Λαχάρ
Η Αλιάνα, μόλις είχε βγει τρέχοντας από την βιβλιοθήκη, αφήνοντάς μας, τρεις άντρες, μόνους στη σιωπή τους. Ήμουν σίγουρος, πως η αδιαθεσία που δήλωσε δεν ήταν παρά μια δικαιολογία για να απομακρυνθεί από εδώ μέσα. Την καταλάβαινα. Είχε μάθει τόσα πολλά , μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Ποιος ήθελε να του πουν πως είναι καταραμένος, πως μέσα του ζει μια από τις αρχαιότερες ψυχές του Κάτω Κόσμου, πως υπάρχει τρόπος να τη χωρίσουν από το σώμα της, μα μια αποτυχία τη στερούσε τη ζωή;
Κοίταξα τον Κάιν, που είχε γυρισμένη την πλάτη του σε εμάς και στριφογύρισα τα μάτια μου.
«Νομίζω θα μπορούσες να είσαι πιο ευχάριστος με την Αλιάνα, αγαπητέ παλιόφιλε» δήλωσα. Ήταν θέμα κτύπων να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Πιο ευχάριστος; Λαχάρ, δεν μπορεί να το ελέγξει πλέον! Μου είναι παντελώς άχρηστη! Η μόνη λύση είναι να της χαρίσουμε αυτό που θέλει. Ένα γρήγορο θάνατο!» κραύγασε αγανακτισμένος ο πρίγκιπας της Σεβέλ.
«Αφελή φίλε μου, κατάλαβες τι συζητούσαμε τόση ώρα; Θες να σκοτώσεις μια κοπέλα που κουβαλά την Πύλη των Νεκρών μέσα της. Μια νεαρή δολοφόνο, που μπορεί να καθαρίσει όλο σου το βασίλειο. Μετά τη στέψη σου, θα έχεις να διοικείς ένα βασίλειο νεκρών. Αν ζεις ως τότε. Εκμεταλλεύσου αυτή την ευκαιρία, Κάιν! Μπορείς να την σώσεις και να δημιουργήσεις νέες συμμαχίες! Οι τρεις φυλές που σου μένουν είναι πιόνια σε αυτό το παιγνίδι»
«Έχει δίκιο πρίγκιπά μου» μπήκε στη μέση ο σύμβουλος Άριμαν «Οι τέσσερις φυλές, πρέπει να έλθουν κοντά για την τελετή. Το ταξίδι σας αυτό, μπορεί να οδηγήσει σε μια τεράστια δύναμη. Θα είστε ο σωτήρας όλων!».
Ο Κάιν μας κοιτούσε και τους δυο απηυδισμένος, μα ήταν πολύ έξυπνος για να μην λάβει υπόψιν του τις τέσσερις συμμαχίες. Η Αλιάνα, θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί αρκετά χρήσιμη.
Με μια μικρή στροφή, γύρισα να φύγω, ακολουθώντας τα βήματα της γλυκύτατης δολοφόνου μας.
«Που πας;» απαίτησε να μάθει ο Κάιν.
«Να της μιλήσω» απάντησα, δίχως να τον κοιτάξω.
«Λαχάρ, μείνε μακριά της!» μου φώναξε.
Έπιασα το πόμολο της πόρτας γερά και χαμογελαστός άφησα το βλέμμα μου να συναντήσει αυτό του Κάιν.
«Ξέρεις πως μου είναι αδύνατο, παλιόφιλε. Επειδή είσαι δεσμευμένος, δε σημαίνει ότι όλοι μας πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από ό, τι μας τραβά την προσοχή. Και τώρα να με συγχωρείτε» είπα και αποχώρησα, με επόμενο προορισμό την Αλιάνα.
Αλιάνα
Είχα ξαπλώσει στο τεράστιο κρεβάτι, με τα χέρια και τα πόδια μου απλωμένα πάνω στ' ακριβά υφάσματα. Προσπαθούσα να χωνέψω αυτά που άκουσα πριν λίγο. Με την δικαιολογία της ξαφνικής αδιαθεσίας έφυγα από την αίθουσα και ήρθα τρέχοντας σχεδόν στο δωμάτιο που μου είχε παραχωρηθεί. Στο κεφάλι μου γυρόφερναν όλες οι πληροφορίες, μία προς μία.
Όλα είχαν αλλάξει πλέον. Ο Χάρου χτύπησε τα φτερά του στον αέρα και στάθηκε καλύτερα στην ξύλινη καρέκλα του. Του χαμογέλασα πλατιά. Χαιρόμουν πολύ που τον είχα ξανά πίσω.
Λέξεις περνούσαν στο μυαλό μου σα φορτωμένοι στρατιώτες, κραδαίνοντας το βάρος τους πάνω μου.
Νεκροφιλημένη, Πύλη των νεκρών, Κάλιντα, ψυχές, θάνατος, αίμα, νεκροί, αίμα, νεκροί, ποτάμια σκούρου και πηχτού αίματος και νεκροί, νεκροί με παγωμένα άκρα και χλωμά πρόσωπα, με ανοιχτό το στόμα, σφαγιασμένοι... Κείτονται γύρω από το γαλάζιο καπνό, γύρω από Εκείνη, γύρω από εμένα.
Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα, κάνοντάς με να τιναχτώ όρθια. Ακούμπησα απαλά το γερό ξύλο της θύρας και περίμενα.
«Ξέρω ότι είσαι πίσω από την πόρτα, Αλιάνα. Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ο Λαχάρ.
«Τι θες;».
«Να περάσω;».
Αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί όλη την μέρα. Ξεφύσησα και άνοιξα την πόρτα για να τον βρω στηριζόμενο με το ένα χέρι το πλάι της πόρτας. Τα λευκόξανθα μαλλιά του, έπεφταν μπροστά στο στήθος του, πλεγμένα σε μια πιο προσεκτική κοτσίδα και τα γαλανά του μάτια έψαξαν το ελεύθερο δικό μου.
Χωρίς να μιλήσω, έκανα λίγο πέρα αφήνοντας του χώρο να περάσει. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισα την πόρτα με δύναμη. Ο Λαχάρ γύρισε να με κοιτάξει, ενώ έπαιζε με την άκρη της πλεξούδας του. Αν τον παρατηρούσε κανείς λίγο περισσότερο, θα έβρισκε μια αψεγάδιαστη γοητεία να διατρέχει κάθε σημείο της ύπαρξής του. Το κορμί του όμορφα σμιλεμένο, άφηνε να το διακρίνει κανείς μέσα από την ανοιχτή πουκαμίσα του, αφήνοντας στην φαντασία τα υπόλοιπα. Ήταν υπερβολικά όμορφος, αλλά αυτή η ομορφιά βαστούσε και μια αγριάδα μέσα της. Το ήξερε ότι τον περιεργαζόμουν, αλλά προτίμησε να μείνει σιωπηλός. Εξάλλου, έκανε και εκείνος το ίδιο.
«Λοιπόν;» έσπασα τη σιωπή μας, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
Ο Λαχάρ χαμογέλασε ειρωνικά και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Χάρου έκρωξε, μα ο πρίγκιπας δεν του έδωσε σημασία. Με το ένα του χέρι χτύπησε απαλά το παχύ στρώμα, προσκαλώντας με να τον ακολουθήσω. Στήριξα το βάρος μου στο ένα πόδι και ανασήκωσα τα φρύδια μου. Ο πρίγκιπας, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό να το σκάσει από τα καλοσχηματισμένα και ελαφρώς πλούσια χείλη του, πριν ξεκινήσει να μιλά:
«Δεν θα επιχειρήσω τίποτε. Το υπόσχομαι».
Για κάποιο λόγο αποφάσισα να τον πιστέψω και έκατσα στην άκρη του κρεβατιού, αφήνοντας μια απόσταση μεταξύ μας. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και ανέβασε το ένα του γόνατο πάνω στο στρώμα.
«Πώς είσαι;» συνέχισε.
Ανασήκωσα με κόπο τους ώμους μου. Με κοιτούσε σοβαρός και το βλέμμα του δεν άφηνε τίποτε να του ξεφύγει. Δεν είχα άλλη επιλογή, από το να του μιλήσω. Όχι ότι δυσκολευόμουν ιδιαίτερα, μα κάτι σε αυτόν με ανάγκαζε σχεδόν να του πω τα πάντα.
«Δεν ξέρω. Μπερδεμένη θα έλεγα»
«Το μπερδεμένη, είναι καλύτερο από το θυμωμένη ή το εκνευρισμένη».
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και έστρεψα το βλέμμα μου στο πάτωμα, αφήνοντας την σιωπή να μας περικυκλώσει ξανά.
«Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για πριν. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Και ομολογώ ότι οι τρόποι μου δεν ήταν και οι καλύτεροι» δήλωσε με μια ανάσα.
«Α… Ε, δεν πειράζει. Εξάλλου βιαζόμασταν, γιατί μας περίμενε ο Κάιν».
Ο Λαχάρ στένεψε τα μάτια.
«Για ποιο πράγμα νομίζεις ότι σου ζητώ συγγνώμη;».
«Για το πρωί. Που έκανες... Που έκανες όλα εκείνα» είπα κοκκινίζοντας ελαφρώς.
Ο νεαρός πρίγκιπας έριξε το κεφάλι του πίσω και άφησε το γέλιο του να πλανηθεί στο χώρο. Ακόμη και το γέλιο του ήταν όμορφο, σχεδόν τραγουδιστό, βαθύ, αλλά ταυτόχρονα απαλό.
Αφού το ευχαριστήθηκε, ξαναγύρισε μπροστά και μείωσε ελάχιστα την απόστασή μας, εναποθέτοντας το ένα του χέρι πάνω στο κρεβάτι. Αυτό το ελάχιστα, όμως, εμένα μου φαινόταν αρκετό.
«Δε σου ζητώ συγγνώμη για το πρωινό. Ήταν πολύ ευχάριστο για να το μετανιώσω».
Ήμουν σίγουρη ότι το πρόσωπό μου είχε φουντώσει. Δεν γνώριζα αν ήταν από θυμό ή από ντροπή. Κανένα από τα δύο, όμως, δε μου ταίριαζε. Γιατί αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο παράξενος πρίγκιπας είχε τέτοια επίδραση πάνω μου; Δεν τον γνώριζα παρά δυο μέρες!
Πήγα να σηκωθώ νευριασμένη και ήδη βλαστημούσα την στιγμή που τον άφησα να μπει στο δωμάτιο, μα άρπαξε τον καρπό μου και τον κράτησε γερά. Τα μάτια του με καθήλωσαν. Μείναμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και στο τέλος παραδόθηκα, γυρνώντας πάλι στη θέση μου.
«Γιατί έχεις την τάση να απομακρύνεσαι;» αναρωτήθηκε.
«Δεν σε καταλαβαίνω» απάντησα ξερά, μη μπορώντας να τον κοιτάξω στα μάτια.
Ξεκίνησε να πει κάτι, αλλά έκλεισε σχεδόν αμέσως το στόμα του. Πέρασε τα δάχτυλά του κάτω από την πλεξούδα του και χαμογέλασε στραβά. Ύστερα, άφησε το κορμί του να γείρει προς τα πίσω, ώσπου ακούμπησε το στρώμα. Άπλωσε τα χέρια του στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του.
«Πώς άντεξες όλα αυτά τα χρόνια, μόνη σου; Γιατί δεν τα παράτησες;» ρώτησε σιγανά.
Πλέον είχε ανοίξει τα μάτια του και κοιτούσε το ταβάνι. Περίμενε υπομονετικά να με ακούσει να μιλώ. Δεν του έφερα αντίρρηση και πριν το καταλάβω, είχα ξεκινήσει να διηγούμαι την ιστορία μου. Το γεράκι μου πέταξε από την καρέκλα και γαντζώθηκε πάνω στο περικάρπιό μου. Χάιδεψα το απαλό κεφαλάκι του και εκείνο έκλεισε τα μάτια.
«Τα πρώτα χρόνια ήταν βάσανο. Ο πατέρας μου είχε χαθεί από προσώπου γης και έμαθα έπειτα από μέρες ότι με είχε δώσει στους φρουρούς ως δολοφόνο της μητέρας μου. Μπορεί να μην την σκότωσα με τα χέρια μου, μα εγώ της έδωσα το μαχαίρι. Έτρεχα μέσα στο δάσος, μη γνωρίζοντας που πάω και έφτασα σε ένα εγκαταλελειμμένο καλυβάκι στη μέση ενός ξέφωτου. Όταν πάτησα το πόδι μου μέσα σ' αυτό, λιποθύμησα. Το επόμενο πρωί δεν σταμάτησα να κλαίω και με πήρε ο ύπνος κουρασμένη πια, πάνω στο ξύλινο και κρύο πάτωμα. Αποδέχτηκα την μοίρα μου γρήγορα. Ξεκίνησα να κυνηγάω για να βρω φαγητό. Σε μια από τις εξορμήσεις μου, βρήκα τον Χάρου να κρέμεται από μια παγίδα που είχαν στήσει παλιά, άλλοι κυνηγοί. Το ένα του φτερό ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Τον ελευθέρωσα με δυσκολία, μιας και σε κάθε μου προσπάθεια τσιμπούσε τα χέρια μου. Και μάλιστα τόσο δυνατά που μερικά σημεία μάτωσαν. Τον φρόντισα όσο καλύτερα μπορούσα και ένιωθα πως είχα κάποιον δίπλα μου. Μόλις έγινε καλά, τον άφησα να φύγει και εκείνος πέταξε μακριά. Εξαφανίστηκε για να γυρίσει το ίδιο βράδυ με το δικό του κυνήγι. Από τότε δεν φεύγει από το πλάι μου».
Ο Λαχάρ, στήριξε τον κορμό του στους αγκώνες του και κοίταξε το περήφανο γεράκι. Ο Χάρου του ανταπέδωσε το βλέμμα και κάπως έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος μεταξύ τους. Ένα πνιχτό γελάκι μου ξέφυγε και ο πρίγκιπας στράφηκε σε μένα με γουρλωμένα μάτια. Ευθύς σοβάρεψα και καθαρίζοντας το λαιμό μου, συνέχισα την ιστορία μου:
«Ως τότε η Κάλιντα δεν με είχε ενοχλήσει. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόμουν όλο και καλύτερη στο κυνήγι και δοκίμασα την τύχη μου στην πόλη. Λίγο κλέψιμο φρούτων και μικρών ποσοτήτων φαγητού, λίγο ένας ευγενής να έχει το πουγκί του σε ευθεία με το μαθημένο μάτι μου και τα έβγαζα πέρα. Μα ένα βράδυ η τύχη μου στράφηκε εναντίον μου και ένας από τους φρουρούς με κυνήγησε μέχρι τέλους. Ήμουν πιο μικρή τότε και κουραζόμουν πιο εύκολα. Με έπιασε σχεδόν αμέσως. Προσπάθησα να του ξεφύγω, μα πάνω στη συμπλοκή η καλύπτρα του ματιού μου λύθηκε. Και μαζί της λύθηκαν και τα δεσμά της Κάλιντα. Δε κατάλαβα τι έγινε. Πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου ο φρουρός ήταν νεκρός και ένας δεύτερος που έκανε περιπολία εξαπόλυσε κυνηγητό εναντίον μου. Το πρόσωπό μου έγινε γνωστό από τα χαρτιά των επικηρυγμένων. Ήταν κοντά στην εποχή που γνώρισα τον Σαπιοδόντη και μου πρότεινε δουλειά. Στην αρχή ήταν απλές δουλειές. Κλέψε την κότα του γείτονα, γιατί έκλεψε την δικιά μου. Όσο μεγάλωνα, οι δουλειές πλήθαιναν και σοβάρευαν. Ενέπλεξα σε θανάτους. Και πάντα η Κάλιντα έβαζε το χέρι της. Δεν ξέρω πότε σταμάτησα να την καθοδηγώ και να την ελέγχω».
Ο Χάρου πέταξε πάλι πίσω στην καρέκλα του και κοίταξα τα χέρια μου.
«Έχω σκοτώσει τόσους ανθρώπους, Λαχάρ. Και δεν ξέρω ποιοι απ' αυτούς ήταν αθώοι και ποιοι όχι. Μα ποια είμαι εγώ που θα αποφασίσει την μοίρα τους; Δεν ξέρω τι είμαι πλέον».
Έπλεξα τα δάχτυλά μου μεταξύ τους και πολέμησα τα δάκρυα που ήρθαν να με στοιχειώσουν άλλη μια φορά. Ένα χέρι ήρθε και στάθηκε πάνω στην πλάτη μου και το πρόσωπο του Λαχάρ, εισέβαλε στο οπτικό μου πεδίο. Δεν ήθελα να τον κοιτάξω, μα το σώμα μου είχε δικιά του βούληση και χάθηκα στα γαλανά του μάτια.
«Υπάρχει λύση, Αλιάνα. Ο σύμβουλος έχει δίκιο. Στη χώρα μου, έχουμε δικά μας βιβλία που αφορούν τον Κάτω Κόσμο και τις ψυχές του. Βέβαια σε κανένα δεν αναφέρει την περίπτωση του διαχωρισμού. Μα η βιβλιοθήκη και τα αρχεία της Σεβέλ είναι πλούσια, πιο πλούσια από τα δικά μας. Μπορείς να το πολεμήσεις αυτό. Μην το αφήσεις να σε φάει. Μην αφήσεις την Κάλιντα να νικήσει. Είσαι εδώ και είσαι ζωντανή!» τόνισε πιάνοντας τα χέρια μου.
Και για πρώτη φορά δεν απομακρύνθηκα. Για πρώτη φορά δεν με πείραξε το άγγιγμα κάποιου ανθρώπου.
Και για πρώτη φορά, μου άρεσε.
Ella Sarlot
Η Αλιάνα, μόλις είχε βγει τρέχοντας από την βιβλιοθήκη, αφήνοντάς μας, τρεις άντρες, μόνους στη σιωπή τους. Ήμουν σίγουρος, πως η αδιαθεσία που δήλωσε δεν ήταν παρά μια δικαιολογία για να απομακρυνθεί από εδώ μέσα. Την καταλάβαινα. Είχε μάθει τόσα πολλά , μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Ποιος ήθελε να του πουν πως είναι καταραμένος, πως μέσα του ζει μια από τις αρχαιότερες ψυχές του Κάτω Κόσμου, πως υπάρχει τρόπος να τη χωρίσουν από το σώμα της, μα μια αποτυχία τη στερούσε τη ζωή;
Κοίταξα τον Κάιν, που είχε γυρισμένη την πλάτη του σε εμάς και στριφογύρισα τα μάτια μου.
«Νομίζω θα μπορούσες να είσαι πιο ευχάριστος με την Αλιάνα, αγαπητέ παλιόφιλε» δήλωσα. Ήταν θέμα κτύπων να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Πιο ευχάριστος; Λαχάρ, δεν μπορεί να το ελέγξει πλέον! Μου είναι παντελώς άχρηστη! Η μόνη λύση είναι να της χαρίσουμε αυτό που θέλει. Ένα γρήγορο θάνατο!» κραύγασε αγανακτισμένος ο πρίγκιπας της Σεβέλ.
«Αφελή φίλε μου, κατάλαβες τι συζητούσαμε τόση ώρα; Θες να σκοτώσεις μια κοπέλα που κουβαλά την Πύλη των Νεκρών μέσα της. Μια νεαρή δολοφόνο, που μπορεί να καθαρίσει όλο σου το βασίλειο. Μετά τη στέψη σου, θα έχεις να διοικείς ένα βασίλειο νεκρών. Αν ζεις ως τότε. Εκμεταλλεύσου αυτή την ευκαιρία, Κάιν! Μπορείς να την σώσεις και να δημιουργήσεις νέες συμμαχίες! Οι τρεις φυλές που σου μένουν είναι πιόνια σε αυτό το παιγνίδι»
«Έχει δίκιο πρίγκιπά μου» μπήκε στη μέση ο σύμβουλος Άριμαν «Οι τέσσερις φυλές, πρέπει να έλθουν κοντά για την τελετή. Το ταξίδι σας αυτό, μπορεί να οδηγήσει σε μια τεράστια δύναμη. Θα είστε ο σωτήρας όλων!».
Ο Κάιν μας κοιτούσε και τους δυο απηυδισμένος, μα ήταν πολύ έξυπνος για να μην λάβει υπόψιν του τις τέσσερις συμμαχίες. Η Αλιάνα, θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί αρκετά χρήσιμη.
Με μια μικρή στροφή, γύρισα να φύγω, ακολουθώντας τα βήματα της γλυκύτατης δολοφόνου μας.
«Που πας;» απαίτησε να μάθει ο Κάιν.
«Να της μιλήσω» απάντησα, δίχως να τον κοιτάξω.
«Λαχάρ, μείνε μακριά της!» μου φώναξε.
Έπιασα το πόμολο της πόρτας γερά και χαμογελαστός άφησα το βλέμμα μου να συναντήσει αυτό του Κάιν.
«Ξέρεις πως μου είναι αδύνατο, παλιόφιλε. Επειδή είσαι δεσμευμένος, δε σημαίνει ότι όλοι μας πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από ό, τι μας τραβά την προσοχή. Και τώρα να με συγχωρείτε» είπα και αποχώρησα, με επόμενο προορισμό την Αλιάνα.
Αλιάνα
Είχα ξαπλώσει στο τεράστιο κρεβάτι, με τα χέρια και τα πόδια μου απλωμένα πάνω στ' ακριβά υφάσματα. Προσπαθούσα να χωνέψω αυτά που άκουσα πριν λίγο. Με την δικαιολογία της ξαφνικής αδιαθεσίας έφυγα από την αίθουσα και ήρθα τρέχοντας σχεδόν στο δωμάτιο που μου είχε παραχωρηθεί. Στο κεφάλι μου γυρόφερναν όλες οι πληροφορίες, μία προς μία.
Όλα είχαν αλλάξει πλέον. Ο Χάρου χτύπησε τα φτερά του στον αέρα και στάθηκε καλύτερα στην ξύλινη καρέκλα του. Του χαμογέλασα πλατιά. Χαιρόμουν πολύ που τον είχα ξανά πίσω.
Λέξεις περνούσαν στο μυαλό μου σα φορτωμένοι στρατιώτες, κραδαίνοντας το βάρος τους πάνω μου.
Νεκροφιλημένη, Πύλη των νεκρών, Κάλιντα, ψυχές, θάνατος, αίμα, νεκροί, αίμα, νεκροί, ποτάμια σκούρου και πηχτού αίματος και νεκροί, νεκροί με παγωμένα άκρα και χλωμά πρόσωπα, με ανοιχτό το στόμα, σφαγιασμένοι... Κείτονται γύρω από το γαλάζιο καπνό, γύρω από Εκείνη, γύρω από εμένα.
Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα, κάνοντάς με να τιναχτώ όρθια. Ακούμπησα απαλά το γερό ξύλο της θύρας και περίμενα.
«Ξέρω ότι είσαι πίσω από την πόρτα, Αλιάνα. Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ο Λαχάρ.
«Τι θες;».
«Να περάσω;».
Αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί όλη την μέρα. Ξεφύσησα και άνοιξα την πόρτα για να τον βρω στηριζόμενο με το ένα χέρι το πλάι της πόρτας. Τα λευκόξανθα μαλλιά του, έπεφταν μπροστά στο στήθος του, πλεγμένα σε μια πιο προσεκτική κοτσίδα και τα γαλανά του μάτια έψαξαν το ελεύθερο δικό μου.
Χωρίς να μιλήσω, έκανα λίγο πέρα αφήνοντας του χώρο να περάσει. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισα την πόρτα με δύναμη. Ο Λαχάρ γύρισε να με κοιτάξει, ενώ έπαιζε με την άκρη της πλεξούδας του. Αν τον παρατηρούσε κανείς λίγο περισσότερο, θα έβρισκε μια αψεγάδιαστη γοητεία να διατρέχει κάθε σημείο της ύπαρξής του. Το κορμί του όμορφα σμιλεμένο, άφηνε να το διακρίνει κανείς μέσα από την ανοιχτή πουκαμίσα του, αφήνοντας στην φαντασία τα υπόλοιπα. Ήταν υπερβολικά όμορφος, αλλά αυτή η ομορφιά βαστούσε και μια αγριάδα μέσα της. Το ήξερε ότι τον περιεργαζόμουν, αλλά προτίμησε να μείνει σιωπηλός. Εξάλλου, έκανε και εκείνος το ίδιο.
«Λοιπόν;» έσπασα τη σιωπή μας, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
Ο Λαχάρ χαμογέλασε ειρωνικά και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Χάρου έκρωξε, μα ο πρίγκιπας δεν του έδωσε σημασία. Με το ένα του χέρι χτύπησε απαλά το παχύ στρώμα, προσκαλώντας με να τον ακολουθήσω. Στήριξα το βάρος μου στο ένα πόδι και ανασήκωσα τα φρύδια μου. Ο πρίγκιπας, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό να το σκάσει από τα καλοσχηματισμένα και ελαφρώς πλούσια χείλη του, πριν ξεκινήσει να μιλά:
«Δεν θα επιχειρήσω τίποτε. Το υπόσχομαι».
Για κάποιο λόγο αποφάσισα να τον πιστέψω και έκατσα στην άκρη του κρεβατιού, αφήνοντας μια απόσταση μεταξύ μας. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και ανέβασε το ένα του γόνατο πάνω στο στρώμα.
«Πώς είσαι;» συνέχισε.
Ανασήκωσα με κόπο τους ώμους μου. Με κοιτούσε σοβαρός και το βλέμμα του δεν άφηνε τίποτε να του ξεφύγει. Δεν είχα άλλη επιλογή, από το να του μιλήσω. Όχι ότι δυσκολευόμουν ιδιαίτερα, μα κάτι σε αυτόν με ανάγκαζε σχεδόν να του πω τα πάντα.
«Δεν ξέρω. Μπερδεμένη θα έλεγα»
«Το μπερδεμένη, είναι καλύτερο από το θυμωμένη ή το εκνευρισμένη».
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και έστρεψα το βλέμμα μου στο πάτωμα, αφήνοντας την σιωπή να μας περικυκλώσει ξανά.
«Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για πριν. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Και ομολογώ ότι οι τρόποι μου δεν ήταν και οι καλύτεροι» δήλωσε με μια ανάσα.
«Α… Ε, δεν πειράζει. Εξάλλου βιαζόμασταν, γιατί μας περίμενε ο Κάιν».
Ο Λαχάρ στένεψε τα μάτια.
«Για ποιο πράγμα νομίζεις ότι σου ζητώ συγγνώμη;».
«Για το πρωί. Που έκανες... Που έκανες όλα εκείνα» είπα κοκκινίζοντας ελαφρώς.
Ο νεαρός πρίγκιπας έριξε το κεφάλι του πίσω και άφησε το γέλιο του να πλανηθεί στο χώρο. Ακόμη και το γέλιο του ήταν όμορφο, σχεδόν τραγουδιστό, βαθύ, αλλά ταυτόχρονα απαλό.
Αφού το ευχαριστήθηκε, ξαναγύρισε μπροστά και μείωσε ελάχιστα την απόστασή μας, εναποθέτοντας το ένα του χέρι πάνω στο κρεβάτι. Αυτό το ελάχιστα, όμως, εμένα μου φαινόταν αρκετό.
«Δε σου ζητώ συγγνώμη για το πρωινό. Ήταν πολύ ευχάριστο για να το μετανιώσω».
Ήμουν σίγουρη ότι το πρόσωπό μου είχε φουντώσει. Δεν γνώριζα αν ήταν από θυμό ή από ντροπή. Κανένα από τα δύο, όμως, δε μου ταίριαζε. Γιατί αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο παράξενος πρίγκιπας είχε τέτοια επίδραση πάνω μου; Δεν τον γνώριζα παρά δυο μέρες!
Πήγα να σηκωθώ νευριασμένη και ήδη βλαστημούσα την στιγμή που τον άφησα να μπει στο δωμάτιο, μα άρπαξε τον καρπό μου και τον κράτησε γερά. Τα μάτια του με καθήλωσαν. Μείναμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και στο τέλος παραδόθηκα, γυρνώντας πάλι στη θέση μου.
«Γιατί έχεις την τάση να απομακρύνεσαι;» αναρωτήθηκε.
«Δεν σε καταλαβαίνω» απάντησα ξερά, μη μπορώντας να τον κοιτάξω στα μάτια.
Ξεκίνησε να πει κάτι, αλλά έκλεισε σχεδόν αμέσως το στόμα του. Πέρασε τα δάχτυλά του κάτω από την πλεξούδα του και χαμογέλασε στραβά. Ύστερα, άφησε το κορμί του να γείρει προς τα πίσω, ώσπου ακούμπησε το στρώμα. Άπλωσε τα χέρια του στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του.
«Πώς άντεξες όλα αυτά τα χρόνια, μόνη σου; Γιατί δεν τα παράτησες;» ρώτησε σιγανά.
Πλέον είχε ανοίξει τα μάτια του και κοιτούσε το ταβάνι. Περίμενε υπομονετικά να με ακούσει να μιλώ. Δεν του έφερα αντίρρηση και πριν το καταλάβω, είχα ξεκινήσει να διηγούμαι την ιστορία μου. Το γεράκι μου πέταξε από την καρέκλα και γαντζώθηκε πάνω στο περικάρπιό μου. Χάιδεψα το απαλό κεφαλάκι του και εκείνο έκλεισε τα μάτια.
«Τα πρώτα χρόνια ήταν βάσανο. Ο πατέρας μου είχε χαθεί από προσώπου γης και έμαθα έπειτα από μέρες ότι με είχε δώσει στους φρουρούς ως δολοφόνο της μητέρας μου. Μπορεί να μην την σκότωσα με τα χέρια μου, μα εγώ της έδωσα το μαχαίρι. Έτρεχα μέσα στο δάσος, μη γνωρίζοντας που πάω και έφτασα σε ένα εγκαταλελειμμένο καλυβάκι στη μέση ενός ξέφωτου. Όταν πάτησα το πόδι μου μέσα σ' αυτό, λιποθύμησα. Το επόμενο πρωί δεν σταμάτησα να κλαίω και με πήρε ο ύπνος κουρασμένη πια, πάνω στο ξύλινο και κρύο πάτωμα. Αποδέχτηκα την μοίρα μου γρήγορα. Ξεκίνησα να κυνηγάω για να βρω φαγητό. Σε μια από τις εξορμήσεις μου, βρήκα τον Χάρου να κρέμεται από μια παγίδα που είχαν στήσει παλιά, άλλοι κυνηγοί. Το ένα του φτερό ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Τον ελευθέρωσα με δυσκολία, μιας και σε κάθε μου προσπάθεια τσιμπούσε τα χέρια μου. Και μάλιστα τόσο δυνατά που μερικά σημεία μάτωσαν. Τον φρόντισα όσο καλύτερα μπορούσα και ένιωθα πως είχα κάποιον δίπλα μου. Μόλις έγινε καλά, τον άφησα να φύγει και εκείνος πέταξε μακριά. Εξαφανίστηκε για να γυρίσει το ίδιο βράδυ με το δικό του κυνήγι. Από τότε δεν φεύγει από το πλάι μου».
Ο Λαχάρ, στήριξε τον κορμό του στους αγκώνες του και κοίταξε το περήφανο γεράκι. Ο Χάρου του ανταπέδωσε το βλέμμα και κάπως έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος μεταξύ τους. Ένα πνιχτό γελάκι μου ξέφυγε και ο πρίγκιπας στράφηκε σε μένα με γουρλωμένα μάτια. Ευθύς σοβάρεψα και καθαρίζοντας το λαιμό μου, συνέχισα την ιστορία μου:
«Ως τότε η Κάλιντα δεν με είχε ενοχλήσει. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόμουν όλο και καλύτερη στο κυνήγι και δοκίμασα την τύχη μου στην πόλη. Λίγο κλέψιμο φρούτων και μικρών ποσοτήτων φαγητού, λίγο ένας ευγενής να έχει το πουγκί του σε ευθεία με το μαθημένο μάτι μου και τα έβγαζα πέρα. Μα ένα βράδυ η τύχη μου στράφηκε εναντίον μου και ένας από τους φρουρούς με κυνήγησε μέχρι τέλους. Ήμουν πιο μικρή τότε και κουραζόμουν πιο εύκολα. Με έπιασε σχεδόν αμέσως. Προσπάθησα να του ξεφύγω, μα πάνω στη συμπλοκή η καλύπτρα του ματιού μου λύθηκε. Και μαζί της λύθηκαν και τα δεσμά της Κάλιντα. Δε κατάλαβα τι έγινε. Πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου ο φρουρός ήταν νεκρός και ένας δεύτερος που έκανε περιπολία εξαπόλυσε κυνηγητό εναντίον μου. Το πρόσωπό μου έγινε γνωστό από τα χαρτιά των επικηρυγμένων. Ήταν κοντά στην εποχή που γνώρισα τον Σαπιοδόντη και μου πρότεινε δουλειά. Στην αρχή ήταν απλές δουλειές. Κλέψε την κότα του γείτονα, γιατί έκλεψε την δικιά μου. Όσο μεγάλωνα, οι δουλειές πλήθαιναν και σοβάρευαν. Ενέπλεξα σε θανάτους. Και πάντα η Κάλιντα έβαζε το χέρι της. Δεν ξέρω πότε σταμάτησα να την καθοδηγώ και να την ελέγχω».
Ο Χάρου πέταξε πάλι πίσω στην καρέκλα του και κοίταξα τα χέρια μου.
«Έχω σκοτώσει τόσους ανθρώπους, Λαχάρ. Και δεν ξέρω ποιοι απ' αυτούς ήταν αθώοι και ποιοι όχι. Μα ποια είμαι εγώ που θα αποφασίσει την μοίρα τους; Δεν ξέρω τι είμαι πλέον».
Έπλεξα τα δάχτυλά μου μεταξύ τους και πολέμησα τα δάκρυα που ήρθαν να με στοιχειώσουν άλλη μια φορά. Ένα χέρι ήρθε και στάθηκε πάνω στην πλάτη μου και το πρόσωπο του Λαχάρ, εισέβαλε στο οπτικό μου πεδίο. Δεν ήθελα να τον κοιτάξω, μα το σώμα μου είχε δικιά του βούληση και χάθηκα στα γαλανά του μάτια.
«Υπάρχει λύση, Αλιάνα. Ο σύμβουλος έχει δίκιο. Στη χώρα μου, έχουμε δικά μας βιβλία που αφορούν τον Κάτω Κόσμο και τις ψυχές του. Βέβαια σε κανένα δεν αναφέρει την περίπτωση του διαχωρισμού. Μα η βιβλιοθήκη και τα αρχεία της Σεβέλ είναι πλούσια, πιο πλούσια από τα δικά μας. Μπορείς να το πολεμήσεις αυτό. Μην το αφήσεις να σε φάει. Μην αφήσεις την Κάλιντα να νικήσει. Είσαι εδώ και είσαι ζωντανή!» τόνισε πιάνοντας τα χέρια μου.
Και για πρώτη φορά δεν απομακρύνθηκα. Για πρώτη φορά δεν με πείραξε το άγγιγμα κάποιου ανθρώπου.
Και για πρώτη φορά, μου άρεσε.
Ella Sarlot