Ο σύμβουλος Άριμαν, έκλεισε την πόρτα του δωματίου, που χρησιμοποιούσε ως μελετητήριο και κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια και να σταθεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο δίπλα από τον πρίγκιπά του. Ο Λαχάρ στεκόταν δίπλα μου και με παρακολουθούσε καθώς, χάιδευα τον Χάρου. Τον είδα να απλώνει το χέρι του να αγγίξει το γεράκι και δεν έκανα καμιά κίνηση να τον σταματήσω. Ο Χάρου μόλις κατάλαβε ότι ένα ξένο χέρι πήγαινε να τον ακουμπήσει, γύρισε και όρμησε να τσιμπήσει τον Λαχάρ. Εκείνος τράβηξε γρήγορα το χέρι του πίσω και με κοίταξε απηυδισμένος.
«Το τέρας, πήγε να μου φάει το χέρι!» παραπονέθηκε.
«Δε δέχεται να τον ακουμπάνε ξένοι, άτομα που δε γνωρίζει» είπα.
«Ίδιος με την αφέντρα του» γκρίνιαξε.
Κάγχασα, μόλις τον άκουσα, μα ο σύμβουλο ξερόβηξε, κόβοντας την περαιτέρω συζήτησή μας. Στραφήκαμε όλοι προς το μέρος του και περιμέναμε. Ο Άριμαν έβαλε τα χέρια, πίσω από την πλάτη του και ξεκίνησε να μιλά, αργά, σταθερά και πολύ καθαρά. Είχε την απόλυτη προσοχή μου.
«Αλιάνα, σε ενημέρωσαν οι πρίγκιπες για το τι είσαι;» με ρώτησε.
«Μάλιστα, σύμβουλε» απάντησα υπάκουα.
«Εξαίσια! Οπότε δεν θα επιμείνω πολύ στον όρο. Είναι, όμως, σημαντικό να τα πάρουμε από την αρχή. Θυμάσαι ή γνωρίζεις πως έγινες μια Νεκροφιλημένη;»
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Χθες, μόλις το έσκασα από την φυλακή, η Κάλιντα, μου έδειξε μέσω ενός οράματος ή ονείρου πως κατέληξα έτσι. Πέθανα λίγο μετά τη γέννα και η μητέρα μου, παρακαλούσε αδιάκοπα τον Κύριο να μην με πάρει μακριά της. Τα παρακάλια της εισακούστηκαν, αλλά από την λάθος δύναμη. Εμφανίστηκε εκείνη, ως Θεά, που θα με έφερνε πίσω και θα ζούσα ξανά. Η μητέρα μου, χωρίς δεύτερη σκέψη συμφώνησε και έτσι η Κάλιντα με ανέστησε, αντικαθιστώντας ένα από τα μάτια μου, με εκείνο το καταραμένο γαλάζιο»
«Το δικό της» συμπλήρωσε ο σύμβουλος «Η μητέρα σου που είναι τώρα;».
Ξεροκατάπια και έστρεψα το κεφάλι μου αλλού.
«Ακολούθησέ με, αγαπητή μου» συνέχισε ατάραχος.
Μας προσπέρασε και ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια για να αρχίσει να ψάχνει μανιωδώς τις βιβλιοθήκες και να βγάζει βιβλία από την θέση τους, πετώντας όσα δεν του έκαναν.
«Α!» αναφώνησε και τράβηξε ένα αρκετά ογκώδες βιβλίο από την βιβλιοθήκη και το ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Κούνησε τα δάχτυλα του χεριού του κάνοντάς μας νόημα να τον πλησιάσουμε.
Άφησα τον Χάρου να πετάξει και να προσγειωθεί πάνω σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Συγκεντρωθήκαμε και οι τρεις μας γύρω από τον Άριμαν, κοιτώντας την σελίδα που είχε ανοιχτή. Σε αυτή απεικονιζόταν μια γυναικεία μορφή που περιβαλλόταν από ένα γαλάζιο καπνό. Ήταν ίδια με εκείνη!
«Η-» ξεκίνησα.
«Κάλιντα» με διέκοψε ο σύμβουλος διαβάζοντας το κείμενο που ήταν γραμμένο στην απέναντι πλευρά:
«Η αρχαιότερη γνωστή ψυχή που γράφτηκε σε κείμενο και τριγυρνά ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αρχόντισσα της Πύλης των Νεκρών και Βασίλισσα των Νεκρών. Τα θύματά της αμέτρητα και συνεχίζουν να πληθαίνουν. Το σώμα που καταλαμβάνει, το αποκτά μέσα σε λίγο καιρό. Αρχικά, το άτομο συναντά αλλαγές στο σώμα του. Το σημείο της καρδιά μου, έχει αρχίσει και μελανιάζει. Νιώθω την δύναμή της να μεγαλώνει. Ύστερα από λίγες μέρες, έχανα τον έλεγχο του κορμιού μου. Στην αρχή σταμάτησα να βλέπω καθαρά. Έλεγα λόγια που δεν ήθελα να πω. Οι μέρες περνούσαν, αργά και βασανιστικά. Πλέον δεν κοιμάμαι. Νομίζω ότι σκότωσα κάποιον. Τα χέρια μου είναι ματωμένα. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. Η πίεση είναι μεγάλη.
Καταρρέω. Χάνω τις μέρες. Δεν το ελέγχω πλέον».
Η σελίδα είχε λερωθεί από στεγνές πλέον κηλίδες. Δάκρυα; Ποιος έγραψε το κείμενο αυτό;
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο δυνατός γδούπος που έκανε το βιβλίο, όταν έκλεισε. Πάνω στο εξώφυλλό του, βρισκόταν ακουμπισμένο το χέρι του Κάιν. «Νομίζω, πως διαβάσαμε αρκετά» είπε με σφιγμένο το σαγόνι του.
«Ποιος έγραψε το κείμενο; Τι έγινε μετά;» πετούσα την μια ερώτηση μετά την άλλη.
«Αλιάνα» ψιθύρισε ο Λαχάρ.
«Ο πατέρας μου έγραψε το κείμενο» τον πρόλαβε ο Κάιν σηκώνοντας τα χέρια του στον αέρα. «Αυτοκτόνησε λίγο πριν γεννηθώ. Ήθελε να γλιτώσει από αυτό...αυτό το πράγμα. Η Κάλιντα τον τρέλαινε λίγο-λίγο, ώσπου δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί. Έκανε πράγματα που δεν ήθελε και δεν τα θυμόταν. Ατίμασε το στέμμα και την οικογένειά του. Το σπαθί του τον λύτρωσε. Δεν τον γνώρισα ποτέ» Έβαλε τα χέρια του στο ζωνάρι και κοιτούσε γύρω του, χωρίς να στραφεί προς το μέρος μας.
Η Κάλιντα, είχε καταλάβει τον προηγούμενο Βασιλιά μας;
«Και παρόλα αυτά, θες να την έχεις δίπλα σου ως πολεμίστρια!» γκάριξε ο Λαχάρ.
«Ναι, γιατί εκείνη καταφέρνει αυτό που δεν κατάφερε ο πατέρας μου!» φώναξε ο πρίγκιπας της Σεβέλ «Μπορεί και το ελέγχει».
«Πρίγκιπα Κάιν» μπήκε ανάμεσα ο σύμβουλος.
«Δεν μπορώ να το ελέγξω» τους διέκοψα. Όλοι γύρισαν να με κοιτάξουν. «Πλέον είναι πιο δύσκολο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έβγαλε την καλύπτρα μόνη της, χωρίς να τη θέλησή μου. Με προειδοποίησε ότι η ώρα που θα πληρώσω το τίμημα, πλησιάζει».
«Ω, παιδί μου, αυτό είναι δυσάρεστα νέα!» φώναξε ο σύμβουλος και άρχισε να ψάχνει πάλι το βιβλίο του.
Οι δυο πρίγκιπες με κοιτούσαν και αυτό με έκανε να αισθανθώ άβολα. Δε με κοιτούσαν σαν άνθρωπο. Έβλεπα την αηδία του Κάιν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Με την ίδια αηδία με κοιτούσε και ο πατέρας μου, πριν με εγκαταλείψει. Πίσω-πάτησα τρομαγμένη, αλλά το χέρι του Λαχάρ με σταμάτησε.
«Θα βρούμε την λύση, Αλιάνα» με διαβεβαίωσε και ύστερα στράφηκε στον Κάιν «Ξέρεις πως για ένα μεγάλο μέρος αυτού, δεν φταίει η Αλιάνα. Έχουμε χάσει και οι δυο μας σημαντικά πρόσωπα από την ζωή μας, αλλά πρέπει να λάβει ένα τέλος αυτό το μαρτύριο. Για την Αλιάνα είναι διπλό».
Ήξερα ότι ο Λαχάρ ήθελε να με υπερασπιστεί, αλλά τι γνώριζε για το δικό μου μαρτύριο; Απομακρύνθηκα από κοντά του.
«Μην μιλάς σα να ξέρεις τι έχω περάσει! Δε μεγάλωσα μέσα στα πλούτη και οι γονείς μου είχαν ένα παιδί που δεν τον ήθελαν. Η μητέρα μου, μάλιστα, αφού προσπάθησε να με πνίξει ενώ κοιμόμουν, αποφάσισε να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια μου. Ο πατέρας μου με κατηγόρησε για τον θάνατό της και έστειλε τους φρουρούς του παλατιού να με σκοτώσουν. Από τότε δεν ξέρω που είναι. Διάολε, δεν ξέρω αν ζει καν! Κανείς σας δε ξέρει πως τα έβγαλα πέρα. Τι πράγματα έκανα για να ζήσω… Πώς πρέπει να ζήσω με αυτό το τέρας να ζει μέσα από εμένα, να μου κλέβει και από λίγο την ψυχή και το σώμα μου. Δεν ξέρετε πως είναι να μην ανήκεις πουθενά και να αποζητάς το θάνατο».
Προσπάθησα να ηρεμήσω την γρήγορη αναπνοή μου, αλλά ο σύμβουλος είχε άλλα σχέδια.
«Λοιπόν... Αφού ξεσπάσατε όλοι σας, να συνεχίσω με κάτι πιο σημαντικό» άρχισε να λέει και τον κοιτάξαμε όλοι μας αγριεμένοι. «Υπάρχει τρόπος να γλιτώσεις από το βάρος που κουβαλάς Αλιάνα. Είναι δυνατό να διαχωριστεί η δικιά σου ψυχή από την δικιά της. Μα είναι κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο και οι πιθανότητες να πετύχει είναι λίγες. Η τελετή πρέπει να λάβει μέρος στο επόμενο μπλε φεγγάρι. Όταν η πύλη των ψυχών ανοίξει, οι ψυχές δεν θα μπορούν να βγουν στον κόσμο των ζωντανών, μέχρι η τελετή να λάβει τέλος. Η Κάλιντα θα επιστρέψει μια για πάντα εκεί που πραγματικά ανήκει και εσύ θα είσαι ελεύθερη από εκείνη».
«Και αν δεν πετύχει η τελετή;» ρώτησα περίεργη.
«Ανοίγοντας την πύλη και αποτυγχάνοντας να την σφραγίσουμε, οι ψυχές θα βγουν για να ζήσουν μια ακόμη φορά. Οι νεκροί θα αναστηθούν και ο Σατανάς θα καταλάβει τη γη. Το σκοτάδι θα απλωθεί στον Άνω Κόσμο των ζωντανών. Και εσύ Αλιάνα... Θα πεθάνεις».
«Το τέρας, πήγε να μου φάει το χέρι!» παραπονέθηκε.
«Δε δέχεται να τον ακουμπάνε ξένοι, άτομα που δε γνωρίζει» είπα.
«Ίδιος με την αφέντρα του» γκρίνιαξε.
Κάγχασα, μόλις τον άκουσα, μα ο σύμβουλο ξερόβηξε, κόβοντας την περαιτέρω συζήτησή μας. Στραφήκαμε όλοι προς το μέρος του και περιμέναμε. Ο Άριμαν έβαλε τα χέρια, πίσω από την πλάτη του και ξεκίνησε να μιλά, αργά, σταθερά και πολύ καθαρά. Είχε την απόλυτη προσοχή μου.
«Αλιάνα, σε ενημέρωσαν οι πρίγκιπες για το τι είσαι;» με ρώτησε.
«Μάλιστα, σύμβουλε» απάντησα υπάκουα.
«Εξαίσια! Οπότε δεν θα επιμείνω πολύ στον όρο. Είναι, όμως, σημαντικό να τα πάρουμε από την αρχή. Θυμάσαι ή γνωρίζεις πως έγινες μια Νεκροφιλημένη;»
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Χθες, μόλις το έσκασα από την φυλακή, η Κάλιντα, μου έδειξε μέσω ενός οράματος ή ονείρου πως κατέληξα έτσι. Πέθανα λίγο μετά τη γέννα και η μητέρα μου, παρακαλούσε αδιάκοπα τον Κύριο να μην με πάρει μακριά της. Τα παρακάλια της εισακούστηκαν, αλλά από την λάθος δύναμη. Εμφανίστηκε εκείνη, ως Θεά, που θα με έφερνε πίσω και θα ζούσα ξανά. Η μητέρα μου, χωρίς δεύτερη σκέψη συμφώνησε και έτσι η Κάλιντα με ανέστησε, αντικαθιστώντας ένα από τα μάτια μου, με εκείνο το καταραμένο γαλάζιο»
«Το δικό της» συμπλήρωσε ο σύμβουλος «Η μητέρα σου που είναι τώρα;».
Ξεροκατάπια και έστρεψα το κεφάλι μου αλλού.
«Ακολούθησέ με, αγαπητή μου» συνέχισε ατάραχος.
Μας προσπέρασε και ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια για να αρχίσει να ψάχνει μανιωδώς τις βιβλιοθήκες και να βγάζει βιβλία από την θέση τους, πετώντας όσα δεν του έκαναν.
«Α!» αναφώνησε και τράβηξε ένα αρκετά ογκώδες βιβλίο από την βιβλιοθήκη και το ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Κούνησε τα δάχτυλα του χεριού του κάνοντάς μας νόημα να τον πλησιάσουμε.
Άφησα τον Χάρου να πετάξει και να προσγειωθεί πάνω σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Συγκεντρωθήκαμε και οι τρεις μας γύρω από τον Άριμαν, κοιτώντας την σελίδα που είχε ανοιχτή. Σε αυτή απεικονιζόταν μια γυναικεία μορφή που περιβαλλόταν από ένα γαλάζιο καπνό. Ήταν ίδια με εκείνη!
«Η-» ξεκίνησα.
«Κάλιντα» με διέκοψε ο σύμβουλος διαβάζοντας το κείμενο που ήταν γραμμένο στην απέναντι πλευρά:
«Η αρχαιότερη γνωστή ψυχή που γράφτηκε σε κείμενο και τριγυρνά ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αρχόντισσα της Πύλης των Νεκρών και Βασίλισσα των Νεκρών. Τα θύματά της αμέτρητα και συνεχίζουν να πληθαίνουν. Το σώμα που καταλαμβάνει, το αποκτά μέσα σε λίγο καιρό. Αρχικά, το άτομο συναντά αλλαγές στο σώμα του. Το σημείο της καρδιά μου, έχει αρχίσει και μελανιάζει. Νιώθω την δύναμή της να μεγαλώνει. Ύστερα από λίγες μέρες, έχανα τον έλεγχο του κορμιού μου. Στην αρχή σταμάτησα να βλέπω καθαρά. Έλεγα λόγια που δεν ήθελα να πω. Οι μέρες περνούσαν, αργά και βασανιστικά. Πλέον δεν κοιμάμαι. Νομίζω ότι σκότωσα κάποιον. Τα χέρια μου είναι ματωμένα. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. Η πίεση είναι μεγάλη.
Καταρρέω. Χάνω τις μέρες. Δεν το ελέγχω πλέον».
Η σελίδα είχε λερωθεί από στεγνές πλέον κηλίδες. Δάκρυα; Ποιος έγραψε το κείμενο αυτό;
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο δυνατός γδούπος που έκανε το βιβλίο, όταν έκλεισε. Πάνω στο εξώφυλλό του, βρισκόταν ακουμπισμένο το χέρι του Κάιν. «Νομίζω, πως διαβάσαμε αρκετά» είπε με σφιγμένο το σαγόνι του.
«Ποιος έγραψε το κείμενο; Τι έγινε μετά;» πετούσα την μια ερώτηση μετά την άλλη.
«Αλιάνα» ψιθύρισε ο Λαχάρ.
«Ο πατέρας μου έγραψε το κείμενο» τον πρόλαβε ο Κάιν σηκώνοντας τα χέρια του στον αέρα. «Αυτοκτόνησε λίγο πριν γεννηθώ. Ήθελε να γλιτώσει από αυτό...αυτό το πράγμα. Η Κάλιντα τον τρέλαινε λίγο-λίγο, ώσπου δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί. Έκανε πράγματα που δεν ήθελε και δεν τα θυμόταν. Ατίμασε το στέμμα και την οικογένειά του. Το σπαθί του τον λύτρωσε. Δεν τον γνώρισα ποτέ» Έβαλε τα χέρια του στο ζωνάρι και κοιτούσε γύρω του, χωρίς να στραφεί προς το μέρος μας.
Η Κάλιντα, είχε καταλάβει τον προηγούμενο Βασιλιά μας;
«Και παρόλα αυτά, θες να την έχεις δίπλα σου ως πολεμίστρια!» γκάριξε ο Λαχάρ.
«Ναι, γιατί εκείνη καταφέρνει αυτό που δεν κατάφερε ο πατέρας μου!» φώναξε ο πρίγκιπας της Σεβέλ «Μπορεί και το ελέγχει».
«Πρίγκιπα Κάιν» μπήκε ανάμεσα ο σύμβουλος.
«Δεν μπορώ να το ελέγξω» τους διέκοψα. Όλοι γύρισαν να με κοιτάξουν. «Πλέον είναι πιο δύσκολο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έβγαλε την καλύπτρα μόνη της, χωρίς να τη θέλησή μου. Με προειδοποίησε ότι η ώρα που θα πληρώσω το τίμημα, πλησιάζει».
«Ω, παιδί μου, αυτό είναι δυσάρεστα νέα!» φώναξε ο σύμβουλος και άρχισε να ψάχνει πάλι το βιβλίο του.
Οι δυο πρίγκιπες με κοιτούσαν και αυτό με έκανε να αισθανθώ άβολα. Δε με κοιτούσαν σαν άνθρωπο. Έβλεπα την αηδία του Κάιν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Με την ίδια αηδία με κοιτούσε και ο πατέρας μου, πριν με εγκαταλείψει. Πίσω-πάτησα τρομαγμένη, αλλά το χέρι του Λαχάρ με σταμάτησε.
«Θα βρούμε την λύση, Αλιάνα» με διαβεβαίωσε και ύστερα στράφηκε στον Κάιν «Ξέρεις πως για ένα μεγάλο μέρος αυτού, δεν φταίει η Αλιάνα. Έχουμε χάσει και οι δυο μας σημαντικά πρόσωπα από την ζωή μας, αλλά πρέπει να λάβει ένα τέλος αυτό το μαρτύριο. Για την Αλιάνα είναι διπλό».
Ήξερα ότι ο Λαχάρ ήθελε να με υπερασπιστεί, αλλά τι γνώριζε για το δικό μου μαρτύριο; Απομακρύνθηκα από κοντά του.
«Μην μιλάς σα να ξέρεις τι έχω περάσει! Δε μεγάλωσα μέσα στα πλούτη και οι γονείς μου είχαν ένα παιδί που δεν τον ήθελαν. Η μητέρα μου, μάλιστα, αφού προσπάθησε να με πνίξει ενώ κοιμόμουν, αποφάσισε να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια μου. Ο πατέρας μου με κατηγόρησε για τον θάνατό της και έστειλε τους φρουρούς του παλατιού να με σκοτώσουν. Από τότε δεν ξέρω που είναι. Διάολε, δεν ξέρω αν ζει καν! Κανείς σας δε ξέρει πως τα έβγαλα πέρα. Τι πράγματα έκανα για να ζήσω… Πώς πρέπει να ζήσω με αυτό το τέρας να ζει μέσα από εμένα, να μου κλέβει και από λίγο την ψυχή και το σώμα μου. Δεν ξέρετε πως είναι να μην ανήκεις πουθενά και να αποζητάς το θάνατο».
Προσπάθησα να ηρεμήσω την γρήγορη αναπνοή μου, αλλά ο σύμβουλος είχε άλλα σχέδια.
«Λοιπόν... Αφού ξεσπάσατε όλοι σας, να συνεχίσω με κάτι πιο σημαντικό» άρχισε να λέει και τον κοιτάξαμε όλοι μας αγριεμένοι. «Υπάρχει τρόπος να γλιτώσεις από το βάρος που κουβαλάς Αλιάνα. Είναι δυνατό να διαχωριστεί η δικιά σου ψυχή από την δικιά της. Μα είναι κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο και οι πιθανότητες να πετύχει είναι λίγες. Η τελετή πρέπει να λάβει μέρος στο επόμενο μπλε φεγγάρι. Όταν η πύλη των ψυχών ανοίξει, οι ψυχές δεν θα μπορούν να βγουν στον κόσμο των ζωντανών, μέχρι η τελετή να λάβει τέλος. Η Κάλιντα θα επιστρέψει μια για πάντα εκεί που πραγματικά ανήκει και εσύ θα είσαι ελεύθερη από εκείνη».
«Και αν δεν πετύχει η τελετή;» ρώτησα περίεργη.
«Ανοίγοντας την πύλη και αποτυγχάνοντας να την σφραγίσουμε, οι ψυχές θα βγουν για να ζήσουν μια ακόμη φορά. Οι νεκροί θα αναστηθούν και ο Σατανάς θα καταλάβει τη γη. Το σκοτάδι θα απλωθεί στον Άνω Κόσμο των ζωντανών. Και εσύ Αλιάνα... Θα πεθάνεις».
Ella Sarlot