, ήταν σίγουρα σαν ένα προστατευτικό μαύρο σακούλι ο θάνατος.
    Τα μάτια της τυφλώθηκαν από μια δέσμη φωτός που έπεσε απροειδοποίητα πάνω τους. Περισσότερο φως επιτέθηκε στην όρασή της και μετά ένα πρόσωπο. Ένα γερασμένο πρόσωπο με πράσινα μάτια και γκρίζα μαλλιά. Αλλά η Έις δεν μπορούσε να ξεχάσει πως κάποτε ήταν ξανθά αυτά τα μαλλιά, όπως ήταν της Άισλιν. Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της και την βοήθησε να σηκωθεί. Έμοιαζε με όνειρο ο θάνατος. Ο Κέζελθ είχε έρθει για να την οδηγήσει στο φως, τι φάρσα. Τον κράτησε όσο πιο σφιχτά μπορούσε μα το αδύναμο σώμα της κατέρρευσε. Ο Κέζελθ την τράβηξε πιο κοντά του και την σήκωσε στον αέρα σαν να ήταν πούπουλο. Κοίταξε τα μάτια του εμβρόντητη. Το βλέμμα του δεν ήταν σκοτεινό. Τα χείλη του δεν ήταν κυρτά σε μια δυστυχισμένη έκφραση. Ήταν ο άντρας που είχε γνωρίσει χρόνια πριν.
«Κέ-ζελθ.» Ψιθύρισε αδύναμα με την καρδιά της να ταλαντεύεται στο σώμα της ταραγμένη και κουρασμένη. Οι ματιές τους συναντήθηκαν ξανά.
«Νίκησες Έις. Η Άισλιν διάλεξε το φως.» Τα μάτια του έκρυβαν τόσα συναισθήματα που έπειθαν την γυναίκα πως ήταν νεκρή. Γιατί αυτό δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από όνειρο.
«Έχασα.» Μουρμούρισε εκείνη. «Έχω αίμα στη πλάτη μου. Εκείνη όχι.» Ένα οικείο γελάκι ξέφυγε από τα χείλη του.
«Ποιος θα μας έλεγε ότι θα ήταν η κόρη μας εκείνη που θα μας άνοιγε τα μάτια.» Η Έις χαμογέλασε και ένα ρυάκι δακρύων ξεκίνησε να ρέει από τα μάτια προς τα μάγουλά της.
«Δικό μου φταίξιμο.» Είπε εκείνη θλιμμένα.
    Ο Κέζελθ δεν απάντησε τίποτα. Απλώς περπατούσε κρατώντας την Έις στην αγκαλιά του. Την οδηγούσε σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος. Κατέληξε μπροστά από ένα κτήριο και έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα του. Εκείνη έσκουξε και υπάκουσε στις εντολές του. Ήταν ένα λευκό δωμάτιο. Ένας απλός ξενώνας. Αλλά δεν είχε καμία σημασία. Την βοήθησε να ξαπλώσει πάνω στα λευκά σεντόνια και κάθισε δίπλα της. Τα βλέφαρά της πετάρισαν τρομαγμένα.
«Έχω πεθάνει; Που βρίσκομαι;» Τον ρώτησε αγχωμένα. Εκείνος χάιδεψε τα κυματιστά της μαλλιά και χαμογέλασε.
«Τους έσωσες όλους. Ξεκουράσου τώρα.» Η Έις ξεκίνησε να κλαίει κοιτάζοντας το πρόσωπό του με θλίψη.
«Κέζελθ έπρεπε να έχω πει στον Τζάρεντ πως εσύ ήσουν ο πατέρας της Άισλιν. Έπρεπε να το είχα σκάσει μαζί σου τότε..» Ο Κέζελθ της έκλεισε το στόμα με τη παλάμη του.
«Σσς. Τίποτα δεν έπρεπε. Κανείς μας δεν ήταν τέλειος. Εσύ μου στέρησες την καρδιά μου κι εγώ σου στέρησα τη γαλήνη σου. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι ακόμη κι αν τα νήματα της καρδιάς μας κινούνταν από το ίδιο μικρό πλάσμα. Εγώ κύλισα στο σκότος κι εσύ παγιδεύτηκες σε μια μάχη με εμένα. Γιατί δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς. Ήσουν πολύ ερωτευμένη μαζί μου για να με αφήσεις να αυτοκαταστραφώ έτσι δεν είναι;» Η γυναίκα έκλαιγε όλο και πιο γοερά.
«Η Άισλιν δεν ξέρει τίποτα.» Του ψιθύρισε σχεδόν άηχα. Εκείνος ένευσε και στάθηκε όρθιος.
«Ναι, αλλά αυτό μπορεί να περιμένει. Θα της μιλήσουμε μαζί όταν θα έχουν τελειώσει όλα.» Η Έις ένευσε αδύναμα. «Εσύ κοιμήσου. Πρέπει να σε αφήσω για λίγο. Η Άισλιν κείτεται λιπόθυμη στη μέση του στρατοπέδου.» Με αυτά τα λόγια ο Κέζελθ έφυγε σαν σίφουνας από το δωμάτιο.
    Μόλις βρέθηκε έξω χτύπησε τον τοίχο του ξενώνα με το χέρι του εκνευρισμένα. Είχε αφήσει τη γυναίκα να πιστεύει πως όλα ήταν καλά. Αλλά το σκοτάδι που είχε νικήσει η Έις είχε βουτήξει μέσα στους ανθρώπους του Μέινλοουν. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε ξεκινήσει ένας εμφύλιος πόλεμος την Σέλντουιν Πρέστα. Ο Κέζελθ κοίταξε κουρασμένα τους στρατιώτες που πετούσαν αντικείμενα ο ένας στον άλλο. Πολλοί τσακώνονταν με γυμνά χέρια και πάλευαν να ξεσκίσουν γνωστούς και φίλους. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο Κλέιν ασκούσε μαύρη μαγεία και μάλιστα ισχυρή. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει όμως ήταν πως ο Κέζελθ και η Έις θα συμμαχούσαν. Ο άντρας με τα φιδίσια μάτια και τα λευκά μαλλιά πήρε μια βαθειά ανάσα και ξεφύσησε μαύρο καπνό. Ο καπνός εξαπλώθηκε και μέσα σε δύο λεπτά τύλιξε ολόκληρο το στρατόπεδο. Όσοι στέκονταν όρθιοι σωριάστηκαν λιπόθυμοι.
    Η Έις άκουσε το τρίξιμο της πόρτας. Απόρησε αν είχε επιστρέψει ο Κέζελθ ή αν κάποιος από τους υπηκόους της τη χρειαζόταν. Προσπάθησε να ανασηκωθεί και αντίκρισε μια παράξενη σιλουέτα. Ήταν το σκοτάδι προσωποποιημένο. Μαύροι καπνοί τύλιγαν το σώμα του και μια λεπτεπίλεπτη χρυσαφένια μάσκα έκρυβε όλο του το πρόσωπο εκτός από τα δύο μεγάλα χρυσά του μάτια. Δεν ήξερε ποιος ήταν. Ούτε αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Τα μάτια της έμειναν μετέωρα στη μάσκα με απορία. Το χέρι της σιλουέτας υψώθηκε στον αέρα, τυλιγμένο με σκιές. Οι σκιές εγκατέλειψαν την παλάμη του αφήνοντας εκτεθειμένο λίγο ωχρό δέρμα και σχημάτισαν μια κοφτερή, μαύρη λεπίδα. Η γυναίκα προσπάθησε να ανακαθίσει μα το σώμα της δεν την υπάκουσε. Το άτομο που ήταν τυλιγμένο με σκιές την πλησίασε περισσότερο.
«Λυπάμαι Έις αλλά δεν μπορώ να αφήσω την ελπίδα της Σέλντουιν Πρέστα να ζήσει.» Είπε με αντρική φωνή.
    Η Έις ήξερε αυτή τη φωνή. Ήταν γνώριμη για εκείνη. Μα πριν καταφέρει να καταλήξει σε ποιον ανήκε, ο άντρας έμπηξε τη λεπίδα στη καρδιά της. Ένας σουβλερός πόνος διαπέρασε όλο της το σώμα. Τα μάτια της μισόκλεισαν και ο άντρας κατέβασε τη μάσκα του και της χαμογέλασε ικανοποιημένα. Η Έις ξεψυχούσε μα έπρεπε να πει στην Άισλιν ποιος ήταν αυτός ο άντρας. Έπρεπε να ξέρει. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της σε μια προσπάθεια να μείνει ζωντανή μα ο πόνος που ένιωθε την νίκησε. Η καρδιά της έπαψε να σαλεύει και τα βλέφαρά της έκλεισαν κουρασμένα. Το χέρι του άντρα τυλίχτηκε ξανά με σκιές. Λίγο πριν φύγει από το αιματοβαμμένο δωμάτιο τοποθέτησε τη μάσκα του ξανά στο πρόσωπό του. Πίσω από τη μάσκα μειδίασε ικανοποιημένος με την δολοφονία που είχε μόλις διαπράξει.
    Ο ξενώνας έμεινε πιο άδειος από ποτέ. Με την Έις πολύ μακριά για να επιστρέψει στο σώμα της. Με τον Κέζελθ πολύ απασχολημένο για την προστασία μιας αυτοκρατορίας που δεν ήταν δική του. Και με τον δολοφόνο να τριγυρνά ανάμεσα στον κόσμο αναζητώντας την Άισλιν. Ο λευκός ξενώνας είχε βαφτεί κόκκινος. Τα σεντόνια είχαν στιγματιστεί αλλόκοσμα από τον θάνατο της Έις. Την ίδια στιγμή χυνόταν το αίμα της Λευκής Αυτοκρατορίας έξω από αυτό το δωμάτιο.




Ράνια Ταλαδιανού