Η ΆΙΣΛΙΝ ΉΤΑΝ ΧΑΜΕΝΗ. Ο σκοτεινός εαυτός της την είχε αναγκάσει να
βυθιστεί μέσα σε μια σκοτεινή άβυσσο. Κρύωνε και τρεμούλιαζε μόνη. Όσο κι αν
προσπαθούσε να ξεφύγει από εκεί, αποτύγχανε. Ήταν εγκλωβισμένη μέσα σε ένα
απέραντο σκοτεινό δωμάτιο. Ο μόνος ήχος που απαντούσε στις φωνές της ήταν η
δική της ηχώ. Ένας ήχος αντήχησε μέσα στην έρημη άβυσσο. Το κεφάλι της τινάχτηκε
έκπληκτο. Φως. Από κάπου ερχόταν φως.
Ξεκίνησε να περπατά προς το μέρος του και
αμέσως μετά άρχισε να τρέχει. Σκόνταφτε στα ίδια της τα πόδια μα δεν την
ένοιαζε. Δεν ήξερε πόσος καιρός είχε περάσει από τη στιγμή που είχε εγκλωβιστεί
εκεί. Αλλά αν το φως ήταν το εισιτήριο της, τότε δεν θα το άφηνε να σβήσει.
Μόλις έφτασε εκεί ήταν αυτό που περίμενε, δηλαδή μια ανοιχτή πόρτα. Μα εκεί
στεκόταν κάποιος που δεν περίμενε. Ο βασιλιάς Κέζελθ. Έκανε ένα βήμα πίσω
τρομαγμένη. Δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί όμως αυτό δεν της φαινόταν σωστό. Ο
άντρας της χαμογέλασε με λυπημένα μάτια. Η καρδιά της σπαρτάρισε έντρομη. Είχε
πάει εκεί για να της ανακοινώσει κάτι, αυτό ήταν προφανές.
«Τι συμβαίνει;»
Απαίτησε να μάθει με αγχωμένη φωνή. Ο άντρας κινήθηκε προς το μέρος τhw και την τράβηξε κοντά του.
«Η μητέρα σου.»
Είπε με σοβαρό βλέμμα. Η Άισλιν απομακρύνθηκε και φρόντισε να συναντηθούν οι
ματιές τους. Το προαίσθημά της έβγαινε σωστό και το μισούσε αυτό.
«Η Έις; Τι
έπαθε;»
Φοβόταν να ακούσει την απάντηση. Μα
βρισκόταν σε ένα έρημο δωμάτιο. Δεν είχε την δυνατότητα να δει τι συνέβαινε
στον κόσμο. Δεν μπορούσε να ψάξει να βρει τη μητέρα της. Έπρεπε να ακούσει
εκείνον. Η απάντηση δεν ήρθε από τα χείλη του αλλά από τα θανάσιμα σοβαρά του
μάτια που κοίταζαν βαθιά μέσα στα δικά της. Δεν μπορεί. Η Έις ήταν η πιο δυνατή
μάγισσα. Αλλά και η πιο απερίσκεπτη. Αν είχε έρθει αντιμέτωπη με το ερώτημα: να
σώσει τον εαυτό της ή τους γύρω της, δεν υπήρχε απορία. Θα επέλεγε χίλιες φορές
να θέσει τη ζωή της σε κίνδυνο. Μα δεν μπορεί να είχε σκεφτεί τόσο λίγο το
παιδί της. Δεν μπορεί να είχε φύγει πριν να μιλήσουν. Έστω μια φορά έπρεπε να
της μιλήσει. Τα μάτια της βούρκωσαν.
«Τι συνέβη;»
Ρώτησε με ψύχραιμη φωνή. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Μα έπρεπε να
ξέρει. Ήθελε να καταλάβει.
«Όλα ξεκινούν από
τη μέρα που η Έις αποφάσισε να παντρευτεί τον πατέρα σου.» Η Άισλιν τον
περιεργάστηκε μπερδεμένη μα εκείνος δεν την επέτρεψε να τον διακόψει. «Δεν
έχεις ιδέα ποιος ήμουν εγώ τότε.» Γέλασε πικρά. «Μπορείς να με πεις ένα
μπάσταρδο αγόρι που υιοθέτησε ο πατέρας της.» Η Άισλιν εκπλάγηκε. «Μόνο που
ήταν τόσο όμορφη και ξεχωριστή. Ξέρεις πόσο ξεχωριστή είναι.» Ένα δάκρυ κύλισε
από τα μάτια της. Ξεκινούσε να συμπαθεί αυτόν τον σκοτεινό μάγο και δεν
μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό της γιατί. «Την αγάπησα Άισλιν. Την ερωτεύτηκα.
Την ονειρεύτηκα.» Εντάξει, αυτά ήταν πολύ ζουμερά νέα και η κοπέλα δεν
καταλάβαινε γιατί τα άκουγε. Μα το ένστικτό της την ενημέρωνε πως έπρεπε να
μείνει σιωπηλή μέχρι το τέλος. «Μα δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δική μου. Κι
έτσι απλά την κοίταζα. Μέχρι που έμαθα πως θα παντρευόταν τον χειρότερο άντρα.
Τον πατέρα σου, Τζάρεντ. Έπινε μέχρι το πρωί και δεν νοιαζόταν για εκείνη. Την
έβλεπε σαν ένα αντικείμενο του σπιτιού του. Και τι περισσότερο είχε από εμένα;
Α, ναι ήταν ο ηγέτης του Σόντερν. Η Έις έπρεπε να παντρευτεί κάποιον άντρα με
κύρος. Έτσι την διέταξε ο πατέρας της. Κι εγώ απλώς την κοίταζα να πονάει και
να υποφέρει.
»Μια μέρα έγινε
ένα λάθος. Παρασύρθηκα από το πάθος μου για εκείνη και τη διεκδίκησα.» Η Άισλιν
μόρφασε αηδιασμένη κι ο Κέζελθ γέλασε απαλά σαν να την καταλάβαινε. «Όπως
αποδείχτηκε κι εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Εκεί η ιστορία μας περιπλέχτηκε
όμως. Γιατί η Έις έμεινε έγκυος.» Τα μάτια της Άισλιν γούρλωσαν. «Για εμένα
ήταν η πιο χαρούμενη στιγμή της ζωής μου. Επιτέλους θα γινόμασταν οικογένεια,
εκείνη, το παιδί μας κι εγώ. Μα η μητέρα σου είχε διαφορετική άποψη. Μου
ανακοίνωσε πως το παιδί θα το κρατούσε με τον Τζάρεντ και δεν θα αποκάλυπτε
ποτέ την αλήθεια.» Τα μάτια του επισκιάστηκαν από πόνο. «Μου απαγόρεψε να σε δω
ή να σου μιλήσω.» Η Άισλιν κρατούσε την ανάσα της εμβρόντητη. Πατέρας, σκεφτόταν σαν υπνωτισμένη.
«Αμέσως μετά εξαφανίστηκα. Δεν στο κρύβω. Η μαύρη μαγεία κατασπάραξε τη
συνείδηση και τη καρδιά μου. Μα μάθαινα για σένα.
»Ο Κίλιαν σε
παρακολουθούσε και μου έλεγε πόσο όμορφη και γλυκιά είσαι. Πόσο σου λείπει ένας
πατέρας. Πόσο μόνη νιώθεις. Πως αλλάζει το πρόσωπό σου όταν σουφρώνεις λίγο τα
χείλη σου, χωρίς να το αντιληφθείς.» Γέλασε με την έκφρασή της κι εκείνη ίσιωσε
γρήγορα τα χείλη της. Ο Κίλιαν είχε προσέξει τόσα πολλά; «Αλλά απέτυχα Άισλιν.
Εσύ κι ο Κίλιαν ακολουθήσατε το κακό μου παράδειγμα. Και η Φιέρα πέθανε, ή
τουλάχιστον έτσι γνώριζα. Κι εκείνα είναι παιδιά μου, ακόμη κι αν δεν είμαι ο
βιολογικός τους πατέρας.» Η κοπέλα ανατρίχιασε στη σκέψη πως ο Κίλιαν θα
μπορούσε να είναι με κάποια έννοια αδερφός της και έδιωξε μακριά αυτή την ιδέα.
«Αλλά μετά έμαθα πως ανέστησες ένα νεκρό κορίτσι. Όχι, όλοι η κοινότητα των
σκοτεινών μάγων το έμαθε. Το ένιωσε. Και έπρεπε να σε προστατεύσω από όλο τον
κόσμο. Υπήρχε μια λύση. Να εξαφανιστείς. Έκρυψα τη συνείδηση μου βαθιά μέσα μου
και σε κλειδαμπάρωσα στο κάστρο μου. Κάθε μέρα βημάτιζα στον διάδρομο, μα δεν
κατάφερνα να φτάσω μέχρι το κελί σου. Τα πόδια μου απλώς σταματούσαν. Και αφού
συνέβησαν όλα αυτά, είδα τη κόρη μου να διαλέγει το φως σαν τη μητέρα της.
Μπορώ να πω πως η απόφασή σου φώτισε πτυχές μέσα μου που είχα ξεχάσει πως υπήρχαν.
»Μόλις
διαισθάνθηκα την ισχυρή μαύρη μαγεία ήρθα στο Μέινλοουν. Βιάστηκα, και κατάφερα
να σώσω τη μητέρα σου πριν συντριβεί στο έδαφος. Ο Κλέιν είναι ένας σκοτεινός
μάγος που προσποιούταν πως ήταν στρατηγός στη Λευκή αυτοκρατορία. Εκείνος είχε
δημιουργήσει ένα σμήνος σκοτεινών δράκων για να καταπιούν το στρατόπεδο. Η Έις
άσκησε την πιο ισχυρή μαγεία που υπάρχει. Τους κατατρόπωσε. Κι εγώ την έσωσα.»
Το πρόσωπο της Άισλιν έλαμψε χαρούμενο και έπεσε πάνω του. Τον αγκάλιασε δειλά
και αμέσως μετά τραβήχτηκε.
«Σε ευχαριστώ.»
Του είπε ευγνώμων που είχε σώσει τη μητέρα της.
«Απλώς..» Ο
Κέζελθ δίστασε. Εκείνη έσφιξε τα δάχτυλά της και τον κοίταξε επίμονα. «Έπρεπε
να την αφήσω για λίγο. Την οδήγησα σε ένα δωμάτιο Άισλιν. Αλλά ο Κλέιν είχε
χρησιμοποιήσει το σκότος των δράκων για να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο.
Έπρεπε να προστατεύσω την αυτοκρατορία της, για να σταθώ άξιος δίπλα της και να
σου αποκαλύψω πως είμαι ο πατέρας σου. Για να αξίζω έστω και λίγο την αγάπη
σας.» Το πρόσωπό του ήταν τσαλακωμένο από τη θλίψη. Η Άισλιν βρήκε τον εαυτό
της στο χείλος των δακρύων.
«Τότε μην μου τα
λες όλα αυτά. Πες τα μου μαζί της.» Του είπε πεισματικά και έκρυψε το πρόσωπό
της μέσα στις παλάμες της.
«Δεν γίνεται
Άισλιν.» Την τράβηξε κοντά του και της χάρισε μια πατρική αγκαλιά που ο Τζάρεντ
δεν θα της έδινε ποτέ. «Γιατί όσο κι αν προσπάθησα απέτυχα ξανά. Όπως κάνω
πάντα. Την έχασα. Κάποιος την δολοφόνησε. Νομίζω πως ο Κλέιν συνεργάζεται με
κάποιον.» Η Άισλιν ξεκίνησε να κλαίει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ποιος θα
έκανε κάτι τέτοιο; Ποιος θα την πλήγωνε όταν ήταν άμαχη και τόσο εξαντλημένη;
«Είδα αίματα Άις.» Την επιβεβαίωσε εκείνος. «Και απέτυχα περισσότερο από αυτό.
Έχασα στον Κλέιν. Έχει το σώμα μου. Κι εσύ είσαι μόνη απέναντί του. Πρόσεχε
γιατί είναι πολύ ισχυρός.» Η Άισλιν απομακρύνθηκε από εκείνον και κοίταξε το
σκοτάδι που απλωνόταν γύρω της.
«Ξέρεις εγώ..»
«Ξέρω. Είσαι
εγκλωβισμένη. Μα τι πατέρας θα ήμουν αν απλώς σε άφηνα και δεν σε βοηθούσα τώρα
που με έχεις ανάγκη;» Η κοπέλα σάστισε με τα λόγια του. Θα την βοηθούσε; Πως;
«Θα σου δώσω όση δύναμη μου απομένει. Θα είσαι πιο δυνατή από εκείνη. Και πριν
από αυτό θα απορροφήσω τη δική της δύναμη. Έτσι πριν το καταλάβεις θα βρεθείς
ξύπνια δίπλα στο σώμα μου. Μα μην μπερδευτείς, είναι ο Κλέιν, όχι εγώ. Μην
διστάσεις. Σκότωσέ με μαζί με εκείνον. Δεν αξίζω τον οίκτο ή την αγάπη σου.
Απέτυχα να σώσω τη μητέρα σου. Και τώρα θέλω τη βοήθειά σου για να νικήσω τον
Κλέιν. Τι πατέρας είμαι;» Γέλασε πικρά.
«Θα υπάρχει
κάποια άλλη λύση.» Αποφάσισε η Άισλιν όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε.
«Σκούπισε τα
δάκρυά σου και ετοιμάσου.» Ανακοίνωσε ο Κέζελθ. Ολόκληρο το δωμάτιο ξεκίνησε να
γκρεμίζεται και από τις ρωγμές διείσδυαν πολυάριθμες δέσμες φωτός. Όλες κατέληξαν
μέσα στο σώμα του άντρα. Η κοπέλα κοίταζε το θέαμα με δέος. Δεν είχε δει ποτέ
ξανά κάτι τέτοιο. Ο Κέζελθ την αγκάλιασε και ολόκληρο το σώμα της άρχισε να
ζεσταίνεται.
«Περίμενε. Πάντα
ήθελα ένα πατέρα..» Είπε με παράπονο την ώρα που ο άντρας και το απέραντο
δωμάτιο εξαφανίστηκαν. Πετάρισε τα βλέφαρά της και αντίκρισε τον πραγματικό της
πατέρα. Μα δεν ήταν όπως τον είχε δει μερικές στιγμές πριν. Χαμογελούσε
σαρδόνια και ήταν αποκρουστικός.
«Κλέιν.» Είπε συνειδητοποιώντας
πως ο Κέζελθ δεν της είχε πει ψέματα.
Ράνια Ταλαδιανού