Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 25)


"Ψηλά τα χέρια και μην κουνηθείς αλλιώς το κορίτσι θα πεθάνει!", ακούστηκε μία φωνή και πιστόλια να οπλίζουν.
"Δεν είχα σκοπό να κουνηθώ", απάντησε η Χλόη και μεμιάς όλοι οι άντρες είχαν την ίδια μοίρα με το αφεντικό τους. Ήταν όλοι νεκροί με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους. Η σμαραγδένια αύρα γύρω από την κοπέλα όλο και μεγάλωνε με αποτέλεσμα εκείνη να χάνει όλο και πιο πολύ τον εαυτό της.
Πρόσεξε πως μία φιγούρα πήγε να πλησιάσει τη Γαλήνη και έκανε να της επιτεθεί, αλλά γαλάζιες φλόγες αντέκρουσαν την πράσινη αύρα.
"Ποιος είσαι;"

Από τις σκιές ξεπρόβαλλε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, με ένα ιαπωνικό σπαθί και το πρόσωπό του να καλύπτεται από μία μάσκα με μία νεκροκεφαλή. Ένα Φάντασμα.
"Ξέρεις πολύ καλά τι είμαι"
Ενστικτωδώς η Χλόη ύψωσε το δικό της σπαθί και του επιτέθηκε ξανά με τη δύναμη του Δράκου, αλλά και πάλι εκείνος την απέφυγε.
"Ναι, ξέρω. Είσαι ένας από τους εκδικητές της πόλης που ονομάζονται Φαντάσματα
", δήλωσε εκείνη με απέχθεια. Τα Φαντάσματα ήταν ο εχθρός του Μαύρου Ρόδου, τους είχαν μάθει να τα μισούν.
"Σε παρακαλώ, άφησε κάτω το σπαθί", είπε το Φάντασμα και έβαλε το δικό του στη θήκη του. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Γαλήνης και τότε η Χλόη μπόρεσε να διακρίνει τα γαλανά του μάτια.
"Μην την πλησιάζεις!", του σύριξε και η σμαραγδένια αύρα κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του, αλλά οι γαλάζιες φλόγες δεν την άφησαν να τον φτάσει. Πλέον, ένιωθε πως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη δύναμή της, αλλά ούτε και να την ελέγξει, όπως και τα συναισθήματα που της έδιναν τροφή.
Είχε γίνει ένα με τον Σμαραγδένιο Δράκο και αυτό φαινόταν, κυρίως, από την έντονη απόχρωση του πράσινου των ματιών της, πράγμα το οποίο δεν έμεινε απαρατήρητο από το Φάντασμα.
"Σε παρακαλώ, προσπάθησε να ελέγξεις τη δύναμή σου"
"Και ποιος νομίζεις πως είσαι για να μου δίνεις εντολές;"
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και εκείνος ανατρίχιασε. Είχε ακούσει πολλά για τον Σμαραγδένιο Δράκο, αλλά ποτέ του δεν πίστευε πως θα είχε την τύχη -ή την ατυχία- να τον δει από κοντά. Και σίγουρα δεν περίμενε να βρει την κάτοχό του εκτός ελέγχου. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να τη λογικεύσει και να σταματήσει αυτή την παράνοια με τους σκοτωμούς.
"Χλόη, σε παρακαλώ!", την ικέτεψε η Γαλήνη, ακόμα δεμένη και καθισμένη στο βρώμικο πάτωμα. "Δεν είσαι έτσι εσύ!"
"Νομίζω ότι μόλις απέδειξα το αντίθετο!"
"Όχι! Δεν είσαι έτσι!", επέμεινε το κορίτσι. "Άφησες απλά την οργή σου να σε κυριεύσει!"
Η κοκκινομάλλα πήγε να απαντήσει, αλλά την πρόλαβε το Φάντασμα. "Έχει δίκιο!", αναφώνησε και με γοργά βήματα πλησίασε τη Γαλήνη. "Είδα όλο το σκηνικό και αποφάσισα να παρέμβω, γιατί ξεκάθαρα είσαι εκτός εαυτού"
"Φύγε από κοντά της!", φώναξε και μία ριπή δυνατού ανέμου τον εκτόξευσθε μερικά μέτρα πιο πίσω.
"Δε θέλω να σας βλάψω"
"Δε δίνω δεκάρα για τις προθέσεις ενός Φαντάσματος!"
Από την άλλη, η Γαλήνη κοιτούσε έντρομη μία την αδερφή της και μία το Φάντασμα, βρίζοντας από μέσα της που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. "Χλόη, αρκετά! Λύσε με και πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ πολύ!", προσπάθησε να τη λογικεύσει, αλλά η αδερφή της δεν άκουγε. Ήταν χαμένη στο δικό της κόσμο, έναν κόσμο με έντονα συναισθήματα και κυρίως εκείνα του θυμού και της οργής.
"Χαραμίζεις το σάλιο σου. Η κοπέλα δε θα σε ακούσει", σχολίασε το Φάντασμα με τα γαλάζια μάτια. Και στρέφοντας την προσοχή του στην κοκκινομάλλα πρόσθεσε: "Αφού θέλεις μάχη, θα την έχεις!"
Έβγαλε το κατάνα, το οποίο ήταν κρεμασμένο στη ζώνη του, από το θηκάρι του και εκείνο τυλίχτηκε με γαλάζιες φλόγες. Πριν προλάβει η Χλόη να κάνει το οτιδήποτε, το Φάντασμα έκοψε τα σκοινιά που περιόριζαν τη Γαλήνη και στάθηκε μπροστά της, εμποδίζοντας τη θέα της Χλόης.
"Είναι το μόνο πράγμα, το οποίο ξέρουμε να κάνουμε καλά: να παλεύουμε και να σκοτώνουμε", δήλωσε η κοπέλα και ύψωσε και το δικό της σπαθί.
Η Γαλήνη σηκώθηκε και μπήκε ανάμεσά τους. "Αρκετά!"
"Γαλήνη, φύγε από τη μέση!"
Το κορίτσι έγνεψε αρνητικά. "Δεν υπάρχει περίπτωση! Αρκετά θύματα υπήρξαν απόψε!"
"Θα το πω για τελευταία φορά, μικρή: φύγε από τη μέση!", γρύλισε η Χλόη.
"Και να είμαι μάρτυρας ενός ακόμα θανάτου; Ή χειρότερα: δύο θανάτων; Δεν πρόκειται!", απάντησε με σθένος η Γαλήνη. Όντας θεραπεύτρια, η ειδικότητά της ήταν να σώζει ζωές και γι'αυτήν εκείνη η στιγμή ήταν απλά ένας εφιάλτης, καθώς γνώριζε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
"Και προστατεύεις τον εχθρό;"
"Όχι, Χλόη! Προστατεύω δύο ανθρώπινες ζωές!"
Το Φάντασμα τοποθέτησε το ελεύθερο χέρι του στον ώμο του κοριτσιού με τα ξανθά μαλλιά και την τράβηξε στην άκρη. "Δε θα σε ακούσει. Άφησέ με να τη συνεφέρω εγώ"
"Μα, θα σε σκοτώσει!"
"Δε θα το κάνει", της απάντησε με σιγουριά και γαλάζιες φλόγες τον τύλιξαν. "Εντάξει, λοιπόν! Δωσ'τα όλα!", φώναξε στη Χλόη κι εκείνη άφησε μία πολεμική κραυγή πριν επιτεθεί.
Η Γαλήνη, από την άλλη ήθελε να τους σταματήσει απεγνωσμένα, αλλά η δύναμη του Φαντάσματος την κρατούσε καρφωμένη στο ίδιο σημείο. Το κορίτσι φώναζε το όνομα της αδερφής της, αλλά οι φωνές και τα παρακάλια της δεν έφταναν στα αυτιά της κοκκινομάλλας, επειδή επικαλυπτόταν από τις κλαγγές των όπλων. Το γαλάζιο εναλλασσόταν με το σμαραγδί και το αντίστροφο, σε έναν θανατηφόρο χορό. Η φωτιά του ενός αντέκρουε την άλλη, κάνοντας τις ασημένιες λεπίδες των σπαθιών να λαμπιρίζουν.
Η Χλόη ετοιμάστηκε για τη μεγάλη επίθεση και το ίδιο έκανε και το Φάντασμα. Σήκωσαν τα σπαθιά τους, πήραν μία βαθιά ανάσα και συγκρούστηκαν με πολεμικές ιαχές. Η δύναμη και των δύο ήταν αρκετά ισχυρή για να τους εκτοξεύσθει αρκετά μέτρα πιο πίσω.
Σκόνη σηκώθηκε και καπνός γέμισε το χώρο της αποθήκης.
Η Γαλήνη πρόλαβε να καλύψει το πρόσωπό της με την μπλούζα της, αλλά και πάλι άρχισε να βήχει. Συνειδητοποιώντας πως πλέον δεν την εμπόδιζε τίποτα, κοίταξε νευρικά τριγύρω και ύστερα έτρεξε προς την αδερφή της. Η Χλόη βρισκόταν ανάσκελα ξαπλωμένη, με τα μάτια της κλειστά και τα χείλη ελαφρώς μισάνοιχτα.
"Χλόη!", αναφώνησε και έλεγξε αν η κοπέλα ανέπνεε ακόμα. Αναστέναξε ανακουφισμένη και τοποθέτησε τις παλάμες της ελαφρώς πάνω από το θώρακά της. Μία αχνή γαλαζοπράσινη λάμψη έκανε την εμφάνισή της, η θεραπευτική δύναμη του κοριτσιού.
"Συγγνώμη", άκουσε μία φωνή και κάποιος γονάτισε δίπλα της. Χωρίς να πάρει τα μάτια της από την αναίσθητη Χλόη, κατάλαβε πως ήταν το Φάντασμα. Εκείνο δεν είχε πάθει τίποτα σε σύγκριση με τη Χλόη, μόνο και μόνο επειδή πρόλαβε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του πριν συγκρουστεί με το έδαφος.
"Τουλάχιστον τελείωσε αυτή η τρέλα και είστε και οι δύο ζωντανοί". Παύση. "Αλλά για να έχουμε καλό ερώτημα, εσύ πονάς πουθενά;"
Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του εξεταστικά και ετοιμάστηκε να χρησιμοποιήσει τη θεραπευτική της δύναμη, αλλά το Φάντασμα της έπιασε μαλακά τον καρπό, σταματώντας την.
"Δεν έχω πάθει απολύτως τίποτα, η κοπέλα σε χρειάζεται περισσότερο"
"Πρέπει να μεταφερθεί στις εγκαταστάσεις της οργάνωσης"
Εκείνη τη στιγμή, η Χλόη άφησε ένα βογκητό πόνου και άνοιξε αργά τα βλέφαρά της.
"Γαλήνη;", ψέλλισε.
"Σσς, μη μιλάς, ξόδεψες αρκετή ενέργεια και έχεις χτυπήσει"
Το πράσινο βλέμμα της κοπέλας κλείδωσε στο Φάντασμα. "Τι στο καλό;"
"Έχασες τον έλεγχο του Σμαραγδένιου Δράκου και ο μόνος τρόπος να σε επαναφέρω ήταν αυτός, λυπάμαι", την πρόλαβε και η Γαλήνη έγνεψε καταφατικά συμφωνώντας.
Η κοκκινομάλλα έκανε να σηκωθεί, αλλά έπεσε πάλι προς τα πίσω και έπνιξε ένα βογκητό πόνου. "Μην ανησυχείς, το άξιζα"
"Χλόη!", τη μάλωσε η μικρή της αδερφή. "Μη μιλάς έτσι για τον εαυτό σου! Ό,τι έκανες, το έκανες για να σώσεις εμένα και σε ευχαριστώ πολύ!"
"Πρέπει να πηγαίνουμε", σχολίασε η κοκκινομάλλα και έκανε μία ακόμη απόπειρα για να σηκωθεί, χωρίς καμία επιτυχία.
"Άφησέ με να σε βοηθήσω", είπε το Φάντασμα και τη σήκωσε στα χέρια του.
"Θα μπορούσες σε παρακαλώ να με αφήσεις στο έδαφος;", ρώτησε η Χλόη και ένιωσε τα μάγουλά της να φλέγονται.
"Στην κατάσταση που είσαι; Δεν υπάρχει περίπτωση!"
"Όσο και να θέλω να σε υποστηρίξω αυτή τη στιγμή, αδερφούλα, το Φάντασμα έχει δίκιο. Δεν είναι κακό, ξέρεις, να αφήσεις για μια φορά στην άκρη τον εγωισμό σου και να αφήσεις κάποιον να σε βοηθήσει", δήλωσε η Γαλήνη.
Η Χλόη άφησε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό. "Καλά. Αλλά πρέπει να ειδοποιήσεις την Ισμήνη και μόνο την Ισμήνη, Γαλήνη, μ'ακούς; Κανείς άλλος δεν πρέπει να μάθει τι έγινε εδώ μέσα απόψε"
Ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν και δεν κατάλαβε για πότε την πήρε ο ύπνος.
***
"Χλόη! Τι κάνεις τόση ώρα;", την έβγαλε από τις σκέψεις της η φωνή της Ισμήνης.
"Χμ;"
"Κάθεσαι και κοιτάς το υπερπέραν. Πού έχεις χαθεί πάλι;"
Η κοκκινομάλλα έστρεψε το βλέμμα της προς την πένα και το τετράδιο πάνω στα σκεπάσματα του κρεβατιού. "Πουθενά. Απλά σκεφτόμουν κάτι τελευταίες λεπτομέρειες για το αποψινό σχέδιο, αυτό είναι όλο"
Η Ισμήνη κάθισε κι αυτή στο κρεβάτι και της έπιασε το χέρι. "Ακόμα σκέφτεσαι αυτό που έγινε στην αποθήκη;"
"Ναι. Αν δεν είχα χάσει τον έλεγχο, τίποτα απ'όλα αυτά δε θα είχε συμβεί!"
"Έι, δεν ήξερες τι επρόκειτο να συμβεί! Δεν είσαι μέντιουμ!"
"Ίσως! Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θα μπορούσα να το εμποδίσω όλο αυτό!", δήλωσε και έπεσε προς τα πίσω στα μαλακά μαξιλάρια του κρεβατιού.
"Έλα, σήκω, έχουμε ένα σχέδιο να υλοποιήσουμε!", είπε η Ισμήνη και άρχισε να τραβάει τη φίλη της από το χέρι σαν κανένα μικρό παιδάκι. Η Χλόη ανακάθισε και μάζεψε το τετράδιο και την πένα και τα τοποθέτησε πάνω στο γραφείο. Έβγαλε τις πιτζάμες της και φόρεσε ένα μαύρο σορτσάκι, μία μαύρη αμάνικη μπλούζα και τα αρβυλάκια της. Στη ζώνη της κρέμασε μία δερμάτινη θήκη με πένες και μαρκαδόρους και το κινέζικο σπαθί της. Αν κάποιος την έβλεπε, θα είχε τουλάχιστον τη δικαιολογία ότι πήγαινε στο χώρο της εκπαίδευσης.
"Είσαι έτοιμη για το χάος;", τη ρώτησε η Ισμήνη και η κοκκινομάλλα έγνεψε καταφατικά.
"Ώρα να πάμε στις θέσεις μας"
Οι δύο κοπέλες βγήκαν από το δωμάτιο και πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Ισμήνη θα πήγαινε προς την τραπεζαρία μιας και ήταν η ώρα του βραδινού και στα μισά της διαδρομής θα έμπαινε στον κεντρικό αεραγωγό. Κανονικά, υπήρχε σύστημα συναγερμού με ακτίνες λέιζερ για να αποτρέπουν τους εισβολείς που ήθελαν να μπουν στις εγκαταστάσεις της οργάνωσης από τους αεραγωγούς, αλλά τα κορίτσια το είχαν απενεργοποιήσει.
Από την αλλή, η Χλόη θα έπαιρνε τη διαδρομή, η οποία οδηγούσε στους χώρους της εκπαίδευσης και από εκεί είχε σκοπό να πάει προς την αίθουσα του Ρόδου, στην οποία φυλαγόταν το μαγικό ξίφος. Η κυριαρχία του θα τελείωνε εκείνο το βράδυ, η οργάνωση θα έχανε την περισσότερή της δύναμη και εξουσία, αρκεί όλα να πήγαιναν κατ'ευχήν. Έσφιξε το κράτημά της στη λαβή του σπαθιού, κίνηση την οποία έκανε όταν ήταν αγχωμένη και προσευχήθηκε να πάνε όλα καλά.
Προσπέρασε τους φρουρούς της εσωτερικής πύλης, οι οποίοι δεν την πρόσεξαν καν, σημάδι πως η ψευδαίσθηση που είχε δημιουργήσει είχε πιάσει τόπο και προχώρησε προς την απαγορευμένη πτέρυγα.
Από τη θήκη με τις πένες έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και το διάβασε για να σιγουρευτεί, παρόλο που γνώριζε απ'έξω την κάθε λέξη, το κάθε κόμμα και την κάθε τελεία. Και ακόμα είχε ενδοιασμούς, ενώ δε θα έπρεπε.
Έβαλε το χαρτί πίσω στη θήκη και ευχήθηκε να μη χρειαζόταν να τραβήξει το σπαθί της απόψε. Κόλλησε το σώμα της στον τοίχο του μουντού διαδρόμου και αφουγκράστηκε. Οι λάμπες φθορίου έβγαζαν ένα ανεπαίσθητο βουητό, αλλά πέρα από αυτό, στον χώρο επικρατούσε νεκρική σιγή.
Η Χλόη γνώριζε πως είχε στη διάθεσή της ακόμα δύο λεπτά για να διανύσει μία απόσταση διακοσίων πενήντα μέτρων πριν γίνει η αλλαγή στους φύλακες και αρχίσουν να περιπολούν στους άδειους διαδρόμους της απαγορευμένης πτέρυγας.
Άρχισε να περπατάει γρήγορα, σχεδόν να τρέχει, κρατώντας σταθερό το σπαθί στη ζώνη της. Ευτυχώς, οι κάμερες ασφαλείας ήταν απενεργοποιημένες και ο φωτισμός χαμηλός. Αλλά και πάλι έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Σταμάτησε ακριβώς κάτω από τις σχάρες που οδηγούσαν στον κεντρικό αεραγωγό. Από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο η Ισμήνη θα έκανε την εμφάνισή της.
Κι έτσι έγινε. Με έναν αρκετά ανατριχιαστικό ήχο, η σχάρα τραβήχτηκε απότομα φανερώνοντας την κοπέλα με τα μακριά καστανά μαλλιά, η οποία με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα στη φίλη της.
"Δεν άργησα, έτσι;", μουρμούρισε και η Χλόη έγνεψε αρνητικά. Ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο και οι δύο κοπέλες κόλλησαν στον τοίχο. Αν η ψευδαίσθηση από την ιστορία της Χλόης είχε πιάσει, τότε οι φύλακες δε θα τις έβλεπαν.
Έβγαλε το χαρτί από τη δερμάτινη θήκη και το διάβασε για πολλοστή φορά. Ύστερα το τσαλάκωσε και το έκλεισε μέσα στην παλάμη της, σφίγγοντας τη γροθιά της τόσο που οι κόμποι των δαχτύλων της άσπρισαν.
Ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο της και γύρισε το κέφαλι της προς την Ισμήνη, η οποία την κοιτούσε καθησυχαστικά.
Οι δύο φύλακες έκαναν την εμφάνισή τους, με τις μαύρες τους στολές, τις βαριές τους μπότες, τα κράνη και τα αυτόματα πιστόλια στα χέρια. Δεν τις είδαν, απλά τις προσπέρασαν.
Τα δύο κορίτσια αλληλοκοιτάχτηκαν και κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά. Η Ισμήνη έφτιαξε ένα προστατευτικό τείχος και στη συνέχεια μαζί με τη Χλόη γύρισαν την πλάτη στους φύλακες και προχώρησαν πιο βαθιά στην απαγορευμένη πτέρυγα.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου