Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 21)


Σάββατο 24 Ιουνίου, 16:30
Ημέρα τέταρτη.
"Τι διάολο;", ρώτησε σαστισμένη η Χλόη και το βλέμμα της περιπλανήθηκε στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν πιάτα με πατάτες τηγανητές, ομελέτες και σαλάτες, ενώ ο Άγγελος ακόμα μαγείρευε, φορώντας μία άσπρη ποδιά με κόκκινες καρδούλες. Ύψωσε το φρύδι της ερωτηματικά και συγκράτησε το γέλιο της. "Τι είναι όλα αυτά;"
"Φαγητό", της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει και γύρισε τις κοτομπουκιές στο τηγάνι για να ψηθούν και από την άλλη πλευρά.
"Το βλέπω αυτό, έχω μάτια"
Εκείνος έβγαλε τις κοτομπουκιές σε ένα πιάτο και τις άφησε στο τραπέζι μαζί με τα υπόλοιπα φαγητά. "Τι κάθεσαι και τα κοιτάς; Φάε!", δήλωσε και έκλεισε τον απορροφητήρα, αλλά η κοκκινομάλλα δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Ήταν η σειρά του να υψώσει το ένα του φρύδι. "Χλόη, από πότε έχεις να φας κανονικό φαγητό;"
Η συγκεκριμένη ερώτηση έπιασε τη Χλόη απροετοίμαστη. "Δε θυμάμαι", απάντησε και κοίταξε τα λευκά πλακάκια. Ψέματα, θυμόταν και ήταν από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας.
"Το στομάχι σου ακούγεται μέχρι εδώ, νεαρή!"
"Κάνεις σαν τη Λούσι", μουρμούρισε εκείνη και ο Άγγελος γέλασε.
"Ποια είναι η Λούσι;", άρχισε να λέει, "ή μάλλον άσε, φάε πρώτα και μετά μου απαντάς, γιατί έχω και άλλες ερωτήσεις"
Έβγαλε την ποδιά, κάθισε στο τραπέζι και πήρε μπροστά του ένα πιάτο με μία ομελέτα με λαχανικά και πατάτες τηγανητές και η κοπέλα τον μιμίθηκε.
"Αναρωτιέμαι ποιος θα τα φάει όλα αυτά"
"Εμείς φυσικά!", της απάντησε με το στόμα μπουκωμένο με πατάτες, κάνοντας τη Χλόη να χαμογελάσει. Έβαλε στο στόμα της μία μπουκιά από την ομελέτα που είχε μπροστά της και ύστερα από αυτό σταμάτησε να τρώει μόνο όταν ένιωσε πως θα έσκαγε από το πολύ φαγητό. Για την ακρίβεια δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι πεινούσε τόσο πολύ. Και όλα ήταν τόσο νόστιμα!
"Τα συγχαρητήριά μου στο σεφ", δήλωσε και χαμογέλασε. Ο Άγγελος σήκωσε το βλέμμα του και τα καστανά του μάτια διασταυρώθηκαν με τα πράσινα της κοπέλας και ένιωσε τα μάγουλά του να φλέγονται.
"Δε μαγείρεψα και κάτι το φοβερό"
"Δεν έχει σημασία, ήταν πολύ ωραίο", απάντησε η Χλόη. "Και για να είμαι ειλικρινής, το χρειαζόμουν, οπότε σε ευχαριστώ"
"Παρακαλώ. Γλυκό να βγάλω;"
"Δε χωράει άλλο φαγητό εδώ μέσα", είπε η κοπέλα χαϊδεύοντας το γεμάτο στομάχι της.
"Καφέ να κάνω;", πρότεινε.
"Αργότερα"
"Όπως θες"
Παύση. "Εμ, Χλόη"
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με απορία και του έκανε νόημα να συνεχίσει. "Έχω μερικές ερωτήσεις για σένα"
"Είμαι όλη αυτιά"
"Ποια είναι η σχέση σου με τον επιθεωρητή Άντονι Γκρέις;"
"Αυτός και η γυναίκα του είναι οι ανάδοχοι γονείς της αδερφής μου", απάντησε η Χλόη. "Και κατ'επέκταση και δικοί μου, θα μπορούσες να πεις"
"Αλλά δεν τους νιώθεις έτσι", ήταν περισσότερο σαν δήλωση, παρά σαν ερώτηση.
"Ναι. Δε λέω, τους αισθάνομαι σαν οικογένεια και φυσικά είμαι ευγνώμων που προσέχουν και παρέχουν μία φυσιολογική ζωή στη Γαλήνη"
"Αλλά δε σου κάθεται καλά όλο αυτό το φυσιολογικό", τη διέκοψε ο νεαρός και έγειρε προς τα μπροστά, διπλώνοντας τα χέρια του στο στέρνο του. Η κοπέλα ξεφύσηξε και έγνεψε θετικά.
"Μετά από όλα αυτά τα χρόνια στη μάχη, ναι, μου φαίνεται περίεργο"
"Και εκείνη η Λούσι που ανέφερες νωρίτερα;"
"Η σύζυγος του Γκρέις. Μία εξαιρετική γυναίκα που της ταιριάζει απόλυτα ο ρόλος της μητέρας"
"Μα, νόμιζα πως ο επιθεωρητής ήταν εργένης"
Η κοπέλα γέλασε ελαφρά. "Ξέρει να το κρύβει καλά, ο άτιμος"
Άρχισε να μαζεύει τα πιάτα από το τραπέζι, αλλά ο Άγγελος τη σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του.
"Αργότερα θα συμμαζέψουμε. Προς το παρόν έχω και άλλες ερωτήσεις"
"Εντάξει, για λέγε"
"Τα Φαντάσματα μου ανέφεραν για το ξόρκι το οποίο σφραγίζει τις αναμνήσεις σου. Μου είπαν πως είναι ένα σεντούκι, το οποίο έχει περίεργους ρούνους επάνω του"
"Έτσι είναι. Ρούνοι, οι οποίοι είναι αρχαίοι"
"Συνεπώς και δύσκολοι ως προς την κατανόηση. Αλλά πώς γνωρίζεις ότι είναι ρούνοι των αρχαίων χρόνων;"
"Εγώ το δημιούργησα το ξόρκι, Άγγελε", του αποκρίθηκε, "και χρησιμοποιώ μόνο τέτοιους ρούνους. Δύσκολους, περίεργους, παράξενους και δυνατούς"
Εκείνος σχημάτισε ένα "ο" με τα χείλη του πριν κάνει την επόμενη ερώτησή του. "Δεν μπορείς να τους ακυρώσεις από τη στιγμή που εσύ το δημιούργησες το ξόρκι;"
"Δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται. Αν είχα τη δυνατότητα να το ακυρώσω, θα το έκανα χωρίς κανέναν δισταγμό, αλλά-", αποκρίθηκε και έστρεψε τα πράσινα μάτια της στο άδειο πιάτο που είχε μπροστά της.
"Αλλά..."
"Σου είπα, είναι πιο περίπλοκο απ'όσο νόμιζα στην αρχή"
Δάγκωσε το μάγουλό της, σε μία ύστατη προσπάθεια να μην αναφέρει το Σμαραγδένιο Δράκο. Δεν ήθελε να μάθουν και άλλοι την ύπαρξή του, τα δύο Φαντάσματα τής έφταναν. Σιχαινόταν να λέει ψέμματα και να κρύβει την αλήθεια, αλλά κατά την άποψή της, ήταν αναγκαίο κακό στη συγκεκριμένη περίπτωση.
"Θα πω στο Φάντασμα, τότε, να περάσει από εδώ αφού σουρουπώσει για να μας δείξει τους ρούνους", είδε την κοπέλα να συμφωνεί με ένα νεύμα του κεφαλιού της και συνέχισε, "και στο μεταξύ, θα δω τι μπορώ να βρω για τους αρχαίους ρούνους. Το Μαύρο Ρόδο πρέπει να βρεθεί από εμάς πριν τους υπόλοιπους"
Μάζεψαν τα πιάτα και τα τοποθέτησαν στο νεροχύτη, μαζί με τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια που είχαν χρησιμοποιήσει, πριν ο καθένας πάει στο δωμάτιό του να αφοσιωθεί στην εύρεση της λύσης. Η δουλειά τους δε θα ήταν καθόλου εύκολη.
Ο Άγγελος κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη του και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στους τίτλους των βιβλίων. Αφού βρήκε από που αναζητούσε, άπλωσε το χέρι του προς το ράφι, αλλά σταμάτησε μερικά εκατοστά πριν αγγίξει το δερματόδετο βιβλίο. Βαθιά μέσα του ήλπιζε πως δε θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει ξανά, όχι τουλάχιστον μετά από εκείνη τη νύχτα, αλλά η περίσταση φαινόταν να το απαιτούσε. Το ακούμπησε διστακτικά και το τράβηξε αργά από το ράφι, προσέχοντας να μην το χαλάσει. Το βιβλίο ήταν παλιό, σίγουρα είχε κλείσει δύο αιώνες και ο Άγγελος φρόντιζε να το συντηρεί καταλλήλως. Τα φύλλα του ήταν κιτρινισμένα και είχαν μία τραχιά υφή, το μελάνι σε μερικά σημεία είχε ξεθωριάσει και είχε πατηθεί από πάνω για να είναι οι λέξεις ευανάγνωστες και το δερμάτινο εξώφυλλο είχε ξεφτίσει στις γωνίες. Οι λέξεις, οι οποίες θα το περιέγραφαν ακριβώς ήταν: ταλαιπωρημένο, πολυχρησιμοποιημένο, παλιό.
Ο νεαρός κάθισε στην καρέκλα που υπήρχε μπροστά από το γραφείο και ακούμπησε στην ξύλινη επιφάνειά του το βιβλίο. Δε χρειάστηκε να ανατρέξει στα περιεχόμενά του, διότι γνώριζε απ'έξω σε ποια σελίδα βρισκόταν το καθετί από τις τόσες φορές που το είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν. Αφού βρήκε τη σελίδα την οποία ήθελε, τοποθέτησε ένα μολύβι για να μην την χάσει και σηκώθηκε από την καρέκλα για να πάρει ακόμα ένα βιβλίο. Ξανακάθισε και στρώθηκε στη δουλειά.
***
Την ίδια στιγμή, στο δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η Χλόη βημάτιζε νευρικά. Με τη δύναμη των λέξεων είχε προσπαθήσει να εμφανίσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο, χωρίς να γνωρίζει ότι το χρησιμοποιούσε ο Άγγελος λίγο παραδίπλα. Αποφάσισε να αλλάξει τακτική και να γράψει κάποια πράγματα με τη μαγική της πένα. Ερωτήσεις που την έκαιγαν και έπρεπε να βρει τις απαντήσεις το συντομότερο δυνατό. Λίγο πιο δίπλα, ο Σμαραγδένιος Δράκος την παρατηρούσε σιωπηλός. Εκείνη έπεσε με φόρα πάνω στο κρεβάτι, κάνοντας το στρώμα να βουλιάξει. Αναστέναξε ηττημένη και έκλεισε τα μάτια της. "Γιατί, γιατί, γιατί!", μουρμούρισε απογοητευμένη. "Απέχω ελάχιστα από τη λύση, το νιώθω!"
"Σε παρακαλώ, κόρη μου, κάνε λίγη υπομονή. Μην τα παρατάς", προσπάθησε να την ενθαρρύνει το ερπετό.
"Ζήτησα τη βοήθειά σου, δε βλέπω να τη δίνεις!", δήλωσε και η γη σείστηκε.
"Μη με αμφισβητείς σε αυτό το ζήτημα, Χλόη! Επειδή κάθομαι τόση ώρα σιωπηλός, δε σημαίνει πως δε βοηθάω!", αντήχησε μέσα στο κεφάλι της η βαθιά φωνή του Δράκου.
"Τότε επίτρεψε μου να ρωτήσω, πώς"
"Προσπαθώ να σπάσω το ξόρκι με το οποίο με έδεσες εσύ η ίδια, νεαρή μου!"
Η Χλόη έπεσε προς τα πίσω και συγκρούστηκε με το μαξιλάρι. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι; Μαντάρα τα είχε κάνει!
"Δράκε"
Εκείνος πήρε την ανθρώπινη μορφή του και κάθισε δίπλα της, ώστε να έχουν οπτική επαφή και ευθύς η κοπέλα ανακάθισε και μάζεψε τα γόνατά στο στήθος της. "Μπορώ να το σπάσω το ξόρκι"
"Τα πάντα μπορείς να κάνεις, να το θυμάσε αυτό"
"Τότε, απλά άφησέ με να σπάσω αυτό το ξόρκι, επιτέλους!", ξέσπασε η κοκκινομάλλα χαμηλόφωνα, γιατί αλλιώς θα φώναζε.
"Όχι, αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει από εμένα. Εσύ πρέπει να ανοίξεις το Κουτί της Πανδώρας", της αποκρίθηκε ήρεμα. "Και να βρεις το Μαύρο Ρόδο"
"Μόνο να ήξερα ποιοι ρούνοι είναι στην κλειδαριά!"
Ο Σμαραγδένιος Δράκος τοποθέτησε την παλάμη του στον ώμο της. "Σε λίγες ώρες θα μάθεις, υπομονή", είπε και η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπομονή και να ψάξει ποιοι αρχαίοι ρούνοι χρησιμοποιούταν για να δημιουργηθεί ένα ξόρκι που δρούσε ως κλειδαριά.
***
Ο Άγγελος είχε καταφέρει να βρει κάποια πράγματα πριν αρπάξει το κινητό του για να πάρει τηλέφωνο τον Κρίστοφερ. Τοποθέτησε τη συσκευή στο αφτί του και περίμενε.
"Παρακαλώ;", ακούστηκε η φωνή του νεαρού, βραχνιασμένη από τον ύπνο.
"Συγγνώμη αν σε ξύπνησα"
"Είμαι ξύπνιος εδώ και πέντε λεπτά, μην ανησυχείς", απάντησε ο Κρίστοφερ από την άλλη άκρη της γραμμής και χασμουρήθηκε. "Έγινε κάτι σοβαρό και με παίρνεις τηλέφωνο;"
"Μπορείτε απόψε να περάσετε από εδώ με τον Μαξ πριν αρχίσει η βάρδιά σας;"
"Νομίζω πως μπορούμε"
"Ωραία", έκανε ο Άγγελος, "σας περιμένω απόψε"
Έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Χλόης για να της πει τα νέα. Χτύπησε την ξύλινη πόρτα με τους κόμπους των δαχτύλων του και η κοπέλα του είπε να περάσει. Τη βρήκε να διαβάζει κάτι το οποίο ήταν γραμμένο στον αέρα με πράσινα γράμματα.
"Χλόη"
"Λέγε", είπε εκείνη χωρίς να πάρει τα μάτια της από το κείμενο.
"Απόψε θα έρθουν τα Φαντάσματα"
"Τι ώρα;"
"Θα σε ειδοποιήσω, μην ανησυχείς", της απάντησε και γύρισε στο δωμάτιό του. Άκουσε τον ήχο κλήσης του τηλεφώνου του και το σήκωσε, αναγνωρίζοντας το όνομα του επιθεωρητή Γκρέις στην οθόνη.
***
Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν δέκα και τέταρτο το βράδυ όταν η πόρτα του δωματίου της κοπέλας άνοιξε φανερώνοντας τον Άγγελο, ντυμένο στα μαύρα με τη στρατιωτική του ταυτότητα πάνω από την κοντομάνικη μπλούζα του.
"Έφτασαν", δήλωσε απλά αναφερόμενος στα Φαντάσματα και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο σαλόνι. Η Χλόη, αφού έφτιαξε λίγο καλύτερα τα κόκκινα μαλλιά της, τον ακολούθησε. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος, καθώς το ένστικτό της τής έλεγε πως κάτι θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ.
Χαιρέτησε τα Φαντάσματα και ο Άγγελος μπήκε κατευθείαν στο ψητό, απευθύνοντας το λόγο στο Φάντασμα με το φαρδύ σπαθί. "Μπορείς να μας δείξεις τους ρούνους της κλεκδαριάς;"
Εκείνο κοίταξε τη Χλόη πριν συμφωνήσει και πρόβαλλε μέσα στο μυαλό τους την εικόνα της χρυσής κλειδαριάς.
"Ο ρούνος της Ουράνιας Σφραγίδας και ο ρούνος της Χρυσής Κλειδαριάς", αναφώνησε η κοπέλα. Οι πιο δύσκολοι ρούνοι των αρχαίων χρόνων ταυτόχρονα ήταν και οι αγαπημένοι της. Έπρεπε να το είχε φανταστεί πως θα είχε χρησιμοποιήσει εκείνους για το ξόρκι!
"Θα πάρει μέρες για να ακυρώσουμε τη δύναμή τους", σχολίασε το Φάντασμα με τα γαλανά μάτια.
"Μια-δυο μέρες θα μας πάρει σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου αν κάνουμε αυτό που έχω κατά νου", πρότεινε ο Άγγελος με ποιο σοβαρό ύφος από ποτέ.
"Προτείνω να πάμε στη βιβλιοθήκη της Αλντέρα! Γνωρίζω μερικά βιβλία που θα μας βοηθήσουν!", τον έκοψε η Χλόη.
"Θα χάσουμε πολύτιμο χρόνο αν πάμε στη βιβλιοθήκη της Αλντέρα! Και περίμενε, ακόμα δεν είπα το σχέδιό μου"
"Σε ακούμε, Άγγελε", είπε ο Κρίστοφερ και έκανε νόημα στο νεαρό να συνεχίσει.
"Έψαξα σε αυτό το βιβλίο σχετικά με τους αρχαίους ρούνους", έδειξε το βιβλίο και η καρδιά της κοπέλας σχεδόν έπαψε να χτυπά. Ήταν το βιβλίο που προσπαθούσε να βρει! "Σε ένα τέτοιο ξόρκι, η καλύτερη και γρηγορότερη λύση είναι ο Σμαραγδένιος Δράκος!"
Τα Φαντάσματα αλληλοκοιτάχτηκαν ανήσυχα.
"Χλόη", έκανε μέσα στο μυαλό της κοπέλας το Φάντασμα με τα πράσινα μάτια, αλλά εκείνη τον αγνόησε. Το δεύτερο Φάντασμα την κοίταξε, αλλά η κοπέλα δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τι της έλεγαν τα γαλάζια μάτια του.
"Δεν πρόκειται να βοηθήσει! Άδικος κόπος θα είναι να τον καλέσουμε!"
"Πώς είσαι τόσο σίγουρη, Χλόη; Ο Σμαραγδένιος Δράκος είναι μία από τις πιο ισχυρές δυνάμεις! Ακόμα και οι πιο δυνατοί και περίπλοκοι ρούνοι δεν είναι τίποτα για αυτόν!", της επιτέθηκε ο Άγγελος.
"Μπορεί, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, δε θα βοηθήσει! Δεν μπορεί, Άγγελε!", επέμεινε εκείνη.
"Και πώς το γνωρίζεις εσύ αυτό;", ρώτησε ύποπτα.
"Επειδή εγώ είμαι η κάτοχος του Σμαραγδένιου Δράκου!"
Ξανθίππη Γιωτοπούλου