Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 7 - Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς!)

Ανέρρωσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, κι αποφάσισε στα τέλη του Σεπτέμβρη να μεταβεί στον Όλυμπο της Μυσίας. Είπε πως ήθελε να λάβει τις ευχές των αγίων πατέρων που μόναζαν στο μικρασιατικό όρος, για να θωρακιστεί με τη θεϊκή βοήθεια και να ανοίξει πόλεμο στους Σαρακηνούς της Συρίας.

«Άντρα μου, μήπως είναι νωρίς; Μήπως δεν είσαι ακόμα τόσο δυνατός;» αποπειράθηκε η Ελένη να του εκφράσει αντιρρήσεις, σκοτισμένη ακόμα μετά από την τόσο ξαφνική φουρτούνα της υγείας του.
«Γυναίκα, νιώθω μια χαρά, περδίκι για την ακρίβεια… Μην ανησυχείς, θα φύγω και θα γυρίσω προτού το καταλάβεις!» της απάντησε με σιγουριά ο Κωνσταντίνος και της έσφιξε απαλά τους ώμους, καθησυχαστικά. Και την επόμενη – μεθεπόμενη ημέρα, όπως το είχε σχεδιάσει, συγκέντρωσε την απαραίτητη κουστωδία του και κίνησε για τον προορισμό του.
Ουδείς ποτέ έμαθε τι πραγματικά επεδίωκε ο αυτοκράτορας πηγαίνοντας στον Όλυμπο. Κατοπινός του χρέωσε πως δεν είχε σκοπό να ευλογηθεί από τους καλογέρους, αλλά να συναντήσει τον επίσκοπο Θεόδωρο της Κυζίκου, ο οποίος τον πίεζε από χρόνια να καθαιρέσει τον Πολύευκτο, επειδή ο άτεγκτος πατριάρχης είχε απαιτήσει από τον Κωνσταντίνο να τιμωρήσει τις ατασθαλίες των συγγενών του πεθερού του, του Ρωμανού Λεκαπηνού, όταν έγινε μονοκράτορας στον θρόνο· και πως ο ραδιούργος Βασίλειος ο νόθος τσινώντας είχε καταφέρει να προσεταιριστεί την ομοπάτρια αδελφή του αυγούστα Ελένη και να κάνει μέσω αυτής και τον γαμπρό του να αφήσει ήρεμο το σόι του μακαρίτη του πατέρα του. Μα ό τι και να ίσχυε στα αλήθεια, ένα είναι το σίγουρο, πως τούτο το ταξίδι έμελλε να ’ναι η τελευταία πράξη της ζωής του πενηντατετράχρονου λογίου ηγεμόνα…
Διότι πριν παρέλθει καλά – καλά ένας μήνας, επέστρεφε εσπευσμένα στη Βασιλεύουσα με πόνους φρικτούς σ’ όλο του το σώμα, ωχρός, εξαντλημένος, για λύπηση. Έπεσε στο κρεβάτι του, και μέρα την ημέρα χειροτέρευε. Μπαινόβγαιναν οι γιατροί του μουδιασμένοι, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα κι η Σύγκλητος, μόλο που ξέρανε πως συμβασιλέας υπήρχε εστεμμένος, νόμιμος και έτοιμος να κληρονομήσει τα σκήπτρα, αν ο δεσπότης τους τελικά απεβίωνε, και η Ελένη με στήθη πικραμένα, καρδιά φαρμακωμένη και κλαίοντας ήδη μέσα της, ανέμενε σαν κατάδικος το πένθος…
«Κουράγιο, αυγούστα» προσπαθούσε ο αφοσιωμένος αρχίατρος να της γλυκάνει λίγο τον αβάσταχτο καημό. «Εμείς κάναμε πια ό, τι μπορούσαμε… Από δω και πέρα, όλα είναι στα χέρια του Θεού, μπορεί να συμβεί κάποιο θαύμα…»
«Ευχαριστώ για τον καλό σου λόγο, άρχοντα Νικόδημε, μα μη μου δίνεις μάταιες ελπίδες, δεν τις χρειάζομαι… Τι θεωρείς, δεν το βλέπω κι εγώ πως… ήγγισε πλέον το τέλος;..» αποκρινόταν εκείνη, σκύβοντας τα μάτια της για να μη φανούν τα δάκρυα που τα γιόμιζαν, κι ο Νικόδημος ταπείνωνε παρόμοια στεναχωρημένος την ψαρή του σοφή κεφαλή. Λιγόλογες, σχεδόν μουγγές, και θλιμμένες έστεκαν κι οι πέντε οι πριγκίπισσες, και της μητέρας η κατήφεια μουντζούρωνε και τα δικά τους τα ωραία πρόσωπα.
«Δεν θα τα καταφέρει ο πατέρας…» μουρμούριζε η Άννα, το παρθενικό λουλούδι των δεκαεφτά χρόνων, η γλυκιά και ήσυχη κι αθώα, τσαλακώνοντας αμήχανα μια πτυχή του φουστανιού της, και το χειλάκι της ζάρωνε και ξεζάρωνε.
«Δε θα τα καταφέρει…» αντηχούσε σιγαλά κι η χλομή Θεοφανώ, στα είκοσι δυο της τώρα και χωρίς καμιά προοπτική γυναίκειας ζήσης, που μόνη χαρά της έδινε της φαμελιάς της η στοργή. Η μικρή ευαίσθητη Αγάθη σώπαινε, έτοιμη πάντα για αναφιλητά, η Θεοδώρα η περήφανη πολεμούσε τη δικιά της θλίψη πηγαινοερχόμενη άσκοπα, και η Ζωή, η εικοσιπεντάχρονη βασανισμένη νεαρή γυναίκα που έμοιαζε κιόλας να ’χει απαρνηθεί τον κόσμο, έσμιγε τα χέρια και με τα βλέφαρα μισόκλειστα αφοσιωνόταν θερμά σε προσευχές για την ψυχή του πατέρα της, που την έβλεπε με τα μέσα της τα μάτια φευγάτη από το σώμα του. Και κυλούσαν τυραννικά οι ώρες, σαν νερό που πασχίζει να στάξει τις ρανίδες του από βρύση κρουσταλλιασμένη, και διάβαιναν οι μέρες συννεφιασμένες, και λένε πως τις νύχτες, μια χλαλοή μεγάλη, κρότος πετρών που πέφτανε από ψηλά, αναστάτωνε το Παλάτι. Μα δεν τις πέταγε κανείς απ’ τη Μαγναύρα, όπως νόμισε ο άρρωστος βασιλιάς και διέταξε τους φρουρούς του να καραδοκούν, παρά ήτανε αυτές σημάδι εξ ουρανού και προμήνυμα θανάτου…
Και ήταν την 9η Νοεμβρίου, του έτους 959 μετά Χριστόν, εσπέρα, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Έβδομος ο Πορφυρογέννητος παρέδωσε το πνεύμα του στον επουράνιο Βασιλέα. Ρίγησε συθέμελα το σπίτι του, το Ιερό Παλάτι, από τους θρήνους και τους ολολυγμούς της χήρας πια στα σαράντα εννιά της χρόνια αυτοκράτειρας Ελένης, που αν και βαστιόταν γερά ως τα τότε να μην κλαίγει, μόλις ο θάνατος επήλθε, η ανθρωπινή της μπόρεση εκάμφθηκε. Κι ο ετεροθαλής αδελφός της ανέλαβε τη δυσάρεστη αποστολή να αναγγείλει στις ανιψιές του την εκδημία του πατρός τους. Με το που εμφανίστηκε στη θύρα του κουβουκλίου τους, κι οι πέντε μαζί σηκώθηκαν μονοταριάς και τον περικύκλωσαν.
«Τι έγινε, τι έγινε, θείε Βασίλειε; Λέγε, μη μας κρατάς!»
«Δέσποινές μου, ο πατέρας σας…» είπε σοβαρός ο ευνούχος, κι από το αλλοιωμένο της μορφής του οι κοπέλες αντιλήφθηκαν και πάγωσαν…
«Όχι! Όχι, πατέρα, όχι!» ξέσπασε πρώτη η Αγάθη, λύγισαν τα γόνατά της και με πνιγμένα κλαυθμηρά ουρλιαχτά διπλώθηκε στα δύο χάμαι, τραβώντας τα μαλλάκια της. Η Άννα την αγκάλιασε, και λύθηκαν ομάδι οι μικρότερες πριγκίπισσες σε απελπισμένο μυρολόι.
«Πατέρα μας…» ψέλλισε με λυγμό κι η Θεοφανώ, κάτασπρη, έτοιμη να λιγοθυμήσει, και με το που πήγε να γείρει η Θεοδώρα την τράβηξε στο πλευρό της και τη βάσταξε δυνατά και τρυφερά μες την αγκάλη της, ενώ ποταμοί δακρύων καίγανε και τα δικά της μάτια και χύνονταν σιγά - σιγά απόξω τους.
«Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνάπαυσον τὴν ψυχήν τοῦ δούλου σου…» σταυροκοπήθηκε η Ζωή με χέρι τρεμάμενο και στέναξε δυσκολεμένα, νιώθοντας και το δικό της στήθος βαρύ από τη λύπη. Έπειτα πλησίασε τις αδελφές της, και με λόγια συνετά τους μίλησε:
«Κουράγιο, αγαπημένες μου, Θεοδώρα, Θεοφανώ, Αννίτζα μου κι εσύ, Αγάθη! Εμείς πρέπει τώρα να ’μαστε δυνατές, για να συμπαρασταθούμε στη μάνα και τον αδελφό μας, που από σήμερα γίνεται ο ίδιος βασιλιάς! Μην αφήσουμε τον πόνο να μας λυγίζει, θυμηθείτε πως ο πατέρας μας μετοίκησε εις την άνω Ιερουσαλήμ, και θα μας περιμένει από του νυν εκεί, να απολαύσουμε αιωνίως τα υπερκόσμια αγαθά του Παραδείσου και ν’ ατενίζουμε τη δόξα του Θεού μαζί με τους αγγέλους Του…»
«Αμήν, αδελφή μου!» ψιθύρισε η Θεοδώρα, κι οι πέντε κόρες του μακαρίτη Κωνσταντίνου έσμιξαν ομάδι το πένθος τους σε μια ζεστή περίπτυξη. Και ενώ εκείνες πενθούσαν, σ’ ένα άλλο δωμάτιο του Παλατιού η Θεοφανώ, η γυναίκα του αδελφού τους και αυτή που από ώρα σε ώρα θα γινόταν πλέον επισήμως βασιλίδα, χαιρόταν στα κρυφά, κι αναγάλλιαζε η ανυπόμονη ψυχή της με το φευγιό του πεθερού της.
«Επιτέλους! Επιτέλους, ψόφησε ο γέρος!» μορμύριζε ενθουσιασμένη, και έβλεπε ήδη τον εαυτό της στον θρόνο απάνω και τον Ρωμανό στο πλάι της, με τα στέμματα κι οι δύο και τα σκήπτρα, να ορίζουν… Α, δεν υπήρχε πιο μεγάλη, πιο μεθυστική από τούτη τη χαρά!
«Κι είναι και το άλλο…» συλλογίστηκε, χαμογελώντας αδιόρατα. Δοσμένη στις ευφραντικές της σκέψεις, σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τον Ρωμανό, που μπήκε στο κουβούκλι τους και κάθισε βαριά σ’ ένα θρονί, καλύπτοντας την όψη με τα χέρια του.
«Βασιλιά μου» τον προσφώνησε, σηκώθηκε κι ήρθε κοντά του, αγγίζοντας τους ώμους του. «Γιατί δε με ειδοποίησες για την παρουσία σου;»
Κι έκανε να τον φιλήσει, μα εκείνος την απέτρεψε, στρέφοντας το κεφάλι του.
«Μη με αποκαλείς έτσι, Θεοφανώ… Ακόμα του πατέρα μου το πτώμα είναι ζεστό! Δε μπορώ, δε μπορώ να το πιστέψω ότι έφυγε…»
«Γιατί, Ρωμανέ; Σάμπως είναι ψέματα; Καταλαβαίνω ότι πονάς, αλλά τι να γίνει, όλοι κάποτε θα πεθάνουν, κι η ζωή, όπως ξέρεις, συνεχίζεται, προχωράει… Είμαστε πολύ νέοι άλλωστε, αγάπη μου!»
Το παλικάρι δεν της απάντησε. Έσκυψε πιότερο στις χούφτες του το πρόσωπο, κι ένας λυγμός ακούστηκε να βγαίνει απ’ το λαρύγγι του.
«Άντρα μου… Κοίτα με» του είπε, γονατίζοντας στο πλάι του, του έπιασε τους καρπούς και τον ανάγκασε μαλακά να γυρίσει προς το μέρος της. Τα μάτια του τα γαλανά είχανε κοκκινίσει μες τα ασπράδια τους, σαν ουρανός με σύννεφα που τον καλύπτει η πυρκαγιά.
«Ρωμανέ… Ουχί καιρός για δάκρυα, καλέ μου… Αύριο, μετά την κηδεία του πατρός σου, εσύ γίνεσαι πια ο κύριος του κράτους, και δε σου αρμόζει να κλαις και να θρηνείς ως να ’σουνα παιδάκι ή γυναικούλα! Ούτε κι εγώ θέλω να σε βλέπω λυπημένο, το γνωρίζεις, για αυτό…»
Σταμάτησε για λίγο, και του έδωσε ένα απαλό χάδι. Ο Ρωμανός τη θώρησε εξεταστικά, τα μαυράδια των οφθαλμών της στραφτάλιζαν γεμάτα αίνιγμα, και το ’νιωθε πως κάτι είχαν να του πούνε.
«Θέλω να σου ανακοινώσω κάτι… Κάτι ευχάριστο για μας…» συνέχισε αμέσως η Θεοφανώ.
«Ευχάριστο;»
«Ναι, ευχάριστο…»
«Σαν τι;» απόρησε πάλι, κι εκείνη αντί για άλλη απάντηση πήρε το χέρι του και το έφερε ν’ ακουμπήσει την κοιλιά της.
«Το αντιλαμβάνεσαι;» τον ρώτησε με ένα γλυκό χαμόγελο. Ο Ρωμανός έμεινε για μια στιγμή βουβός, ύστερα άρθρωσε ξαφνιασμένος:
«Είσαι… έγκυος, Θεοφανώ;»
«Ναι, Ρωμανέ, είμαι έγκυος, μου το επιβεβαίωσε κι η παλατινή η μαία! Ένα δεύτερο βασιλόπουλο θα αναπαύεται στον κόρφο μου και στους βραχίονές σου σε λίγους μήνες, και ποιος ξέρει πόσα ακόμα, αφού έχουμε τόσο μεγάλο έρωτα μεταξύ μας… Για αυτό σου λέω, λοιπόν, μη θλίβεσαι, ο Θεός το δείχνει ξεκάθαρα πως μας ευνοεί, και θα λαμπρύνει τη ζωή και τη βασιλεία μας με πολλές χαρές!»
Τα ρήματα αυτά της ποθητής του, και ένα της φιλί στα πικραμένα χείλη του, ήταν αρκετά για να κοιμίσουνε του πρίγκιπα το πένθος για τον κύρη του, που οσονούπω αυτός θα γενόταν ρήγας. Και στη νεκρώσιμη ακολουθία, που τελέστηκε την άλλη μέρα με όλη την τάξη στην Αγιά - Σοφιά, και στην ταφή του Κωνσταντίνου στο αυτοκρατορικό μαυσωλείο του ναού των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στον παππού του τον Λέοντα τον Έκτο, έστεκε ήρεμος πολύ με την όμορφη συμβία του στο πλάι, αδάκρυτη κάτω από το μαύρο πέπλο, ενώ η μάνα του και οι κασιγνήτες[1] του δεν άντεχαν να σταματήσουνε να κλαίνε, σιγαλά όπως το πρόσταζε η φύση τους κι η περίσταση, αλλά με ένταση της ψυχής πολλή. Και ο πατρίκιος Συμεών και πρωτοασηκρήτης, αυτός που έμεινε γνωστός και ως Μεταφραστής, συνεργάτης στενός και φίλος καλός του εκλιπόντος αυτοκράτορα, συνέθεσε εν μιά νυκτί και εξεφώνησε με ρητορική δεινότητα ένα περιπαθές και δραματικό ελεγείο, που συγκίνησε όλους τους παρευρισκόμενους:
«Ἀπὸ βλεφάρων δάκρυα, ἀπό καρδίας θρῆνον
ἐπὶ τῷ πένθει ρήξωμεν δεῦτε τοῦ Κωνσταντίνου
[…]
Κλαίεις πικρῶς μεν σύζυγε καὶ τὰ φίλτατα τέκνα
Χρόνος ὑμᾶς μειλίξεται, ήμᾶς δε τήξει τάφος
[…]
Νεότης πολυέραστε, Ῥωμανέ, κράτους ἂνθος
μέμνησο, τοῦ γεννήτορος τὸν πρός σε πόθον οἶδας
[…]
Υἱέ μου, τὴν τεκοῦσαν σε θεράπευε καὶ τίμα
ἐγώ γὰρ κατεπείγομαι προς τὴν κοινήν μητέρα
[…]
Χαίρετε πάντες, χαίρετε, φίλοι, μή λάθοιτέ μου
Καὶ τοῦ θανάτου μέμνησθε, πάντας γὰρ τάφος μένει
[…]
Ἀντί ψεκάδων ρεύματα σταλάξατε τὰ νέφη
ὁ Κωνσταντῖνος τέθνηκε, τοῦ κόσμου ἡ γλυκότη»


Η Θεοφανώ τα άκουγε όλα αυτά αδιάφορη, αποδοκιμάζοντας κιόλας μέσα της. «Τοῦ κόσμου ἡ γλυκότη… Σκωληκόβρωτος να είναι ο παλιόγερος, που δεν έχανε ευκαιρία να με συκοφαντεί!» τονθόρισε μες απ’ τα δόντια της, και προτιμούσε να προσηλώνει τον λογισμό της σε αυτά που σύντομα θα έρχονταν, στο καινούριο παιδί που θα το ’νιωθε να σκιρτά στη μήτρα της, στην τρυφηλότητα της σηρικής πορφύρας και στην άπειρη δόξα και τις τιμές που θα δοκίμαζε ως αυγούστα, στον ποθητό της σύζυγο αντάμα, που θα αποδεικνυόταν σίγουρα ανώτερος και πιο δραστήριος του καλαμαρά πατέρα του, το πίστευε, και θα ήταν έτοιμη να τον βοηθήσει κι εκείνη όπως μπορούσε, να αποδειχτεί συγκυβερνήτρα άξια και να κοντράρει στα ίσα μερικούς – μερικούς ανθρώπους της Αυλής, που το κοφτερό της μυαλουδάκι ήδη προαισθανόταν ότι δε θ’ αποτελούσαν καλή επιρροή για τον Ρωμανό της…
Την τρίτη μέρα από την εκδημία του Κωνσταντίνου, βγήκε το βασιλικό πλέον αντρόγυνο, ο γιος του και η νύφη του, στους εξώστες του Παλατιού, αλλαγμένοι, με τα στέμματα στις κεφάλες τους και τα διάλιθα ενδύματα να πλουμίζουν μεγαλόπρεπα τα κυπαρισσένια τους κορμιά, και χαιρέτησαν τους υπηκόους τους. Κι ο λαός, κι οι Δήμοι, κι οι αξιωματούχοι όλοι, επευφήμησαν βοερά τον νέο τους δεσπότη, τον αύγουστο Ρωμανό τον Δεύτερο, των Μακεδόνων τον βλαστό, τον εικοσάχρονο πανώριο νεανία, και τη νέα τους τη δέσποινα, την αυγούστα Θεοφανώ, τη δεκαοκτάχρονη νεάνιδα την καλλονή, τη Λάκαινα, που λάμπανε σαν ήλιος και φεγγάρι, ξανθός και διαυγής εκείνος και μειλίχιος, μελαχρινή και μυστηριακή σχεδόν εκείνη και με την υποψία κρυμμένη πάντοτε στο λαγαρό ανάβλεμμα…


«Λίγο καιρό ακόμα θα μπορώ να κοιμάμαι άνετα στην αγκάλη σου, Ρωμανέ μου» του είπε παραπονιάρικα ένα πρωί, μόλις καλοξύπνησαν, αφού τεντώθηκε μ’ ένα στέναγμα απολαυστικό. «Η κοιλιά μου θα μεγαλώσει γρήγορα, και τότε…»
«Δεν πειράζει, Θεοφανώ μου. Εσύ να ’χεις στο νου σου να γεννήσεις καλά και τούτο το μωρό μας, όπως τον Βασίλειο, κι έχουμε όσον καιρό θέλουμε μπροστά μας για αγκαλιές και για φιλιά!»
Το μικρό βασιλόπουλο, που στο έμπα του Γενάρη θα ’κλεινε τα δυο του χρόνια, κοιμόταν τώρα πια στο διπλανό κουβούκλι, με την Ευφροσύνη στο πλευρό του, μα αυτό δεν εμπόδισε τη Θεοφανώ να στραφεί νοερά στον λατρεμένο της πρωτότοκο, όταν ο Ρωμανός τον ανέφερε. Και τούτη ήταν κι η μόνη της ερώτηση στη δούλη που ήρθε κατόπιν και τους έφερε να νιφτούν και να πάρουν το πρωινό τους:
«Πώς είναι ο Βασιλίτζης μου, Φεβρωνία; Ξύπνησε, τον ταΐσατε;»
«Κοιμάται ακόμα, κυρά μου, το βλαστάρι σου… Μα σαν ξυπνήσει, θα τον φροντίσει μια χαρά η κυρά Ευφροσύνη! Αν και συνέχεια εσένανε ζητάει και το γάλα σου, δεν το έχει χωνέψει θαρρώ πως τον απέκοψες…»
«Το αγοράκι μου!» έκανε σπλαχνικά η Θεοφανώ. «Πες λοιπόν της Ευφροσύνης πως θα έρθω αμέσως πλάι του, μόλις ξυπνήσει, να μην έχει έγνοια… Ύπαγε τώρα στο καλό, και σε ευχαριστούμε για το προάριστο!»
«Μάλιστα, κυρά μου. Στις διαταγές σου!» υποκλίθηκε η Φεβρωνία και απήλθε ταπεινή. Μοιράστηκε το ζεύγος τα περιεχόμενα του δίσκου που τους είχε αφήσει, και έπειτα ο Ρωμανός σηκώθηκε από την κλίνη για να ντυθεί και να ετοιμαστεί.
«Πού πας, καλέ μου, τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε ωστόσο η Θεοφανώ, πλέκοντας αργά και με τάξη τα μαλλιά της, που τα ’χε χτενίσει και αφρατέψει με τη μαργαριταρένια χτένα.
«Γυναίκα, είμαι αυτοκράτορας πια, μην το ξεχνάς… Σ’ αγαπώ πολύ, αλλά έχω και καθήκοντα…»
«Μείνε λίγο μαζί μου… Δε θα πάθουν τίποτα να περιμένουν οι βασιλικές υποχρεώσεις σου» τον παρακάλεσε, κι η μαργιολιά στη φωνή της τον έκανε να ενδώσει.
«Εντάξει, εντάξει λοιπόν, γλαυκώπα μου! Για μερικά λεπτά της ώρας ακόμα, όντως δεν τρέχει τίποτα!» αχνογέλασε, υποχωρητικά ανατείνοντας το χέρι του, και επέστρεψε να καθίσει σ’ έναν φαρδύ σκίμποδα. Πήδηξε σαν γατούλα κι η Θεοφανώ από την άκρη της στρωμνής όπου καθόταν, τώρα που ακόμα η εγκυμοσύνη της ήταν σε στάδιο βολετό, και πήγε και θρονιάστηκε στα γόνατά του, δένοντας τα μπράτσα της γύρω απ’ τον λαιμό του.
«Ρωμανέ…» ξεκίνησε να του λέει με γαλιφιά, καθώς εκείνος της θώπευε μαλακά τον τράχηλο, και δήθεν αστόχαστα έπαιξε τις τρίχες της κεφαλής του που κατέληγαν πίσω από τον λοβό του αριστερού αυτιού του. «Άντρα μου εσύ, αγαπημένε μου…»
«Πες το… Κάτι θες να μου πεις εσύ, για να φέρεσαι έτσι…»
Είπε ο νεαρός αύγουστος με τη σειρά του, και έσβησε τη φράση του πάνω στο στόμα της γυναίκας του.
«Θυμάσαι τι μου είχες υποσχεθεί, πριν αποβιώσει έτσι αδόκητα ο πατέρας και ανέβουμε πρώιμα εμείς στον θρόνο;»
«Ποιο απ’ όλα;»
«Να, το ότι θα μοιραστείς τη βασιλεία μαζί μου… Κι ότι θα με συμβουλεύεσαι και θα υπολογίζεις τη γνώμη μου…»
«Το θυμάμαι, πώς δεν το θυμάμαι! Και θα το τηρήσω απαρέγκλιτα, μάρτυς μου ο Θεός, αγάπη μου!»
«Θέλω λοιπόν, πεφιλημένε μου, να σου ζητήσω κάτι, αφού τόσο πολύ με τιμάς…»
«Ό, τι θες, λατρευτή μου. Πες το κι έγινε, που λέμε!»
«Θέλω…»
«Ναι;»
«…να απομακρύνεις τις αδελφές σου από τον οίκο μας, το Παλάτι…»
Πετριά να του έριχνε κανείς του Ρωμανού με κοτρώνι ασήκωτο, λιγότερο ενεός θα έμενε απ’ ό, τι τώρα, γροικώντας το θέλημα της κυράς του. Την κοίταξε σαστισμένος, και χλόμιασε η μέχρι πρότινος φεγγερή, ευδαίμονη μορφή του.
«Τι… τι λες, Θεοφανώ; Τρελάθηκες; Ξέρεις τι μου ζητάς;»
«Καθόλου δεν τρελάθηκα… Οι αδελφές σου πρέπει να φύγουν από δω!»
«Γιατί; Τι σου κάνανε και θέλεις να τις διώξω;»
«Πολλά… Και δε θα τις ανεχτώ στο πλάι μου, τώρα που πια είμαι αυτοκράτειρα!»
«Είναι τρελό αυτό που μου γυρεύεις… Τρελό και παράλογο!» ψέλλισε το παλικάρι και ανορθώθηκε. «Να απαρνηθώ τις όμαιμές μου; Ποτέ, ποτέ, Θεοφανώ, όσο και να σ’ αγαπάω!»
Και βγήκε απ’ το δωμάτιο, με βήματα ασταθή, τρεκλίζοντας σαν πιωμένος. «Μην πτοείσαι, Θεοφανώ… Αγάλι – αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι» καθησύχασε τον εαυτό της η νεαρή βασίλισσα, βάζοντας ατάραχη τα ρούχα της και τα κοσμήματά της. Ήξερε πώς να τουμπάρει τον άντρα της, και θα επιστράτευε κάθε μέσο για να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά τσιμπούρια που λέγονταν κουνιάδες της…


«Λοιπόν, Ρωμανέ; Τα σκέφτηκες όσα σου είπα;» τον ρώτησε, αφού άφησε να περάσουν μια – δυο μέρες.
«Τα ποια, Θεοφανώ;»
«Αυτά για τις αδελφές σου… Την απομάκρυνσή τους από τα ανάκτορα…»
«Θεοφανώ, σε παρακαλώ» αναστέναξε δυσανασχετώντας ο νεαρός βασιλιάς, στενοχωρημένος. «Σε ικετεύω, μη μου μιλάς ξανά για αυτό το ζήτημα.. Δεν αντέχω να το κάνω, δε μπορώ να διώξω το αίμα μου απ’ τον οίκο μας μόνο και μόνο για ένα σου καπρίτσιο!»
«Καπρίτσιο;;!» αναφώνησε η μικρή αυγούστα, διαπλατώνοντας τα μάτια της. «Για τόσο παιδί με έχεις, άντρα μου; Αν ήξερες, αν ήξερες τι μου ’χει κάνει ειδικά η Θεοδώρα, πόσο μ’ έχει κακολογήσει ενώπιόν μου, ενώ εσύ απουσίαζες… Της τα επέστρεψα όμως κι εγώ κατά πώς έπρεπε!»
«Και μόνο για τις διαφορές σου με τη Θεοδώρα, γυναίκα, γυρεύεις να τις εκτοπίσω και τις πέντε; Βρείτε τα, το λοιπόν, αν είναι έτσι, σε εξορκίζω, μην την πληρώσουν όλες τους άδικα!»
«Όχι, Ρωμανέ, άκουσέ με… Σίγουρα δεν είναι μονάχα η Θεοδώρα! Καμιά τους δε με ήθελε, όπως κι ο πατέρας σου, και είμαι απολύτως βέβαιη πως πίσω από την πλάτη μας στήνουν ολόκληρο πηγάδι και με θάβουνε! Μπορεί να είναι κι η μητέρα σου στο κόλπο…»
«Μην ανακατεύεις τη μητέρα μου, για το όνομα του Θεού! Εκείνη σε λατρεύει, Θεοφανώ, σ’ το έδειξε απ’ την πρώτη τη στιγμή που μπήκες εδώ μέσα, με στήριξε κι εμέ για λόγου σου…»
«Έστω… Ας υποθέσω ότι δεν έχει ανάμειξη, και πως με συμπαθεί στ’ αλήθεια… Εκείνες όμως; Θα ανεχτείς να στεναχωρούνε τη γυναίκα σου, και να σου βάζουν λόγια;»
«Δε σε πιστεύω, Θεοφανώ, δε μπορώ να σε πιστέψω… Εμένα ποτέ καμιά τους δε μου είπε τίποτα κακό για σένα, ούτε καν η Θεοδώρα!»
«Ώστε έτσι; Δεν πιστεύεις την ίδια σου τη γαμετή, το στεφάνι σου; Θυμήσου τον ιερό τον λόγο, σύζυγε, θυμήσου τι λέει ο Γάμος! Θα εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και θα είναι οι δυο τους μία σάρκα… Που σημαίνει τι, Ρωμανέ; Θες να σ’ το εξηγήσω; Μόνο εκείνη θα εμπιστεύεται, για κείνη θα ζει και θα αναπνέει, και για χάρη της θα αψηφήσει και το αίμα του, αν χρειαστεί…»
«Πάψε!» την πρόσταξε με φόβο σχεδόν ο Ρωμανός. «Πάψε, μη γίνεσαι ιερόσυλη!..»
«Ιερόσυλος θα είσαι εσύ, αν δεν λογαριάσεις το ρήμα του Θεού που ευλόγησε τον γάμο μας… Κι εγώ δεν πρόκειται σε αυτή την περίπτωση να σου ξαναχαρίσω τον έρωτά μου, το ορκίζομαι!» αντέσκοψε ευθύβολη η Θεοφανώ, και μερικά αριστοτεχνικά δάκρυα ήρθαν την κατάλληλη ώρα να μουσκέψουν τους πυρακτωμένους από οργή οφθαλμούς της.
«Ορίστε! Κοίτα με! Κοίτα με που κοντεύω να κλάψω… Έτσι θες να βλέπεις τη γυναίκα σου;» πρόσθεσε, κι η δυνατή φωνή της που ’χε τόνο λυγμικό, δραματικό, και ο μυκτηρισμός της και το χέρι της που έφερνε στα ματόκλαδα να τα σκουπίσει πίεζαν να κάμψουν τελείως τις αντιστάσεις του Ρωμανού.
«Όχι!» άρθρωσε και έκανε ένα βήμα πιο σιμά της, αγκαλιάζοντάς την. «Όχι, δε θέλω να σε βλέπω έτσι! Μου ραγίζει την καρδιά το κλάμα σου, αγάπη μου… Και ναι, έχεις δίκιο, σε σένα πρέπει να ’μαι πια αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι!»
«Τότε κάνε μου το χατίρι, σε παρακαλώ, καλέ μου, αφού με πονείς και θεωρείς κι εσύ πως έχω το δίκαιο με το μέρος μου… Μη θες να στεναχωρούμαι άλλο…» επανέλαβε, πιάνοντάς του μαλακά τα μπράτσα, πάντα δακρυσμένη.
«Εντάξει, θα το κάνω… Θα σου γίνει το χατίρι, για να ’χω εσένα, τη γυναίκα μου, και τον έρωτά σου που τόσο λαχταρώ!» αποκρίθηκε, χαϊδεύοντάς της την κόμη την πλεγμένη με την τάξη στο μάργαρο και τη χρυσοκλωστή, και μονάχα ο ίδιος ήξερε πως ένας κόμπος σφιχτός του είχε σταθεί στον καταπιόνα του. Χαρούμενη ωστόσο πια μέσα της η Θεοφανώ, περιλαμπάστηκε με περιπάθεια τον άντρα της και τον ασπάστηκε γλυκά στο στόμα, σα ντροπαλά, προσέχοντας μην της ξεφύγει ούτε για κλάσμα του δευτερολέπτου κίνημα προδοτικό.
«Σ’ ευχαριστώ, βασιλιά μου, που προτιμάς του γάμου μας την ιερή συνάφεια να τιμήσεις και του ταιριού σου το καλό να επιλέξεις! Με συγκινείς πολύ και μεγαλώνεις την αγάπη μου για σένα… Και θα δεις κιόλας πως τούτη η εκλογή θα μας συμφέρει και τους δυο μας, αφού κανένας πια δε θα σου βάζει αμφιβολίες για το ήθος και τη διαγωγή της συζύγου και αυγούστας σου και μητρός των τέκνων σου, που εσύ ο ίδιος πόθησες και διεκδίκησες, πάλι ενάντια στων οικείων σου την άρνηση!»
Και δε μίλησε καθόλου ο Ρωμανός μετά, γιατί όπως ξεθηλύκωσε αργά το φόρεμά της αποκαλύπτοντας τους ώμους και τους μισούς μαστούς της, το πάθος του το σαρκικό για κείνη τον κυρίευσε και νοσφίστηκε αυτό πια το πηδάλιο του νου του. Έτσι, ερωτόληπτος μαζί και σκοτισμένος, την άδραξε στα μπράτσα του, σε μια αγκαλιά αχόρταγη και πνιγηρή, της μάγκωσε τα χείλη με μανία ώσπου να την κάνει να βογκήξει.
«Ρωμανέ, με δαγκώνεις…» του ψιθύρισε ξενισμένη.
«Συγγνώμη… Συγχώρα με, Θεοφανώ μου» ανταπέδωσε τον ψίθυρο, και αλλάζοντας τα φιλιά του σε βαθιά και υγρά και το σιδερένιο αγκάλιασμα σε χάδια τρυφερά, σήκωσε τα πόδια της και τα έφερε να τυλίξουν τα λαγόνια του, να τον λιγώσουνε αμάχητα, και έτσι κρατώντας τη την πλάγιασε στην κλίνη τους κι έγινε για άλλη μια φορά θυσία στο πανέμορφο κορμί της Σπαρτιάτισσας γυναίκας του ο νιος ο αυτοκράτορας, στο κορμί που τον όριζε και λάτρευε πιστά και το ’σπερνε τρεις χρόνους κοντά τώρα…


«Αποκλείεται!» φώναξε η Θεοδώρα, μόλις άκουσε από τους θαλαμηπόλους την εξαγγελία του μικρότερου αδελφού της. «Δεν είναι δυνατόν να είπε ο Ρωμανός τέτοιο πράγμα!»
«Κι όμως, δέσποινα… Εμείς ο, τι διαταχθήκαμε να σας αναγγείλουμε, σας αναγγέλλουμε, αυτός είναι ο ορισμός του βασιλέα μας…»
«Καλά… Καλά, πηγαίνετε!» έκανε συγχυσμένη, ταραγμένη βαθιά, και οι δυο θεράποντες υπάκουσαν, κλίνοντας τον αυχένα.
«Όχι, δε μπορεί! Δε γίνεται… Έχασε τα φρένα του; Ποιος του ’βαλε τέτοιες ιδέες στο κεφάλι;» μονολόγησε η δευτερότοκη πριγκίπισσα, όταν πια είχαν απομακρυνθεί. Γύρω της στέκονταν ακόμα μουδιασμένες οι αδελφές της, με την καρδιά στο στόμα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το τρομερό που άκουσαν.
«Αλλά ξέρω… Ξέρω ποιος, ή μάλλον ποια! Αυτή η γυναίκα του, η σκύλα η Λάκαινα, η… Θεοφανώ! Μα δε θα της περάσει της δαιμονισμένης, εμείς είμαστε αίμα του Ρωμανού, και θα ’μαστε για πάντα!..»
Είπε, και σωριάστηκε σ’ ένα σελλίο, μπροστά από έναν μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη, πιάνοντας με τα δάχτυλά της τα μηνίγγια που σφυροκοπούσαν, παρασυρόμενα από τον άτακτο ρυθμό του σφυγμού της. Ήθελε να τα πιστέψει κι η ίδια τα λόγια της, μα ένα κακό προαίσθημα είχε ριζώσει και θεριέψει εντός της, ότι τελικά ο Ρωμανός ήταν τόσο προσκολλημένος στη Θεοφανώ που δε θα έκανε πίσω…
«Δε θα μας διώξει… Δε θα μας διώξει ο Ρωμανός!» ψέλλισε η Αγάθη, και το λευκό της πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μάγουλα είχε απομείνει σκέτο παγερό άσπρο, σαν του νεκρού. «Δε θα το κάνει! Δε μπορεί!» συμπλήρωσε κι η φωνούλα της έσπαγε, ενώ η Άννα την είχε αγκαλιάσει και τη χάιδευε μαλακά ανήσυχη, μήπως της μερώσει το τρέμουλο στα μέλη. Σιωπηρή πάλι η Ζωή, με τη Θεοφανώ να την κοιτάει έντρομη με τα σβησμένα μάτια της, σαν να γύρευε τη σωτηρία από κείνη, κι έτσι έμειναν για ώρα, μέχρι που ένας άλλος έμπιστος κουβικουλάριος ήρθε να επιβεβαιώσει τις υπόνοιες της Θεοδώρας:
«Δέσποινες και βασίλισσες, συγχωρέστε με που τέτοιο φρικτό νέο έχω να σας φέρω, που να μη μου λάχαινε τέτοια τύχη… Αλλά πρέπει να φύγετε άμεσα από το Παλάτι, η αυγούστα Θεοφανώ επιμένει, και πολύ φοβάμαι πως δε μπορώ να την παρακούσω, ούτε αυτήν, ούτε βέβαια τον αύγουστο Ρωμανό…»
«Η αυγούστα Θεοφανώ;» πρόφερε αργά εκείνη και σηκώθηκε. «Η Θεοφανώ; Ώστε δικιά της δουλειά είναι όλα! Ε λοιπόν, δε θα της περάσει, Ευστάθιε! Πες της πως, αν αυτή είναι η βασίλισσα, εγώ είμαι η αδελφή του βασιλιά, και δε θα φύγω από το Παλάτι παρά μόνο νεκρή, το ίδιο και οι αδελφές μου!»
«Κύριε των δυνάμεων! Πώς να πω τέτοιο πράγμα στην αυγούστα, δέσποινα Θεοδώρα; Θα μ’ εξοντώσει! Και ο αδελφός σου ο αυτοκράτορας είναι κι αυτός αμετάθετος…»
«Ευστάθιε, με ποιανού το μέρος είσαι; Με το δικό της ή με το δικό μας; Εσύ μας ξέρεις από παιδιά, δε γίνεται να μας προδώσεις!»
«Με το δικό σας, πριγκίπισσα, με το δικό σας και των αδελφάδων σου! Μα η νύφη σου ορίζει και δε μπορώ να αυθαιρετήσω…»
«Τότε, αφού είσαι με το μέρος μας, να πας να της τα πεις, χωρίς φόβο! Όπως δεν τη φοβάμαι κι εγώ… Και στον Ρωμανό πες ο, τι δύνασαι, αρκεί ν’ αλλάξει γνώμη για αυτή του την ασέβεια!»
Μάταιος κόπος του πιστού του δούλου του Ευσταθίου. Με λόγια μασημένα απηύθυνε στη Θεοφανώ την στερρή άρνηση της κουνιάδας της να υποταχθεί, και η νεαρή αυτοκράτειρα εξεμάνη, θεριό θαρρείς πως έγινε και θηλυκό αγρίμι:
«Τολμά να με αμφισβητεί;» μούγκρισε, υψώνοντας το ανάστημά της και χουφτώνοντας με λύσσα τα ακρόχερα του θρονιού της. «Τώρα θα δει! Αφού δε φεύγουνε με το καλό, θα φύγουν με το ζόρι… Φρουροί! Φρουροί, λέω!»
Ποιος να ’βλεπε τότε και να μη δάκρυζε το μάτι του, και να μη σάλευε ο νους του από τ’ άδικο που έγινε! Ακολουθώντας την εντολή της κυρίας τους, όρμησαν οι φρουροί στην κάμαρα των πριγκιπισσών, και με σπρωξιές και προτείνοντας τα δόρατά τους τις έβγαλαν έξω. Κλαίγανε γοερά οι δυο μικρές, η Άννα κι η Αγάθη, λουχτούκιζε η Θεοφανώ, η Θεοδώρα ούρλιαζε και καταριόταν, και η Ζωή επόταν σοβαρή και λυπημένη, με την όψη να συσπάται. Και αντιστέκονταν, τραβιόντουσαν, αγκάλιαζαν η μια την άλλη και βογγούσαν, πέφτανε στα γόνατα στο μαρμαρένιο δάπεδο, κι οι φύλακες δωσ’ του να τις σπρώχνουν, να τις στήνουν ορθές να περπατήσουν… Και πάνω εκεί πρόβαλε κι η Θεοφανώ, αγέρωχη, σκληρή, τηρώντας περιφρονητικά το σύμπλεγμα των πέντε αδελφών που θύμιζε αρχαία τραγωδία.
«Ακόμα εδώ είναι αυτές;» ρώτησε ρητορικά, κι έπειτα αμέσως: «Πάρτε τες, γρήγορα!» έκανε, κροτώντας προστακτικά τα χέρια της.
«Θα το πληρώσεις! Θα το πληρώσεις αυτό, σκύλα!» της πέταξε οργίλη η Θεοδώρα, κατακεραυνώνοντάς την με το βλέμμα. «Εσύ, εσύ τον παραστράτησες τον Ρωμανό, τον αδελφό μου, καταραμένη Λάκαινα, κόρη του ταβερνιάρη! Φτου σου, παλιογύναιο!»
Και δίχως ντροπή καμιά, εκτόξευσε το σάλιο της προς τη μεριά της νύφης της, μα η Θεοφανώ απάντησε πάραυτα, χαστουκίζοντάς την και γδέρνοντάς της έτσι το μάγουλο με το κρικέλι που φορούσε.
«Σκάσε! Σκάσε, ηλίθια γυναίκα, που τολμάς να μιλάς έτσι στην αυτοκράτειρα! Πάρτε τες, φρουροί, και γρήγορα, να μην τις βλέπω και να μην τις ακούω, τις βρομιάρες!»
Και θα ’χε εκτελεστεί άμεσα η διαταγή της, αν η αυγούστα Ελένη, έχοντας μάθει το κακό, παλαβωμένη, δεν κατρακυλούσε τούτη τη στιγμή τον μακρύ διάδρομο για να βρεθεί στο πλάι των θυγατέρων της. Την είδαν και σκιρτήσαν πονεμένες και οι πέντε, κι ανακράξανε οι μικρότερες:
«Μάνα μας! Μανούλα μας!»
«Παιδάκια μου! Κορούλες μου!» σπάραξε η χήρα αυτοκράτειρα, και σαν πουλομάνα λαβωμένη όπως τρέκλιζε μες στα μαύρα της άνοιξε τα χέρια της φτερούγες να σκεπάσει τα νοσσία της. Χώθηκε πρώτη η Αγάθη μονομιάς ανάμεσά τους και γόγγυξε:
«Μητερούλα, μη μ’ αφήνεις! Γλύτωσέ με απ’ το θεριό, τη νύφη μας!»
«Δε σ’ αφήνω, ομμάτια μου! Δε σ’ αφήνω, λιογέννητή μου, καμιά σας δεν αφήνω!» ψέλλισε με πόνο η Ελένη, και έσφιξε απάνω της τρυφερά τη στερνοκόρη της, που έβρεχε τον κόρφο της με δάκρυα, χαϊδεύοντάς της τα ξανθά μαλλιά. Η Θεοφανώ χτυπούσε το πόδι της ανυπόμονη, την εκνεύριζαν οι συναισθηματισμοί που έμπαιναν εμπόδιο στο να ολοκληρωθεί μια ώρα αρχύτερα η στυγερή εκδίκησή της.
«Τι θα γίνει, θα τελειώνουμε καμιάν ώρα; Πόσο ακόμα να υποφέρω να κλαψουρίσει η γριά;»
«Πού τα πάτε τα κορίτσια μου; Πού τα πάτε;» ρώτησε η Ελένη τους φρουρούς, τραβώντας τους απ’ τους μανδύες τους, καθώς την απέσπαγαν από κείνα.
«Όχι πολύ μακριά… Δεν τις στέλνω δα και στην εξορία» υπέλαβε η νύφη της ειρωνικά. «Εδώ παραπέρα μόνο, στου Αντιόχου τα μέγαρα[2], για να μη μας ενοχλούν…»
Κι ατένισε δολοφονικά τη Θεοδώρα, η οποία της ανταπέδωσε μισοχωστά το βλέμμα κάτω απ’ τα ματόφυλλα, δαγκώνοντας με λύσσα τα χείλη της. Η Ελένη στηρίχτηκε σ’ έναν τοίχο, αποκαμωμένη, και τα δάκρυα έρρεαν σιγαλά από τις κόγχες των οφθαλμών της, ενώ οι φρουροί απομάκρυναν πλέον οριστικά τις κορασιές της. Πάνω στην ώρα φάνηκε κι ο Ρωμανός, με την όψη σβηστή από έκφραση, και αντίκρισε τις αδελφές του με τον κόμπο στον λαιμό να τον ξανασφίγγει ύπουλα.
«Αδελφέ! Αδελφέ, σώσε μας! Έστω και τώρα, ανακάλεσε, ακύρωσε τα δόλια προστάγματα της γυναίκας σου!» τον ικέτεψε η Θεοδώρα, σμίγοντας τις παλάμες της.
«Είναι αργά πια, Θεοδώρα…» της αποκρίθηκε αυτός, εντούτοις, σχεδόν ψιθυριστά.
«Αργά; Γιατί αργά; Θ’ αφήσεις λοιπόν να σε παρασύρουν τα ψέματα που θα σου αράδιασε η γυναίκα σου, για να μας ξεφορτωθεί; Γιατί μόνο με ψέματα μπορεί να σ’ έπεισε να προβείς σε τέτοιο αίσχος!»
«Φτάνει, Θεοδώρα!» την έκοψε ο Ρωμανός και το κεφάλι του βούιζε. «Φτάνει! Εγώ μόνο τη Θεοφανώ πιστεύω, αυτή είναι η σύζυγός μου και αυτοκράτειρα στο πλάι μου…»
«Ω Θεέ! Δεν είσαι ο Ρωμανός εσύ, δεν είσαι ο αδελφός μου! Σε πλάνεψε αυτή η καταραμένη, μάγια σου ’χει κάνει, μάγια και σε χειρίζεται!»
«Οδηγήστε τες έξω» επανέλαβε τη διαταγή της Θεοφανώς ο αυτοκράτορας, γυρίζοντας τα νώτα του στο θέαμα. Δε βάσταγε πια, ήθελε να τελέψει αυτός ο βραχνάς, να τελέψει και να γυρίσει στον θρόνο του και στην αγκάλη της γυναίκας του…
«Κράτα εμένα, Ρωμανέ! Μη με διώχνεις, εμένα την Αγάθη σου!» ξέσπασε τότε η μικρή του αδελφή, σε μια στιγμή αδυναμίας, έπεσε στα πόδια του, γραπώνοντας τις κνήμες του, και λέρωνε την ακριβή του πορφυρή χλαμύδα με το δάκρυ της. Τρικύμισε η καρδιά του νεαρού αυτοκράτορα, θέλησε να στραφεί, να σκύψει και να πάρει αγκαλιά το τρυφερό έφηβο κορίτσι που καταδίκαζε σε μαρασμό. Μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έκανε, κι έμεινε μόνο ν’ ακούει το κλάμα της το ανατριχιαστικό, ώσπου έγινε αχός αλαργινός και έσβησε…


«Είσαι απάνθρωπη, Θεοφανώ! Πώς μπόρεσες να πάρεις τέτοια απόφαση;» μιλούσε στη νύφη της η Ελένη την άλλη μέρα, με τόνο επιπληκτικό, κι εκείνη δυσανασχετούσε.
«Τι θέλεις πια, γυναίκα; Γιατί με πειράζεις; Άσε με στην ησυχία μου, μη φωνάξω τους φρουρούς να σε απομακρύνουν με το ζόρι!»
«Όχι, θα με ακούσεις! Θεοφανώ, κόρη μου… Τόσο σκληρό και μαύρο ατσάλι κρύβεις λοιπόν μες την καρδιά σου, μικρή Λάκαινα, που εγώ την έκρινα τριαντάφυλλο αγνό και θησαυρό πολύτιμο, και σου έδειξα αγάπη μητρική και σπλάχνος και φροντίδα, εγώ που δώρο Θεού σε νόμισα και πρώτη σου άνοιξα την αγκαλιά μου για να μπεις στο Παλάτι, να παντρευτείς τον μοναχογιό μου και να φορέσεις την πορφύρα;»
«Η καρδιά μου! Η καρδιά δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά τον άνθρωπο, γιατί είναι αδύναμη… Το μυαλό του και αυτό που θεωρεί συμφέρον του οφείλουν πάντα να τον καθοδηγούν στις ενέργειές του, τούτο έμαθα και όσα χρόνια έζησα στου πατέρα μου το σπίτι και εδώ πέρα μέσα…»
«Και ποιο ήταν άραγε το συμφέρον σου σε τούτη την περίσταση; Να καταρρακώσεις μια χήρα μάνα, που μετά την πρόωρη τελευτή του άνδρα της η μόνη της ελπίδα ήταν τα κορίτσια και το αγόρι της; Μητέρα έγινες κι εσύ, Θεοφανώ, και ετοιμάζεσαι να ξαναγίνεις… Λυπήσου με το λοιπόν την άμοιρη, κι άμα μου πήρες τις θυγατέρες μου και δεν αλλάζεις γνώμη, όσο και να σε παρακαλέσω, τουλάχιστον άσε με να μείνω εδώ και να βλέπω τον υγιό μου και τα εγγόνια μου, που άλλη χαρά από αυτά δε θα ’χω στα έρμα μου γηρατειά που κοντοζυγώνουν!»
Είπε η αυγούστα Ελένη η Λεκαπηνή, και άπλωσε το δεξί της χέρι σαν ικέτιδα αρχαία η οποία να γύρευε το έλεος μιας θέαινας. Μιας θέαινας, όμως, διόλου ελεήμονος, γιατί…
«Χα! Χα χα χα…» κάγχασε ειρωνικά η Θεοφανώ στα λόγια της. «Τι νομίζεις, πεθερούλα μου; Πώς αν μου προσπέσεις με δάκρυα, θα βρεις οίκτο; Πως πρόκειται να σε λυπηθώ; Ο τι απέγιναν οι κόρες σου, θα το μοιραστείς κι εσύ… Εγώ είμαι τώρα πια η Αυγούστα, εγώ κυβερνώ το κράτος στο πλάι του Ρωμανού, κι εσύ είσαι απλά η χήρα του πεθαμένου αυτοκράτορα, ενώ εγώ η σύνευνη του ζώντος!» πρόσθεσε με στόμφο εγωιστικό, επηρμένο, τύπτοντας με τον δείκτη το στήθος της το μαρμαρένιο, το περήφανο, και οι κομπορρημοσύνες της οι ζοφερές καρφώθηκαν μαχαιριές στα στήθη της Ελένης, που είχανε θρέψει έξι τέκνα εδικά της και που είχαν ανοίξει διάπλατα για να χωρέσουν της Θεοφανώς την ύπαρξη και να την κάνουνε κι αυτήν αδιαχώριστα παιδί της.
«Θα με διώξεις κι εμέ λοιπόν; Τίποτα πια δε σέβεσαι;» αναφώνησε τρεμάμενα. «Ντροπή σου, Θεοφανώ… Άγγελο σε ονόμασα, μα τελικά είσαι ο δαίμονας μεταμορφωμένος!»
«Πώς τολμάς;!» κοκκίνισε η μικρή. «Έχεις το θράσος να μου μιλάς έτσι; Έπρεπε να σ’ είχα διώξει χθες μαζί με τις θυγατέρες σου!»
«Θα σου μιλάω όπως θέλω, γιατί στην ηλικία είμαι μητέρα σου, κι ας έχεις γίνει αυτοκράτειρα! Κι αν δε στέργεις τα λόγια μου, φοβήσου τον Θεό, που θα μας κρίνει όλους αδέκαστος στη δευτέρα και φοβερή έλευσή Του…»
«Δε φοβάμαι κανέναν! Κι αφού κι εσύ με προσβάλλεις έτσι, χωρίς αιδώ για τον θρόνο που κατέχω και το διάδημά μου, θα φροντίσω να πας μιαν ώρα αρχύτερα να συντροφεύσεις τις κορούλες σου τις σκύλες!»
Κι έκανε να χτυπήσει τις παλάμες και να μηνύσει των φρουρών, όμως η Ελένη δεν την άφησε.
«Αναιδέστατη!» την έβρισε, χύθηκε καταπάνω της, αρπάζοντάς της σφιχτά με θυμό πολύ τα μπράτσα, και την ταρακούνησε. «Παλιοκόριτσο! Κάτι ήξερε ο Κωνσταντίνος που δε σε ήθελε για νύφη του… Την αρά μου να ’χεις, άξεστη καπηλίδα, που θαρρούσα ότι είχες και στόφα για πορφυρογέννητη!»
«Σταμάτα!» έκραξε η Θεοφανώ, παρά το ότι η ανάσα της κόπηκε για μια στιγμή από το σείσιμο. «Άσε με τώρα, αλλιώς καλώ τον Ρωμανό, και…»
«Και τι; Τι θα μου κάνει ο γιος μου; Τι θα μου κάνει, το αίμα μου, πανάθεμά σε, το οστό απ’ τα οστά μου κι η σάρκα από τη σάρκα μου, αλόγιστη κι αχάριστη κοπέλα!..»
«Ε, ε, ε! Τι γίνεται εδώ;» φάνηκε αυτοστιγμεί ο Ρωμανός στη θύρα, και βλέποντας τη μητέρα του και τη γυναίκα του να παλεύουν όρμησε να τις χωρίσει.
«Η μάνα σου, Ρωμανέ, με υβρίζει αίσχιστα… Και εκτός αυτού, αποπειράθηκε να με προπηλακίσει!» υπερασπίστηκε πρώτη τον εαυτό της η Θεοφανώ.
«Μάνα, τι λέει; Τι συνέβη;» απευθύνθηκε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο νεαρός αυτοκράτορας στην Ελένη, προσπαθώντας να αγνοήσει την κακία που ανέδιδαν τα λόγια της συζύγου του και να ξεκαθαρίσει φρόνιμα την κατάσταση, αλλά η αντίδραση της δεν ήταν αυτή που θα περίμενε.
«Πάψε! Βούλωσε το στόμα σου κι εσύ, αναθεματισμένε, να μη στάζει καλοσύνη ψεύτικη, που να μην έσωνα να σε λέω παιδί μου! Έτσι αντικαταθέτεις τα θρεπτήρια, έτσι τιμάς τη μάνα που σε γέννησε και σ’ ανέθρεψε, ώστε να γίνεις παλικάρι και να καταλήξεις διάδοχος του πατέρα σου; Τίποτα απ’ όσα σου παρήγγειλε ο μάγιστρος Συμεών με τον θρήνο του δε λογιάζεις, παρά μελετάς, αντί για την τεκούσα σε, να θεραπεύσεις τις άπονες ορέξεις της γυναίκας σου, διώχνοντάς με από τον οίκο μας; Κάνε το, λοιπόν, βασιλιά κακέ και επίβουλε της σάρκας σου, διότι γιο αγαπητό δεν πρόκειται να σε αποκαλέσω πλέον, μα να ξέρεις πως η τιμωρία του Θεού σε περιμένει, και θα σαπίσεις μες την Κόλαση μαζί με τούτο εδώ το γυναικάριο, τη συνένοχη και συνεργό στην τρομερή σου αυτή αμαρτία! Λιγόχρονη να είναι η βασιλεία σου και ντροπιασμένη, αν δε μετανοήσεις και τη μάνα σου αρνηθείς για χάρη της συγκοίτου σου…»
«Ρωμανέ!» πετάχτηκε έξαλλη η Θεοφανώ. «Ρωμανέ, άντρα μου, πώς το ανέχεσαι να με προσφωνεί έτσι, πώς το στέργεις να βρίζει κι εσένα τον δεσπότη της; Κάνε κάτι, διάταξε να την πάρουν, να την εξαφανίσουν από τα μάτια μας και τα ώτα μας!»
Δεν ημπορούσε όμως να πράξει το παραμικρό ο Ρωμανός μπροστά στη λεκτική διαπάλη των δύο προσφιλών του γυναικών, και οι κατάρες και οι απειλές στα λόγια της μητέρας είχαν ήδη υπερκεράσει την αδυναμία προς τη σύζυγο. Πετρωμένος έστεκε, σαν να ’χε δει κατάματα της Μέδουσας τη φοβερή θωριά την τερατώδη, κίτρινος και χλομός σαν το κερί, ίδρος ψιλός και κρύος του νότιζε τις χούφτες κι η κεφαλή του πόναγε ως να του είχανε φορέσει στεφάνι σιδερένιο.
«Σας παρακαλώ, σταματήστε κι οι δυο σας… Μητέρα, το θέμα έληξε, μπορείς εσύ να μείνεις στο Παλάτι» πρόφερε μηχανικά, ταπεινώνοντας το βλέμμα, μη θέλοντας να αντικρίσει καμιά τους: την Ελένη από ντροπή, τη Θεοφανώ από φόβο. Η δεύτερη ωστόσο γούρλωσε ξιπασμένη τα μαύρα μάτια της.
«Τι; Ρωμανέ, δεν…»
«Μίλησα, Θεοφανώ. Η μητέρα μου και πεθερά σου θα μείνει στον οίκο μας, όπως αρμόζει σε μια αυτοκράτειρα, απλά θα είναι περιορισμένη στα δώματά της, αν αυτό σε ευχαριστεί…»
«Έστω» ρουθούνισε, νευριασμένη που τη φορά αυτή δεν τα κατάφερνε να περάσει ολότελα το δικό της. Θα διορθωνόταν όμως κάπως η ζημιά, σκέφτηκε, εφόσον η Ελένη απομονωνόταν, και θα μεριμνούσε και η ίδια ακοίμητη να μην έχει καμιά επαφή μαζί της ο Ρωμανός· το είχε αντιληφθεί ότι η γυναίκα του είχε επιρροή πάνω στον μακαρίτη τον πεθερό της, και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να την αφήσει να κουμαντάρει πλέον χήρα ούσα τον υγιό της, μιας που αυτή, η Θεοφανώ η Λάκαινα, που γεννήθηκε φτωχοκόριτσο σε μια γωνιά της Ρωμανίας κι ο έρωτας του όμορφου πρίγκιπα την ανύψωσε ως τον χρυσό τον θρόνο της, το ’χε σκοπό να πολιτευθεί στο εξής ουσιαστική συναυτοκράτειρά του, με σθένος και πυγμή αρσενικού, και να χαράξει το όνομά της βαθύ και άσβεστο στης Ιστορίας τον αεικίνητο τροχό…


Αν όμως στην πεθερά της αναγκάστηκε να φανεί επιεικής η Θεοφανώ, όσον αφορά τις ανδραδέλφες της, τουναντίον, η εκδικητικότητά της δεν είχε στερέψει. Κατόπιν ολίγων ημερών, πείθοντας και τον Ρωμανό ότι αυτό ήταν πλέον το σωστό για κείνες, τους έστειλε τον ηγούμενο της Μονής Στουδίου Ιωάννη με την εντολή να τις κείρει μοναχές. Βουβές και απέραντα τεθλιμμένες τώρα υπέμειναν τη νέα τους τιμωρία οι βασιλοκόρες, να βλέπουν τα μακριά και πάντα καλοχτενισμένα τους μαλλιά να κόβονται όπως – όπως και τα ρούχα τους τα λαμπερά να τα αντικαθιστά το μελανό το ράσο. Μόλις ωστόσο απήλθε ο ηγούμενος, η Θεοδώρα πρώτη επαναστάτησε:
«Αδελφές μου, θάρρος! Διωχθήκαμε βιαίως απ’ τον οίκο του πατρός μας, λόγω των θελημάτων αυτής της αμαρτωλής γυναίκας που συνεζεύχθη ο βασιλέας αδελφός μας, αλλά ας μην ανεχτούμε και τη νυνί ταπείνωση… Εμπρός, όλες μαζί, να απεκδυθούμε τα ράσα, να καταπατήσουμε το μοναστικό το σχήμα που μας δίδουν παρά τη θέλησή μας, να κρεοφαγούμε και να συνεχίσουμε να ζούμε κρυφά ως πορφυρογέννητες πριγκίπισσες!»
Και για να καταδείξει την αλήθεια της προσταγής της, έπιασε μεμιάς και έβγαλε και έσκισε τη μοναχική εσθήτα. Οι υπόλοιπες την εθωρούσαν διστακτικές.
«Ελάτε λοιπόν! Θεοφανώ, Άννα, Αγάθη… Βλέπετε πόσο είναι εύκολο! Αντιδράστε, δείξτε πως δεν υπολογίζετε την κακοήθεια της Λάκαινας!»
«Κι αν… αν μας καταλάβουν, Θεοδώρα; Τι θα γίνει;» ρώτησε άτολμα η Αγάθη.
«Τίποτα, μικρή μου! Κανείς δε θα μας καταλάβει, πίστεψέ με…»
«Εμένα, αδελφή, θα μου επιτρέψεις να μη συμμετάσχω στην ανταρσία σας» παρενέβη η Ζωή, που ως τότε είχε παραμείνει αμίλητη. «Έχετε κάθε δικαίωμα εσείς ν’ αντισταθείτε… Εγώ, όμως, μέσα σε αυτή τη συμφορά που μας στέρησε τη γλυκιά μας μάνα και το βασιλικό ενδιαίτημά μας, είδα να εκπληρώνεται ο πόθος μου για τον Νυμφίο Χριστό, και θέλω νύμφη δική του να είμαι στο εξής και το μοναχικό το σχήμα να τηρήσω…»
Όλες στράφηκαν και ατένισαν μονομιάς με έκπληξη και σεβασμό μαζί την πρωτότοκη βασιλοπούλα. «Έχεις κάθε δικαίωμα, Ζωή» της απευθύνθηκε σοβαρή η Θεοδώρα μετά από λίγη σιωπή, με κάποια συγκίνηση να περνά απαλά το πινέλο της πάνω στο χρώμα της φωνής της, και αφού πρώτα την αγκάλιασε, έσκυψε και της ασπάστηκε τη δεξιά. Το ίδιο κάνανε μία – μία και οι αδελφές της, και η Αγάθη που ήταν τελευταία δεν άντεξε να μην την περιπτυχθεί σφιχτά, με όλη τη συναισθηματική της φύση.
«Θα μας λείψεις, Ζωή! Είσαι ο στύλος μας, το στήριγμά μας…»
«Σας αφήνω θεμέλιο και έρεισμα τη Θεοδώρα μας, Αγάθη μου» την παρηγόρησε η Ζωή, ποντάροντας με το βλέμμα τη δευτερότοκη πριγκίπισσα. «Αυτή θα σταθεί προστάτης και βοηθός σας, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, τώρα που εγώ θα αποσυρθώ απ’ τα εγκόσμια… Μη φοβάστε, έχετε πίστη στον Θεό, και είθε κάποτε να ευδοκήσει να περάσετε ξανά τις πύλες του οίκου μας και να αποκαταστήσετε τη θέση σας ως κόρες βασιλέως!»
«Αμήν!» ψιθύρισε βουρκωμένη η Θεοφανώ, και το χλομό της πρόσωπο ελπίδας λαμπηδόνα το ζωντάνεψε, το κάλλυνε, μα χάθηκε γοργά, και βούλιαξε πάλι στην απελπισία η ασθενική κοπελούδα, η οποία της το έκανε να φαίνεται λιγνό και άσχημο.
«Πού θα υπάγεις τώρα, αδελφή μου; Τι σκέφτεσαι να πράξεις;» αποτάθηκε ωστόσο η Θεοδώρα στη Ζωή.
«Αύριο κιόλας θα ψάξω να βρω πλοιάριο να ναυλώσω κρύφια, ώστε να με πάει στην Πρώτη ή την Προικόννησο, που έχουνε γυναίκεια μοναστήρια… Έχετε γεια, αδελφές μου, και θαρσείτε! Ο Θεός είναι μεγάλος, και θα σας ανταμείψει για την καρτερία που θα επιδείξετε!»
Έπεσε το ευλογημένο βράδυ, κι οι πριγκίπισσες πλάγιασαν να κοιμηθούν στη φυλακή τους, αποκαμωμένες από τις θλίψεις των στερνών μερόνυχτων. Μα η Αγάθη την Άννα την ένιωθε πως δεν ησύχαζε, και αλλάζοντας το πλευρό της την είδε ακουμπισμένη στο περβάζι ενός παραθυριού, να τηράει τα άστρα μελαγχολική. Σηκώθηκε με τρόπο, να μην ξυπνήσει τις αδελφάδες της, και ήρθε πλάι της. Τα μάτια της Άννας ήταν υγρά, τα πρόσεξε κι η Αγάθη να λαμπυρίζουν στο λειψό το φεγγαρόφωτο.
«Αννίτζα μου… Για τα μαλλάκια σου λυπάσαι; Θα ξαναμακρύνουν, και τα δικά σου και τα δικά μου κι ολωνών μας…»
Και με αυτά τα λόγια πέρασε τρυφερά το χεράκι της μέσα από το κοντοκουρεμένο καστανό κεφάλι της αδελφής της, πριν πιάσει και το δικό της, πάνω στο οποίο κρέμονταν τώρα ένας σωρός κατακαημένες μπούκλες, απολειφάδι φτωχό του πλούσιου κιρρομέταξου των τριχών της που της το στόλιζε μέχρι χθες.
«Όχι, όχι, μικρή μου Αγάθη… Λίγο με μέλει για δαύτα, άλλο άχθος βαρύ μου πλακώνει την καρδιά μου και δε μπορώ να βρω ανάπαυση τούτη τη νυχτιά…»
Στέναξε η κοπελίτσα, ύψωσε το βλέμμα στα μαβιά ουράνια, και έπειτα στράφηκε ξανά στην αδελφή της και τη ρώτησε σιγανά, πιάνοντάς της τα χεράκια:
«Αγάθη μου, είσαι εχέμυθη; Κρατάς μυστικό;»
«Τάφος θα ’μαι, αδελφούλα μου! Το ξέρεις αυτό καλά…»
«Ορκίζεσαι;»
«Στον Θεό που μας βλέπει! Εξομολογήσου σε μένα και σ’ Εκείνον, ξαλάφρωσε…»
«Εγώ…» ξεκίνησε να λέει η Άννα, εισπνέοντας βαθιά, κι ένας λυγμός της ξέφυγε. «Εγώ, Αγάθη, είχα στον νου μου τον γιο της βάγιας μας της κυράς Ευφροσύνης, τον Ανδρόνικο…»
«Τον Ανδρόνικο; Τον υγιό της παραμάνας μας;» ζάρωσε τα φρύδια η Αγάθη, ξαφνιασμένη και κοπιάζοντας να αναμνηστεί.
«Ναι, τον Ταρωνίτη, τον εκατόνταρχο… Θυμάσαι; Είχε έρθει κάποτε στην Πόλη και στο Παλάτι, όχι πριν πολύν καιρό…»
«Πες μου, αδελφούλα! Εξιστόρησέ τα μου όλα…»
«Σ’ τα λέγω… Κι άκου με, να δεις πώς μπήκα στο παίδεμα της αγάπης, εγώ η βαριόμοιρη αδελφή σου, τότε που τέτοιο κακό δεν το φανταζόμουνα ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου…»


Ήτανε την περασμένη μόλις άνοιξη. Ο νεαρός αξιωματικός του Νικηφόρου Φωκά είχε βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη αιφνίδια, κι η Ευφροσύνη μόνο που δεν έπαθε συγκοπή απ’ την ανέλπιστη χαρά, όταν τον είδε ομπρός της.
«Αντρόνικε! Παιδί μου! Τι ευτυχία είναι αυτή, και τι ευλογία, που δοκιμάζω η δόλια η μάνα!» ψέλλιζε και τον καταφιλούσε, και δεν τον χόρταινε η αγκαλιά της. «Πότε ήρθες, αετέ μου, και γιατί δεν έπεμψες μιαν επιστολή σε μένα ή στον πατέρα σου, ν’ αναμένουμε τον ερχομό σου;»
«Συγχώρα με, μάνα μου! Ξαφνικό ήταν, σ’ το ορκίζομαι… Ο δομέστικος Νικηφόρος μού έδωσε την άδεια να πάω στους δικούς μου, τώρα που τα πράγματα τα πολεμικά είναι σε ηρεμία και πλησιάζει και το Πάσχα…»
«Και πολύ καλά έκανε ο δομέστικος! Αχ, αγόρι μου, να ’ξερες πόσο χαίρομαι που θα σ’ έχω δίπλα μου στην Ανάσταση του Κυρίου… Πρέπει να το μάθει γρήγορα ο πατέρας σου πως βρίσκεσαι στην Πόλη!»
Και δάκρυα γλυκά κύλησαν μόνα τους από τα μάτια της βασιλικής παραμάνας, καθώς καμάρωνε το πρωτόφαντο το σπλάχνο της. Ήταν ψηλός ο Ανδρόνικος, μελαχρινός, με στέρνο πλατύ και τρόπους μαλακούς, καίτοι στρατιωτικός, ένα παλικάρι που πολλές κοπέλες θα το ζήλευαν, κι η Ευφροσύνη ήδη είχε αρχίσει να λογιάζει μήπως έπρεπε να γυρέψει για αυτόν μια αντάξια σύζυγο μεταξύ των θυγατέρων των αρχοντισσών της Αυλής, είχε πατήσει άλλωστε τα είκοσι πέντε, κι η ικμάδα του κι η προσήνειά του θα τον έκαναν σίγουρα ιδανικό γαμπρό για τα μοσχαναθρεμμένα ετούτα κοριτσόπουλα...
«Το έχει μάθει κιόλας, μητέρα, από κείνον πέρασα στο σπίτι μας, πριν έρθω να σε δω!» χαμογέλασε πρόσχαρα ο νέος εκατόνταρχος. «Δε θα τον άφηνα έτσι…»
«Κι αφήνεις δεύτερη τη μάνα σου, καλογιέ;» τον μάλωσε χαϊδευτικά η Ευφροσύνη, τσιμπώντας του τα γένια. «Μα έλα τώρα, να σε παρουσιάσω στον βασιλέα μας και τη βασίλισσά μας, που δε θα σε θυμούνται τόσα χρόνια που λείπεις στα άρματα! Ζωή χρυσή έχω διαβεί στο πλάι τους, υγιέ μου, παράπονο δεν έχω, και οι πέντε οι θυγατέρες τους παιδιά μου είναι κι αυτές, όσο κι εσύ και οι δικές σου οι αδελφές…»
«Θα έχουν μεγαλώσει κι οι πριγκίπισσες πολύ πια, μάνα, έτσι δεν είναι; Με τη Ζωή, αν δε λαθεύω, θα ’μαστε μαζί στα χρόνια…»
«Άριστα θυμάσαι! Κι η πιο μικρή, η Αγάθη, στα δεκαπέντε πλέον, όσο έφυγες κι εσύ να πάγεις να ρογεύεσαι[3], η Άννα δεκαεφτά, η Θεοφανώ είκοσι δυο και η Θοδώρα είκοσι τρία…»
«Τόσο μεγάλωσαν λοιπόν! Κι είναι όλες τους ανύπαντρες; Δε μου ανέφερες κανέναν σύζυγο…»
«Αχ, κανονικά δεν πρέπει να μιλώ για τις κηδεμονευομένες μου! Μα αφού είσαι γιος μου, θα σου πω… Η Ζωή μονάχα παντρεύτηκε μια φορά και χήρεψε, το καημένο το κορίτσι, μα ο άντρας της ήταν κακός, τη βασάνιζε, και μηχανορραφούσε επίσης κατά του βασιλιά μας, και μάλλον για αυτό θαρρώ δεν παίρνει απόφαση για αλληνής τον γάμο από τότε…»
«Ποιος είναι αυτός, καλέ;» σχολίασε η Θεοδώρα, που τόσην ώρα ακουρμαζόταν την Ευφροσύνη να μιλάει, και δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να ανοίξει την πόρτα και να κρυφοκοιτάξει.
«Ο γιος της Ευφροσύνης, δεν άκουσες; Μ’ αρέσει που στήνεις και αυτί, αδελφή!» απάντησε η Ζωή περιπαικτικά, κι η Θεοδώρα σούφρωσε τα χείλια.
«Εξυπνάδες… Σάμπως θυμόμουν ότι είχε η Ευφροσύνη γιο;» αμύνθηκε, κι ύστερα: «Τον είδατε, όμως, αδελφές μου; Τι ωραίος, και τι άνδρας! Και φαίνεται μειράκιο ακόμα…»
«Καλός είναι» άρθρωσε δειλά η Άννα, που είχε κι αυτή κύψει με περιέργεια στην παραστάδα της θύρας, και άγγιξε το ένα της το μάγουλο, μην τυχόν ξεφανερώσει με ερύθημα το ψυχόρμητο φτερούγισμα της παρθενικής καρδούλας της στη θέα του Ανδρόνικου. Πρώτη φορά αντίκριζε από τόσο κοντά έναν νέο, και μάλιστα με τέτοιο παράστημα και μιλιά…
«Ώστε εσύ είσαι ο πρωτότοκος υιός της αρχόντισσας Ευφροσύνης και του άρχοντα Μεθοδίου Ταρωνίτου, ο Ανδρόνικος;» ρωτούσε λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας πατέρας της το παλικάρι, ευφραμένος από την ευγένεια και τη μορφή του.
«Ναι, δέσποτα Κωνσταντίνε, εγώ. Τα σέβη μου στη Μεγαλειότητά σου» αποκρίθηκε εκείνος και προσκύνησε.
«Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά, λοιπόν, που λέει ο σοφός ο λόγος! Χαίροις πάντοτε, Ευφροσύνη, για το τέκνο που χάρισε ο Θεός σ’ εσένα και τον σύζυγό σου… Άξιος να είσαι, νέε μου, καλός χριστιανός και γενναίος φύλαξ των συνόρων μας! Το πιο δύσκολο στάδιο σου έλαχε, όμως άνδρες στρατιωτικοί σαν κι εσένα τιμούν και θα τιμήσουν την αυτοκρατορία στους αγώνες της κατά των βαρβάρων και των απίστων…»
«Δεν είμαι άξιος, βασιλιά, να μου απευθύνει εγκώμια η μεγαλοσύνη σου… Καλύτερα πρέπουνε σε άνδρες όπως ο αυθέντης μου ο στρατηγός Φωκάς, κι όχι σε εμένα τον απλό εκατόνταρχο!»
«Η ταπεινότητά σου είναι η μέγιστη αρετή σου, καθώς φαίνεται, νεαρέ Ταρωνίτη… Πολύ χαίρομαι που σε συνάντησα ξανά, και σε προσκαλώ απόψε κιόλας μαζί με τον σεβαστό πατέρα σου να συνδειπνήσουμε!»
«Ευχαρίστως, κύριέ μου, θα του το μεταβιβάσω. Είναι τιμή για αμφοτέρους μας αυτή η πρόσκληση!»
Το ίδιο απόγευμα, βγήκε η Άννα να κάνει έναν περίπατο στους κήπους του Παλατιού. Αεράκι μυρωμένο έσειε τα δέντρα και τα φυτά τους, όσα άνθη είχαν προλάβει να γενούν, ευωδιάζανε, και χίλια δυο πουλάκια φώλευαν στα κλώνια τραγουδώντας το καθένα τη λαλιά του. Βόλταρε κάμποσο η κορασιά, λούλουδο κι αυτή μες τα λούλουδα, και πήγε έπειτα να καθίσει σ’ ένα ανοιχτό μαρμάρινο περίπτερο. Δυο σπουργιτάκια ήρθανε στα πόδια της, παιχνιδίζοντας ερωτευμένα, κι έσκυψε να τα χαϊδέψει, μα κείνα φτερουγίσανε αμέσως, φοβισμένα από το βήμα κάποιου άλλου παραπέρα. Ήταν ο Ανδρόνικος, που περιπατώντας κι αυτός στα ανακτορικά περιβόλια, έγινε σύντροφος απρόσμενος της έφηβης πριγκίπισσας, κι εκείνη τον ατένισε με ένα σκίρτημα στα σωθικά της και τίναγμα στα μέλη της.
«Συμπάθα με, εύμορφη δέσποινα… Εάν η παρουσία μου σου είναι δυσάρεστη, θα αποχωρήσω παρευθύς» απολογήθηκε το παλικάρι, διακρίνοντας την έκπληξή της.
«Όχι, μείνε… Δε μου είναι δυσάρεστη η παρουσία σου, αλήθεια» τον βεβαίωσε ντροπαλά η Άννα, χαμηλώνοντας τα μάτια της.
«Να ’ξερες πόσο με ανακούφισες με τον λόγο σου, κυρά μου! Επίτρεψέ μου το λοιπόν να συστηθώ. Είμαι ο εκατόνταρχος Ανδρόνικος, γιος του δρουγγάριου Μεθόδιου Ταρωνίτη και της αρχόντισσας Ευφροσύνης, μα θα ’θελα πολύ να μάθω κι εσύ ποια είσαι…»
«Άννα με λένε» είπε συνεσταλμένο το κορίτσι. «Είμαι… η τέταρτη κόρη του βασιλιά Κωνσταντίνου, το πέμπτο του παιδί… Τη μητέρα σου την έχω βάγια…»
«Κόρη του βασιλιά; Δηλαδή… μια από τις πριγκίπισσες;» έκανε με δέος ο Ανδρόνικος, και έκαμψε το ζερβό του γόνατο στο χώμα. «Ω, δεν πρέπει τότε ούτε καν να σε θωρώ, αυθέντρια, ούτε να σου μιλώ!»
Η Άννα έμεινε για λίγο βουβή, διχασμένη. Από τη μια ήθελε να σηκωθεί να φύγει, να γυρίσει στο κουβούκλι της ίδιας και των αδελφών της, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά του Ανδρόνικου που είχε κάνει τον παλμό της να αυξηθεί με την εμφάνισή του, από την άλλη όμως κάτι σαν να τη βάσταγε καρφωμένη στον ίδιο τόπο, κάποια δύναμη ανώτερη που της ήταν αδύνατο να την πολεμήσει…
«Σήκω, εκατόνταρχε» πρόφερε τελικά ο τι πρόφτασε να έρθει πρώτο στο νου της και τη γλώσσα της. «Δε χρειάζομαι προσκύνηση εκ μέρους σου, πες πως είμαι μια κόρη σαν τις άλλες…»
Και αφού στάθηκε ορθή, του έτεινε άδολα και θαρρετά, χωρίς περιττές σεμνοτυφίες, το τρυφερό της χέρι. Ο Ανδρόνικος το ακράπιασε, αν και δεν είχε χρεία αρωγή καμιά για να σηκωθεί, και όπως αντάμωσαν οι ματιές τους, σμαραγδένια η κοριτσίσια δικιά της, σκουροκάστανη η παλικαρίσια δικιά του, μες το δείλι το εαρινό, το μαγεμένο, νόμισε η Άννα ότι έπαψε ο χρόνος να κυλά, κι η καρδιά η εφηβική η άβγαλτη σταμάτησε για μια αιώνια στιγμή κάτω απ’ τους μπουμπουκιασμένους της μαστούς που κάλυπταν τα φαρδιά φορέματα, και ζάλη γλυκιά τη συνεπήρε ολάκερη…
«Πριγκίπισσα Άννα…» είπε ωστόσο αμήχανος ο Ανδρόνικος, υποκλίθηκε ελαφρά μπροστά της, πισωπάτησε κι έκανε να επιστρέψει, γυρνώντας όμως διαρκώς στην αρχή το κεφάλι προς τα κείνην, σαν να ’ταν σίδερο και να τον είλκυε μαγνήτης.
«Ώρα καλή… εκατόνταρχε Ανδρόνικε!..» ξεστόμισε κι η Άννα, όταν σιγουρεύτηκε πως εκείνος είχε μακρύνει τόσο, όσο ν’ ακούει ίσως ακόμα τη φωνή της, αλλά να μη νιώσει τη λαχτάρα την κρυφή που τη χρωμάτισε. Μια σπίθα από φωτιά την κατελούσε, και επιστρατεύοντας το χέρι της για ριπίδιο έκανε αέρα να τη σβήσει από τις παρειές της τις άσπρες και λεπτόσαρκες, σαν του ροδάκινου τη φλούδα, που τώρα πια της έμελλαν να μείνουν απ’ τα χείλη του αφίλητες…


«Κατάλαβες, Αγάθη, γιατί κλαίω;» ρώτησε την αδελφή της, μόλις η αφήγησή της τέλεψε, και δάκρυα καυτά είχαν μουσκέψει ξανά τους οφθαλμούς της. «Έχασα την αγάπη προτού καν να τη βρω, προτού καν να μάθω το τι είναι! Ποτέ δε γνώρισα απ’ του Ανδρόνικου το στόμα αν κι αυτός με συλλογιέται, και δεν πρόκειται ποτέ πια να συμβεί…»
«Ω, Άννα! Γλυκιά μου αδελφούλα!» ψέλλισε συγκλονισμένη η μικρή. «Αν το ’ξερα, αν μου ’χες πει κάτι τότε…»
«Δεν ωφελεί, ψυχή μου, να σου βάζεις τύψεις για πράγματα αδιόρθωτα… Τώρα, πάει, εμείς εδώ, εγώ εδώ, κι εκείνος… Αχ, Θεέ μου, γιατί; Γιατί να αφήσω την καρδιά μου να πληγεί και τώρα να υποφέρω έτσι, γιατί δε μου ’δωσες γνώση να το φύγω; Καλά το λεν’ πως, σαν θέλει να σε δοξέψει ο Έρωτας, μηδένα λογαριάζει… Αχ, Ανδρόνικε, καλέ μου, και να ’ξερες την αγάπη μου την αγνή και τη γλυκιά την παιδωμή που μ’ έριξε η θωριά σου!»
Έτρεμαν τα χείλη της πριγκίπισσας, καθώς πρωτομιλούσαν μόνα τους με θέρμη τέτοια λόγια που φανέρωναν τον καημό της, και στο παραλήρημά της έστεκε σιωπηλή η Αγάθη, σχεδόν ανέπνοη, στενεύοντας τα δάκρυα της, γιατί την ένιωθε πιο ιερή κι από προσευχή. Μα σύντας η Άννα ρίχτηκε στον ώμο της με αναφιλητά, τότε κι εκείνη σήκωσε το φράγμα των ματιών της, κι έκλαψαν σιγά οι δυο τους μπρος στο παραθύρι, ώσπου τα βλέφαρά τους να αναγκευτούν αδήριτα στη λύτρωση του ύπνου…


«Ανάρμοστα πράττει η νεαρή αυγούστα, και θαρρώ πως γρήγορα θα συγκεντρώσει το μίσος του λαού εναντίον της… Κι αυτός ο άντρας της, ο βασιλέας ο Ρωμανός το παιδί, δε δείχνει να της αντιστέκεται καθόλου» σχολίαζε αποδοκιμαστικά μια μεσήλικη αυλική θεράπαινα, σε μάζωξη αρχοντισσών του Παλατιού. «Ακούς εκεί να βάλει να διώξουν τις θυγατέρες του της θείας λήξεως δεσπότου Κωνσταντίνου, ο Θεός να τον αναπαύει, τις πιο ενάρετες και ήσυχες κοπέλες που γνώρισα ποτέ μου, και να τις κάνουν καλογριές! Κρίμα, τες πονεί η ψυχή μου…»
«Αμ το άλλο, κυρά, πού το βάζεις;» πετάχτηκε μια αρκετά νεώτερη κουβικουλαρέα. «Πώς αρρώστησε άραγε και πέθανε ο βασιλέας Κωνσταντίνος; Όλες το ξέραμε πως…»
Κοίταξε μία γύρω της επιφυλακτική η γυναίκα, και έπειτα έσκυψε πιο κοντά στις άλλες, συνωμοτικά.
«Πως ο μακαρίτης δεν τη συμπαθούσε τη νύφη του, πολλώ δε μάλλον όμως αυτή εκείνον… Την είχε κρυφακούσει να χαίρεται όταν απεβίωσε! Πέθανε ο παλιόγερος, έλεγε, σας το ορκίζομαι σε ο τι έχω ιερό!»
«Παναγία, σώζε!» σταυροκοπήθηκε απόπληκτη η πρώτη λαλήσασα, και τη μιμήθηκαν με παρόμοια αισθήματα κι οι υπόλοιπες. «Αυτό είναι ύβρις, Μαγδαληνή, κόρη μου! Παραβαίνει την εντολή…»
«Φυσικά και είναι, κυρά Καλλιόπη! Για τούτο λέγω σας, δε μου το βγάζει κανείς απ’ το μυαλό ότι τούτη η αδίστακτη μικρή τον έφαγε τον πεθερό της, με συνεργό τον Ρωμανό που θα τα χάφτει όλα όσα του τσαμπουνάει…»
«Και να μην έγινε κάτι τέτοιο, το ότι τον έκανε να απαρνηθεί το αίμα του είναι αρκετό, για να την ονομάσεις πόρνη» γρύλισε η Καλλιόπη. «Μόνο μιαν τέτοια γυναίκα θα έσερνε τον σύζυγο απ’ τη μύτη, για να μην πω κάτι χυδαίο και βρομίσω πιο πολύ το στόμα μου…»
«Πες τα, χρυσόστομη!» αναφώνησε η Μαγδαληνή. «Εξάλλου, κόρη καπελιέρη δεν ήταν πριν τη βρει ο Ρωμανός και τη στεφανωθεί, μες την αμυαλιά του την εφηβική; Κι εκεί μέσα στα καπηλειά, έντιμα κορίτσια δε βρίσκεις συνήθως… Χορεύουν για τους πιωμένους άνδρες και μετά, Κύριος οίδε!.. Θα το χάραξε και το δαχτυλάκι της την πρώτη νύχτα του γάμου, για να μας παραστήσει την παρθένα… Πόρνη, λοιπόν, πόρνη ξανά και πόρνη η Λάκαινα, και να καεί στο πυρ το εξώτερον, η άτιμη!»
«Πόρνη…» μουρμούρισε παίρνοντας θάρρος και μια άλλη γνωστή συνομιλήτρια, η Κοσμώ που ’ταν ακόμα στρατήγισσα. «Πορνίδιο, Μαγδαληνή μου… Τούτη έκλεψε, από μακριά κιόλας, τη θέση της θυγατέρας μου και έντεκα άλλων κοριτσιών, όταν ο συγχωρεμένος ο Κωνσταντίνος διοργάνωσε τα καλλιστεία για να βρει ο γιος του νύφη! Καταραμένη να ’ναι, η μάγισσα, το γύναιο!»
«Πόρνη… Πορνίδιο… Μάγισσα, γύναιο…» επανέλαβε ομοθυμαδόν ο κουτσομπόλικος χορός των αυλικών τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τη Θεοφανώ, σαν επωδό σε άσμα, ίδιες ή παραλλαγμένες και πολλές συντροφευμένες με γκριμάτσες και αναθέματα. Η Ευφροσύνη, την οποία η νεαρή αυτοκράτειρα είχε πια αναβιβάσει σε πατρικία ζωστή της, ως ένδειξη τιμής, περνώντας τυχαία από κει σιμά, τους άκουσε, κι ένα ρίγος απαίσιο διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Προσποιήθηκε όμως την ακάτεχη και προχώρησε προς το μέρος τους.
«Ε, κυράδες! Τι κάθεστε εδώ και χαζεύετε; Αργία μήτηρ πάσης κακίας, λέγανε οι αρχαίοι! Εμπρός, στις δουλειές μας όλες!»
Μια στιγμή αλληλοκοιτάχτηκαν άπασες ενοχικά, άβολα. «Εμείς, πατρικία Ευφροσύνη, τίποτα δεν κάναμε» έτρεξε να τα μπαλώσει η Μαγδαληνή. «Να, απλά μιλούσαμε για το πόσο ενθουσιασμένες είμαστε που η βασίλισσά μας θα φέρει και δεύτερο παιδί στον κόσμο την άνοιξη…»
«Ο τι και να λέγατε, δε με νοιάζει, Μαγδαληνή, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια… Διαλυθείτε τώρα, πηγαίνετε εκάστη στο οίκημα και τις εργασίες της τις σπιτίσιες, όπως είναι το πρεπό για τις γυναίκες!»
Υπάκουσαν εκείνες, γιατί σέβονταν την Ευφροσύνη, και μόλις αλαργέψανε ξανάσανε βαθιά με ανακούφιση μαζί και στενοχώρια, φέρνοντας το ένα χέρι στο στήθος και το άλλο στο μέτωπό της. Αυτά που είχανε συλλάβει τα ώτα της να λένε οι αυλικές για την κυρά της ήτανε φρικτά, επαίσχυντα και ου φωνητά… Αλλά ίσως περιείχαν και μια δόση αλήθειας για τη συμπεριφορά της: ήτανε κρίμα μεγάλο να διώξει απ’ το Παλάτι τις κουνιάδες της, και την είχε κι αυτήνανε πολύ πονέσει, μα απ’ την αγάπη που της είχε και της Θεοφανώς αμφιταλαντευόταν και δεν τολμούσε να της ξεστομίσει λόγο σκληρό…
«Όχι και πόρνη, όμως, Κύριε, το κοριτσάκι μου, η κυρά μου!» πετάρισαν ανταριασμένα τα λογικά της, κι αντιπαλεύαν μέσα της το σπλάχνος με την παρρησία. Τελικά, κάπως τα συγκέρασε, και την ίδια μέρα αργότερα μπήκε στο κουβούκλι της Θεοφανώς.
«Έλα, Ευφροσύνη μου» την κάλεσε με χαρά η κοπέλα, όταν της ζήτησε την άδεια. «Έλα, και μη ρωτάς καν! Εσύ είσαι πάντα ευπρόσδεκτη…»
Μειδίασε με λίγο κόπο η σοφή γυναίκα, και ήρθε πιο κοντά της, μπλέκοντας τα δάχτυλα.
«Τι έχεις; Σαν γνοιασμένη φαίνεσαι» ενδιαφέρθηκε η Θεοφανώ, διαβάζοντας τη γλώσσα του σώματός της.
«Κόρη μου και δέσποινα, μέρες τώρα σιωπώ, μα σήμερα δε μπορώ πια να μη λαλήσω, κι αυτά που θα σου πω μπορεί να μη σ’ αρέσουν… Συγχώρα με, λοιπόν, εκ προοιμίου…»
«Λάλησε, Ευφροσύνη, και θα κρίνω εγώ αν μου αρέσουν ή όχι όσα θα μου πεις... Ξέρεις ότι εσένα σ’ ακούω πάντα, σε αντίθεση με κάποιους άλλους»
«Θεοφανώ… Σήμερα, τυχαία τελείως, επιστατώντας το Παλάτι, πήρε το αυτί μου κάποιες γυναίκες της Αυλής να λένε πράγματα άσχημα για σένα κι άπρεπα…»
«Να με κουτσομπολεύουν δηλαδή;» δίπλωσε τα μπράτσα η μικρή βασίλισσα. «Και τι λέγανε, Ευφροσύνη;»
«Μη μου ζητάς, κυρά μου, να σου πω τι λέγανε! Αν τα πιάσω στο στόμα μου και μπουν στο λάρυγγά μου, θα κριματιστώ κι εγώ μαζί τους…»
«Μην κριματιστείς τότε, δεν αξίζει άλλωστε… Η γνώμη τους για μένα δε μετρά καθόλου, κι ούτε θα την υπολογίσω ποτέ, είμαι η αυτοκράτειρα και μου αρκεί να με σέβεται και να με φοβάται ο λαός μου! Ξέρω ποια είμαι, και την εικόνα μου θα την κρατήσω άμωμη στους οφθαλμούς των υπηκόων μου…»
«Στον οίκο σου μέσα την έχεις σπιλώσει, όμως, κόρη μου… Ήταν αμαρτία αυτό που έκανες στις ανδραδέλφες σου, και σ’ το λέω ανενδοίαστα, γιατί κουβαλώ είκοσι χρόνια και πλέον στην πλάτη μου απ’ ο τι εσύ, έστω κι αν είσαι αφέντρα μου! Κι εγώ παιδιά μου τις είχα και τις λάτρευα, κι αν δε μίλησα ως τα τώρα ήταν γιατί με τράβαγε ισχυρά το σέβας κι η αγάπη μου και για σένα, τη μικρή και όμορφη και καλόφερτη Σπαρτιάτισσα, που είχες μπει μες την καρδιά μου αφόντας αρραβωνιάστηκες τον Ρωμανό…»
«Το άξιζαν, Ευφροσύνη» ξεσπάθωσε η Θεοφανώ, που όσο της μίλαγε η μπιστική της κροταλούσε διαδοχικά τα ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού στον μηρό της, σουφρώνοντας τα χείλη. «Και μη μου ξανακάνεις για αυτό κουβέντα, με τις χαϊδεμένες σου, ούτε να προσπαθήσεις να με συγκινήσεις κι εσύ σαν την πεθερά μου! Άντε μη σε στείλω να πας να τις εύρεις, αν τις νοιάζεσαι πιο πάνω από εμένα, και σε καθαιρέσω κι από πατρικία ζωστή και ντροπιάσω το γένος σου το ευγενικό που λες ότι έχεις!»
«Κανέναν δεν τοποθετώ ψηλότερα από σένα, αυγούστα μου… Αλλά ορρωδώ και τρέμω για σένα, και την κρίση που θα σε περιμένει απ’ τον Θεό για αυτή την πράξη σου…»
«Εγώ όμως δεν τρέμω και δεν ορρωδώ προ ουδενός! Δεν είμαι καμιά χαμερπής, είμαι η ίδια η αυγούστα, η κεφαλή του κράτους, και οι αποφάσεις μου είναι νόμος! Αντελήφθης, Ευφροσύνη; Και ο Θεός ας διατάζει τις λεγεώνες των αγγέλων Του, όπως εγώ κι ο άντρας μου τους ευνούχους και τους λοιπούς μας δούλους…»


Λίνα Δώρου




[1] Κασίγνητος (αρσ.), κασιγνήτη (θηλ.)= ο/η αδελφός/ή (ποιητικό κυρίως)

[2] Ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου

[3] Ρογεύομαι = παίρνω στρατιωτικό μισθό (>λατ. roga), συνεκδοχικά η στρατιωτική θητεία και ζωή